Ελίζαμπεθ Σορτ (Μαύρη Ντάλια) | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Elizabeth Short (Αγγλικά) |
Γέννηση | Ελίζαμπεθ Σορτ 29 Ιουλίου 1924 Βοστώνη, Μασαχουσέτη Η.Π.Α. |
Θάνατος | 15 Ιανουαρίου 1947 (22 ετών) Λος Άντζελες, Καλιφόρνια ΗΠΑ |
Αιτία θανάτου | Ακρωτηριασμός και Ενδοεγκεφαλική αιμορραγία |
Συνθήκες θανάτου | Ανθρωποκτονία |
Τόπος ταφής | Mountain View Cemetery[1] |
Παρατσούκλι | Beth |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Ύψος | 1,65 μέτρα |
Βάρος | 52 κιλά |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Αμερικανικά αγγλικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά Αγγλικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | σερβιτόρα υπηρέτρια |
Οικογένεια | |
Γονείς | Κλόε Σορτ (πατέρας) Φοίβη Μέι Σορτ(μητέρα) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Μαύρη Ντάλια (αγγλικά: Black Dahlia) είναι το ψευδώνυμο που δόθηκε μετά θάνατον στην Ελίζαμπεθ Σορτ (29 Ιουλίου 1924 – 15 Ιανουαρίου 1947), μια νεαρή Αμερικανίδα που δολοφονήθηκε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια το 1947.[2] Επειδή το πτώμα της ακρωτηριάστηκε και κόπηκε στη μέση, η υπόθεση της απασχόλησε πολύ την κοινή γνώμη και έγινε ιδιαίτερα γνωστή. Οι εφημερίδες έδιναν συχνά ψευδώνυμα σε σοβαρά και ειδεχθή εγκλήματα, έτσι ονόμασαν και την Ελίζαμπεθ Σορτ ως «η Μαύρη Ντάλια». Το συγκεκριμένο όνομα πιθανόν να προέρχεται από την ταινία φιλμ νουάρ, "Η Γαλάζια Ντάλια" του 1946.
Το σώμα της Ελίζαμπεθ βρέθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1947, στο Λάιμερτ Παρκ, νότια του Λος Άντζελες. Η υπόθεση της δολοφονίας της, η οποία παραμένει ανεξιχνίαστη, έχει υπάρξει η πηγή για πολλές εικασίες και διάφορους πιθανούς υπόπτους, και παράμενει μία από τις παλαιότερες ανεξιχνίαστες υποθέσεις δολοφονίας στην ιστορία του Λος Άντζελες.[3]
Η Ελίζαμπεθ Σορτ γεννήθηκε στο Χάιντ Παρκ, στη Βοστώνη και ήταν η τρίτη από τις 5 κόρες των Κλέο και Φοίβη Μέι (Σώγιερ) Σορτ. Μεγάλωσε στο Μέντφορντ στη Μασαχουσέτη, ένα προάστιο της Βοστώνης. Ο πατέρας της έχτιζε μίνι γήπεδα γκολφ μέχρι το κραχ του 1929, όπου έχασε και τα περισσότερά του χρήματα. Μία μέρα το 1930, πάρκαρε το αυτοκίνητο του σε μία γέφυρα κι έπειτα εξαφανίστηκε. Πολλοί θεώρησαν ότι αυτοκτόνησε πηδώντας από την γέφυρα την μέρα εκείνη. Η γυναίκα του, Φοίβη Μέι Σορτ, μετακόμισε την οικογένεια της σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Μέντφορντ και έπιασε δουλειά ως βιβλιοθηκάριος για να μπορεί να την στηρίξει. Μετά από καιρό, έλαβε ένα απολογητικό γράμμα από τον σύζυγο της, από το οποίο έμαθε ότι είναι ζωντανός και μένει στην Καλιφόρνια.[3]
Επειδή η Ελίζαμπεθ υπέφερε από άσθμα και βρογχίτιδα, η μητέρα της την έστειλε σε ηλικία 16 ετών να περάσει τον χειμώνα στο Μαϊάμι. Για τα επόμενα τρία χρόνια, έμενε στη Φλόριντα τους κρύους μήνες και τον υπόλοιπο χρόνο επέστρεφε στο Μέντφορντ.[3]
