Ο όρος Χόλυγουντ στον Τίβερη (αγγλικά: Hollywood on the Tiber) είναι μια φράση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την περίοδο της δεκαετίας του 1950 και του 1960 όταν η ιταλική πρωτεύουσα της Ρώμης εμφανίστηκε ως μια σημαντική τοποθεσία για τη διεθνή παραγωγή ταινιών προσελκύοντας πολλές ξένες παραγωγές στα στούντιο της Τσινετσιτά. Σε αντίθεση με την ιταλική κινηματογραφική βιομηχανία, αυτές οι ταινίες δημιουργήθηκαν στην αγγλική γλώσσα για παγκόσμια κυκλοφορία. Παρόλο που οι κύριες αγορές τέτοιων ταινιών ήταν αμερικανικές και βρετανικές, ωστόσο απολάμβαναν ευρεία δημοτικότητα σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ιταλίας.
Η εμπορική επιτυχία του Κβο Βάντις (1951) οδήγησε σε μια ροή blockbusters που παρήχθησαν στην Ιταλία από τα στούντιο του Χόλυγουντ, η οποία έφτασε στο απόγειό της με την Κλεοπάτρα της 20th Century Fox το 1963. Η φράση «Το Χόλυγουντ στον Τίβερη», που αναφέρεται στον ομώνυμο ποταμό που διασχίζει τη Ρώμη, επινοήθηκε το 1950 από το περιοδικό Time κατά τη δημιουργία της ταινίας Κβο Βάντις.[1]
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα στούντιο του Χόλιγουντ άλλαξαν όλο και περισσότερο την παραγωγή στο εξωτερικό, τόσο για να επωφεληθούν από το χαμηλότερο κόστος όσο και για να χρησιμοποιήσουν δεσμευμένους πόρους (κέρδη από αμερικανικές ταινίες που οι ξένες κυβερνήσεις εμπόδισαν από την εξαγωγή τους). Αυτές οι ταινίες, γνωστές ως παραγωγές απόδρασης, θα μπορούσαν επίσης να επωφεληθούν από τοπικές επιδοτήσεις. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ορισμένες από τις μεγαλύτερες αμερικανικές ταινίες γυρίστηκαν σε ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως στη Βρετανία και την Ιταλία.[2] Και στις δύο χώρες, οι νεοαφιχθέντες αμερικανικές εταιρείες δούλευαν παράλληλα με τη συνέχιση μεγάλων εγχώριων κινηματογραφικών βιομηχανιών.
Στην Ιταλία, οι κινηματογραφιστές χρησιμοποίησαν το τεράστιο συγκρότημα της Τσινετσιτά που είχε χτιστεί τη δεκαετία του 1930 από το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι το οποίο είχε ως στόχο την ανοικοδόμηση του ιταλικού κινηματογράφου. Μετά την ανατροπή του Μουσολίνι το 1943, η παραγωγή της Τσινετσιτά διακόπηκε και δεν έγιναν νέες ταινίες μέχρι το 1948.[3]
Παρόλο που οι αμερικανικές εταιρείες είχαν κάνει γυρίσματα νωρίτερα στην Ιταλία (όπως η βουβή ταινία Νέρων της Fox το 1922 και το Μπεν-Χουρ του 1925 της MGM), η κλίμακα των μεταπολεμικών επενδύσεων ήταν άνευ προηγουμένου. Πολλές από τις ταινίες ήταν επικές παραγωγές, όπου συχνά αναφέρονταν στην Αρχαία Ρώμη και απαιτούσαν μεγάλα σκηνικά ταινιών και κινηματογράφηση τοποθεσιών.
Άλλες ταινίες περιελάμβαναν της σύγχρονης περιόδου όπως τις Διακοπές στη Ρώμη (1953) και το Πιστεύουμε στον έρωτα (1954).[2] Οι εταιρείες εισήγαγαν ηθοποιούς από διάφορες χώρες (ιδιαίτερα τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες), οι οποίοι εμφανίστηκαν μαζί με τους Ιταλούς που έπαιζαν γενικά μικρότερους, υποστηρικτικούς ρόλους ή έκτακτους. Η Σοφία Λόρεν ήταν μια αξιοσημείωτη Ιταλίδα σταρ με επαρκή διεθνή απήχηση για να πρωταγωνιστήσει σε τέτοιες ταινίες.
Το 1962, η μακρά και ταραγμένη παραγωγή της Κλεοπάτρας έφερε την προσοχή των ΜΜΕ στην πόλη. Οι καθυστερήσεις οδήγησαν σε έναν αυξανόμενο προϋπολογισμό, καθιστώντας την την πιο ακριβή ταινία που έγινε ποτέ εκείνη τη στιγμή.[4] Αντί να οδηγήσει σε παρακμή του ιταλικού κινηματογράφου, η μητρική βιομηχανία άνθισε κατά τη διάρκεια της εποχής. Το 1960, οι ιταλικές ταινίες ξεπέρασαν τις αμερικανικές εισαγωγές στην Ιταλία για πρώτη φορά από το 1946.[5] Ωστόσο, υπήρχε μια αυξανόμενη επιρροή παραγωγών σε Χολυγουντιανό στυλ, καθώς δημοφιλή ιταλικά είδη όπως οι επικές ταινίες και τα σπαγκέτι γουέστερν προσπάθησαν να μιμηθούν τις επιτυχημένες παραγωγές του Χόλυγουντ. Αρκετοί Ιταλοί ηθοποιοί και σκηνοθέτες συχνά χρησιμοποιούσαν αγγλικά ψευδώνυμα όπως ο Σέρτζιο Λεόνε (στην ταινία για μια χούφτα δολάρια χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Μπομπ Ρόμπερτσον).[6]
Η Τσινετσιτά έφτασε στο αποκορύφωμα της διεθνούς φήμης της μεταξύ της παραγωγής του Μπεν Χουρ και της Κλεοπάτρας (1958-1960).[7] Ωστόσο κατά τη δεκαετία του 1960, η μόδα για τα κλασικά έπη άρχισε να παρακμάζει μετά την εμπορική αποτυχία της ταινίας Η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1964), αν και ταινίες σε άλλα είδη, όπως ο Δόκτωρ Ζιβάγκο (1965) του Ντέιβιντ Λην συνέχισαν να να είναι κερδοφόρες.
Το 2009 κυκλοφόρησε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Χόλυγουντ στον Τίβερη, όπου απεικονίζει τα στούντιο της Τσινετσιτά και τους διάφορους αστέρες που εργάστηκαν εκεί μεταξύ 1950 και 1970.
Ταινίες που γυρίστηκαν μερικώς ή εξ ολοκλήρου στα στούντιο της Τσινετσιτά[8]: