Μπαρτολομέο Κριστόφορι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 4 Μαΐου 1655[1][2][3] Πάντοβα[3] |
Θάνατος | 27 Ιανουαρίου 1731[3] Φλωρεντία[3] |
Τόπος ταφής | Βασιλική της Σάντα Κρότσε |
Χώρα πολιτογράφησης | Βενετική Δημοκρατία Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | οργανοποιός κατασκευαστής πιάνων εφευρέτης κατασκευαστής τσέμπαλων μουσικός[4] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μπαρτολομέο Κριστόφορι ντι Φραντσέσκο (Bartolomeo Cristofori di Francesco, 4 Μαΐου 1655 – 27 Ιανουαρίου 1731) ήταν Ιταλός κατασκευαστής μουσικών οργάνων, πολύ γνωστός ως ο εφευρέτης του πιάνου.
Ο Κριστόφορι γεννήθηκε στην Πάδοβα, που ανήκε τότε στη Δημοκρατία της Βενετίας. Τίποτα δεν είναι γνωστό για την πρώιμη ζωή του. Λέγεται ότι υπηρέτησε ως μαθητευόμενος στον μεγάλο κατασκευαστή βιολιών Νικολό Αμάτι, με βάση την εμφάνιση σε απογραφή του 1680 ενός «Christofaro Bartolomei» που ζούσε στο σπίτι των Αμάτι στην Κρεμόνα. Ωστόσο, όπως επισημαίνει[5] ο Αμερικανός ιστορικός των μουσικών οργάνων Στιούαρτ Πόλενς, αυτό το πρόσωπο δεν μπορεί να ήταν ο Μπαρτολομέο Κριστόφορι, δεδομένου ότι η απογραφή καταγράφει μια ηλικία 13 ετών, ενώ ο Κριστόφορι, σύμφωνα με την εγγραφή της βαπτίσεώς του, θα ήταν 25 ετών τότε.
Πιθανώς το πλέον σημαντικό γεγονός στη ζωή του Κριστόφορι υπήρξε το πρώτο από τα οποία έχουμε οποιαδήποτε καταγραφή: το 1688, σε ηλικία 33 ετών, προσλήφθηκε από τον Πρίγκιπα Φερδινάνδο των Μεδίκων στη Φλωρεντία. Ο Φερδινάνδος, λάτρης και προστάτης της μουσικής, ήταν ο γιος και κληρονόμος του Κόζιμο Γ΄, Μεγάλου Δούκα της Τοσκάνης. Η Τοσκάνη ήταν τότε ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος.
Είναι άγνωστό τι οδήγησε τον Φερδινάνδο να στρατολογήσει τον Κριστόφορι. Ο πρίγκιπας ταξίδεψε στη Βενετία το 1688 για να παρακολουθήσει το Καρναβάλι, οπότε μπορεί να είχε συναντήσει τον Κριστόφορι περνώντας από την Πάδοβα στον δρόμο του. Ο Φερδινάνδος αναζητούσε έναν νέο τεχνικό για να φροντίσει τα πολλά μουσικά του όργανα, καθώς ο προηγούμενος είχε μόλις αποβιώσει. Ωστόσο, φαίνεται πιθανό ότι ήθελε να προσλάβει τον Κριστόφορι όχι μόνο ως τεχνικό του, αλλά ειδικότερα ως καινοτόμο στα μουσικά όργανα. Θα ήταν έκπληξη αν ο Κριστόφορι σε ηλικία 33 ετών δεν είχε ήδη δείξει την εφευρετικότητα για την οποία αργότερα έγινε διάσημος.
