Το ριάλιτι ή ριάλιτι σόου είναι ένα είδος τηλεοπτικού προγράμματος που υποτίθεται ότι καταγράφει καταστάσεις της πραγματικής ζωής χωρίς σενάριο, με πρωταγωνιστές συχνά άγνωστα άτομα και όχι επαγγελματίες ηθοποιούς. Το ριάλιτι εμφανίστηκε ως ξεχωριστό είδος στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με εκπομπές όπως The Real World και στη συνέχεια έγινε δημοφικές στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με την επιτυχία των σειρών Survivor, Idols και Big Brother, που αναπαράχθηκαν ως franchise σε πολλές χώρες του κόσμου.[1] Τα ριάλιτι συνήθως διανθίζονται με «εξομολογήσεις», σύντομες συνεντεύξεις στις οποίες τα μέλη του καστ λένε την άποψή τους για τα γεγονότα που απεικονίζονται στην οθόνη. Τα ριάλιτι που βασίζονται σε διαγωνισμούς συνήθως οδηγούν στη σταδιακή εξάλειψη των παικτών, είτε από μια κριτική επιτροπή, είτε από τους τηλεθεατές είτε από τους ίδιους τους διαγωνιζόμενους.
Τα ντοκιμαντέρ, τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, οι αθλητικές εκπομπές, τα τοκ σόου και τα παραδοσιακά τηλεπαιχνίδια γενικά δεν θεωρούνται ριάλιτι. Ορισμένα είδη εκπομπών που προηγούνται της εμφάνισης του ριάλιτι έχουν θεωρηθεί ριάλιτι. Τέτοια παραδείγματα είναι οι εκπομπές με κρυφή κάμερα, οι εκπομπές αναζήτησης ταλέντων, οι σειρές ντοκιμαντέρ για καθημερινούς ανθρώπους, οι εκπομπές οικιακής ανακαίνισης και οι δικαστικές εκπομπές με πραγματικές υποθέσεις.
Στα ριάλιτι έχει ασκηθεί σοβαρή κριτική από τότε που ανέβηκε η δημοτικότητά τους. Οι επικριτές τους υποστηρίζουν ότι δεν αντικατοπτρίζουν ακριβώς την πραγματικότητα, μια που οι συμμετέχοντες βρίσκονται σε τεχνητές καταστάσεις, αλλά και μέσω παραπλανητικού μοντάζ, καθοδοηγούμενης συμπεριφοράς, στημένων σκηνών κ.ά. Ορισμένες εκπομπές έχουν κατηγορηθεί ότι στήνουν το φαβορί ή το αουτσάιντερ από πριν. Άλλες επικρίσεις κατά των ριάλιτι είναι ότι έχουν σκοπό τον εξευτελισμό ή την εκμετάλλευση των συμμετεχόντων, ότι κάνουν σταρ άτομα ανάξια φήμης και ότι εξωραΐζουν τη χυδαιότητα.
Τα τηλεοπτικά προγράμματα που απεικονίζουν καθημερινούς ανθρώπους σε καταστάσεις χωρίς σενάριο είναι σχεδόν τόσο παλιά όσο και η ίδια η τηλεόραση. Η εκπομπή Candid Camera του παραγωγού-παρουσιαστή Άλεν Φαντ, στην οποία ανυποψίαστοι άνθρωποι έρχονταν αντιμέτωποι με αστείες, ασυνήθιστες καταστάσεις και κινηματογραφούνταν με κρυφές κάμερες, προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1948. Στον 21ο αιώνα, αυτή η σειρά θεωρείται συχνά πρόγονος των ριάλιτι.[2][3]
Περιπτώσεις στις οποίες η τηλεόραση απεικόνιζε ανθρώπους σε καταστάσεις χωρίς σενάριο σημειώθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Το Queen for a Day (1945–1964) ήταν ένα πρώιμο παράδειγμα τηλεοπτικής εκπομπής βασισμένης σε πραγματικές καταστάσεις. Στο τηλεοπτικό παιχνίδι του 1946 Cash and Carry, οι διαγωνιζόμενοι μερικές φορές εκτελούσαν ακροβατικά. Ξεκινώντας από το 1948, η εκπομπή του Άλεν Φαντ Candid Camera (βασισμένη στην προηγούμενη ραδιοφωνική εκπομπή του 1947 The Candid Microphone) έδειχνε ανυποψίαστους καθημερινούς ανθρώπους να αντιδρούν σε φάρσες.[4] Το Candid camera προβλήθηκε και στην Ελλάδα σε δύο διαφορετικές περιόδους, σε σκηνοθεσία και παραγωγή Νίκου Μαστοράκη: Το 1972, με παρουσιαστές την Μπέτυ Λιβανού και τον Ντάνο Λυγίζο, και είσκοσι χρόνια αργότερα, το 1992, με διάφορους παρουσιαστές: Μαρίνα Τσιντικίδου, Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο, Βίκυ Κουλιανού, Σάκη Μπουλά, Νίνα Γεωργαλά, Άντζελα Ευριπίδη, Χριστίνα Γουλιελμίνο.[5] Το 1948, εκπομπές αναζήτησης ταλέντων, όπως Original Amateur Hour και Talent Scouts, παρουσίαζαν ερασιτέχνες διαγωνιζόμενους οι οποίοι ψηφίζονταν από το κοινό. Στη δεκαετία του 1950, τα τηλεπαιχνίδια Beat the Clock και Truth or Consequences έδειχναν διαγωνιζόμενους σε διαγωνισμούς με ακροβατικά και φάρσες. Το Confession ήταν μια αστυνομική εκπομπή που προβλήθηκε από τον Ιούνιο του 1958 έως τον Ιανουάριο του 1959, στην οποία ο Τζακ Γουάιατ ανέκρινε διάφορους εγκληματίες.[6] Η ραδιοφωνική σειρά Nightwatch (1951–1955) ηχογραφούσε τις καθημερινές δραστηριότητες αστυνομικών του Κάλβερ Σίτι στην Καλιφόρνια. Τέλος, η σειρά You Asked for It (1950–1959) ενσωμάτωσε τη συμμετοχή του κοινού διαμορφώνοντας τα επεισόδια ανάλογα με τα αιτήματα των τηλεθεατών, που αποστέλλονταν ταχυδρομικώς.
Το ντοκιμαντέρ του Granada Television Seven Up!, που πρωτομεταδόθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1964, περιείχε συνεντεύξεις 12 συνηθισμένων επτάχρονων παιδιών από ένα ευρύ κοινωνικό φάσμα με θέμα τις αντιδράσεις τους στην καθημερινή ζωή. Κάθε επτά χρόνια, ο σκηνοθέτης δημιουργούσε μια νέα ταινία που κατέγραφε τη ζωή των ίδιων ατόμων κατά την ενδιάμεση περίοδο. Το πρόγραμμα ήταν ουσιαστικά μια σειρά συνεντεύξεων χωρίς κανένα στοιχείο πλοκής. Χάρη στην προσοχή που δόθηκε στους συμμετέχοντες, τους μετέτρεψε από απλούς ανθρώπους σε διασημότητες, ειδικά αφότου ενηλικιώθηκαν.
Η σειρά The American Sportsman, η οποία προβλήθηκε από το 1965 έως το 1986 στο ABC στις Ηνωμένες Πολιτείες,[7] είχε συνήθως θέμα ένα ή περισσότερα σελέμπριτι, ενίοτε και μέλη της οικογένειάς τους, να συνοδεύονται από ένα τηλεοπτικό συνεργείο σε μια περιπέτεια εξωτερικού χώρου όπως κυνήγι, ψάρεμα, πεζοπορία, καταδύσεις, αναρρίχηση, φωτογραφία άγριας φύσης, ιππασία, οδήγηση αγωνιστικού αυτοκινήτου και άλλα παρόμοια. Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης και των διαλόγων, εκτός της αφήγησης, δεν βασίζονταν σε σενάριο.
Στην ταινία Chelsea Girls του 1966, ο Άντι Γουόρχολ κινηματογράφησε διάφορους γνωστούς του χωρίς σκηνοθεσία. Το Radio Times Guide to Film 2007 ανέφερε ότι αυτή η ταινία «έφταιγε για τα ριάλιτι».[8]
Το 1969, το βρετανικό ροκ συγκρότημα The Beatles κινηματογραφήθηκε επί έναν μήνα στη διάρκεια ηχογραφήσεων για το άλμπουμ Let It Be και την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε την ομώνυμη ταινία. Το 2021, ο σκηνοθέτης Πίτερ Τζάκσον δημιούργησε μια οκτάωρη τηλεοπτική σειρά τριών επεισοδίων με τίτλο The Beatles: Get Back.[9]
Η σειρά 12 επεισοδείων An American Family που μεταδόθηκε από το PBS το 1973 (αλλά γυρίστηκε το 1971) παρουσίαζε μια πυρηνική οικογένεια στη διαδικασία ενός διαζυγίου. Σε αντίθεση με πολλά μεταγενέστερα ριάλιτι, έμοιαζε περισσότερο με ντοκιμαντέρ τόσο στον σκοπό όσο και στο ύφος της. Το 1974, μια αντίστοιχη εκομπή με τίτλο The Family δημιουργήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, με θέμα την οικογένεια Γουίλκινς, δείγμα της εργατικής τάξης του Ρέντινγκ.[10] Άλλοι πρόδρομοι των σύγχρονων ριάλιτι ήταν οι παραγωγές της δεκαετίας του 1970 The Dating Game (που προβλήθηκε και στην Ελλάδα με τίτλο Ραντεβού στα τυφλά με παρουσιαστές τους Βάσια Τριφύλλη,[11]Ναταλία Γερμανού[12] και Μάρκο Σεφερλή[13]), The Newlywed Game και The Gong Show, με συμμετέχοντες πρόθυμους να θυσιάσουν μέρος της ιδιωτικής ζωής και της αξιοπρέπειάς τους σε έναν τηλεοπτικό διαγωνισμό.[14]
Η σειρά του BBCThe Big Time (1976–1980) παρουσίαζε έναν ερασιτέχνη σε κάποιον τομέα (μαγειρική, κωμωδία, ποδόσφαιρο κ.λπ.) που προσπαθούσε να πετύχει επαγγελματικά σε αυτόν τον τομέα, με τη βοήθεια ειδικών. Με αυτήν τη σειρά, που αποτελούνταν από 15 επεισόδια, άρχισε την καριέρα της η Σίνα Ίστον, η οποία επιλέχθηκε να εμφανιστεί στο επεισόδιο που έδειχνε μια επίδοξη ποπ τραγουδίστρια να προσπαθεί να μπει στη μουσική βιομηχανία.[15]
Το 1978, το Living in the Past παρουσίαζε ερασιτέχνες που συμμετείχαν σε μια αναπαράσταση της ζωής σε ένα αγγλικό χωριό κατά την Εποχή του Σιδήρου.
Ο παραγωγός Τζορτζ Σλάτερ εκμεταλλεύτηκε την έλευση της βιντεοκασέτας για να δημιουργήσει το Real People, μια ανέλπιστη επιτυχία για το NBC, που προβλήθηκε από το 1979 έως το 1984. Η επιτυχία του Real People αντιγράφηκε γρήγορα από το ABC με το That's Incredible! (στην Ελλάδα προβλήθηκε ως Απίστευτα και όμως αληθινά), μια εκπομπή με ακροβατικά και άλλα επικίνδυνα εγχειρήματα. Η είσοδος του CBS στο είδος ήταν το That's My Line, μια σειρά με παρουσιαστή τον Μπομπ Μπέικερ. Η καναδική σειρά Thrill of a Lifetime, ένα ριάλιτι φαντασιώσεων, προβλήθηκε αρχικά από το 1982 έως το 1988, με νέα επεισόδια από το 2001 έως το 2003. Το 1985, ο κινηματογραφιστής Αλ Γκίντινγκς συνεργάστηκε με την πρώην Μις Υφήλιος Σον Γουέδερλι στη σειρά Oceanquest του NBC, η οποία εξιστορούσε τις περιπέτειες τις Γουέδερλι σε καταδύσεις της σε διάφορες εξωτικές τοποθεσίες. Η Γουέδερλι ήταν υποψήφια για Βραβείο Έμμυ για τη συμμετοχή της στη σειρά.[16] Το Cops, το οποίο προβλήθηκε για πρώτη φορά την άνοιξη του 1989 στο Fox,[17] έδειχνε αστυνομικούς εν ώρα υπηρεσίας να συλλαμβάνουν εγκληματίες. Η σειρά ήταν η έμπνευση για την κινηματογραφική αίσθηση πολλών μεταγενέστερων ριάλιτι. Το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ του 1991 με θέμα «τυπικούς Αμερικανούς μαθητές λυκείου» με τίτλο Yearbook εστίαζε σε τελειόφοιτους λυκείου στο Ιλινόι και μεταδόθηκε από το Fox .
Η σειρά Nummer 28, που προβλήθηκε στην ολλανδική τηλεόραση το 1991, δημιούργησε την ιδέα της συνύπαρξης αγνώστων σε ένα περιορισμένο περιβάλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα καταγράφοντας τις καταστάσεις που ακολουθούν. Το Nummer 28 εισήγαγε επίσης πολλές συμβάσεις που έκτοτε έχουν καθιερωθεί στα ριάλιτι, όπως η εκτεταμένη χρήση σάουντρακ και η εναλλαγή στην οθόνη γεγονότων και εκ των υστέρων "εξομολογήσεων" από μέλη του καστ. Έναν χρόνο αργότερα, η ίδια ιδέα χρησιμοποιήθηκε από το MTV στη νέα του σειρά The Real World. Ο δημιουργός του Nummer 28, Έρικ Λατούρ, ισχυρίζεται ότι το The Real World επηρεάστηκε άμεσα από την εκπομπή του,[18] αλλά οι παραγωγοί του The Real World είπαν ότι έμπνευσή τους ήταν το An American Family .[19]
Το Sylvania Waters (1992) ήταν μια αυστραλιανή εκπομπή με θέμα μια οικογένεια, παρόμοια σε σκεπτικό με το An American Family.
Η υπόθεση δολοφονιών Ο. Τζέι Σίμσον το 1994–95, κατά την οποία έγινε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση της καταδίωξης του υπόπτου Σίμσον από την αστυνομία επί 90 λεπτά, έχει θεωρηθεί σημαντική στιγμή στην τηλεόραση ριάλιτι. Τα κανάλια διέκοψαν το κανονικό τηλεοπτικό τους πρόγραμμα επί μήνες για να καλύψουν τη δίκη και τα σχετικά γεγονότα. Λόγω της ιδιότητας και της φήμης του Σίμσον ως κορυφαίου αθλητή, της βιαιότητας των δολοφονιών και των φυλεκτικών και ταξικών θεμάτων στο Λος Άντζελες, η συγκλονιστική υπόθεση κυριάρχησε στις οθόνες και στη δημοσιότητα.[20]
Η σειρά Expedition Robinson, που δημιουργήθηκε από τον τηλεοπτικό παραγωγό Τσάρλι Πάρσονς και προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1997 στη Σουηδία (αργότερα αναπαράχθηκε σε πολλές άλλες χώρες, όπως και στην Ελλάδα, ως Survivor), πρόσθεσε στο πρότυπο Nummer 28 / Real World την ιδέα του ανταγωνισμού και της εξάλειψης. Οι διαγωνιζόμενοι μάχονταν ο ένας εναντίον του άλλου και απομακρύνονταν από την εκπομπή έως ότου έμεινε μόνο ένας νικητής. Το Survivor Ελλάδας έχουν παρουσιάσει οι Γρηγόρης Αρναούτογλου, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Γιάννης Αϊβάζης, Σάκης Τανιμανίδης και Γιώργος Λιανός.[21][22][23] Το Changing Rooms, ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1996, έδειχνε ζευγάρια να διακοσμούν το ένα το σπίτι του άλλου και έγινε το πρώτο ριάλιτι με τέτοιο περιεχόμενο. Το ριάλιτι γνωριμιών Streetmate ξεκίνησε να προβάλλεται επίσης στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1998. Αρχικά προβλήθηκε και στις Ηνωμένες Πολιτείες ως Street Match, αλλά χωρίς επιτυχία. Πάντως, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εκπομπή ξαναγυρίστηκε και έγινε καλτ επιτυχία. Η ομάδα παραγωγής της αρχικής σειράς δημιούργησε αργότερα τα δημοφιλή ριάλιτι Strictly Come Dancing, Location, Location, Location και το ανανεωμένο MasterChef, μεταξύ άλλων. Στην Ελλάδα, παρουσιαστές του MasterChef υπήρξαν οι Ευγενία Μανωλίδου, Δημήτρης Σκαρμούτσος, Πάνος Ιωαννίδης, Σωτήρης Κοντιζάς και Λεωνίδας Κουτσόπουλος.[24][25] Οι δεκαετίες του 1980 και του 1990 ήταν επίσης μια εποχή όπου έγιναν πιο δημοφιλή τα τοκ σόου τολμηρού περιεχομένου. Πολλά από αυτά παρουσίαζαν τους ίδιους καλεσμένους που αργότερα θα γίνονταν δημοφιλείς στα ριάλιτι.
Οι δεκαετίες του 1980 και του 1990 ήταν επίσης μια εποχή όπου έγιναν πιο δημοφιλή τα τοκ σόου τολμηρού περιεχομένου. Πολλά από αυτά παρουσίαζαν τους ίδιους καλεσμένους που αργότερα θα γίνονταν δημοφιλείς στα ριάλιτι.
Τα ριάλιτι έγιναν παγκοσμίως δημοφιλή στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με τις επιτυχίες των εκπομπών Big Brother και Survivor / Expedition Robinson. Στην Ελλάδα, το Big Brother έχει παρουσιαστεί από τους Ανδρέα Μικρούτσικο,[26]Τατιάνα Στεφανίδου (με αρχική ονομασία Big Mother),[27]Ρούλα Κορομηλά, Παύλο Σταματόπουλο,[28]Χάρη Βαρθακούρη,[29] Γρηγόρη Γκουντάρα και Ναταλί Κάκκαβα.[30] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα ριάλιτι γνώρισαν προσωρινή μείωση της τηλεθέασης το 2001, οδηγώντας ορισμένους αρθρογράφους στο συμπέρασμα ότι το είδος ήταν μια περαστική μόδα που είχε κλείσει τον κύκλο της. Κάποια ριάλιτι που υπέφεραν από χαμηλή τηλεθέαση ήταν το The Amazing Race (αν και η εκπομπή έχει από τότε ανακάμψει και διανύει τον 32ο κύκλο της), το Lost (απλή συνωνιμία με το πιο γνωστό ομώνυμο σίριαλ, γνωστό και στην Ελλάδα ως Οι αγνοούμενοι) και το The Mole.[31] Όμως, οι εκπομπές Survivor και American Idol συνέχισαν να ευδοκιμούν: και οι δύο βρίσκονταν στην κορυφή της τηλεθέασης στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 2000.
Άλλη μία τάση ήταν να συνδυάζεται το ριάλιτι με μια δόση κοινωνικής ιστορίας, συνήθως με τους διαγωνιζόμενους να πηγαίνουν πίσω σε διάφορες χρονικές περιόδους κυρίως για να δουν πώς θα τα βγάζανε πέρα χωρίς τη σύγχρονη τεχνολογία. Τέτοια παραδείγματα είναι τα The 1900 House και Bad Lad's Army. Υπήρχε επίσης μια σειρά με αρχαιολόγους και ιστορικούς που διαχειρίζονταν ένα αγρόκτημα σε διάφορες ιστορικές περιόδους, με πιο γνωστή τη μίνι σειρά ριάλιτι Victorian Farm που τοποθετούνταν στη βικτωριανή εποχή.
Κατά τη δεκαετία του 2000, πολλά καλωδιακά κανάλια, όπως τα Bravo, A&E, E! Entertainment, TLC, History, VH1 και MTV, άλλαξαν το προγράμμά τους προβάλλοντας πλέον κυρίως ριάλιτι.[50] Την ίδια εποχή, άνοιξαν τρία νέα καλωδιακά κανάλια που ήταν αφιερωμένα αποκλειστικά στα ριάλιτι: το Fox Reality στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο λειτούργησε από το 2005 έως το 2010, το Global Reality Channel στον Καναδά, η λειτουργία του οποίου διήρκεσε δύο χρόνια από το 2010 έως το 2012, και CBS Reality (παλαιότερα γνωστό ως Reality TV και στη συνέχεια Zone Reality) στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, το οποίο λειτουργεί από το 1999 έως σήμερα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, κάποια τηλεοπτικά στελέχη εξέφρασαν ανησυχίες ότι η επανέκδοση και διανομή σε DVD των τηλεοπτικών ριάλιτι θα ήταν περιορισμένη. Αλλά τα ριάλιτι DVD πωλούνταν με γοργούς ρυθμούς. Τα Laguna Beach: The Real Orange County, The Amazing Race, Project Runway και America's Next Top Model κατατάσσονται στα κορυφαία DVD με πωλήσεις μέσω Amazon.com. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, τα DVD του The Simple Life ξεπέρασαν εκπομπές όπως το California Teens και το Νοικοκυρές σε απόγνωση. Οι αναμεταδόσεις, ωστόσο, ήταν προβληματικές για εκπομπές όπως Fear Factor, Cops και Wife Swap, στις οποίες κάθε επεισόδιο είναι αυτοτελές, poy μπορούν να προβληθούν αρκετά εύκολα, αλλά συνήθως μόνο στην καλωδιακή τηλεόραση ή κατά τη διάρκεια της ημέρας - εξαιρούνται τα Cops και America's Funniest Home Videos (Τα πιο αστεία βίντεο). Οι διαγωνισμοί ου κρατούσαν έναν ολόκληρο κύκλο, όπως τα The Amazing Race, Survivor και America's Next Top Model γενικά αποδίδουν λιγότερο και συνήθως πρέπει να επαναλαμβάνονται σε μαραθωνίου για να προσελκύσουν την απαραίτητη τηλεθέαση. Μια άλλη επιλογή είναι η δημιουργία ντοκιμαντέρ γύρω από αυτές τις σειρές με εκτεταμένες συνεντεύξεις των συμμετεχόντων και παραλειπόμενα από τις αρχικές μεταδόσεις. Η σειρά American Idol Rewind είναι ένα παράδειγμα αυτής της στρατηγικής.
Το 2010 έκανε πρεμιέρα η ολλανδική εκπομπή διαγωνισμού τραγουδιούThe Voice of Holland, που δημιουργήθηκε από τον Τζον ντε Μολ Τζούνιορ. Η εκπομπή προσέθεσε στο πρότυπο των διαγωνισμών τραγουδιού την ανατροπή ότι οι κριτές δεν έβλεπαν τους διαγωνιζόμενους στην αρχική ακρόαση και τους έκριναν μόνο από τη φωνή τους. Η εκπομπή σημείωσε επιτυχία ακαριαία και δημιούργησε ένα ολόκληρο franchise, το The Voice, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία, με σχεδόν 50 διεθνείς προσαρμογές. Στην Ελλάδα, έγινε γνωστό ως The Voice of Greece και το έχουν παρουσιάσει οι Γιώργος Λιάγκας, Γιώργος Καπουτζίδης, Γιώργος Λιανός, Δούκισσα Νομικού και Φαίη Σκορδά.[51]
Μέχρι το 2012, πολλά μακροχρόνια τηλεοπτικά ριάλιτι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως τα American Idol, Dancing with the Stars και The Bachelor, είχαν αρχίσει να σημειώνουν μείωση στην τηλεθέαση. Ωστόσο, η τηλεοπτική πραγματικότητα στο σύνολό της παρέμεινε η ίδια στις ΗΠΑ, με εκατοντάδες ριάλιτι σε πολλά κανάλια. Το 2012, το ιστολόγιο Vulture του New YorkMagazine δημοσίευσε ένα χιουμοριστικό διάγραμμα Βεν που δείχνει δημοφιλή θέματα των αμερικανικών ριάλιτι.[53]
Το 2013, η εκπομπή Duck Dynasty (2012–2017), με θέμα την οικογένεια Ρόμπερτσον που ίδρυσε την εταιρεία Duck Commander, έγινε η πιο δημοφιλής σειρά ριάλιτι στην ιστορία της καλωδιακής τηλεόρασης των ΗΠΑ. Την πρεμιέρα του τέταρτου κύκλου είδαν σχεδόν 12 εκατομμύρια τηλεθεατές στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονταν σε επαρχιακές περιοχές.
Στο μοτίβο της εκπομπής 1900 House1900, το BBC δημιούργησε μια σειρά με τίτλο Back in Time for Tea στην οποία μια οικογένεια έπαιρνε το τσάι της σε διάφορες δεκαετίες.