Στα 19 της ταξίδεψε στο Βαϊέχο της Καλιφόρνια για να μείνει με τον πατέρα της, τον οποίο είχε δει τελευταία φορά όταν ήταν 6 χρονών. [4] Ο πατέρας της δούλευε στην επισκευαστική πλοίων του Mαρε Αίλαντ στο λιμάνι του Σαν Φρανσίσκο. Στις αρχές του 1943, η Σορτ και ο πατέρας της μετακόμισαν στο Λος Άντζελες. Τον εγκατέλειψε έπειτα από έναν καυγά και ξεκίνησε να εργάζεται σε ένα ταχυδρομείο στο Καμπ Κουκ κοντά στο Λόμποκ της Καλιφόρνια. Πολύ σύντομα μετακόμισε στην Σάντα Μπάρμπαρα. Εκεί, την συνέλαβαν στις 23 Σεπτεμβρίου του 1943 λόγω κατανάλωσης αλκοόλ κάτω από το επιτρεπόμενο όριο ηλικίας. [5] Οι αρχές την έστειλαν πίσω στο Μέντφορντ, όμως εκείνη επέστρεψε στη Φλόριντα, κάνοντας μόνο αραιές επισκέψεις στη Μασαχουσέτη.[3]
Όσο βρισκόταν στην Φλόριντα γνώρισε τον Ταγματάρχη Μάθιου Μάικλ Γκόρντον Τζούνιορ, έναν παρασημοφορημένο αξιωματικό στις Αμερικάνικες Εναέριες Δυνάμεις. Η Ελίζαμπεθ είχε πει σε φίλους ότι ο ταγματάρχης της είχε γράψει όσο ανάρρωνε από πτώση του αεροπλάνου του στην Ινδία[6] και της είχε ζητήσει να τον παντρευτεί. Εκείνη δέχτηκε την πρότασή του, αλλά δεν πρόλαβε ποτέ να τον παντρευτεί, καθώς ο Γκόρντον πέθανε σε μία δεύτερη πτώση αεροπλάνου στις 10 Αυγούστου του 1945. Η Σορτ επέστρεψε στο Λος Άντζελες τον Ιούλιο του 1946 για να επισκεφτεί τον Υπολοχαγό Τζόσεφ Γκόρντον Φικλίνγκ, τον οποίο ήξερε από την Φλόριντα. Η Ελίζαμπεθ πέρασε τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής της κυρίως εκεί.[3] Εργαζόταν ως σερβιτόρα και νοίκιασε ένα δωμάτιο πίσω από το νυχτερινό κλαμπ Florentine Gardens στη λεωφόρο του Χόλυγουντ. Εκείνη την εποχή μαρτυρίες την περιέγραφαν ως «υποψήφια» ηθοποιός καθώς φιλοδοξούσε να γίνει σταρ του κινηματογράφου.
Στις 9 Ιανουαρίου του 1947, η Σορτ επέστρεψε στο σπίτι της στο Λος Άντζελες μετά από ένα σύντομο ταξίδι στο Σαν Ντιέγκο με τον Ρόμπερτ "Ρεντ" Μάνλεϊ, έναν 25χρονο παντρεμένο πωλητή με τον οποίο έβγαινε ραντεβού. Ο Μάνλεϊ δήλωσε ότι άφησε την Ελίζαμπεθ στο ξενοδοχείο Μπιλτμορ στο κέντρο του Λος Άντζελες, και ότι εκείνο το απόγευμα η κοπέλα επρόκειτο να συναντήσει την αδερφή της, η οποία είχε έρθει από την Βοστώνη. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, το προσωπικό του ξενοδοχείου την είχε δει εκείνο το απόγευμα να χρησιμοποιεί το τηλέφωνο του λόμπι, ενώ λίγο αργότερα κάποιοι θαμώνες του μπαρ Cocktail Lounge Crown Grill στη οδό South Olive Νο 754, την είδα να περπατά περίπου 600 μέτρα μακριά από το Μπιλτμορ.[7]
Το πρωί της 15ης Ιανουαρίου του 1947 το γυμνό σώμα της Ελίζαμπεθ Σορτ βρέθηκε κομμένο στα δύο σε μία αλάνα στα δυτικά της Λεωφόρου Σαούθ Νόρτον, ενδιάμεσα των οδών Κολοσέουμ και 39η Γουέστ στο Λέιμερτ Παρκ του Λος Άντζελες. Μία κάτοικος της περιοχής, η Μπέτσι Μπερσίνγκερ, ανακάλυψε το πτώμα περίπου στις 10:00 π.μ., καθώς περπατούσε με την τρίχρονη κόρη της. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν κάποια πεταμένη κούκλα βιτρίνας. Όταν όμως κατάλαβε ότι πρόκειται για πτώμα έσπευσε σε ένα κοντινό σπίτι και τηλεφώνησε στην αστυνομία.[7]