Οι ενδείξεις (όλες έμμεσες) ότι ο Κριστόφορι μπορεί να είχε προσληφθεί ως εφευρέτης έχει ως εξής. Σύμφωνα με τον Πόλενς, υπήρχαν ήδη αρκετά προσοντούχα άτομα στη Φλωρεντία που θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει τη θέση. Ωστόσο, ο Πρίγκιπας τους προσπέρασε και προσέφερε στον Κριστόφορι υψηλότερο μισθό από τον προκάτοχό του. Επιπλέον, ο Πόλενς σημειώνει ότι «περιέργως, [μεταξύ των πολλών λογαριασμών που υπέβαλε ο Κριστόφορι στον εργοδότη του] δεν υπάρχουν αρχεία λογαριασμών που υποβλήθηκαν για τα πιάνα του Κριστόφορι. ... Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο Κριστόφορι αναμενόταν να παραδίδει τους καρπούς των πειραματισμών του στην αυλή του ηγεμόνα.» Τέλος, ο Πρίγκιπας γοητευόταν από τις μηχανές (συγκέντρωσε πάνω από σαράντα ρολόγια, συν μια μεγάλη ποικιλία από περίτεχνα μουσικά όργανα), και έτσι θα ήταν φυσικό να ενδιαφέρεται για την περίπλοκη μηχανική δράση που βρισκόταν στον πυρήνα του έργου του Κριστόφορι στο πιάνο.
Στη μοναδική συνέντευξη της ζωής του, την οποία έδωσε στον Ενετό συγγραφέα και τεχνοκριτικό Σιπιόνε Μαφφέι, ο Κριστόφορι είπε το εξής σχετικώς με την αρχική συνομιλία του με τον πρίγκιπα:
Αυτό υποδηλώνει ότι ο Πρίγκιπας μπορεί να είχε εκτιμήσει ότι ο Κριστόφορι θα ήταν μια σπουδαία πρόσληψη και προσπαθούσε να τον πείσει να αποδεχθεί την προσφορά του, πράγμα επίσης υποστηρικτικό της θεωρίας ότι ο Πρίγκιπας προσπαθούσε να τον προσλάβει ως εφευρέτη.
Σε κάθε περίπτωση, ο Κριστόφορι συμφώνησε στον διορισμό του με μισθό 12 σκούδα τον μήνα. Μετακόμισε αρκετά γρήγορα στη Φλωρεντία (Μάιος 1688, ενώ η παραπάνω συζήτησή του έλαβε χώρα τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο), όπου του εκχωρήθηκε ένα σπίτι, επιπλωμένο και με τον κατάλληλο εξοπλισμό, και άρχισε να εργάζεται: Συντηρούσε, κούρδιζε και μετέφερε μουσικά όργανα για λογαριασμό του Φερδινάνδου των Μεδίκων, ενώ παραλλήλως εργαζόταν επάνω στις διάφορες εφευρέσεις του, και επίσης πραγματοποιούσε εργασίες αποκαταστάσεως σε πολύτιμα παλαιά τσέμπαλα.
Εκείνη την εποχή, οι Μεγάλοι Δούκες της Τοσκάνης απασχολούσαν ένα μεγάλο προσωπικό περίπου 100 τεχνιτών, οι οποίοι εργάζονταν στην Galleria dei Lavori του Ουφίτσι. Ο αρχικός χώρος εργασίας του Κριστόφορι ήταν πιθανότατα αυτός, κάτι που δεν τον ευχαριστούσε. Αργότερα είπε στον Maffei:
Τελικώς ο Κριστόφορι απέκτησε το δικό του εργαστήριο, κρατώντας συνήθως έναν ή δύο βοηθούς να εργάζονται για λογαριασμό του.
Κατά τα υπόλοιπα χρόνια του 17ου αιώνα, ο Κριστόφορι εφηύρε δύο πληκτροφόρα όργανα πριν ξεκινήσει να εργάζεται στο πιάνο. Αυτά τα όργανα τεκμηριώνονται σε απογραφή του 1700, ανάμεσα στα πολλά όργανα που διατηρούσε ο πρίγκιπας Φερδινάνδος. Ο Στιούαρτ Πόλενς εικάζει ότι αυτή η απογραφή ετοιμάστηκε από έναν μουσικό της αυλής, τον Τζοβάννι Φούγκα, που μπορεί να το αναφέρει ως δικό του σε μια επιστολή του 1716.
