Πέτρος Πατρίκιος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 500 (περίπου)[1] Θεσσαλονίκη |
Θάνατος | 565 Κωνσταντινούπολη |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | μεσαιωνική ελληνική γλώσσα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιστορικός διπλωμάτης |
Αξιοσημείωτο έργο | Περί πολιτικής καταστάσεως History Συναγωγή |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | δημόσιος υπάλληλος |
Ο Πέτρος Πατρίκιος (περ. 500-565) ήταν υψηλά ιστάμενος πολιτικός, διπλωμάτης και ιστορικός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Καλά μορφωμένος και επιτυχημένος δικηγόρος, ο Πέτρος στάλθηκε επανειλημμένα πρεσβευτής στο Βασίλειο των Οστρογότθων παραμονές του Γοτθικού Πολέμου του 535-554. Παρά τα διπλωματικά του προσόντα, δεν κατάφερε να αποτρέψει τον πόλεμο και φυλακίστηκε προσωρινά από τους Γότθους στη Ραβέννα. Μετά την απελευθέρωσή του διορίστηκε μάγιστρος των οφφικίων, θέση την οποία διατήρησε για 26 συναπτά έτη, κάτι χωρίς προηγούμενο στη Βυζαντινή ιστορία. Ήταν κορυφαίος υπουργός του Ιουστινιανού (527-565) παίζοντας καθοριστικό ρόλο στις επιλογές του αυτοκράτορα σε θέματα θρησκείας αλλά και στις σχέσεις του με τους Σασσανίδες Πέρσες, καθώς ηγήθηκε των διαπραγματεύσεων για τη συνθήκη ειρήνης του 562, που έληξε τον 20-ετή Λαζικό Πόλεμο [2]. Τα ιστορικά γραπτά του έχουν σωθεί μόνο τμηματικά, αλλά αποτελούν μοναδικές πηγές πληροφόρησης για τις πρωτο-Βυζαντινές παραδόσεις και τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Σασσανίδες.
Κατά το Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, ο Πέτρος Πατρίκιος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη γύρω στα 500 και καταγόταν από την Ιλλυρία (κατά τον Προκόπιο) ή από το Δάρα της Μεσοποταμίας (σημερινή νοτιοανατολική Τουρκία).[3]. Αφότου τελείωσε τις νομικές σπουδές του εργάστηκε σαν δικηγόρος στην Κωνσταντινούπολη τραβώντας τελικά την προσοχή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας [2]
Λόγω των ρητορικών του ικανοτήτων, το 534 διορίστηκε διπλωματικός ακόλουθος του Βυζαντίου στην Οστρογοτθική Ιταλία στη Ραβέννα. Την εποχή εκείνη βρισκόταν σε εξέλιξη διαμάχη μεταξύ της Αμαλασούνθας που ήταν αντιβασίλισσα του νεαρού βασιλιά Αταλάριχου και του ξαδέλφου της Θεόδατου. Όταν ο Αταλάριχος πέθανε, ο Θεόδατος σφετερίστηκε το θρόνο, φυλάκισε την Αμαλασούνθα και ζήτησε από τον Ιουστινιανό να τον αναγνωρίσει [4]. Ο Πέτρος συνάντησε τους πρεσβευτές του Γότθου καθ´οδόν προς την Ιταλία, στον Αυλώνα, και ενημέρωσε την Κωνσταντινούπολη ζητώντας οδηγίες. Ο Ιουστινιανός διεμήνυσε στο Θεόδατο ότι η Αμαλασούνθα ήταν υπό την προστασία του και ότι δεν θα έπρεπε να την πειράξει. Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Πέτρος κατέφθασε στην Ιταλία η Αμαλασούνθα ήταν ήδη νεκρή. Η εξιστόρηση του Προκόπιου στους «Γοτθικούς Πολέμους» του είναι ασαφής για το περιστατικό αυτό, αλλά στη «Απόκρυφη Ιστορία» του λέει ξεκάθαρα πως ο Πέτρος επέτρεψε να σκοτώσουν την Αμαλασούνθα κατ’ εντολή της Θεοδώρας που την θεώρησε πιθανή απειλή[2][5]. Παρά τις όποιες κρυφές διαβεβαιώσεις της Θεοδώρας στο Θεόδατο, ο Πέτρος καταδίκασε το γεγονός και ξεκαθάρισε ότι, ως αποτέλεσμα, θα ακολουθούσε πόλεμος χωρίς καμία ανακωχή μεταξύ Βυζαντίου και Γότθων[6]. Ο Πέτρος, κατόπιν, επέστρεψε από την Ιταλία φέρνοντας γράμματα του Θεόδατου και της Ρωμαϊκής Συγκλήτου προς το αυτοκρατορικό ζεύγος με τα οποία ζητούσαν την ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος. Ώσπου να φτάσει ο Πέτρος στην Κωνσταντινούπολη, όμως, ο Ιουστινιανός είχε πάρει ήδη την απόφασή του και ετοίμαζε τα στρατεύματά του για επίθεση. Ο Πέτρος επισκέφθηκε ξανά την Ιταλία αυτή τη φορά μεταφέροντας τελεσίγραφο πως μόνο η παραίτηση του Θεόδατου και η επιστροφή της Ρώμης στην αυτοκρατορία θα απέτρεπε τον πόλεμο[7]. Ακολούθησε, αμέσως, διμέτωπη επίθεση στις πιο απομακρυσμένες επαρχίες των Οστρογότθων, με το Βελισάριο να καταλαμβάνει τη Σικελία και τον Μούνδο τη Δαλματία. Όταν ο Θεόδατος έμαθε τα νέα, απελπίστηκε, κι έτσι ο Πέτρος κατάφερε να του αποσπάσει σημαντικές υποχωρήσεις: η Σικελία θα ενσωματωνόταν στο Βυζάντιο, ενώ η εξουσία του Θεόδατου περιοριζόταν σημαντικά εντός Ιταλίας με την επιπλέον υποχρέωση της παραχώρησης χρυσού και 3,000 στρατιωτών ως ετήσιο φόρο στον Ιουστινιανό. Ο Θεόδατος, φοβούμενος πως η αρχική του προσφορά θα απορρίπτονταν, ενημέρωσε τον Πέτρο ότι θα δεχόταν την παραχώρηση ολόκληρης της Ιταλίας αλλά όρκισε τον Πέτρο να το κρατήσει μυστικό έως ότου αποφασίσει ο Ιουστινιανός. Ο αυτοκράτορας, πράγματι, αρνήθηκε την προσφορά αλλά κατενθουσιάστηκε με τη δεύτερη, αποδεχόμενος την υποτακτικότητα του Θεόδατου[8]. Έστειλε ξανά τον Πέτρο στην Ιταλία κομίζοντας μηνύματα προς τον Θεόδατο και τους ευγενείς Γότθους, και προς στιγμήν φαινόταν πως το λίκνο της αρχαίας Ρώμης θα επέστρεφε στο βασίλειό του ειρηνικά. Φευ, με την άφιξή του στη Ραβέννα, ο Πέτρος συνάντησε έναν αλλαγμένο Θεόδατο ο οποίος με την υποστήριξη των ευγενών και μετά από μια μικρή επιτυχία στη Δαλματία, διεμήνυσε ότι θα αντιστεκόταν και φυλάκισε τον Πέτρο και την ακολουθία του[9].
Ο Πέτρος παρέμεινε φυλακισμένος στη Ραβέννα για τρία χρόνια και αφέθηκε ελεύθερος τον Ιούνιο/Ιούλιο του 539 από τον νέο βασιλιά των Γότθων, τον Ουίτιγις, ως αντάλλαγμα στην εγκατάσταση Γότθων πρεσβευτών σε εδάφη της Περσίας που είχαν μόλις καταληφθεί από τους Βυζαντινούς[10]. Για την προσφορά του, ο Ιουστινιανός παραχώρησε στον Πέτρο το πόστο του μάγιστρου των οφφικίων, ένα από τα πιο σημαντικά κρατικά αξιώματα, κάνοντάς τον διευθυντή της παλατιανής γραμματείας, της αυτοκρατορικής φρουράς και των αυτοκρατορικών αγγελιοφόρων (δηλ. ταχυδρόμων αλλά και κατασκόπων) [11]. Διατήρησε τη θέση αυτή για 26 ολόκληρα χρόνια, μακράν περισσότερα από οποιονδήποτε πριν ή μετά από αυτόν[2][12]. Σχεδόν ταυτόχρονα ή λίγο αργότερα, ο Πέτρος ονομάστηκε «πατρίκιος» και «ενδοξότατος» (vir gloriosissimus) που ήταν ο ανώτατος τίτλος της Βυζαντινής αριστοκρατίας, ενώ απεδέχθη τον τίτλο του «από υπάτων» (επίτιμος ύπατος) [13]. Ως μάγιστρος, συμμετείχε στις συζητήσεις με Δυτικούς επισκόπους το 548 σχετικά με τα επίμαχα «Τρία Κεφάλαια» και στάλθηκε πολλές φορές ακόλουθος στον Πάπα Βιγίλιο μεταξύ 551-553, καθώς ο τελευταίος αντιδρούσε στα σχέδια του Ιουστινιανού στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ο Πέτρος θα πρέπει να συμμετείχε, επίσης, στη Δεύτερη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το Μάιο του 553 [14].
Το 550, εργάστηκε υπό τις εντολές του Ιουστινιανού για την υπογραφή ειρήνης με την Περσία, ρόλο που επανέλαβε το 561 όταν συνάντησε τον Πέρση πρεσβευτή στο Δάρας, ώστε να σφραγίσουν το τέλος του Λαζικού Πολέμου[14]. Μετά την επίτευξη συμφωνίας για την εκκένωση της Λαζικής από τους Πέρσες και τον καθορισμό των συνόρων επί της Αρμενίας, οι δυο πλευρές κατέληξαν στην υπογραφή 50-ετούς ειρήνης μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών και των συμμάχων τους. Οι ετήσιες επιδοτήσεις του Βυζαντίου προς την Περσία θα συνεχίζονταν, αλλά μειωμένες από 500 σε 420 κιλά χρυσού. Επιπρόσθετα άρθρα της συνθήκης καθόριζαν τις διακρατικές εμπορικές σχέσεις που περιορίζονταν μεταξύ των πόλεων του Δάρας και της Νίσιβης, την επιστροφή των προσφύγων και την προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων (Χριστιανών της Περσίας και Ζωροαστρών του Βυζαντίου). Ως αντάλλαγμα για την αναγνώριση του Δάρας, η ίδρυση του οποίου είχε προκαλέσει σύντομο πόλεμο μεταξύ των δυο αυτοκρατοριών επί Αναστασίου Α', ο Πέτρος συμφώνησε στον περιορισμό της εκεί Βυζαντινής στρατιωτικής παρουσίας και τη μεταφορά των της έδρας του στρατηλάτη της Ανατολής από την πόλη[15][16]. Για τις εναπομείναντες συνοριακές διαφωνίες αναφορικά με τις περιοχές Άμβρος και Σουανία, ο Πέτρος ταξίδεψε ξανά στην Περσία τη άνοιξη του 562 και συνάντησε προσωπικά τον Πέρση αυτοκράτορα Χοσρόη Α΄, αλλά χωρίς αποτέλεσμα[17]. Ο Πέτρος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου πέθανε λίγο αργότερα, τον Μάρτη του 565[18].
Ο γιος του ο Θεόδωρος, με το προσωνύμιο «Κοντοχέρης» ή «Ζητονούμιος», τον διαδέχθηκε ως μάγιστρος το 566 μετά από ένα μικρό διάλειμμα υπό τον Αναστάσιο που κατείχε τον τίτλο του κυαίστωρα. Ο Θεόδωρος διατήρησε το αξίωμα αυτό έως το 576, όταν μετακινήθηκε στο πόστο του κόμη των θείων θησαυρών και προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να διαπραγματευτεί με τους Πέρσες κατά τον Πόλεμο του Καυκάσου του 572-591 [19].
Ως κορυφαίος αξιωματούχος της εποχής του, ο Πέτρος Πατρίκιος ήταν αμφιλεγόμενος, προσελκύοντας διφορούμενες εκτιμήσεις από τους σύγχρονούς του. Ο Ιωάννης Λαυρέντιος ο Λυδός, ένα μεσαίο γραφειοκρατικό στέλεχος της Υπαρχίας των Πραιτωρίων της Ανατολής, τον χαρακτηρίζει ως υπόδειγμα ανθρώπου, ευφυή, ευγενικό και σταθερό και δίκαιο επαγγελματία[17]. Ο Προκόπιος περιγράφει τον ήπιο χαρακτήρα του και την αποφυγή προσβολής προς τρίτους [6], παρ’ όλα αυτά, τον κατηγορεί ότι ήταν φιλάργυρος και κλέφτης και πως ήταν υπεύθυνος για το θάνατο της Αμαλανθούσας[20].
Από μικρή ηλικία, ο Πέτρος ήταν γνωστός για την ευρυμάθειά του και τους διαλόγους του με δασκάλους[21]. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, ο Πέτρος ήταν εύγλωττος και πειστικός ομιλητής[22], ενώ ο Κασσιόδωρος που τον παρακολούθησε στις αποστολές του στους Γότθους, μας μεταφέρει πως ήταν σοφός, με μεγάλη ευφράδεια[3]. Αντιθέτως, ο ιστορικός του 6ου αιώνα Μένανδρος Προτήκτωρ, που στηρίχθηκε στον ίδιο τον Πέτρο για το έργο του, τον κατηγορεί για κομπασμό και πως ξανάγραψε την ιστορία προκειμένου να φουσκώσει το ρόλο του κατά τις διαπραγματεύσεις με τους Πέρσες[23].
Ο Πέτρος Πατρίκιος έγραψε τρία βιβλία που σώζονται μόνο τμηματικά:
Μέχρι πρόσφατα, στον Πέτρο αποδιδόταν επίσης το εξάτομο βιβλίο του 6ου αιώνα με τίτλο «Περί Πολιτικής Επιστήμης», που ασχολείται με την πολιτική θεωρία δανειζόμενο από κλασσικά κείμενα όπως αυτά της «Πολιτείας» του Πλάτωνα και του Κικέρωνα. Και αυτό, όμως, σώζεται μόνο μερικώς[25].
Ο Πέτρος ήταν ο πρώτος Βυζαντινός συγγραφέας που κατέγραψε τις αυτοκρατορικές τελετουργίες[2], ξεκινώντας μια παράδοση που κράτησε μέχρι τον 14ο αιώνα. Οι ιστορίες του είναι πολύτιμες, καθώς περιέχουν μοναδικά ιστορικά στοιχεία, όπως τις διαπραγματεύσεις μεταξύ του Γαλέριου και του Ναρσή το 298[26].