Το 2014, τα Entertainment Weekly και Variety παρατήρησαν και πάλι στασιμότητα στις βαθμολογίες των τηλεοπτικών ριάλιτι στις ΗΠΑ, την οποία απέδωσαν στην άνοδο της καλωδιακής τηλεόρασης.[54] Τα νούμερα τηλεθέασης και τα κέρδη των ριάλιτι συνέχισαν να μειώνονται στα τέλη της δεκαετίας του 2010.[55]
Στο νοτιοκορεάτικο διαγωνιστικό ριάλιτι I Can See Your Voice, που έκανε πρεμιέρα το 2015, οι καλεσμένοι κριτές προσπαθούσαν να μαντέψουν ποιος διαγωνιζόμενος 'ηξερε να τραγουδά και ποιος όχι, χωρίς να τον ακούσουν να τραγουδά. Η εκπομπή γνώρισε επιτυχία και απέκτησε αρκετούς μιμητές, με πιο αξιοσημείωτο το King of Mask Singer αρκετούς μήνες αργότερα. Αυτό ήταν ένας πιο παραδοσιακός διαγωνισμός τραγουδιού, με τη διαφορά ότι οι διαγωνιζόμενοι ήταν διασημότητες που εμφανίζονταν μασκαρεμένοι μέχρι να αποβληθούν από την εκπομπή.[56] Και οι δύο εκπομπές δημιούργησαν επιτυχημένα διεθνή franchises, τα I Can See Your Voice (έχει ανακοινωθεί ότι θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα ως Μπορώ να δω τη φωνή σου με παρουσιάστρια τη Μαρία Μπεκατώρου)[57][58] και The Masked Singer, αντίστοιχα. Το Masked Singer ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές, με περισσότερες από 50 διασκευές ανά τον κόσμο. Στην Ελλάδα, προβλήθηκε το 2022 με νικητή τον Ρένο Χαραλαμπίδη.[59][60] Η αμερικανική διασκευή του ήταν τρίτη σε σειρά τηλεθέασης κατά τις τηλεοπτικές σεζόν 2018-19 και 2019-20.[61] Η επιτυχία των δύο franchise οδήγησε σε άλλα παρόμοια franchise διαγωνιστικών ριάλιτι, όπως Game of Talents (που ξεκίνησε στην Ισπανία το 2019) και The Masked Dancer (που ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2020).[62]
Την ίδια δεκαετία, έγιναν δημοφιλείς τηλεοπτικοί διαγωνισμοί ειδικών δεξιοτήτων, όπως The Great British Bake-Off, Lego Masters, The Great British Sewing Bee και Forged in Fire.
Η ανάπτυξη της τηλεόρασης σε όλα τα είδη επηρεάστηκε το 2020 από την πανδημία COVID-19, η οποία ανάγκασε πολλούς διαγωνισμούς ριάλιτι να αναστείλουν την παραγωγή τους (και σε ορισμένες περιπτώσεις να σταματήσουν έναν διαγωνισμό που ήταν ήδη σε εξέλιξη, όπως η καναδική και η μαλαγιαλάμ έκδοση του Big Brother),[63][64][65] έως ότου να μπορέσει να ξαναρχίσει η παραγωγή με τα κατάλληλα πρωτόκολλα υγείας και ασφαλείας που είχαν εγκριθεί από τις τοπικές αρχές.[66][67] Τα δίκτυα των ΗΠΑ χρησιμοποίησαν σειρές ριάλιτι και άλλες εκπομπές χωρίς σενάριο για να καλύψουν τα κενά στα προγράμματά τους.[68][69]
Έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες ταξινόμησης των ριάλιτι σε διαφορετικά υποείδη:
Μια μελέτη του 2006 θεωρεί ότι υπάρχουν έξι υποείδη: ερωτικό, αστυνομικό, ενημερωτικό, δράμα, διαγωνιστικό ή παιχνίδι και διαγωνισμός ταλέντου.[70]
Μια μελέτη του 2009 θεωρεί ότι τα υποείδη είναι οκτώ: "gamedocs", εκπομπές γνωριμιών, εκπομπές ανακαίνισης, docusoaps, διαγωνισμοί ταλέντου, δικαστικές εκπομπές, κωμωδίες ριάλιτι και ριάλιτι με σελέμπριτι.[71]
Μια άλλη κατηγοριοποίηση χωρίζει την τηλεοπτική πραγματικότητα σε δύο τύπους: εκπομπές που έχουν σκοπό την καταγραφή της πραγματικής ζωής και εκπομπές που τοποθετούν τους συμμετέχοντες σε νέες συνθήκες. Σε μια εργασία του 2003, οι θεωρητικοί Ελίζαμπεθ Κλάους και Στέφανι Λουκ αναφέρθηκαν στην πρώτη κατηγορία ως «docusoaps», ένα είδος «αφηγηματικής πραγματικότητας» και στη δεύτερη κατηγορία ως «σαπουνόπερες ριάλιτι».[72] Από το 2014, τα Βραβεία Έμμυ Ζώνης Υψηλής Τηλεθέασης χρησιμοποιούν μια παρόμοια ταξινόμηση.
Σε πολλά ριάλιτι, τόσο το γύρισμα όσο και η επεξεργασία των πλάνων δίνουν στους τηλεθεατές την εντύπωση ότι είναι παθητικοί παρατηρητές που παρακολουθούν άτομα στις καθημερινές προσωπικές και επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Αυτό το στιλ γυρισμάτων θυμίζε ντοκιμαντέρ. Οι «πλοκές» της ιστορίας κατασκευάζονται συχνά μέσω μοντάζ ή προγραμματισμένων καταστάσεων, κι έτσι το αποτελέσμα μοιάζει με σαπουνόπερα – εξού και οι όροι docusoap και docudrama.
Στην κατηγορία ριάλιτι τύπου ντοκιμαντέρ υπάρχουν διάφορες υποκατηγορίες ή παραλλαγές:
Αν και ο όρος "docusoap" έχει χρησιμοποιηθεί για πολλά ριάλιτι τύπου ντοκιμαντέρ, υπήρξαν εκπομπές που προσπάθησαν σκόπιμα να μιμηθούν την εμφάνιση και τη δομή της σαπουνόπερας. Τέτοιες εκπομπές συχνά επικεντρώνονται σε μια δεμένη ομάδα ανθρώπων και στις μεταβαλλόμενες φιλικές και ερωτικές τους σχέσεις. Μια τέτοια σειρά με μεγάλη επιρροή ήταν η αμερικανική σειρά της περιόδου 2004–2006 Laguna Beach: The Real Orange County, η οποία προσπάθησε να μιμηθεί συγκεκριμένα τη σαπουνόπερα California Teens, η οποία είχε αρχίσει να προβάλλεται το 2003. Το Laguna Beach είχε πιο κινηματογραφική αίσθηση από κάθε προηγούμενο ριάλιτι, μέσω της χρήσης φωτισμού και καμερών υψηλότερης ποιότητας, αφήγησης με φωνή αντί για "εξομολογήσεις" στην οθόνη και πιο αργό ρυθμό.[73] Το Laguna Beach οδήγησε σε πολλές spinoff σειρές, με πιο αξιοσημείωτη τη σειρά The Hills (2006–2010). Ενέπνευσε επίσης διάφορες άλλες σειρές, όπως την εξαιρετικά επιτυχημένη βρετανική σειρά The Only Way Is Essex and Made in Chelsea και της αυστραλιανής σειράς Freshwater Blue.
Λόγω της κινηματογραφικής τους αίσθησης, πολλές από αυτές τις εκπομπές έχουν κατηγορηθεί ότι είναι στημένες, περισσότερο από όσο άλλα ριάλιτι. Οι παραγωγοί του The Only Way Is Essex και του Made in Chelsea παραδέχθηκαν ότι καθοδηγούν τους συμμετέχοντες για το τι να πουν προκειμένου να αντλήσουν περισσότερο συναισθήματο από κάθε σκηνή, αν και επιμένουν ότι γενικά οι ιστορίες είναι πραγματικές.[74]
Μια άλλη εξαιρετικά επιτυχημένη ομάδα εκπομπών τύπου σαπουνόπερα είναι το franchise Real Housewives, το οποίο ξεκίνησε με το The Real Housewives of Orange County το 2006 και έκτοτε έχει δημιουργήσει σχεδόν άλλες είκοσι σειρές, στις ΗΠΑ και διεθνώς. Το franchise έχει παλαιότερο καστ και διαφορετική δυναμική από αυτή του Laguna Beach και των μιμητών του, καθώς και χαμηλότερο κόστος παραγωγής, αλλά μοιάζει και αυτό με σαπουνόπερα - σε αυτήν την περίπτωση, με τις τηλεοπτικές σειρές Νοικοκυρές σε απόγνωση και Πέιτον Πλέις.
Τέλος, υπάρχουν ριάλιτι που παρουσιάζουν διασημότητες. Συχνά αυτά δείχνουν μια διασημότητα στην καθημερινότητά της. Κάποια γνωστά παραδείγματα είναι τα The Anna Nicole Show (με την Άννα Νικόλ Σμιθ), The Osbournes (με τον Όζι Όσμπορν και την οικογένειά του), Gene Simmons Family Jewels (με τον Τζιν Σίμονς του συγκροτήματος Kiss), Newlyweds: Nick και Jessica (με τους Νικ Λεσέι και Τζέσικα Σίμσον), Keeping Up with the Kardashians (με την οικογένεια Καρντάσιαν) και Hogan Knows Best (με τον Χαλκ Χόγκαν). Το VH1 στα μέσα της δεκαετίας του 2000 είχε μια ολόκληρη ομάδα από τέτοιες εκπομπές, γνωστές ως "Celebreality". Τέτοιες εκπομπές δημιουργούνται συχνά για την προώθηση ενός προϊόντος ή ενός επερχόμενου έργου με το οποίο σχετίζεται μια διασημότητα.
Ορισμένες εκπομπές γυρισμένες σε στιλ ντοκιμαντέρ απεικονίζουν επαγγελματίες είτε να κάνουν καθημερινές δουλειές είτε να εκτελούν ένα ολόκληρο έργο στη διάρκεια μιας σειράς. Ένα από τα πρώτα παραδείγματα (και το μακροβιότερο ριάλιτι οποιουδήποτε είδους) είναι το Cops,[75] που έκανε πρεμιέρα το 1989. Άλλες τέτοιες εκπομπές που σχετίζονται ειδικά με την επιβολή του νόμου είναι οι The First 48, Dog the Bounty Hunter, Police Stop!, Traffic Cops, Border Security και Motorway Patrol.[76]
Κάποιες από τις εκπομπές που πραγματοποιούνται σε έναν συγκεκριμένο χώρο επαγγελματικής δραστηριότητας είναι οι American Chopper (Αμερικανική τσόπερ), Miami Ink και τα σπιν-οφ του, Bikini Barbershop και Lizard Lick Towing.
Κάποιες από τις εκπομπές που δείχνουν άτομα που εργάζονται στον ίδιο χώρο είναι οι Airport και Bondi Rescue.
Σε κάποια ριάλιτι με θέμα επαγγελματικές δραστηριότητες, οι επαγγελματίες παζαρεύουν και συμμετέχουν σε οικονομικές συναλλαγές, συχνά για μοναδικά ή σπάνια αντικείμενα των οποίων η αξία πρέπει πρώτα να εκτιμηθεί. Δύο τέτοιες εκπομπές, οι οποίες και οι δύο οδήγησαν σε πολλαπλά spinoff, είναι το Pawn Stars (με ενεχυροδανειστήρια) και το American Pickers. Άλλες εκπομπές, ενώ βασίζονται σε τέτοιες οικονομικές συναλλαγές, δείχνουν και στοιχεία της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής των βασικών μελών του καστ. Τέτοιες εκπομπές έχουν μιμηθεί τη βρετανική σειρά Antiques Roadshow,[77] που άρχισε να προβάλλεται το 1979 και έκτοτε έχει οδηγήσει πολλές διεθνείς προσαρμογές, αν και αυτή η εκπομπή περιλαμβάνει μόνο εκτιμήσεις χωρίς διαπραγματεύσεις ή άλλα δραματικά στοιχεία.
Ορισμένα ριάλιτι τύπου ντοκιμαντέρ τοποθετούν τα μέλη του καστ, που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους προηγουμένως, σε στημένα περιβάλλοντα διαβίωσης. Η εκπομπή The Real World ήταν ο εμπνευστής αυτού του υποείδους. Σχεδόν σε κάθε άλλο τέτοιο εκπομπής, τα μέλη του καστ πρέπει να ξεπεράσουν συγκεκριμένες προκλήσεις ή εμπόδια. Το Road Rules, το οποίο προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1995 ως spin-off του The Real World, δημιούργησε έναν τύπο ριάλιτι όπου το καστ ταξίδευε σε διάφορες χώρες ξεπερνώντας κάποια εμπόδια.
Το Big Brother είναι ίσως το πιο γνωστό παράδειγμα αυτού του υποείδους στον κόσμο, με περίπου 50 εκδόσεις διεθνώς. Στην Ελλάδα, Άλλες εκπομπές αυτής της κατηγορίας, όπως το The 1900 House και το Lads' Army, περιλαμβάνουν ιστορική αναπαράσταση, με μέλη του καστ να ζουν και να εργάζονται ως άνθρωποι μιας συγκεκριμένης εποχής και τόπου. Το Temptation Island του 2001 πέτυχε κάποια φήμη τοποθετώντας πολλά ζευγάρια σε ένα νησί που περιβάλλεται από άγαμους, προκειμένου να δοκιμάσει τη δέσμευση των ζευγαριών μεταξύ τους. Το Challenge έχει διαγωνιζόμενους που ζουν μαζί σε μια κατοικία στο εξωτερικό και υπάρχει εδώ και πάνω από 30 σεζόν. Η μορφή κάθε σεζόν αλλάζει, ωστόσο η κύρια υπόθεση της σειράς περιλαμβάνει μια καθημερινή πρόκληση, διαδικασία υποψηφιοτήτων και γύρο αποβολής. U8TV: Οι Lofters συνδύασαν τη μορφή "ειδικού περιβάλλοντος διαβίωσης" με τη μορφή "επαγγελματικής δραστηριότητας" που αναφέρθηκε προηγουμένως. Εκτός από τη συμβίωση σε μια σοφίτα, κάθε μέλος του καστ της σειράς προσλήφθηκε για να παρουσιάσει ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα για ένα καναδικό καλωδιακό κανάλι.
Αρχικά, οι δικαστικές εκπομπές ήταν όλες δραματοποιημένες και σκηνοθετημένες εκπομπές, με ηθοποιούς που έπαιζαν τους διαδίκους, μάρτυρες και δικηγόρους. Οι υποθέσεις ήταν είτε αναπαραστάσεις πραγματικών υποθέσεων είτε υποθέσεις εντελώς φανταστικές. Παραδείγματα δραματοποιημένων δικαστικών σειρών είναι τα Famous Jury Trials, Your Witness και οι δύο πρώτοι κύκλοι του Divorce Court. Το The People's Court έφερε επανάσταση στο είδος εισάγοντας μια μορφή ριάλιτι το 1981, που υιοθετήθηκε αργότερα από τη συντριπτική πλειονότητα των δικαστικών σειρών. Το είδος εκτινάχθηκε στα ύψη μετά την εμφάνιση του Judge Judy (Δικαστής Τζούντι)[78][79] το 1996. Αυτό οδήγησε σε μια σειρά από άλλα δικαστικά ριάλιτι, όπως Judge Mathis, Judge Joe Brown, Judge Alex, Judge Mills Lane και Judge Hatchett.
Αν και οι διάδικοι είναι πραγματικοί, οι «δικαστές» σε τέτοιες εκπομπές είναι ψεύτικοι. Τυπικά, ωστόσο, πρόκειται για συνταξιούχους δικαστές ή τουλάχιστον για άτομα που έχουν κάποια νομική εμπειρία.
Η διεθνής επιτυχία Dragons' Den παρουσιάζει μια ομάδα πλούσιων επενδυτών που επιλέγουν αν θα επενδύσουν ή όχι σε μια σειρά από νεοφυείς επιχειρήσεις καινοτόμες ιδέες. Η σειρά Restaurant Startup παρουσιάζει επίσης επενδυτές, αλλά πλησιάζει περισσότερο σε τηλεπαιχνίδι, όπου κάποιοι ιδιοκτήτες εστιατορίων ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον για να αποδείξουν την αξία τους. Η βρετανική σειρά Show Me the Monet κάνει μια ανατροπή στην οποία η καλλιτεχνική, και όχι η οικονομική, αξία κάποιων έργων τέχνης, αξιολογείται από μια κριτική επιτροπή, που καθορίζει εάν θα παρουσιαστούν σε μια έκθεση.
Ένα άλλο υποείδος τοποθετεί τους συμμετέχοντες σε κάποιο άγριο και επικίνδυνο φυσικό περιβάλλον. Τέτοιες εκπομπές είναι τα Survivorman, Man vs. Wild, Marooned with Ed Stafford, Naked and Afraid και Alaskan Bush People. Οι εκπομπές Survivor και Get Out Alive with Bear Grylls συνδυάζουν την επιβίωση με μια μορφή διαγωνισμού, ενώ στο Survivor ο ανταγωνισμός περιλαμβάνει και κοινωνικές παραμέτρους.
Ορισμένα τηλεοπτικά ριάλιτι παρουσιάζουν ένα άτομο ή μια ομάδα ανθρώπων που βελτιώνουν τη ζωή τους. Μερικές φορές η ίδια ομάδα ανθρώπων καλύπτεται σε έναν ολόκληρο κύκλο, αλλά συνήθως υπάρχει ένας νέος στόχος για βελτίωση σε κάθε επεισόδιο. Παρά τις διαφορές στο περιεχόμενο, η μορφή είναι συνήθως η ίδια: πρώτα η εκπομπή παρουσιάζει το πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες συναντώνται με μια ομάδα ειδικών, οι οποίοι τους δίνουν οδηγίες βελτίωσης, ενώ στην πορεία προσφέρουν βοήθεια και ενθάρρυνση. Τέλος, οι συμμετέχοντες, μαζί με φίλους, την οικογένειά τους και τους ειδικούς, αξιολογούν τις αλλαγές που έχουν γίνει. Τέτοιες εκπομπές είναι τα The Biggest Loser, Extreme Weight Loss and Fat March (για απώλεια βάρους), Extreme Makeover (γενική βελτίωση εμφάνισης), Queer Eye, What Not to Wear, How Do I Look; , Trinny & Susannah Undress... και Snog Marry Avoid (βελτίωση στιλ), Supernanny (ανατροφή παιδιών), Made (βελτίωση ζωής), Tool Academy (βελτίωση σχέσεων), Charm School και From G's to Gents (αυτοβελτίωση).
