Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης | |
---|---|
Χρυσόστομος Σμύρνης | |
Μητροπολίτης Δράμας (1902-1910), Μητροπολίτης Σμύρνης (1910-1922) Νέο-ιεροεθνομάρτυρας | |
Γέννηση | 1867, 8 Ιανουαρίου Τρίγλια Βιθυνίας Μικράς Ασίας, Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Κοίμηση | (μαρτύριο) 1922, 27 Αυγούστου Σμύρνη, Ελλάδα |
Τιμάται από | Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία |
Αγιοκατάταξη | 4 Νοεμβρίου 1992, από την Εκκλησία της Ελλάδος |
Μείζον ιερό | Δράμα, Ιερός Ναός Αγίου Χρυσοστόμου |
Εορτασμός | Η Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (Σεπτέμβριος) |
Προστάτης | Αθλητών και αθλητισμού |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (Τρίγλια Μικράς Ασίας, 8 Ιανουαρίου 1867 - Σμύρνη, 27 Αυγούστου 1922) ήταν Έλληνας Μικρασιάτης επίσκοπος και θεολόγος ο οποίος διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας και Σμύρνης. Είναι άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η μνήμη του τιμάται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.[1]
Την περίοδο 1902-1910 ήταν Μητροπολίτης Δράμας και Φιλίππων με σημαντική δράση στον Μακεδονικό Αγώνα και με πρωτοβουλίες για τη δημιουργία πολλών ελληνικών εκπαιδευτηρίων. Από το 1910 έως και τον μαρτυρικό του θάνατο διετέλεσε Μητροπολίτης Σμύρνης επιδεικνύοντας μέριμνα για τον αθλητισμό, την παιδεία και την κοινωνική πρόνοια της πόλης.
Αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, παρά την προσφορά ασφαλούς διαφυγής σε αυτόν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, και κατακρεουργήθηκε από τον φανατισμένο τουρκικό όχλο κατά την ανακατάληψη της Σμύρνης από τον τουρκικό στρατό στη Μικρασιατική Καταστροφή, στις 27 Αυγούστου 1922, μετά από εντολή του Νουρεντίν πασά. Το 1993 κατετάγη στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μαζί με όλους τους μάρτυρες της Μικρασιατικής Καταστροφής, με απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος.[2][3]
Γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1867 στην Τρίγλια της Βιθυνίας (επαρχία Προύσας), στην Προποντίδα της Μικράς Ασίας. Ήταν γιος του Νικολάου Καλαφάτη και της Καλλιόπης Λεμονίδου, οι οποίοι απέκτησαν συνολικά οκτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Ο πατέρας του ήταν νομομαθής και αντιπροσώπευε συμπολίτες του ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων. Επίσης, αναμιγνυόταν στα κοινά και εκλεγόταν δημογέροντας. Η μητέρα του ήταν ευλαβής χριστιανή και αναφέρεται ότι τον είχε τάξει στην Παναγία.
Ο Χρυσόστομος εκδήλωσε νωρίς την επιθυμία του να γίνει κληρικός. Οι γονείς του έγιναν αρωγοί στην επιθυμία του, πουλώντας ακίνητη περιουσία και στέλνοντάς τον οικότροφο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου είχε την τύχη να έχει σπουδαίους δασκάλους. Είχε επίσης την τύχη να αναλάβει τα έξοδα των σπουδών του ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Βαλιάδης, ο οποίος τον γνώρισε σε μια επίσκεψή του στη Σχολή και εκτίμησε τις επιδόσεις του. Ο Χρυσόστομος αποφοίτησε από τη Σχολή με «άριστα».
Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον χειροτόνησε διάκονο και τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και κατόπιν στη Μητρόπολη Εφέσου, όπου μετατέθηκε. Το 1896 ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε με το θέμα που δημιούργησαν καθολικοί καλόγεροι της Μονής των Λαζαριστών της Σμύρνης, οι οποίοι, θέλοντας να προσηλυτίσουν ορθοδόξους της Ιωνίας, αγόρασαν κοντά στην Έφεσο μια τοποθεσία που λεγόταν Καπουλή-Παναγιά και διέδωσαν ότι βρήκαν εκεί τον τάφο της Παναγίας. Ο Χρυσόστομος προέβη σε πλήθος δημοσιευμάτων, τεκμηριωμένων επιστημονικά, τα οποία εξέδωσε και σε βιβλίο. Κατόπιν αυτού, οι Λαζαριστές υποστήριξαν ότι επρόκειτο για σπίτι της Θεοτόκου.
Στις 2 Απριλίου 1897 ο Μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης (Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄). Στις 18 Μαΐου του ίδιου έτους χειροτόνησε πρεσβύτερο τον Χρυσόστομο και τον χειροθέτησε Μέγα Πρωτοσύγκελλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από τη θέση αυτή προήδρευσε μικτής επιτροπής Ορθοδόξων και Αγγλικανών με θέμα την ένωση των δύο Εκκλησιών. Ακόμη συνετέλεσε στη ματαίωση των σχεδίων της Πανσλαβιστικής Εταιρείας, που επεδίωκε την αλλοίωση του ελληνικού χαρακτήρα του Αγίου Όρους και τον εκσλαβισμό των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων[4].
Ταυτόχρονα, αξιοποίησε την ευγλωττία του στο κήρυγμα. Μνημειώδης θεωρείται ο επικήδειός του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο, πνευματικό πατέρα του Κωνσταντίνου Ε΄, καθώς επίσης και ο λόγος προς τον Εσταυρωμένο, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1901. Την ίδια ημέρα, Μεγάλη Παρασκευή του 1901, απομακρύνθηκε από τον Οικουμενικό Θρόνο ο Κωνσταντίνος Ε΄ και κατόπιν επανεξελέγη ο δυναμικός Ιωακείμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής. Και αυτός όμως εκτίμησε τα προσόντα του Χρυσοστόμου, και έτσι εκλέγεται παμψηφεί, στις 23 Μαΐου 1902, Μητροπολίτης Δράμας. Την ημέρα της εκλογής του, απευθυνόμενος στον Πατριάρχη, είπε τα εξής προφητικά: «Εν όλη τή καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου», πράγμα που έγινε 20 χρόνια αργότερα.
Η άφιξη και η ενθρόνιση του Χρυσοστόμου στη Δράμα έγινε στις 22 Ιουλίου 1902. Ως πρώτο μέλημά του έθεσε την ενίσχυση της Ελληνικής Κοινότητας, των φιλεκπαιδευτικών σωματείων και των Ελληνικών σχολείων. Με πρωτοβουλία του ανεγέρθηκε πληθώρα ελληνικών σχολείων όπως το καλλιμάρμαρο Γυμνάσιο Αρρένων Δράμας με σχήμα κάτοψης Ε, συμβολίζοντας τη λέξη Ελλάδα και Ελευθερία. Επίσης, με ενέργειες του Μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου κτίσθηκαν τα Εκπαιδευτήρια Δράμας το 1907.[6] Το κτίριο θεμελιώθηκε το 1907 και οι εργασίες περατώθηκαν το 1909, κατά τη δεύτερη περίοδο αρχιερατείας του Χρυσοστόμου στη Δράμα, έπειτα από πολλές διακοπές και παρεμβάσεις από την οθωμανική διοίκηση. Η δαπάνη ανέγερσης καλύφθηκε από την οικογένεια Μελά, από προαιρετικές εισφορές των κατοίκων της Δράμας, αλλά και από ενοίκια της ακίνητης περιουσίας της μητρόπολης Δράμας, ενώ στην ανέγερση βοήθησαν τεχνίτες της περιοχής. Στο κτίριο, με σχήμα κάτοψης Π με σαφή αναφορά στη λέξη Πατρίδα, στεγαζόταν παρθεναγωγείο και αρρεναγωγείο.[6][7][8]
