Το ψυχόδραμα είναι ένα είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας, η οποία δημιουργήθηκε από τον ψυχίατρο Jacob Levy Moreno. Πρόκειται για μία μέθοδο διερεύνησης του ψυχισμού των ατόμων, στην οποία οι συμμετέχοντες δραματοποιούν, δηλαδή αναπαριστούν θεατρικά, τωρινά, παρελθοντικά, ακόμη και μελλοντικά γεγονότα από τις ζωές τους, αντί να μιλούν απλώς γι' αυτά. Αυτό που δραματοποιείται από τους συμμετέχοντες δεν είναι μόνο η βιωμένη εμπειρία τους αλλά και οι ψυχολογικές εκφάνσεις που τη συνοδεύουν, όπως σκέψεις και συναισθήματα ή τρόποι αντιμετώπισης ενός προβλήματος.
Ιδρυτής του ψυχοδράματος ήταν ο ψυχίατρος Jacob Moreno (1889-1974). Ο Moreno ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της ομαδικής ψυχοθεραπείας.[1] Το 1921 ιδρύει το "αυτοσχέδιο θέατρο" στη Βιέννη,[2] το οποίο και αποτελεί μία πρώτη μορφή ψυχοθεραπείας μέσω θεατρικού παιχνιδιού. Στο αυτοσχέδιο θέατρο, οι συμμετέχοντες, οι οποίοι αποτελούσαν συγχρόνως θεατρική ομάδα και κοινό, ανέβαιναν στη σκηνή και εκδραμάτιζαν γεγονότα και καταστάσεις.[2] Οι θεατές μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να ανεβούν στη σκηνή και να παρέμβουν στην ιστορία, καθώς δεν υπήρχε προκαθορισμένο σενάριο, αλλά αντίθετα ενθαρρύνονταν η δημιουργικότητα και η αυθορμησία τους. Μέσω της λειτουργίας αυτού του θεάτρου, ο Moreno συνειδητοποίησε πως τα άτομα αντιλαμβάνονται καλύτερα τις εμπειρίες και τα συναισθήματά τους υπό τη μορφή θεατρικού παιχνιδιού.
Παράλληλα, ο Moreno, ζώντας στη Βιέννη, είχε γνωρίσει από κοντά τον Σίγκμουντ Φρόυντ και τις θεωρίες του, αλλά διαφωνούσε με αυτές. Μάλιστα, βαδίζοντας αντίθετα με το ψυχαναλυτικό πρότυπο που τότε επικρατούσε, ιδρύει την κοινωνιομετρία,[3] μία επιστήμη της θεραπευτικής ομάδας. Η κοινωνιομετρία μελετά το δίκτυο των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ των μελών μίας ομάδας. Από την κοινωνιομετρία αργότερα προκύπτει, ως μέθοδος θεραπείας, το ψυχόδραμα.
Το ψυχόδραμα χρησιμεύει στο άτομο ως μία ευκαιρία για βαθύτερη ενδοσκόπηση. Το άτομο συχνά αδυνατεί να μιλήσει για τη ζωή του, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, ή για τις σχέσεις του με κάποιους ανθρώπους. Το ψυχόδραμα δίνει στα άτομα την ικανότητα να εκφραστούν όχι μέσω του λόγου αλλά της πράξης: πρόκειται για μία μέθοδο θεραπείας που εμπλέκει ενεργητικά το Υποκείμενο, ενθαρρύνοντας την έκφραση της δημιουργικότητας και αυθορμησίας του, συστατικά απαραίτητα για μία υγιή ζωή κατά τον Moreno. Το ψυχόδραμα λειτουργεί καθαρτικά, καθώς το Υποκείμενο συνειδητοποιεί τα συναισθήματά του, αλλά και παιδαγωγικά, καθώς το άτομο μαθαίνει να προσαρμόζεται στις διάφορες καταστάσεις της ζωής, υιοθετώντας νέους ρόλους.
Συντελεστές του ψυχοδράματος είναι οι εξής:[4]
Ο πρωταγωνιστής είναι το άτομο το οποίο αναπαριστά στη σκηνή την εμπειρία του.Δεν είναι ηθοποιός, αλλά ο εαυτός του.
Πρόκειται για το θεραπευτή, ο οποίος διευθύνει την ψυχοδραματική συνάντηση και καθοδηγεί το θεατρικό παιχνίδι.
Τα βοηθητικά Εγώ είναι τα υπόλοιπα άτομα που συμμετέχουν στην ψυχοθεραπευτική συνάντηση και χρησιμεύουν ως βοηθητικοί ηθοποιοί. Πρόκειται για άτομα που παίζουν ρόλους πραγματικών προσώπων από το περιβάλλον του πρωταγωνιστή συντελώντας στην αναπαράσταση της ιστορίας του.