Η έννοια της αυτοβελτίωσης έφτασε σε οριακό σημείο με τη βρετανική εκπομπή Life Laundry, στην οποία άτομα που είχαν ρακοσυλλέκες, έχοντας φτάσει ακόμη και σε κατάσταση εξαθλίωσης, λάμβαναν βοήθεια από ειδικούς. Οι αμερικανικές τηλεοπτικές σειρές Hoarders and Hoarding: Buried Alive παρουσιάζουν παρόμοιες υποθέσεις, με παρεμβάσεις στις ζωές ανθρώπων που υποφέρουν από ψυχαναγκαστικός θησαυρισμός.
Ορισμένα ριάλιτι ασχολούνται με την ανακαίνιση μέρους ή όλου της κατοικίας, του χώρου εργασίας ή του οχήματος ενός ατόμου. Η αμερικανική σειρά This Old House, η οποία έκανε πρεμιέρα το 1979, παρουσιάζει την ανακαίνιση από την αρχή έως το τέλος διαφόρων κατοικιών μέσα σε έναν κύκλο. Ο κριτικός Τζεφ Τζάρβις εικάζει ότι πρόκειται για «το πρώτο τηλεοπτικό ριάλιτι».[80] Η βρετανική εκπομπή Changing Rooms, που ξεκίνησε το 1996 (αργότερα διασκευάστηκε στις ΗΠΑ ως Trading Spaces) ήταν η πρώτη τέτοια εκπομπή ανακαίνισης που πρόσθεσε μια αίσθηση παιχνιδιού με διαφορετικούς διαγωνιζόμενους ανά βδομάδα.
Οι εκπομπές ανακαίνισης αποτελούν βασικό πυλώνα του αμερικανικού και καναδικού καλωδιακού καναλιού HGTV. Τέτοιες εκπομπές είναι τα Flip or Flop, Love It or List It και Property Brothers.
Τα Pimp My Ride και Overhaulin' παρουσιάζουν οχήματα που ανακατασκευάζονται με εξατομικευμένο τρόπο.
Σε ορισμένες εκπομπές, ένας ή περισσότεροι ειδικοί προσπαθούν να βελτιώσουν μια μικρή αποτυχημένη επιχείρηση σε κάθε επεισόδιο. Τέτοια παραδείγματα είναι τα We Mean Business και The Profit. Εκπομπές που απευθύνονται σε έναν συγκεκριμένο τύπο επιχείρησης είναι τα Ramsay's Kitchen Nightmares and Restaurant: Impossible (για εστιατόρια), Bar Rescue (για μπαρ) και Hotel Hell (για ξενοδοχεία).
Ένα άλλο υποείδος ριάλιτι είναι το κοινωνικό πείραμα που παράγει εντάσεις, συγκρούσεις και μερικές φορές αλλαγές. Η βρετανική τηλεοπτική σειρά Wife Swap, η οποία ξεκίνησε το 2003 και είχε πολλά spinoffs στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλες χώρες, είναι ένα γνωστό παράδειγμα. Στην εκπομπή, άνθρωποι με διαφορετικές αξίες συμφωνούν να ζουν ο ένας σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες του άλλου για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Άλλες εκπομπές σε αυτήν την κατηγορία είναι τα Trading Souses, Bad Girls Club και Holiday Showdown. Το Faking ήταν μια σειρά όπου οι συμμετέχοντες έπρεπε να μάθουν μια νέα δεξιότητα και να πείσουν ότι είναι ειδικοί. Το Shattered ήταν μια αμφιλεγόμενη σειρά του 2004 στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην οποία οι συμμετέχοντες διαγωνίζονταν στο πόσο μπορούν να αντέξουν χωρίς ύπνο. Το Solitary ήταν μια αμφιλεγόμενη σειρά του Fox Reality (2006-2010) που κρατούσε τους διαγωνιζόμενους απομονωμένους επί εβδομάδες σε με περιορισμένο ύπνο, φαγητό και πληροφορίες.
Άλλο ένα υποείδος ριάλιτι χρησιμοποιεί κρυφές κάμερες που γράφουν όταν τυχαίοι περαστικοί αντιμετωπίζουν μια σκηνοθετημένη κατάσταση. Το Candid Camera, το οποίο προβλήθηκε για πρώτη φορά στην τηλεόραση το 1948, ήταν πρωτοπόρο στο είδος. Σύγχρονες παραλλαγές είναι τα Punk'd, Trigger Happy TV, Primetime: What Would You Do?, The Jamie Kennedy Experiment και Just for Laughs Gags. Το Candid camera προβλήθηκε και στην Ελλάδα σε δύο διαφορετικές περιόδους, σε σκηνοθεσία και παραγωγή Νίκου Μαστοράκη: Το 1972, με παρουσιαστές την Μπέτυ Λιβανού και τον Ντάνο Λυγίζο,[81][82] και είσκοσι χρόνια αργότερα, το 1992, με διάφορους παρουσιαστές: Μαρίνα Τσιντικίδου, Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο, Βίκυ Κουλιανού, Σάκη Μπουλά, Νίνα Γεωργαλά, Άντζελα Ευριπίδη, Χριστίνα Γουλιελμίνο.[83][84]
Οι σειρές Scare Tactics και Room 401 είναι αντίστοιχα προγράμματα, στα οποία στόχος είναι να τρομάξουν οι διαγωνιζόμενοι και όχι απλώς να σαστίσουν ή να διασκεδάσουν. Δεν χρησιμοποιούν όλες οι εκπομπές κρυφής κάμερας αυστηρά σκηνοθετημένες καταστάσεις. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα Cheaters ισχυρίζεται ότι χρησιμοποιεί κρυφές κάμερες για να καταγράφει ύποπτους μοιχείας, αν και η αυθεντικότητα της εκπομπής έχει αμφισβητηθεί και μάλιστα διαψευστεί από ορισμένους που έχουν συμμετάσχει στη σειρά.[85] Μόλις συγκεντρωθούν τα αποδεικτικά στοιχεία, ο/η κατήγορος έρχεται αντιμέτωπος με τον/την κατηγορούμενο/η με τη βοήθεια του παρουσιαστή.
Τα ριάλιτι με υπερφυσικό περιεχόμενο όπως το MTV's Fear, βάζουν τους συμμετέχοντες να περάσουν τρομακτικές καταστάσεις που φαινομενικά σχετίζονται με παραφυσικά φαινόμενα όπως φαντάσματα, τηλεκίνηση ή στοιχειωμένα σπίτια. Σε σειρές όπως το Celebrity Paranormal Project, ο υποτιθέμενος στόχος είναι η διερεύνηση του φαινομένου, ενώ ορισμένες σειρές όπως το Scariest Places on Earth προκαλούν τους συμμετέχοντες να επιβιώσουν κατά την έρευνα. Άλλες, όπως τα Paranormal State και Ghost Hunters παρουσιάζουν μια συγκεκριμένη ομάδα ερευνητών του παραφυσικού. Σε γενικές γραμμές, οι εκπομπές ακολουθούν παρόμοια στιλιζαρισμένα μοτίβα. Ο καλλιτεχνικός συντάκτης της εφημερίδας The New York Times Μάικ Χέιλ[86] χαρακτήρισε τις εκπομπές κυνηγιού φαντασμάτων «καθαρό θέατρο» και συνέκρινε το είδος με το κατς ή την ελαφριά πορνογραφία ως προς τη μορδή και την προσέγγιση.[87]
Ένα ακόμη υποείδος τηλεοπτικού ριάλιτι είναι τα διαγωνιστικά ριάλιτι, ή τα λεγόμενα παιχνίδια, τα οποία έχουν τη μορφή διαγωνισμών αποκλεισμού.[88] Συνήθως, οι συμμετέχοντες καταγράφονται να διαγωνίζονται για να κερδίσουν ένα βραβείο, συχνά ενώ ζουν μαζί σε ένα περιορισμένο περιβάλλον. Σε πολλές περιπτώσεις, οι συμμετέχοντες αποβάλλονται μέχρι να μείνει μόνο ένα άτομο ή μια ομάδα, που στη συνέχεια ανακηρύσσεται νικητής. Συνήθως αυτό γίνεται με την εξάλειψη ενός ή ενίοτε δύο συμμετεχόντων κάθε φορά, μέσω ψηφοφορίας. Η ψηφοφορία πραγματοποιείται από το κοινό που παρακολουθεί, τους ίδιους τους συμμετέχοντες της εκπομπής, μια κριτική επιτροπή ή κάποιον συνδυασμό των τριών.