Το σοβαρά ακρωτηριασμένο σώμα της Σορτ ήταν κομμένο στην μέση της, με τα πόδια και την μέση να είναι το ένα μέρος και αντίστοιχα από το κεφάλι μέχρι το στομάχι το υπόλοιπο μέρος. Το αίμα της είχε στραγγιστεί πλήρως και το σώμα της είχε πλυθεί από τον δολοφόνο. Το πρόσωπο της ήταν κομμένο από τις άκρες των χειλιών της μέχρι τα αφτιά της, δημιουργώντας το εφέ που ονομάζεται "Χαμόγελο της Γλασκόβης" (Glasgow smile). Είχε διάφορα κοψίματα στον μηρό και το στήθος της και κάποια κομμάτια από το δέρμα της είχαν αφαιρεθεί. Επιπλέον, τα εντόσθια της είχαν τοποθετεί με μεγάλη προσοχή κάτω από τα οπίσθια της. Οι ιατροδικαστές που εξέτασαν το πτώμα διαπίστωσαν ότι η άτυχη κοπέλα ήταν νεκρή για περίπου δέκα ώρες πριν από την ανακάλυψη του πτώματος της, και κατά συνέπεια ο χρόνος του θανάτου της έλαβε χώρα είτε κάποια στιγμή το απόγευμα της 14ης Ιανουαρίου, είτε τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Ιανουαρίου του 1947.
Μια αυτοψία του σώματος της Σορτ πραγματοποιήθηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1947, από τον Φρέντερικ Νιούμπαρ, τον ιατροδικαστή της κομητείας του Λος Άντζελες. Η έκθεση του ανέφερε ότι το θύμα είχε ύψος 1,65 μέτρα, ζύγιζε 52 κιλά, είχε γαλάζια μάτια, καστανά μαλλιά και άσχημα χαλασμένα δόντια. Στους αστραγάλους, τους καρπούς και τον λαιμό της υπήρχαν σημάδια περίδεσης και μια «ακανόνιστη ρήξη με επιφανειακή απώλεια ιστού» στο δεξί της στήθος, στο δεξί αντιβράχιο, τον αριστερό άνω βραχίονα και την κάτω αριστερή πλευρά του θώρακα.
Το σώμα είχε κοπεί τελείως στη μέση με μια τεχνική που διδάχτηκε τη δεκαετία του 1930 που ονομαζόταν ημισωματεκτομή. Το κάτω μισό του σώματος της είχε αφαιρεθεί με τομή της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου οσφυϊκού σπονδύλου, αποκόπτοντας έτσι το έντερο στο δωδεκαδάκτυλο. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστη μια «πολύ μικρή» εκχύμωσης (μώλωπες) υπήρχε κατά μήκος της γραμμής της τομής, υποδηλώνοντας ότι είχε πραγματοποιηθεί μετά τον θάνατο της. Ένα άλλο «κενό ρήξη» μήκους 4+1⁄4 ίντσες (110 mm) βρισκόταν κατά μήκος του ομφαλού μέχρι την υπερηβική περιοχή. Επίσης, οι ρωγμές σε κάθε πλευρά του προσώπου, που εκτείνονταν από τις γωνίες των χειλιών, μετρήθηκαν σε τρεις ίντσες (75 mm) στη δεξιά πλευρά του προσώπου και 2+1⁄2 ίντσες (65 mm) στην αριστερή. Το κρανίο δεν είχε κάταγμα, αλλά σημειώθηκαν μώλωπες στη δεξιά πλευρά του τριχωτού της κεφαλής της. Η αιτία θανάτου προσδιορίστηκε ότι ήταν η αιμορραγία από τα τραύματα στο πρόσωπο της και το σοκ από χτυπήματα στο κεφάλι και το πρόσωπο. Επιπλέον ο πρωκτικός πόρος της κοπέλας ήταν διασταλμένος κατά 1+3⁄4 ίντσες (45 mm), υποδηλώνοντας ότι μπορεί να είχε βιαστεί παρά φύσιν. Ελήφθησαν δείγματα για την πιθανή παρουσία σπέρματος στην περιοχή, αλλά τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά.