Το πρώτο όργανο είναι το σπινετόνε, μια μεγάλη εκδοχή του σπινέτου (συνεπτυγμένου τσέμπαλου, στο οποίο οι χορδές είναι κεκλιμένες για εξοικονόμηση χώρου). Αυτό το όργανο μπορεί να είχε σκοπό να χωράει σε έναν μικρό χώρο ορχήστρας για θεατρικές/οπερατικές παραστάσεις, ενώ ταυτοχρόνως θα είχε δυνατότερο ήχο.
Η άλλη εφεύρεση του Κριστόφορι (1690) ήταν το εξαιρετικά καινοτόμο «οβάλ σπινέτο», ένα είδος βιργιναλίου που είχε τις μεγαλύτερες χορδές στη μέση.
Ο Κριστόφορι δημιούργησε επίσης όργανα υπαρχόντων τύπων, τεκμηριωμένα στην ίδια απογραφή του 1700: ένα «κλαβικιθάριο» (clavicytherium), δηλαδή ένα όρθιο τσέμπαλο, και δύο τσέμπαλα της τυπικής ιταλικής[6] διατάξεως. Το ένα από αυτά έχει ασυνήθιστο περίβλημα, κατασκευασμένο από έβενο.
Επί αρκετό καιρό θεωρείτο ότι η πρώτη αναφορά στο πιάνο είναι από ένα ημερολόγιο του Φραντσέσκο Μαννούτσι, ενός μουσικού της αυλής των Μεδίκων, που δείχνει ότι ο Κριστόφορι είχε ήδη δουλέψει στο πιάνο από το 1698. Ωστόσο, αμφισβητείται στις ημέρες μας η αυθεντικότητα αυτού του εγγράφου. Η πρώτη σαφής απόδειξη για το πιάνο προέρχεται από την απογραφή του 1700 των Μεδίκων, που αναφέρεται στην προηγούμενη υποενότητα. Η καταχώρηση σε αυτή την απογραφή για το πιάνο του Κριστόφορι ξεκινά ως εξής:
δηλαδή:
Ο όρος «αρποτσέμπαλο», δεν ήταν οικείος γενικώς εκείνη την εποχή. Ο Έντουαρντ Γκουντ συμπεραίνει ότι έτσι επιθυμούσε ο ίδιος ο Κριστόφορι να ονομασθεί το όργανο που είχε επινοήσει.[7] Ωστόσο η σημερινή μας λέξη για αυτό, σε πολλές γλώσσες, είναι το αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας συντομεύσεως με την πάροδο των ετών της ιταλικής φράσεως που επισημαίνεται εδώ με έντονα γράμματα.
Η απογραφή των Μεδίκων δίνει στη συνέχεια μια περιγραφή του οργάνου με αρκετή λεπτομέρεια. Το ηχητικό εύρος αυτού του (σήμερα χαμένου) δείγματος ήταν 4 οκτάβες, από το ντο στο ντο″″′ (συμβολισμός Helmholtz), σύνηθες (αν και λίγο μικρό) εύρος για τα τσέμπαλα της εποχής.
Ακόμα ένα τεκμήριο σχετικώς με το πρώτο πιάνο είναι μια σημείωση στο περιθώριο ενός αντίγραφου του βιβλίου Le Istitutioni harmoniche του Τζοζέφφο Τσαρλίνο. Τη σημείωση αυτή την έγραψε ένας από τους μουσικούς της αυλής των Μεδίκων, ο Φεντερίγκο Μετσόλι (Federigo Meccoli), και αναφέρει τα εξής:
Σύμφωνα με τον Μαφφέι, μέχρι το 1711 ο Κριστόφορι είχε κατασκευάσει τρία πιάνα. Οι Μέδικοι είχαν δωρίσει το ένα στον Καρδινάλιο Οττομπόνι στη Ρώμη, ενώ τα άλλα δύο πωλήθηκαν στη Φλωρεντία.