Ένα πολύ γνωστό παράδειγμα διαγωνιστικού ριάλιτι σόου είναι η παγκόσμια επιτυχία Big Brother, στο οποίο τα μέλη του καστ ζουν μαζί στο ίδιο σπίτι, ενώ αποβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα είτε από το κοινό που παρακολουθεί είτε, στην αμερικανική έκδοση, από τους συμπαίκτες τους. Παραμένει διαφωνία σχετικά με το αν οι εκπομπές αναζήτησης ταλέντων όπως η σειρά Idol, η σειρά Got Talent και η σειρά Dancing with the Stars είναι πραγματικά ριάλιτι ή απλώς νεότερες εκδοχές εκπομπών όπως το Star Search (παρόμοιο με το ελληνικό Να η ευκαιρία). Αν και οι εκπομπές περιέχουν μια παραδοσιακή αναζήτηση ταλέντων, ακολουθούν τις συμβάσεις του ανταγωνιστικού ριάλιτι - αποβάλλοντας έναν ή περισσότερους διαγωνιζομένους σε κάθε επεισόδιο, επιτρέποντας στο κοινό να ψηφίζει ποιος αποβάλλεται και παρεμβάλλοντας παραστάσεις με βίντεο κλιπ που δείχνουν τις "ιστορίες" των διαγωνιζομένων, τις σκέψεις τους για τον διαγωνισμό, τις πρόβες τους και τις παρασκηνιακές στιγμές τους. Επιπλέον, υπάρχει μεγάλη επικοινωνία εκτός σεναρίου μεταξύ διαγωνιζόμενων και κριτών. Τα Βραβεία Έμμυ Ζώνης Υψηλής Τηλεθέασης έχουν προτείνει τόσο το American Idol όσο και το Dancing with the Stars για βράβευση.
Τηλεπαιχνίδια όπως τα Weakest Link, Who Wants to Be a Millionaire;American Gladiators και Deal or No Deal, που ήταν δημοφιλή τη δεκαετία του 2000, βρίσκονται επίσης σε μια γκρίζα ζώνη: όπως τα παραδοσιακά τηλεπαιχνίδια (π.χ. The Price Is Right, Jeopardy!), η δράση λαμβάνει χώρα σε ένα κλειστό τηλεοπτικό στούντιο σε μικρή χρονική περίοδο. Ωστόσο, έχουν υψηλότερο κόστος παραγωγής, πιο δραματική μουσική υπόκρουση και μεγαλύτερη ένταση από τα παραδοσιακά τηλεπαιχνίδια (είτε θέτοντας τους διαγωνιζόμενους σε σωματικό κίνδυνο είτε προσφέροντας μεγάλα χρηματικά έπαθλα). Επιπλέον, υπάρχει μεγαλύτερη αλληλεπίδραση μεταξύ διαγωνιζομένων και παρουσιαστών. Αυτοί οι παράγοντες, καθώς και η παγκόσμια δημοτικότητα αυτών των εκπομπών ταυτόχρονα με την άφιξη της μόδας του ριάλιτι, έχουν οδηγήσει συχνά στην ομαδοποίηση τέτοιων εκπομπών ως παιχνιδιών ριάλιτι.[89] Υπήρξαν διάφορα υβριδικά διαγωνιστικά ριάλιτι, όπως η παγκόσμια επιτυχία Star Academy (Fame Story), η οποία συνδυάζει τα Big Brother και Idol, The Biggest Loser, που συνδυάζει τον ανταγωνισμό με την αυτοβελτίωση και American Inventor, είναι ένα είδος ριάλιτι τύπου Idol για προϊόντα αντί για ανθρώπους. Στην Ελλάδα, το Fame Story έχουν παρουσιάσει οι Ναταλία Γερμανού, Ανδρέας Μικρούτσικος, Τατιάνα Στεφανίδου, Νίκος Κοκλώνης και Σοφία Αλιμπέρτη.[90] Ορισμένα ριάλιτι που προβλήθηκαν ως επί το πλείστον στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όπως Popstars, Making the Band και Project Greenlight, αφιέρωναν το πρώτο μέρος του κύκλου στην επιλογή νικητή και το δεύτερο μέρος στην παρουσίασή του καθώς δούλευε πάνω σε ένα έργο.
Κάποιες δημοφιλείς παραλλαγές του διαγωνιστικού ριάλιτι είναι:
Στα διαγωνιστικά ριάλιτι που σχετίζονται με γνωριμίες, ένας διαγωνιζόμενος επιλέγει έναν από μια ομάδα υποψήφιων συντρόφων. Κατά τη διάρκεια είτε ενός μεμονωμένου επεισοδίου είτε ενός ολόκληρου κύκλου, οι υποψήφιοι αποκλείονται μέχρι να παραμείνει μόνο ο τελικός νικητής. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αυτό το είδος ριάλιτι κυριάρχησε όλων των άλλων στα μεγάλα δίκτυα των ΗΠΑ. Κάποια παραδείγματα είναι τα The Bachelor (στην Ελλάδα παρουσιάστηκε από τον Γιώργο Σατσίδη)[91] και The Bachelorette, Temptation Island, Average Joe, Flavor of Love (εκπομπή γνωριμιών με τον ράπερ Flavor Flav), The Cougar και Love in the Wild. Στο Married by America, οι διαγωνιζόμενοι επιλέγονταν με ψήφο των τηλεθεατών. Αυτή είναι μια από τις παλαιότερες παραλλαγές της μορφής. εκπομπές όπως το The Dating Game που χρονολογούνται στη δεκαετία του 1960 είχαν παρόμοιες εγκαταστάσεις (αν και κάθε επεισόδιο ήταν αυτοτελές και όχι η σειριακή μορφή πιο σύγχρονων εκπομπών). Στην Ελλάδα, η εκπομπή προβλήθηκε ως Ραντεβού στα τυφλά το 1991 με παρουσιάστρια τη Βάσια Τριφύλλη, το 2007 με παρουσιάστρια τη Ναταλία Γερμανού και το 2016 με παρουσιαστή τον Μάρκο Σεφερλή.[92][93][94][95] Μία από τις πιο πρόσφατες επιτυχίες ήταν το Farmer Wants a Wife, το οποίο προβλήθηκε στην Ελλάδα το 2009 ως Αγρότης μόνος ψάχνει με παρουσιάστρια τη Σίσσυ Χρηστίδου.[96][97]
Σε αυτήν την κατηγορία, ο διαγωνισμός περιστρέφεται γύρω από μια δεξιότητα. Οι διαγωνιζόμενοι εκτελούν μια ποικιλία δραστηριοτήτων με βάση αυτή την δεξιότητα, κρίνονται και στη συνέχεια παραμένουν ή αποβάλλονται από έναν ειδικό ή από μια ομάδα ειδικών. Η εκπομπή παρουσιάζεται συνήθως ως κάποιου είδους αναζήτηση εργασίας, για την οποία το βραβείο είναι μια σύμβαση για την εκτέλεση μιας εργασίας με αντάλλαγμα αγνώστου ύψους μισθό ή απλώς ένα χρηματικό ποσό και άλλα βραβεία, όπως η καταχώριση σε κάποιο περιοδικό. Η εκπομπή περιλαμβάνει επίσης κριτές που ενεργούν ως σύμβουλοι, μεσολαβητές και ενίοτε μέντορες για να βοηθήσουν τους διαγωνιζόμενους να αναπτύξουν περαιτέρω τις δεξιότητές τους ή να αποφασίσουν τη μελλοντική τους θέση στον διαγωνισμό. Το Popstars, το οποίο έκανε πρεμιέρα το 1999, μπορεί να ήταν το πρώτο τέτοιο ριάλιτι, ενώ η σειρά Idol ήταν η μακροβιότερη και, στο μεγαλύτερο μέρος της, η πιο δημοφιλής του είδους. Η σειρά προβλήθηκε στην Ελλάδα μεταξύ 2010-2011 ως Greek Idol με παρουσιάστριες τις Ρούλα Κορομηλά και Άντα Λιβιτσάνου στον πρώτο κύκλο και την Κορομηλά μόνη της στον δεύτερο.[33][34] Η πρώτη εκπομπή αναζήτησης εργασίας που παρουσίαζε δραματικές καταστάσεις χωρίς σενάριο μπορεί να ήταν το America's Next Top Model, το οποίο έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 2003. Στην Ελλάδα, είναι γνωστό με τον τίτλο Greece's Next Top Model ή GNTM και προβλήθηκε από το 2018 μέχρι το 2022 με τη Βίκυ Καγιά και άλλους παρουσιαστές.[99][100] Άλλα παραδείγματα είναι τα The Apprentice (επιχειρηματικότητα), Hell's Kitchen, MasterChef και Top Chef (μαγειρική), The Great British Bake Off (αρτοποιία), Shear Genius (κομμωτική), Project Runway (σχεδίαση ρούχων), Top Design και The Great Interior Design Challenge (διακόσμηση), American Dream Builders (οικοδομική), Stylista (ρεπορτάζ μόδας), Last Comic Standing (κωμωδία), I Know My Kid's a Star (ταλαντούχα παιδιά), On the Lot (κινηματογραφία), RuPaul's Drag Race (ντραγκ κουίν), The Shot (φωτογραφία μόδας), So You Think You Can Dance (χορός), MuchMusic VJ Search και Food Network Star (τηλεπαρουσίαση), Dream Job (αθλητικό ρεπορτάζ), American Candidate (πολιτική), Work of Art (τέχνη), Face Off (μακιγιάζ), Ink Master και Best Ink (τατουάζ), Platinum Hit (σύνθεση), Top Shot (σκοποβολή) και The Tester (δοκιμή παιχνιδιών). Στην ελληνική τηλεόραση, προβάλλεται το MasterChef από το 2010 με διάφορους παρουσιαστές.[101][102][103] Αντίστοιχα, το So You Think You Can Dance προβλήθηκε το 2007 και το 2008 με παρουσιάστρια τη Βίκυ Καγιά και το 2017 με παρουσιάστρια τη Δούκισσα Νομικού.[104][105][106]
Τα ριάλιτι που σχετίζονται με τον αθλητισμό μπορεί να ανήκουν στα προαναφερθέντα υποείδη, είτε ως διαγωνιστικά ριάλιτι είτε με τον αθλητισμό ως επάγγελμα:
Σειρές που βασίζονται σε αγώνες, με ομάδες αθλητών που ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε ένα συγκεκριμένο άθλημα, όπως στίβος (American Ninja Warrior, Exatlon), γκολφ (The Big Break), αγώνες αυτοκινήτων (Crash Course, Hyperdrive, Pinks) και πολεμικές τέχνες (The Contender, The Ultimate Fighter).
