Συντεταγμένες: 41°11′11.29″N 22°43′13.08″E / 41.1864694°N 22.7203000°E
Παλαιά Δοϊράνη | |||
---|---|---|---|
| |||
41°11′11″N 22°43′13″E | |||
Χώρα | Βόρεια Μακεδονία | ||
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Δοϊράνης (Βόρεια Μακεδονία) | ||
Υψόμετρο | 157 μέτρα | ||
Πληθυσμός | 413 (2021) | ||
Ταχ. κωδ. | 1487 | ||
Τηλ. κωδ. | 034 | ||
Ζώνη ώρας | ώρα Κεντρικής Ευρώπης θερινή ώρα Κεντρικής Ευρώπης | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Η Παλαιά Δοϊράνη (σλαβομακεδονικά: Стар Дојран, Σταρ Ντοϊράν), ή Πολυανή κατά τα βυζαντινά χρόνια, είναι χωριό το οποίο βρίσκεται στην επικράτεια της Βόρειας Μακεδονίας, στη δυτική όχθη της λίμνης Δοϊράνης.
Στην περιοχή έδρασαν σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Δαμασκηνός Στουδίτης και ο επίσκοπος Πολυανής Θεόκλητος Πολυειδής, μεγάλος διδάσκαλος του Γένους και λόγιος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2002, το χωριό είχε 363 κατοίκους.[1]
Τα πρωτα χριστιανικά χρόνια ιδρύονται δύο επισκοπές στην περιοχή: η Επισκοπή Δοβήρου (2ος μ.Χ. αιώνας) με έδρα τη Δόβηρο (την αρχαία παιονική πόλη Δόβηρος που προσδιορίζεται στην περιοχή γύρω από τη λίμνη της Δοϊράνης) όπου έδρασαν οι γνωστοί επίσκοποι Γερόντιος, Λουκιανός και Ευσέβιος καθώς και η Επισκοπή Καλλίκου με έδρα την Κάλλικο.[2] Τον 15ο αιώνα ιδρύεται η επισκοπή Πολυανής, με έδρα την Πολυανή (δηλαδή τη σημερινή Παλαιά Δοϊράνη). Συγκεκριμένα, η επισκοπή εώς το 1560 υπάγονταν απ' ευθείας στη Μητρόπολη Λητής και Ρεντίνης, ενώ έως το 1564 ήταν αυτόνομη με Πρόεδρο Πολυανής τον τότε μητροπολίτη Λητής Δαμασκηνό Στουδίτη. Το 1564 ιδρύθηκε επίσημα ως μητρόπολη με προσωρινό μητροπολίτη, τον Δαμασκηνό Στουδίτη. O άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης (1520-1577) χειροτονήθηκε επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνά. Αργότερα η επισκοπή Λητής και Ρεντίνης υπάχθηκε τελικά στη μητρόπολη Πολυανής και ο Δαμασκηνός πήρε τον τίτλο του "Προέδρου Πολυανής".
Κατά τους αγώνες των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους, συμμετείχαν και οι κάτοικοι της περιοχής της Μητροπόλεως Πολυανής. Συγκεκριμένα συμμετείχαν στον 5ο και 6ο Ενετοτουρκικό πόλεμο (1687 - 1715) στην Πελοπόννησο, όταν επίσκοπος ήταν ο Θεόκλητος Πολυειδής, μεγάλος διδάσκαλος του Γένους και λόγιος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Την επανάσταση κήρυξαν οι μητροπολίτες Πολυανής, Κασσανδρείας και Λήμνου.[3] Το 1716 με την υποστήριξη της Αυστρίας, οι κάτοικοι της περιοχής της Παλαιάς Δοϊράνης και της ευρύτερης περιοχής συμμετείχαν στην ενθουσιώδη εξέγερση της Μακεδονίας υπό τον μητροπολίτη Σιατίστης και Σισανίου, Ζωσιμά Ρούση[4][5].
Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 Μητροπολίτης Πολυανής ήταν ο Θεοδόσιος. Οι οθωμανικές αρχές προέβησαν σε πλήθος βιαιοτήτων ως αντίποινα στην αθρόα συμμετοχή των κατοίκων της περιοχής ευθύνης του Θεοδόσιου, το 1824. Συγκεκριμένα, καταστράφηκαν το Κιλκίς, το Καρασούλι (σημερινό Πολύκαστρο), το Καλίνοβο (σημερινά Σουλτογιανναίικα), το Αμάτοβο (σημερινός Άσπρος), το Αρτζάν (σημερινό Κάστρο) και ο Τσιφλίκ Μαχαλάς (σημερινό Λαγκαδοχώρι), που τότε αποτελούσαν τσιφλίκια του Γιουσούφ Μουχλίς πασά. Πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους οικισμούς και έκτοτε ο Ελληνισμός της περιοχής συρρικνώθηκε.[6][7][8]
Στα 1870, με το Βουλγαρικό εκκλησιαστικό σχίσμα, και την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχικής Εκκλησίας ξεσπά κύμα εθνικιστικής βουλγαρικής προπαγάνδας με τη βοήθεια Ρώσων πρακτόρων. Πολλοί κάτοικοι αναγκάζονται κάτω από τις πιέσεις της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής του Πανσλαβισμού μέσω του βουλγαρικού παράγοντα, να προσχωρήσουν στην Εξαρχία και στην ουσία να εκβουλγαριστούν.[9] Στην περιοχή δρα και αμερικανικός παράγων μέσω του Αυστριακού Προξενείου της Θεσσαλονίκης με σαφή στόχο των προσηλυτισμό των κατοίκων στον προτεσταντισμό,[10] καθώς και βουλγαρουνίτες ιεραπόστολοι.[11] Ο κίνδυνος εκβουλγαρισμού αφυπνίζει τον Ελληνισμό και οργανώνεται. Παράλληλα οργανώνονται σχολεία ώστε να διατηρούν οι νέοι την Ελληνική γλώσσα.
Το 1887 καταστράφηκε η Μονή της Παναγίας της Κρουσσιώτισσας από Ουνίτες και Βούλγαρους Εξαρχικούς.[12]
Ο ιστορικός ελληνορθόδοξος ναός του Προφήτη Ηλία κτίσθηκε το 1848 και σώζεται έως σήμερα. Η εκκλησία ανεγέρθηκε από τους Έλληνες μετά από άδεια των τοπικών οθωμανικών αρχών. Αργότερα καταλήφθηκε από τη βουλγαρική εξαρχία. Υπέστη μεγάλες ζημιές στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας ουσιαστικά όλων των εσωτερικών έργων τέχνης. Η πλήρης αποκατάσταση της εκκλησίας ξεκίνησε το 2013.
Τα ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου βρίσκονται κοντά στον ναό του Προφήτη Ηλία. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου χτίστηκε το 1911 από την ελληνική κοινότητα μετά την κατάληψη του ναού του Προφήτη Ηλία από τη βουλγαρική εξαρχία. Σήμερα είναι κατεστραμμένος.
Η Μάχη της Δοϊράνης (1913) συνήφθη κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ ελληνικών και βουλγαρικών δυνάμεων στις 23 Ιουνίου 1913. Ύστερα από σύντομο αλλά και σφοδρό αγώνα, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν να απελευθερώσουν την πόλη της Δοϊράνης. Τα βουλγαρικά τμήματα συμπτύχθηκαν άτακτα προς βορρά, αφού απήγαγαν ως ομήρους τον Μητροπολίτη Πολυανής Φώτιο και 30 προκρίτους της πόλης. Αποτεφρώνουν επίσης, τη μητρόπολη Πολυανής μαζί με τα αρχεία του Κώδικα, που αποτελούσαν τη σημαντικότερη καταγραφή της ιστορίας της περιοχής. Στο πέρασμά τους κατά την οπισθοχώρηση, οι Βούλγαροι δεν άφησαν τίποτα όρθιο, ούτε έμψυχο ούτε άψυχο υλικό. Επρόκειτο για μια ολοκληρωτική καταστροφή. Η 3η Μεραρχία συνέχισε την καταδίωξη και το ίδιο βράδυ κατέλαβε τα υψώματα βόρεια της πόλης.
Μετά τη χάραξη των συνόρων όμως, το βορειοδυτικό τμήμα του λεκανοπεδίου Δοϊράνης μαζί με την ομώνυμη πόλη, (Παλαιά) Δοϊράνη ή Πολυανή, πέρασε στη Βουλγαρική πλευρά και οι κάτοικοί της προσέφυγαν στη Δοϊράνη Κιλκίς και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.[13][14]
Από το 1913 η ονομασία της επισκοπής καθιερώθηκε ως "Πολυανής και Κιλκισίου". Μετά το 1918 η έδρα της Επισκοπής μεταφέρθηκε από την Παλαιά Δοϊράνη (Πολυανή) στο Κιλκίς. Το 1924 η Επισκοπή Πολυανής προήχθη σε Μητρόπολη.[15]