Το θύμα αναγνωρίστηκε μετά την αποστολή των δακτυλικών της αποτυπωμάτων στο Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών, όπου σύντομα ανακάλυψαν ότι υπήρχαν στο αρχείο τους μετά από τη σύλληψη της Ελίζαμπεθ το 1943. Μετά από την ταυτοποίηση, ρεπόρτερς από την εφημερίδα Los Angeles Examiner επικοινώνησαν με την μητέρα της, Φοίβη Σορτ, και της είπαν ότι η κόρη της είχε κερδίσει έναν διαγωνισμό ομορφιάς. Αφού πήραν όσες περισσότερες προσωπικές πληροφορίες μπορούσαν, στο τέλος του τηλεφωνήματος ενημέρωσαν την Φοίβη ότι η κόρη της είχε δολοφονηθεί. Η εφημερίδα προσφέρθηκε να πληρώσει αεροπορικά εισιτήρια και διαμονή στην μητέρα της εάν ταξίδευε στο Λος Άντζελες για να βοηθήσει στις έρευνες της αστυνομίας. Η εφημερίδα βέβαια είχε απώτερο σκοπό, καθώς κράτησε την Φοίβη μακριά και από την αστυνομία και από τους άλλους ρεπόρτερς για να μην χάσει την αποκλειστικότητα. Οι εφημερίδες του Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ, η Los Angeles Herald-Express και η Los Angeles Examiner, έδωσαν μια πιο έντονη πλευρά στην υπόθεση για τα μίντια. Περιέγραψαν το ντύσιμο που φορούσε η Ελίζαμπεθ την τελευταία φορά που εθεάθη ζωντανή ως « μια στενή μαύρη φούστα και μια διάφανη μαύρη μπλούζα». Της έδωσαν το ψευδώνυμο «Μαύρη Ντάλια» και την περιέγραψαν ως ένα περιπετειώδες άτομο που προσπαθούσε να πετύχει στο Χόλυγουντ.[8]
Στις 23 Ιανουαρίου του 1947, κάποιος που ισχυριζόταν ότι ήταν ο δολοφόνος τηλεφώνησε στον συντάκτη της εφημερίδας Los Angeles Examiner, προσφέροντας να του στείλει προσωπικά αντικείμενα του θύματος, καθώς πίστευε ότι λιγόστευαν τα νέα για τη δολοφονία στις εφημερίδες. Την επόμενη μέρα, ένα πακέτο έφτασε στα γραφεία της εφημερίδας το οποίο περιείχε το πιστοποιητικό γέννησης του θύματος, επαγγελματικές κάρτες, φωτογραφίες, ονόματα γραμμένα σε κομμάτια από χαρτί και ένα βιβλίο διευθύνσεων με το όνομα Μαρκ Χάνσεν ανάγλυφο στο εξώφυλλο. Το πακέτο είχε καθαριστεί προσεκτικά με βενζίνη, παρόμοια με το σώμα της Ελίζαμπεθ, κάτι που οδήγησε την αστυνομία να υποψιαστεί ότι είχε σταλεί απευθείας από τον δολοφόνο της. Ωστόσο ο Χάνσεν, ένας πλούσιος τοπικός ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου και θεάτρου, ήταν γνωστός της Σορτ στου οποίου το σπίτι είναι μείνει με φίλους, έγινε αμέσως ύποπτος. Eν τω μεταξύ στις 25 Ιανουαρίου, αναφέρθηκε ότι κάποιος είδε την τσάντα και ένα παπούτσι της Σορτ πάνω σε έναν κάδο σκουπιδιών σε ένα στενό κοντά στην λεωφόρο Norton, όπου και όντως βρέθηκαν.[8] Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο Χάνσεν επιβεβαίωσε ότι η τσάντα και το παπούτσι άνηκαν πράγματι στην Ελίζαμπεθ. Επιπλέον η θέση του επιβαρύνθηκε περισσότερο, όταν η Αν Τοθ, φίλη και συγκάτοικος του θύματος, ανέφερε στους ερευνητές ότι η Σορτ είχε πρόσφατα απορρίψει τις σεξουαλικές προτάσεις του Χάνσεν και πίστευε ότι αυτό ήταν το πιθανό κίνητρο για να τη σκοτώσει. Εντούτοις ο Μαρκ απαλλάχθηκε σύντομα από την λίστα των υπόπτων καθώς τα στοιχεία δεν ήταν επαρκή για να τον ενοχοποιήσουν. Εκτός από τον Χάνσεν, το Αστυνομικό Τμήμα του Λος Άντζελες πήρε κατάθεση από περισσότερους από 150 άνδρες τις επόμενες εβδομάδες, τους οποίους πίστευαν ότι ήταν πιθανοί ύποπτοι. Δυο από αυτούς ήταν ο Τζωρτζ Χόντελ και ο Ρόμπερτ "Ρεντ" Μάνλεϊ, oι οποίοι ήταν από τους τελευταίους ανθρώπους που είδαν την Σορτ ζωντανή. Και οι δυο ανακρίθηκαν αλλά απαλλάχθηκε από τις υποψίες. Η αστυνομία πήρε επίσης καταθέσεις από πολλά άτομα που βρέθηκαν στο βιβλίο διευθύνσεων του Χάνσεν, συμπεριλαμβανομένου του Μάρτιν Λιούις, ο οποίος ήταν γνωστός του θύματος. Ο Λιούις ήταν σε θέση να παράσχει άλλοθι για την ημερομηνία της δολοφονίας, καθώς βρισκόταν στο Πόρτλαντ του Όρεγκον, επισκεπτόμενος τον ετοιμοθάνατο πεθερό του.