Τα υπόλοιπα άτομα που παρακολουθούν το δράμα είναι το κοινό.
Ο χώρος όπου πραγματοποιείται η ψυχοδραματική συνάντηση είναι η σκηνή: Η σκηνή δίνει στον πρωταγωνιστή τον χώρο που είναι απαραίτητος για να κινηθεί και να εκφραστεί. Αποτελεί προέκταση της πραγματικής ζωής, ένα χώρο όπου φαντασία και πραγματικότητα συνυπάρχουν.
Η θεραπευτική συνάντηση συνήθως περιλαμβάνει τρεις φάσεις.[5] Αρχικά, είναι το «ζέσταμα» και η προετοιμασία της ομάδας: Προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο αυθορμητισμός των ατόμων, είναι αναγκαία η προθέρμανση, η οποία προετοιμάζει τα άτομα να αναλάβουν δράση: όσο περισσότερο προθερμασμένο είναι ένα άτομο, τόσο περισσότερο αυξάνονται τα επίπεδα αυθορμητισμού του, διευκολύνοντας έτσι την εκδήλωση της δημιουργικής δραστηριότητας. Η προθέρμανση αυξάνει επίσης την οικειότητα, την εμπιστοσύνη και τη συνοχή της ομάδας, αναγκαία στοιχεία προκειμένου η ομάδα να είναι δεμένη και, επομένως, να δράσει θεραπευτικά. Για να οδηγήσει την ομάδα προς αυτήν την κατεύθυνση, ο ψυχοδραματιστής χρησιμοποιεί ασκήσεις. Αφού ζεσταθεί η ομάδα, συζητά διάφορα θέματα μέχρι να αναδυθεί το κεντρικό θέμα, το οποίο συνίσταται σε ένα γεγονός, πρόβλημα ή κατάσταση ενός μέλους της ομάδας. Το άτομο, η ιστορία του οποίου επιλέγεται για εκδραμάτιση, γίνεται ο πρωταγωνιστής. Στη συνέχεια, ο πρωταγωνιστής διανέμει τους υπόλοιπους «ρόλους» στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας (βοηθητικά εγώ).
Η δεύτερη φάση του ψυχοδράματος αφορά το καθαυτό ψυχοδραματικό παιχνίδι, κατά το οποίο ο πρωταγωνιστής παίζει τον κεντρικό ρόλο και εκφράζει ό,τι αισθάνεται ενώπιον των υπολοίπων. Ο ρόλος των βοηθητικών- Εγώ σε αυτή τη φάση είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς προκαλούν τον πρωταγωνιστή να αντιμετωπίσει καταστάσεις και αλληλεπιδράσεις με τους "σημαντικούς άλλους", δηλαδή τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του που είναι σημαντικά για εκείνον. Έτσι, τα «βοηθητικά εγώ» εμπλέκουν τον πρωταγωνιστή βαθύτερα στην εκδραμάτιση, γεγονός που τον οδηγεί στην άμεση και ολοκληρωτική έκφραση των συγκρούσεων και των απωθημένων συναισθημάτων του. Στη δεύτερη φάση χρησιμοποιούνται και οι ψυχοδραματικές τεχνικές.