Ταυτόχρονα ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος πραγματοποιούσε περιοδείες στις ελληνικές κοινότητες που δέχονταν τη βουλγαρική πίεση και προπαγάνδα, όπως η Προσοτσάνη και ο Βώλακας.[9] Οι Βούλγαροι επιχειρούσαν συστηματικά με απειλές, βιαιότητες και δολοφονίες να εξαναγκάσουν τους Έλληνες να προσχωρήσουν στη βουλγαρική Εξαρχία. Και αυτό γιατί η εκκλησιαστική ενσωμάτωση των κατοίκων μιας περιοχής ήταν ο πρόδρομος της εδαφικής προσάρτησής της, όταν αργότερα θα διαλυόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία.[10]
Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του αντιμετώπισε τις τρομοκρατικές ενέργειες του βουλγαρικού κομιτάτου καθώς και την τότε ρουμανική προπαγάνδα και ανέπτυξε έξοχη εθνική δράση, συγκρατώντας τους πεπλανημένους, ενθουσιάζοντας τους λιγόψυχους και αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη διεύθυνση του Αγώνα κατά των Βουλγάρων κομιτατζίδων.[11] Ο Χρυσόστομος ανέπτυξε συνεργασία με τη Δημογεροντία της Δράμας και οργάνωσε σώματα Μακεδονομάχων, ντόπιων αλλά και προερχόμενων από άλλες περιοχές του Ελληνισμού. Επίσης, η αλληλογραφία του Χρυσοστόμου με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τους Προξένους αλλά και τις Ελληνικές Αρχές, ήταν συνεχής με σκοπό να γίνουν γνωστά τα μαρτύρια των Ελλήνων της Μακεδονίας, από τους κομιτατζήδες, και να συγκεντρωθεί η απαραίτητη βοήθεια[12].
Παράλληλα, έκτισε μεγαλοπρεπή Ναό στη Δράμα, μέγαρο Μητροπόλεως, σχολές αρρένων και θηλέων, νοσοκομείο και γυμναστήριο ενώ ίδρυσε και μουσικούς ομίλους. Επίσης φρόντισε για την ανέγερση οικιών για τους καπνεργάτες, ιδρύοντας και πολλά φιλανθρωπικά καταστήματα, ορφανοτροφεία, γηροκομεία και άλλα κοινωφελή καθιδρύματα. Η εθνική αυτή δράση του Χρυσοστόμου ανησύχησε την τουρκική διοίκηση, η οποία και αναφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επιτυγχάνοντας την ανάκλησή του από Μητροπολίτη τον Οκτώβριο του 1907. Διασώζεται το γεγονός πως ο Χρυσόστομος αναχώρησε από τη Δράμα συνοδευόμενος έως το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης από ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό της. Ο Ιεράρχης μετέβη και παρέμεινε στην Τρίγλια, τη γενέτειρά του, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Τον Ιούλιο του 1908 παραχωρήθηκε από τους Οθωμανούς γενική αμνηστία με την ανακήρυξη του Συντάγματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έτσι ο Χρυσόστομος βρήκε την ευκαιρία να επιστρέψει στο ποίμνιό του στη Δράμα τον Αύγουστο του 1908.[11]
Επί αρχιερατείας του Χρυσοστόμου Καλαφάτη, ο συνεργάτης του Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, ως Αρχιδιάκονος και Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, διενήργησε ανασκαφές πίσω από την κόγχη του ιερού βήματος του βυζαντινού Ναού Αγίας Σοφίας Δράμας που λειτουργούσε τότε ως τζαμί, ύστερα από την άδεια, που του παραχώρησε ο τούρκος ιερωμένος της περιοχής, και βρήκε δισκοπότηρα, θυμιατά, κανδήλες και άλλα ιερά σκεύη, τα οποία τοποθέτησε στην Ιερά Μητρόπολη της Δράμας. Επίσης εντόπισε στον αύλειο χώρο του ναού μαρμάρινη πλάκα, την οποία αναποδογύρισε και με έκπληξή του διάβασε την ακόλουθη ημικατεστραμμένη επιγραφή: «… ΕΝ ΚΟΥΡΟΠΑΛΑΤΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ ΤΕ ΦΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑΝΙΑΚΗ. ΦΕΡΕΙ ΚΑΙ ΗΣ ΔΙΑΓΡΑΦΗΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΕΙΣ ΣΩΤΗΡΙΑΝ. ΕΝ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΟΜΝΗΝΟΥ». Την επιγραφή αυτή ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου τη δημοσίευσε στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Θεσσαλονίκης. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος με τον π. Θεμιστοκλή Χατζησταύρου επέδειξαν μέριμνα ώστε να περισώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες αρχαιότητες από την κλοπή και την καταστροφή. Έτσι ενεργούσαν για τη συγκέντρωση, διαφύλαξη και δημοσίευση των επιγραφών καθώς θεωρούσαν πως οι λίθοι οι ενεπίγραφοι (επιγραφές) ήταν αψευδείς μάρτυρες της ελληνικότητας της Μακεδονίας.[13]
Το 1909 κτίσθηκαν με πρωτοβουλία του Χρυσοστόμου τα Εκπαιδευτήρια στην Προσοτσάνη Δράμας, όπου συστεγάστηκαν η Αστική Σχολή Αρρένων και το Παρθεναγωγείο.[14]
Η ακατάπαυστη δραστηριοποίηση του Χρυσοστόμου σε όλα τα επίπεδα για την προάσπιση του Ελληνισμού ενάντια στις βιαιότητες των Κομιτατζήδων για τον εκβουλγαρισμό του, οδήγησε για μια ακόμη φορά, να του απαγορεύσουν τις επισκέψεις στα χωριά της Δράμας. Οι συνεχείς συγκρούσεις Ελλήνων και Βουλγάρων αποδίδονται από τους Άγγλους παρατηρητές αλλά και τους Οθωμανούς, στον Χρυσόστομο. Έτσι, Οθωμανοί και Βούλγαροι βρήκαν αφορμή για μια ακόμη φορά να ζητήσουν την απομάκρυνσή του με τη δικαιολογία των τουρκικών αρχών ότι η παρουσία του Χρυσοστόμου προκαλεί τη διασάλευση της τάξης. Τελικά πέτυχαν τη δεύτερη και οριστική απομάκρυνσή του Χρυσοστόμου από τη Δράμα τον Ιούνιο του 1909. Ο Ιεράρχης μετέβη και πάλι εξόριστος στη γενέτειρά του.[15]
Διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών μέχρι το 1910.[11]
Στις 11 Μαρτίου 1910 ο Χρυσόστομος μετετέθη στη Σμύρνη, ως Μητροπολίτης Σμύρνης. Στη Σμύρνη συνέχισε τους εθνικούς αγώνες, οργανώνοντας μάλιστα πάνδημο συλλαλητήριο ώστε να καταγγείλει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στη Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων και την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς τη βουλγαρική προπαγάνδα.
Το πολύπλευρο έργο του επεκτάθηκε σε όλα τα επίπεδα της κοινοτικής ζωής - ποιμαντικό, εθνικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, φιλανθρωπικό - με πρωτοποριακή πρωτοβουλία το μεγάλο κοινωνικό έργο δημιουργίας ευαγών ιδρυμάτων και αθλητικών εγκαταστάσεων για τη νεολαία. Ενδεικτικά με έμπνευση και ενέργειες του Χρυσοστόμου δημιουργήθηκε στη Σμύρνη το γήπεδο του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου Σμύρνης, έχοντας μάλιστα αρνηθεί δάνειο 100.000 χρυσών λιρών που του προσέφεραν οι Άγγλοι.[16] Συγκεκριμένα, με εισήγηση του μητροπολίτη Χρυσόστομου η Δημογεροντία και η Κεντρική Επιτροπή παραχώρησαν έκταση 105 στρεμμάτων, αν και είχαν δελεαστική προσφορά 100.000 λιρών από Άγγλους, για να την πουλήσουν. Εκεί κτίστηκε το νέο στάδιο του συλλόγου, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1912 στους ΙΔ΄ Πανιώνιους Αγώνες. Το νέο στάδιο περιλάμβανε στίβο περιμέτρου 334 μέτρων, γήπεδο ποδοσφαίρου διαστάσεων 95x65 μ., γυμναστήριο εξοπλισμένο με σύγχρονα όργανα, εξέδρα για 7.000 θεατές, αποδυτήρια και γραφεία.
Κατά τον πρώτο διωγμό των Μικρασιατών (επί Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) βοήθησε πολλές οικογένειες με ναυλωμένα πλοία να διασωθούν σε ασφαλείς τόπους. Παράλληλα, επικοινωνούσε συνεχώς με Οθωμανούς αξιωματούχους και εξηγούσε με συνεντεύξεις κι επιστολές για τον διωγμό των Ελλήνων της Ανατολής σε πρόσωπα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο τότε πρέσβης της Γερμανίας στην Κωνσταντινούπολη, Βόλφ Μέττερνιχ, γράφει σχετικά με τον Χρυσόστομο: "…Δεν γνωρίζω προσωπικώς τον αρχηγόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας Σμύρνης. Αλλά από τας εκθέσεις της πρεσβείας δύναμαι να βεβαιώσω ότι ο ελληνικός κλήρος της Σμύρνης κατά την αγωνιώδη περίοδο των ταραχών εξήρθη εις το ύψος του καλυτέρου επί της γης κλήρου, του Αγγλικανικού. Επικεφαλής αυτού του κλήρου ο Μητροπολίτης Σμύρνης, μαζί με τρεις άλλους εκτοπισθέντες επισκόπους, είχε το θάρρος να εξαπολύση εις τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος τας φλογεράς διαμαρτυρίας του, ενώ εγνώριζεν ότι ίστατο επί ηφαιστείου”.[17] Ο υπουργός θρησκευμάτων του Σουλτάνου ζήτησε την ανάκληση του από τη Σμύρνη καθώς οι τουρκικές αρχές είχαν θορυβηθεί έντονα από την πολυσχιδή δράση του υπέρ του Ελληνισμού. Στις 20 Αυγούστου 1914 Τούρκοι αστυνομικοί απομακρύνουν τον Μητροπολίτη και τον οδηγούν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χρυσόστομος επιστρέφει στη Σμύρνη μετά την Ανακωχή του Μούδρου το 1918, ενώ η υποδοχή του πίσω στην πρωτεύουσα της Ιωνίας ήταν παλλαϊκή.
Κατά τα έτη 1919 έως 1922, οπότε και η περιοχή της Σμύρνης βρισκόταν υπό Ελληνική Διοίκηση, ο Χρυσόστομος αποτελούσε τον εθνάρχη του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Μάλιστα ήταν ο εμπνευστής της «Μικρασιατικής Άμυνας» για τη δημιουργία αυτόνομου κράτους σε περίπτωση ήττας του ελληνικού στρατού. Η κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922 απογοήτευσε τον Χρυσόστομο, ο όποιος αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του Ελληνικού στοιχείου από τη Μικρά Ασία, ενώ ταυτόχρονα ζητούσε έντονα από την Ελληνική Κυβέρνηση τρόπους, έως την ύστατη, ώρα για τη διάσωση του Ελληνισμού από την επερχόμενη σφαγή.
Παρά τις προτάσεις που του έγιναν να αποχωρήσει ασφαλής από τη Σμύρνη καθώς το μέτωπο κατέρρεε, ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του.[19] Στον Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Φωτεινής τέλεσε την τελευταία του Θεία Λειτουργία ενθαρρύνοντας τους φοβισμένους πιστούς που είχαν κατακλύσει της εκκλησία. Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου, Τούρκος αρχιαστυνόμος μαζί με ένοπλους στρατιώτες, μετέβη στα γραφεία της Μητρόπολης Σμύρνης και διέταξε τον Χρυσόστομο να παρουσιαστεί στον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Νουρεντίν πασά, μαζί με τους Έλληνες Δημογέροντες της Σμύρνης Γεώργιο Κλιμάνογλου και Νικόλαο Τσουρούκτσογλου. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος προσήχθη ενώπιον του Νουρεντίν στο Διοικητήριο. Εκεί ο τούρκος διοικητής τον κατηγόρησε για τη φιλελληνική του στάση και τις ενέργειές του εναντίον του τουρκικού έθνους και αφού τον εξύβρισε τον παρέδωσε στους εξαγριωμένους Τούρκους που είχαν κατακλύσει την πλατεία του Διοικητηρίου. Πρώτοι δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους οι δύο Δημογέροντες Γεώργιος Κλιμάνογλου και Νικόλαος Τσουρουκτσόγλου. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος βασανίσθηκε, τυφλώθηκε και διαμελίστηκε από τον τουρκικό όχλο βρίσκοντας έτσι μαρτυρικό θάνατο, στις 27 Αυγούστου 1922.[20][21][22][23]
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο ως Ιερομάρτυρα. Η μνήμη του «Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ Αγίων αρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων καθώς και των κληρικών και λαϊκών που σφαγιάσθηκαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή» εορτάζεται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (Σεπτέμβριος).[24]
Ο Άγιος Χρυσόστομος είναι ο προστάτης άγιος των Μικρασιατών. Επίσης μαζί με τον Άγιο Νεκτάριο καθιερώθηκε ως ο προστάτης άγιος του αθλητισμού και της γυμναστικής, καθώς ως πρωτοπόρος για την εποχή του, πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη της άθλησης των νέων και τη δημιουργία αθλητικών - γυμναστικών εγκαταστάσεων, σχολείων και γηπέδων.[25][26][27]
Ιεροί Ναοί στη μνήμη του έχουν ανεγερθεί στη Δράμα, την Πτολεμαΐδα, στη Νέα Ιωνία Μαγνησίας, τη Ζίντα Ηρακλείου Κρήτης, τη Σάμο[28], στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Καμμένων Βούρλων Φθιώτιδας, στην πόλη Μπέργκεν της Νορβηγίας κ.α. Παρεκκλήσια στη μνήμη του υπάρχουν στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ιπποδρομίου Θεσσαλονίκης και στον Ιερό Ναό Παναγίας Παντοβασίλισσας Ραφήνας.[29][30]
Σχεδόν σε κάθε πόλη της χώρας υφίσταται οδός που φέρει το όνομά του και ανδριάντες και προτομές του κοσμούν την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Νέα Σμύρνη, την Πάτρα, τη Νέα Ιωνία Μαγνησίας, τη Γλυφάδα, τον Πειραιά, τη Νίκαια Αττικής, το Περιστέρι Αττικής, τον Υμηττό[31], τη Δράμα, τις Σέρρες, την Καλαμάτα, τη Μενεμένη Θεσσαλονίκης, την Πτολεμαΐδα και άλλες πόλεις.[32]
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ´. Θείας πίστεως
Μέγαν μάρτυρα ἡ Ἐκκλησία,
μέγαν ἥρωα τὸ ἔθνος σύμπαν,
τὸν τῆς Σμύρνης ὑμνοῦμεν Χρυσόστομον.
Καὶ γὰρ γενναίως ἀθλήσας ὑπέμεινεν
ὑπὲρ πατρίδος καὶ πίστεως θάνατον.
Ἱεράρχου τε ὑπόδειγμα ἑαυτὸν ἀνέδειξε,
τὸν στέφανον λαβὼν τὸν ἀμαράντινον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ.α'. Τον συνάναρχον λόγον
Εκκλησίας της Σμύρνης φωσφόρε Άγγελε
Ιερομάρτυς γενναίε,
ο εξορίας δεινάς
υπομείνας και μαρτύριον κατώδεινον
υπέρ ποιμνίου σου καλώς,
Αρχιθύτα Δραμινών και Πρόεδρε Ιωνίας
Χριστόν ημίν εκδυσώπει
τοις ευφημούσι σε, Χρυσόστομε.[33]