Ο προστάτης του Κριστόφορι, πρίγκιπας Φερδινάνδος, πέθανε σε ηλικία μόλις 50 ετών, το 1713. Υπάρχουν στοιχεία ότι ο Κριστόφορι συνέχισε να εργάζεται για λογαριασμό των Μεδίκων, που είχε τώρα επικεφαλής τον πατέρα του πρίγκιπα, Κοζίμο Γ΄. Συγκεκριμένα, μια απογραφή το 1716 της συλλογής μουσικών οργάνων είναι υπογεγραμμένη από τον «Bartolommeo Cristofori Custode», υποδεικνύοντας ότι στον Κριστόφορι είχε δοθεί ο τίτλος του θεματοφύλακα της συλλογής.
Το 1726 ζωγραφίστηκε το μόνο γνωστό πορτρέτο του Κριστόφορι. Απεικονίζει τον εφευρέτη να στέκεται υπερήφανα δίπλα σε (σχεδόν σίγουρα) ένα πιάνο. Στο αριστερό του χέρι είναι ένα κομμάτι χαρτί, που πιστεύεται ότι περιέχει ένα διάγραμμα του μηχανισμού του πιάνου. Το πορτρέτο καταστράφηκε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και σώζονται μόνο φωτογραφίες του.
Στις αρχές του 18ου αιώνα η ευημερία των πριγκίπων των Μεδίκων μειώθηκε, και όπως πολλοί άλλοι τεχνίτες που εργάσθηκαν για τους Μεδίκους, ο Κριστόφορι άρχισε να πωλεί τα μουσικά του όργανα σε άλλους. Ο βασιλιάς της Πορτογαλίας αγόρασε τουλάχιστον ένα από αυτά. Ο Κριστόφορι συνέχισε να κατασκευάζει πιάνα μέχρι το τέλος της ζωής του, βελτιώνοντας συνεχώς την εφεύρεσή του. Στα ανώτερα του χρόνια, είχε βοηθό τον Τζοβάννι Φερρίνι, ο οποίος αργότερα είχε τη δική του διακεκριμένη σταδιοδρομία, συνεχίζοντας την παράδοση του αφεντικού του. Υπάρχουν αβέβαιες ενδείξεις ότι υπήρχε και ένας άλλος βοηθός, ο Π. Ντομένικο Νταλ Μέλα, ο οποίος το 1739, οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Κριστόφορι, κατασκεύασε το πρώτο όρθιο πιάνο.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Κριστόφορι έγραψε δύο διαθήκες. Η πρώτη, με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 1729, κληροδοτούσε όλα τα εργαλεία του στον Τζοβάννι Φερρίνι. Η δεύτερη διαθήκη, με ημερομηνία 23 Μαρτίου του ίδιου έτους, αλλάζει ουσιαστικά την πρώτη, αφήνοντας σχεδόν όλα τα υπάρχοντά του στις «αδελφές Dal Mela ... σε ανταπόδοση για τη συνεχιζόμενη βοήθεια που του προσέφεραν κατά τη διάρκεια των ασθενειών και των ατυχημάτων του, καθώς και στο όνομα της φιλανθρωπίας». Αυτό άφηνε μόνο το μικρό ποσό των πέντε σκούδων στον Φερρίνι. Ο Πόλενς σημειώνει περαιτέρω στοιχεία από τη διαθήκη ότι αυτό δεν αντικατόπτριζε κάποια ρήξη μεταξύ του Κριστόφορι και του Φερρίνι, αλλά απλώς και μόνο την ηθική υποχρέωση του Κριστόφορι προς αυτούς που τον φρόντισαν. Ο εφευρέτης πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 1731, σε ηλικία 75 ετών.
Ο συνολικός αριθμός πιάνων που κατασκεύασε τον Κριστόφορι είναι άγνωστος. Μόνο τρία από αυτά σώζονται σήμερα, χρονολογούμενα όλα από τη δεκαετία 1720-1730:
Και τα τρία σωζόμενα όργανα φέρουν ουσιαστικά την ίδια λατινική επιγραφή: «BARTHOLOMAEVS DE CHRISTOPHORIS PATAVINUS INVENTOR FACIEBAT FLORENTIAE [ημερομηνία]», όπου η ημερομηνία αποδίδεται με λατινικούς αριθμούς. Η επιγραφή μεταφράζεται ως: «Ο Βαρθολομαίος Κριστόφορι της Πάδοβας, εφευρέτης, κατασκεύασε [αυτό] στη Φλωρεντία στις [ημερομηνία].»