Μετά την ψυχοδραματική εκδραμάτιση, ακολουθεί η τρίτη φάση του ψυχοδράματος, το «μοίρασμα». Στη διάρκειά της, οι συμμετέχοντες ενθαρρύνονται να μοιραστούν με τον πρωταγωνιστή και το κοινό τις δικές τους, προσωπικές εμπειρίες, που η εκδραματισμένη ιστορία του πρωταγωνιστή τους έφερε στο μυαλό. Τα άτομα που χρησίμευσαν ως «βοηθητικά- Εγώ» μοιράζονται και τις προσωπικές τους εμπειρίες, αλλά και την εμπειρία που βίωσαν μέσω του ρόλου τους. Ο ρόλος του ψυχοδραματιστή δεν είναι οριοθετημένος, καθώς μπορεί να είναι κατευθυντικός, να βοηθά στο ξεκίνημα της συνεδρίας ή και στη συνέχεια, ή αντίθετα να παραμένει παθητικός. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να διατυπώνει ένα είδος διάγνωσης, τόσο στο επίπεδο του παιχνιδιού όσο και σε αυτό της ομάδας, διευκολύνοντας την εξέλιξη του παιχνιδιού και προκαλώντας τη συνειδητοποίηση των όσων συμβαίνουν [6]
Από τις πιο βασικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία εκδραμάτισης είναι η μέθοδος του «σωσία» (double).[7] Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται όταν η ικανότητα αντίληψης ενός ασθενή έχει αποδιοργανωθεί, κυρίως στη θεραπεία ψυχώσεων, αλλά και σε ηπιότερες καταστάσεις, όταν το Υποκείμενο αδυνατεί να δει καθαρά τον εαυτό του και τη συμπεριφορά του.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ένα βοηθητικό Εγώ λειτουργεί ως ο «σωσίας» του πρωταγωνιστή, κάνοντας και νιώθοντας ό,τι και εκείνος, ταυτόχρονα με εκείνον. Ο σωσίας ακολουθεί τον πρωταγωνιστή σαν τη «σκιά» του και προσπαθεί να δράσει και να μιλήσει όπως θα έκανε ο πρωταγωνιστής, με βάση τα σημάδια που ο ίδιος του δίνει .Πολλές φορές ο σωσίας είναι δυνατόν να εκφράσει ό,τι το Υποκείμενο αισθάνεται και δεν μπορεί να εκφράσει, και έτσι το Υποκείμενο αντιλαμβάνεται καλύτερα τον εαυτό του, βλέποντας πώς αυτός παρουσιάζεται μπροστά του μέσω κάποιου άλλου.
Παρόμοια με την τεχνική του σωσία είναι και η τεχνική του «καθρέφτη» (mirroring).[8] Σε αυτήν, ο πρωταγωνιστής παρακολουθεί ως θεατής ένα βοηθητικό Εγώ να αναπαριστά τον ίδιο, αφού προηγουμένως το βοηθητικό Εγώ τον έχει παρατηρήσει επισταμένα, συνήθως μετά την εκδραμάτιση ενός γεγονότος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Υποκείμενο συνειδητοποιεί τρόπους με τους οποίους συμπεριφέρεται και συνδέεται με τους ανθρώπους γύρω του, διαπιστώνοντας προβληματικές συμπεριφορές και μηνύματα που ο ίδιος εκπέμπει στους άλλους, που ενδεχομένως προηγουμένως δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί.
Μια άλλη σημαντική τεχνική του ψυχοδράματος αποτελεί η αντιστροφή του ρόλου (role reversal),[9] στην οποία δύο άτομα, τα οποία ενδέχεται να βρίσκονται σε σύγκρουση, αναλαμβάνουν να αντιστρέψουν τους ρόλους τους δραματοποιώντας μία κατάσταση. Πρόκειται για άτομα με ρόλους συχνά συμπληρωματικούς και αλληλοεξαρτώμενους, που όμως βρίσκονται σε μία σύγκρουση λόγω της επιθυμίας τους για ενότητα.[10] Τέτοιοι είναι συνήθως οι ρόλοι μεταξύ γονέα- παιδιού, συζύγων, θύτη και θύματος. Καθώς το άτομο εκδραματίζει τον άλλον, ταυτίζεται με αυτόν, και τον συναισθάνεται, ενώ την ίδια στιγμή βλέπει και τη δική του, προηγούμενη, συμπεριφορά υπό άλλο πρίσμα.
Αυτές είναι οι πιο σημαντικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά την ψυχοδραματική συνάντηση, χωρίς όμως να είναι οι μόνες.
Το ψυχόδραμα μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιονδήποτε θέλει να αντιμετωπίσει προβλήματά του, να βελτιώσει τις διαπροσωπικές του σχέσεις ή, γενικότερα, να διερευνήσει τον εαυτό του. Ψυχοδραματικές ομάδες μπορούν να σχηματιστούν από άτομα ίδιας ηλικίας ή από άτομα που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα ή την ίδια ασθένεια. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να αφορούν εφήβους, παντρεμένα ζευγάρια, ασθενείς ή επαγγελματίες.[11]
Οι ψυχοδραματικές ομάδες συναντιούνται συνήθως μία, και κάποιες φορές δύο φορές την εβδομάδα, ενώ η κάθε συνάντηση διαρκεί δύο με τρεις ώρες. Η διάρκεια της θεραπείας μέσω ψυχοδράματος ποικίλει: συνήθως διαρκεί τόσο όσο είναι απαραίτητο ώστε τα άτομα να επιλύσουν τα προβλήματα και τις συγκρούσεις τους.[11] Σύμφωνα με αυτό, η θεραπεία μίας ομάδας μπορεί να διαρκέσει μήνες, ενώ κάποιας άλλης χρόνια, ακόμη και δεκαετία.