Εκφοβισμός |
---|
Είδη |
|
|
|
|
|
|
Ο όρος καψόνι (πληθυντικός: καψόνια) αναφέρεται συνήθως σε μια σειρά πράξεων ή πρακτικών που προορίζονται για να συμβολίσουν την ενσωμάτωση ενός ατόμου σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Το φαινόμενο,λοιπόν, αφορά οργανωμένες κοινωνικές ομάδες, ωστόσο, πιο συχνά χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει καταπιεστική συμπεριφορά στον χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων. Ωστόσο, μπορεί επίσης να εκδηλωθεί και σε άλλες περιπτώσεις και μπορεί να είναι συνέπεια ή έκφραση του εκφοβισμού.
Ο όρος "καψόνια" αναφέρεται στη λέξη παππούς η οποία προσδιορίζει στην αργκό το ανώτερο στέλεχος της ομάδας, σε αντίθεση με το «εγγονός» που αναφέρεται στον αρχάριο.[1]
Στην πράξη τα καψόνια ξεκινούν από απλές πράξεις που υποδηλώνουν την επιβολή (βαριές προσβολές, ανόητες φάρσες και παράλογος πράξεις) ή σε πιο σοβαρές πράξεις: κλοπή, τραυματισμούς, την ψυχική και την σωματική διαταραχή του θύματος, διώξεις, δυσφήμιση, υποτίμηση και την καταστροφή και επίσης τη ρατσιστική συμπεριφορά. Ειδικότερα, χρησιμοποιούνται συχνά για να αναφερθούν σε ορισμένες πράξεις και διωκτικές πρακτικές στο στρατό. Ωστόσο, συχνά οι παρενοχλητικές πρακτικές αυτού του είδους οδηγούν στην αποχώρηση του θύματος για την προστασία του ή οδηγούν σε περιπτώσεις στην αυτοκτονία ή το φόνο.
Παρά το γεγονός ότι στις Ένοπλες δυνάμεις τα καψόνια γενικά απαγορεύονται και αποθαρρύνονται, μερικές φορές πολλοί αξιωματικοί έχουν την τάση να μη λαμβάνουν υπόψη τους αυτήν την οδηγία, συχνά για λόγους σκοπιμότητας. Βασικά, χρησιμοποιούν τα καψόνια ως μέσο πίεσης και εκβιασμού για να υποτάξουν το θύμα ή για να εκτελέσει διάφορες ενέργειες ενάντια στη θέλησή του, ή ακόμα και για να το κάνουν να φύγει. Μερικές φορές ήταν - περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά - ένα μέσο για την προσαρμογή των ιεραρχιών μέσα στις τάξεις, ειδικά προς τους νεότερους ή άπειρους στρατιώτες (συνήθως κατά τη διάρκεια της στρατολόγησης), προβάλλοντας την ως ανεπίσημη εναλλακτική πρακτική για τον έλεγχο της στρατιωτικής ιεραρχίας, ώστε να διατηρούνται ορισμένες ισορροπίες εντός των μονάδων και των υπηρεσιών.
Για αυτούς τους λόγους ιεραρχίας, ιδίως οι κατώτεροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, τείνουν να αγνοήσουν τη συγκεκριμένη οδηγία, τουλάχιστον έως ότου οι πράξεις αυτές δεν υπερβούν τα επίπεδα σοβαρότητας, όπως το να προκαλέσουν δημόσιο σκάνδαλο κάτι που συμβαίνει με το σοβαρό τραυματισμό ή το θάνατο ενός νεοσύλλεκτου. Το φαινόμενο παρουσιάζεται συχνότερα σε κράτη που εφαρμόζουν στρατιωτικές πρακτικές, όπως την υποχρεωτική στρατολόγηση και στρατιωτική θητεία.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το φαινόμενο είναι επίσης διαδεδομένο στο χώρο εργασίας, ως μέσο που χρησιμοποιείται για να αναγκάσει ένα πρόσωπο να παραιτηθεί από τη δουλειά του,[2] αν και σε αυτή την περίπτωση, μιλώντας πιο γενικά, αφορά το φαινόμενο της παρενόχλησης δεδομένου ότι το φαινόμενο δεν μπορεί να συνδεθεί με την ηλικία των ατόμων που συμμετέχουν.
Για δεκαετίες, εντός των Ιταλικών Ενόπλων δυνάμεων υπήρχε η τάση να ελαχιστοποιούν ή να διαψεύδουν τα παραπτώματα της στρατιωτικής ιεραρχίας και την αποτροπή δημοσιοποίησης των επεισοδίων που συνέβαιναν. Τη δεκαετία του 1980 και σε μεγαλύτερο ποσοστό τη δεκαετία του 1990 περιστατικά με καψόνια άρχισαν να εμφανίζονται πιο συχνά και να γίνονται ευρέως γνωστά, όπως η δολοφονία του πράκτορα της NOCS Samuel Donadoni κατά τη διάρκεια υπόθεσης Soffiantini το 1997, η οποία πραγματοποιήθηκε κάτω από συνθήκες που δε διευκρινίστηκαν ποτέ[3][4] και το θάνατο του Emanuele Scieri, ο οποίος υπηρετούσε στην Ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών "Κεραυνός" " ο θάνατος του οποίου συνέβη το 1999 υπό συνθήκες που ποτέ δεν αποσαφηνίστηκαν πλήρως στο Στρατόπεδο Gamerra έδρα της C.A.PAR. - Εκπαιδευτικό Κέντρο Αλεξιπτωτιστών της Πίζας.[5] Η υπόθεση συγκλόνισε την κοινή γνώμη, σε σημείο πρόκλησης, με τους πολιτικούς να σχεδιάζουν να ξεπεράσουν τη στρατιωτική θητεία στην Ιταλία αλλά κυρίως οδήγησε στην αποκάλυψη μιας «πολιτικής» που αντί να καταδικάσει τα καψόνια τους παρείχε κάλυψη και ανοχή. Το περιστατικό του 1999 οδήγησε σε κάποιες κοινοβουλευτικές ερωτήσεις, όπως αυτές των βουλευτών στην αίθουσα Sandro Delmastro delle Vedove[6] Athos De Luca και του Υπουργού Άμυνας Carlo Scognamiglio. Παρά το γεγονός ότι οι έρευνες αποκάλυψαν πως το σώμα του νεαρού από τις Συρακούσες ήταν νεκρό για κάποιο χρονικό διάστημα,[7][8] οι δράστες δεν εντοπίστηκαν.[9]Το 2014 με πρωτοβουλία του δημοτικού συμβουλίου της Πίζας έχει προταθεί αίτημα για την επανέναρξη της έρευνας της συγκεκριμένης υπόθεσης.[10]