Εκείνες τις ημέρες, ένας ή και περισσότεροι άνθρωποι έγραψαν γράμματα στην εφημερίδα και τα υπέγραφαν ως «Ο Εκδικητής της Μαύρης Ντάλιας». Στις 26 Ιανουαρίου, η εφημερίδα Los Angeles Examiner έλαβε μια επιστολή η οποία έγραφε μια τοποθεσία στην οποία ο υποτιθέμενος δολοφόνος θα παραδινόταν την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου στις 10 το πρωί. Η αστυνομία παρακολούθησε το σημείο που κατονομαζόταν στην επιστολή, και όπως ήταν αναμενόμενο κάνεις δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού. Αντ' αυτού, στις 1:00 μ.μ., στα γραφεία της εφημερίδας Los Angeles Examiner έφτασε μια δεύτερη επιστολή, η οποία έγραφε την φράση: "Άλλαξα γνώμη". Επιπρόσθετα η εφημερίδα Herald-Express έλαβε επίσης αρκετές επιστολές από τον υποτιθέμενο δολοφόνο, γραμμένες πάλι με κομμένα και επικολλημένα αποκόμματα από διάφορες εφημερίδες. Μια από αυτές έγραφε τα εξής: "Θα σταματήσω να σκοτώνω τη Ντάλια αν λάβω 10 χρόνια (προφανώς αναφερόταν στην ποινή του). Μην προσπαθήσετε να με βρείτε".
Την 1η Φεβρουαρίου, η εφημερίδα Daily News ανέφερε ότι η υπόθεση «έπεσε σε έναν Πέτρινο Τείχος», εφόσον δεν υπήρχαν νέα στοιχεία για να συνεχίσουν οι ερευνητές. Μολαταύτα, η εφημερίδας Los Angeles Examiner συνέχισε να προβάλλει ιστορίες για τη δολοφονία και την έρευνα, η οποία ήταν πρωτοσέλιδο για τριάντα πέντε ημέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος. Εν τω μεταξύ ο επικεφαλής ανακριτής Τζακ Ντοναχιού είπε στον Τύπο ότι πίστευε ότι η δολοφονία της Σορτ είχε λάβει χώρα σε ένα απομακρυσμένο κτίριο ή μια παράγκα στα περίχωρα του Λος Άντζελες και αργότερα το σώμα της μεταφέρθηκε στην πόλη όπου πετάχτηκε. Με βάση τα ακριβή κοψίματα στο σώμα του θύματος, το LAPD εξέτασε την πιθανότητα ο δολοφόνος να ήταν χειρουργός, γιατρός ή κάποιος με ιατρικές γνώσεις. Έτσι, στα μέσα Φεβρουαρίου του 1947, οι αρχές εξέδωσαν ένταλμα για έρευνα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνια, η οποία βρισκόταν κοντά στην τοποθεσία όπου είχε ανακαλυφθεί το πτώμα. Ζήτησαν από τους υπεύθυνους έναν πλήρη κατάλογο των φοιτητών του προγράμματος. Το πανεπιστήμιο συμφώνησε να το κάνει με την προϋπόθεση ότι οι ταυτότητες των φοιτητών θα παρέμεναν ιδιωτικές. Ωστόσο η ερευνά δεν απέφερε κανένα αποτελέσματα.