Το πιάνο όπως αναπτύχθηκε από τον Κριστόφορι τη δεκαετία του 1720, είχε πλέον όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου οργάνου. Διέφερε ως προς την πολύ ελαφρά κατασκευή, χωρίς μεταλλικό πλαίσιο. Αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσε να παραγάγει έναν ιδιαίτερα δυνατό ήχο. Αυτό συνέχισε να είναι ο κανόνας για τα πιάνα μέχρι περίπου το 1820, οπότε εισάχθηκε για πρώτη φορά το σιδερένιο πλαίσιο.
Σύμφωνα με τον Wraight, δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε το πώς ακούγονταν τα πιάνα του Κριστόφορι, καθώς τα όργανα που σώζονται (βλέπε παραπάνω) είτε είναι πολύ φθαρμένα για να παιχθούν, είτε έχουν τροποποιηθεί εκτενώς και ανεπανόρθωτα σε μεταγενέστερες «αποκαταστάσεις» τους. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί σύγχρονοι κατασκευαστές έχουν δημιουργήσει ακριβή αντίγραφα των πιάνων του Κριστόφορι, και η συλλογική τους εμπειρία, και ιδίως οι ηχογραφήσεις που έγιναν με αυτά τα όργανα, δημιούργησαν μια αναδυόμενη άποψη σχετικώς με τον ήχο του πιάνου Κριστόφορι[8]. Ο ήχος των αντιγράφων του Κριστόφορι είναι εξίσου κοντά στο τσέμπαλο, όσο και στο σύγχρονο πιάνο. Αυτό πρέπει να αναμένεται, δεδομένου ότι η κατασκευή των κιβωτίων τους και οι χορδές είναι πολύ πιο κοντά στο τσέμπαλο, παρά στο πιάνο. Η έναρξη του ήχου της κάθε νότας δεν είναι τόσο κοφτά καθορισμένη όσο σε ένα τσέμπαλο και η απόκριση του οργάνου στο διαφορετικό άγγιγμα του πιανίστα είναι σαφώς αντιληπτή.
Η γνώση του τρόπου με τον οποίο έγινε δεκτή αρχικώς η εφεύρεση του Κριστόφορι προέρχεται εν μέρει από το άρθρο που δημοσιεύθηκε το 1711 από τον Σιπιόνε Μαφφέι, μια λογοτεχνική προσωπικότητα με επιρροή, στο Giornale de'letterati d'Italia της Βενετίας. Ο Μαφφέι γράφει ότι «ορισμένοι επαγγελματίες δεν έχουν δώσει σε αυτή την εφεύρεση όλο τον έπαινο που της αξίζει», και μετά γράφει ότι ο ήχος του θεωρήθηκε ότι ήταν υπερβολικά «μαλακός» και «θαμπός». Ο Κριστόφορι δεν μπόρεσε να δώσει στο όργανό του τόσο δυνατό ήχο, όσο το ανταγωνιστικό τσέμπαλο. Ωστόσο, ο ίδιος ο Μαφφέι είχε ενθουσιαστεί με το πιάνο, και το όργανο σταδιακά αύξησε τη δημοτικότητά του, μερικώς εξαιτίας των προσπαθειών του Μαφφέι.
Μια αιτία για την οποία το πιάνο εξαπλώθηκε αργά στην αρχή ήταν ότι ήταν πολύ ακριβό στην κατασκευή του, και έτσι αγοραζόταν μόνο από την αριστοκρατία και λίγους πλούσιους ιδιώτες. Η τελική επιτυχία της εφευρέσεως του Κριστόφορι σημειώθηκε μόνο στη δεκαετία 1760-1770, όταν η εφεύρεση φθηνότερων «τετραγωνικών» πιάνων, μαζί με μια μεγαλύτερη γενικά ευημερία, επέτρεψε σε πολλούς ανθρώπους να αποκτήσουν ένα.