Επιχείρηση Υπόκοσμος (αγγλικά: Operation Underworld), ήταν η κωδική ονομασία της συνεργασίας της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ιταλο-Αμερικανική Μαφία την περίοδο 1942-1945 για την αντιμετώπιση των κατασκόπων και σαμπότερ του Άξονα κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής των ΗΠΑ. Η συνεργασία πρόεβλεπε επίσης την αποφυγή απεργίων στα λιμάνια από τα εργατικά συνδικάτα, καθώς επίσης τον περιορισμό των κλοπών από μαυραγορίτες προμήθειων ζωτικής σημασίας για τον πόλεμο.[1]
Τους πρώτους τρεις μήνες μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου του 1941, οι ΗΠΑ έχασαν 120 εμπορικά πλοία από επιδρομές των γερμανικών U-boat στη Μάχη του Ατλαντικού. Τον Φεβρουάριο του 1942, το Γαλλικό κρουαζιερόπλοιο SS Normandie, που εν τω μεταξύ είχε μετασκευαστεί ως πλοίο στρατευμάτων, φέρεται να σαμποτάρεται και να βυθίστηκε από εμπρησμό στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Το αφεντικό της Ιταλο-Αμερικανικής μαφίας Άλμπερτ Αναστάζια ανέλαβε την ευθύνη για το σαμποτάζ.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών υποστήριξε ότι η απώλεια του πλοίου Νορμανδία ήταν ατύχημα, πολλοί Αμερικανοί ήταν σκεπτικοί και σκέφτηκαν ότι η καταστροφή είχε προγραμματιστεί από τους Ναζί. Αρκετοί κατασκόποι και σαμποτέρ των Γερμανών συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν για τα εγκλήματά τους, αλλά ποτέ δεν προσκομίστηκαν στοιχεία που να έδειχναν την σύνδεση των κατασκόπων με την απώλεια του πλοίου Νορμανδία.
Το Νορμανδία είχε ένα πολύ αποτελεσματικό σύστημα πυροπροστασίας, αλλά βρισκόταν σε αποσύνδεση κατά τη διάρκεια της μετατροπής του. Οι σπινθήρες από μια ηλεκτροσυγκόλληση του Κλέμεντ Ντέρικ πυροδότησαν μια στοίβα από σωσίβια γεμάτη με εύφλεκτα υλικά, η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα και τελικά τόσο πολύ νερό που χρησιμοποιήθηκε για να θέσει την φωτιά στο πλοίο υπό ελέγχο, ήταν και η κύρια αιτία της βυθισής του. Κανείς δεν ξέρει αν ο Κλέμεντ Ντέρικ είχε πληρωθεί από τον υπόκοσμο για να κάψει το πλοίο.
Παρ 'όλα αυτά, οι φόβοι για πιθανή δολιοφθορά ή και κλείσιμο του λιμανιού οδήγησαν τον διοικητή Τσαρλς Χέιφεντεν του Ναυτικού Γραφείου Πληροφοριών του Ναυτικού των ΗΠΑ (ONI), στη Νέα Υόρκη να δημιουργήσει μια ειδική μονάδα ασφαλείας. Ζήτησε την βοήθεια του Τζόσεφ Λάντζα, ο οποίος διεύθυνε την Ψαραγορά Φούλτον, για να πάρει πληροφορίες για την προκυμαία της Νέας Υόρκης, τον έλεγχο των εργατικών συνδικάτων, και τον εντοπισμό πιθανών εργασιών ανεφοδιασμού για τα γερμανικά υποβρύχια με τη βοήθεια του αλιευτικού κλάδου κατά μήκος της ακτής του Ατλαντικού.
Για την κάλυψη των δραστηριοτήτων του Λάντζα, ο Χέιφεντεν προσέγγισε τον Λάκι Λουτσιάνο, ο οποίος ήταν το πιο σημαντικό αφεντικό των πέντε οικογενειών της μαφίας στη Νέα Υόρκη. Ο Λουτσιάνο συμφώνησε να συνεργαστεί με τις αρχές με την ελπίδα της αντιπαροχής για πρόωρη αποφυλάκιση του από τη φυλακή.
Ο Λάκι Λουτσιάνο βρισκόταν στη φυλακή Ντανεμόρα εκείνη την εποχή, που εκτίε ποινή 30 έως 50 ετών για τη οργάνωση ενός κύκλωματος πορνείας. Για τη συνεργασία του, μεταφέρθηκε σε μια πιο βολική και άνετη ανοιχτή φυλακή στην Γκρέητ Μιντόουζ τον Μάιο του 1942. Αν ο Λουτσιάνο σταμάτησε τα σαμποτάζ παραμένει ασαφές, ωστόσο οι αρχές είχαν ενδείξεις ότι οι απεργίες στις αποβάθρες σταμάτησαν μετά από την συνάντηση που είχε ο δικηγόρος του Λουτσιάνο, Μοούζες Πολάκοφ με μέλη του υποκόσμου με επιρροή στους λιμενεργάτες και στα συνδικάτα τους. Το 1946 η ποινή του Λουτσιάνο θα μετατράπει, αφού είχε εξέτισε 9½ χρόνια, και θα απελάθει στην χώρα καταγωγής του, στην Ιταλία.