Στις 14 Μαρτίου του 1947, στους πρόποδες της λεωφόρου Breeze στην παραθαλάσσια συνοικία Βένις του Λος Άντζελες και συγκεκριμένα στην παραλία, βρέθηκε ένα σημείωμα αυτοκτονίας το οποίο ήταν χωμένο μέσα σε ένα παπούτσι που βρισκόταν κάτω από μια σωρό με ανδρικά ρούχα. Το σημείωμα έγραφε: "Σε όποιον μπορεί να αφορά: Περίμενα να με συλλάβει η αστυνομία για τη δολοφονία της Μαύρης Ντάλιας, αλλά δεν το έκανε. Είμαι πολύ δειλός για να παραδοθώ, οπότε αυτή είναι η καλύτερη διέξοδος. Δεν μπορούσα να βοηθήσω τον εαυτό μου. Συγγνώμη, Μαίρη." Την σωρό των ρούχων είδε για πρώτη φορά ένας φύλακας παραλίας, ο οποίος ανέφερε την ανακάλυψη στον ναυαγοσώστη Τζον Ντίλον, ο οποίος με την σειρά του ενημέρωσε αμέσως την αστυνομία. Τα ρούχα περιλάμβαναν ένα παλτό, ένα μπλε παντελόνι, ένα καφέ και λευκό μπλουζάκι, ένα λευκό σορτς, ένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες και μαύρα μοκασίνια νούμερο 41. Τα ρούχα και το σημείωμα δεν έδιναν καμία ένδειξη για την ταυτότητα του ιδιοκτήτη τους.
Συνολικά 750 ερευνητές από το LAPD και άλλα τμήματα εργάστηκαν για την υπόθεση κατά τα αρχικά της στάδια, συμπεριλαμβανομένων 400 αναπληρωτών του σερίφη και 250 αξιωματικών της Πολιτειακής Περιπολίας της Καλιφόρνια. Αναζητήθηκαν διάφορες τοποθεσίες για πιθανά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων αποχετεύσεων, εγκαταλελειμμένων κτιρίων και διαφόρων τοποθεσιών σε όλο το Λος Άντζελες, αλλά οι έρευνες δεν έδωσαν περαιτέρω στοιχεία. Ο δημοτικός σύμβουλος Λόιντ Τζ. Ντέιβις δώριζε 10.000 δολάρια (που ισοδυναμεί με 131.058 δολάρια το 2022) για πληροφορίες που θα οδηγούσαν την αστυνομία στον δολοφόνο της Σορτ. Μετά την ανακοίνωση της επιβράβευσης, διάφορα πρόσωπα εμφανίστηκαν με ομολογίες, τις περισσότερες από τις οποίες η αστυνομία απέρριψε ως ψευδείς. Μάλιστα αρκετοί από τους ψευδοομολογητές κατηγορήθηκαν για παρακώλυση της δικαιοσύνης.
Κατά την αρχική έρευνα, η αστυνομία έλαβε οικειοθελείς καταθέσεις από πάνω από 50 άντρες και γυναίκες που ομολόγησαν τη δολοφονία λόγω της φήμης που έχει αποκτήσει η υπόθεση. Από εκεί και έπειτα, περισσότερα από 500 άτομα ομολόγησαν το έγκλημα, και μάλιστα μερικά από αυτά δεν είχαν καν γεννηθεί τη στιγμή του θανάτου της Σορτ. Παρόλα αυτά η αστυνομία συνεχίζει να λαμβάνει μέχρι σήμερα πολυάριθμες πληροφορίες από πολίτες κάθε φορά που μια εφημερίδα αναφέρεται στην υπόθεση ή σε ένα βιβλίο ή ταινία που κυκλοφορεί και σχετίζεται με την δολοφονία. Ο Λοχίας Τζον Π. , ένας από τους αστυνομικούς που ασχολήθηκε με την υπόθεση μέχρι την συνταξιοδότησή του, δήλωσε: "Είναι εκπληκτικό πόσοι άνθρωποι αναφέρουν κάποιον συγγενή τους ως τον δολοφόνο".[8]
Η Ελίζαμπεθ θάφτηκε στο κοιμητήριο Mountain View, στο Oakland της Καλιφόρνια. Αφού οι πιο μικρές αδερφές της μεγάλωσαν και παντρεύτηκαν, η μητέρα τους Φοίβη μετακόμισε στο Oakland για να βρίσκεται κοντά στον τάφο της κόρης της. Επέστρεψε στην Ανατολική Ακτή την δεκαετία του ’70 όπου και έζησε μέχρι τα 90 της.[8]