Σειρές τύπου ντοκιμαντέρ που παρουσιάζουν συγκεκριμένους διαγωνισμούς, ομάδες ή αθλητές, όπως Hard Knocks (NFL), Drive to Survive (Formula 1) και All or Nothing.
Docusoaps που ασχολούνται με τις ζωές αθλητών ή/και των οικογενειών τους, όπως Total Divas και WAGS.
Ορισμένα ριάλιτι στοχεύουν στη σάτιρα και την αποδόμηση συμβάσεων και κλισέ για να πετύχουν κωμικό αποτέλεσμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, συνήθως παρουσιάζεται μια πλασματική υπόθεση σε έναν ή περισσότερους συμμετέχοντες, ενώ το υπόλοιπο καστ να αποτελείται από ηθοποιούς και άλλους συμμετέχοντες στη φάρσα.
The Joe Schmo Show, σειρά στην οποία ένα άτομο νομίζει διαγωνίζεται σε έναν πλασματικό διαγωνιστικό ριάλιτι, ενώ οι υπόλοιποι "διαγωνιζόμενοι" αντιπροσωπεύουν στερεότυπα τέτοιων εκπομπών.[109]
My Big Fat Obnoxious Boss, παρωδία του The Apprentice στην οποία οι διαγωνιζόμενοι δέχονταν προκλήσεις με ανόητους στόχους από τον επιχειρηματία κ. N. Paul Todd (αναγραμματισμός του παρουσιαστή του ApprenticeΝτόναλντ Τραμπ). Η τελική απόφαση για τις αποχωρήσει σε κάθε επεισόδιο δινόταν πάντα στο «πραγματικό αφεντικό» του Todd - που στο φινάλε της σειράς αποκαλυπτόταν ότι ήταν ένας χιμπατζής που γυρνούσε έναν τροχό.[110][111][112] Ελάχιστα επεισόδια του Apprentice προβλήθηκαν με τον τίτλο Ο υποψήφιος στην ελληνική τηλεόραση το 2004 με τον Πέτρο Κωστόπουλο ως παρουσιαστή.[113][114]
Superstar USA, παρωδία του American Idol που ψάχνει να βρει τον χειρότερο τραγουδιστή. Οι κριτές επέκριναν και απέκλειαν τους καλούς τραγουδιστές, αλλά επαινούσαν τους κακούς τραγουδιστές και τους επέτρεπαν να προχωρήσουν στον διαγωνισμό.[115]
Space Cadets, σειρά στην οποία μια ομάδα διαγωνιζομένων είχε συσταθεί στην υποτιθέμενη σειρά διαγωνιστικών ριάλιτι Thrill Seekers, όπου υποτίθεται ότι θα εκαπαιδεύονταν ως αστροναύτες στη Ρωσία και διαγωνίζονταν για να γίνουν οι πρώτοι διαστημικοί τουρίστες της Βρετανίας.[116]
I Wanna Marry "Harry", φάρσα ριάλιτι γνωριμιών όπου ανύπαντρες γυναίκες υποτίθεται ότι ανταγωνίζονται η μια την άλλη για τα μάτια του πρίγκιπα Χάρι, αλλά στην πραγματικότητα ο "Χάρι" ήταν ένας σωσίας του πρίγκιπα.[117]
Nathan for You, ριάλιτι mockumentary στο οποίο ο Νέιθαν Φίλντερ χρησιμοποιεί ασυνήθιστες και παράξενες στρατηγικές για να βοηθήσει προβληματικές επιχειρήσεις. Αν και γνώριζαν ότι συμμετέχουν σε ριάλιτι, οι υπάλληλοι των επιχειρήσεων δεν γνώριζαν τον κωμικό χαρακτήρα της σειράς και αντιδρούσαν ειλικρινά στις φάρσες του Φίλντερ.[118][119]
Το ολλανδικό ριάλιτι De Grote Donorshow, όπου μια ομάδα ασθενών διαγωνιζόταν για να λάβει δωρεά νεφρού από μια ετοιμοθάνατη γυναίκα. Η σειρά δεν αποσκοπούσε σε κωμικό αποτέλεσμα, αλλά στην ευαισθητοποίηση για τη δωρεά νεφρών.[120]
Jury Duty, σειρά mockumentary που παρουσιάζει μια φανταστική δίκη στην οποία ένας από τους ενόρκους δεν γνωρίζει ότι η δίκη και τα γεγονότα στα οποία βασίζεται είναι στημένη βάσει σεναρίου.[121]
Εκπομπές όπως το Survivor και το Amazing Race που προσφέρουν χρηματικό έπαθλο υπάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες από τον ομοσπονδιακό νόμο 47 USC § 509 περί τηλεπαιχνιδιών και παρακολουθούνται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων από το νομικό προσωπικό του δικτύου. Αυτές οι εκπομπές δεν μπορούν να στηθούν με κανέναν τρόπο που να επηρεάζει το αποτέλεσμα του παιχνιδιού. Ωστόσο, το παραπλανητικό μοντάζ δεν επηρεάζει το πόσο δίκαιος είναι ο διαγωνισμός.
Η παγκόσμια επιτυχία των ριάλιτι σόου έχει αναχθεί, κατά την άποψη ορισμένων αναλυτών, σε σημαντικό πολιτικό φαινόμενο. Σε ορισμένες αυταρχικές χώρες, η ψηφοφορία στα ριάλιτι αποτέλεσε την πρώτη ευκαιρία για πολλούς πολίτες να ψηφίσουν σε οποιεσδήποτε ελεύθερες και ευρείας κλίμακας «εκλογές». Επιπλέον, η ειλικρίνεια ορισμένων ριάλιτι που παρουσιάζουν καταστάσεις που είναι συχνά ταμπού σε ορισμένες συντηρητικές κουλτούρες, όπως το Star Academy Arab World, το οποίο ξεκίνησε να προβάλλεται το 2003 και δείχνει άνδρες και γυναίκες συμμετέχοντες να ζουν μαζί.[134] Η παναραβική εκδοχή του Big Brother ακυρώθηκε το 2004 μετά από λιγότερο από δύο εβδομάδες προβολής μετά από δημόσια κατακραυγή και διαδηλώσεις στους δρόμους.[135] Το 2004, ο δημοσιογράφος Ματ Λαμπάς, αναφερόμενος και στα δύο αυτά ζητήματα, έγραψε ότι «η καλύτερη ελπίδα για να αναπτυχθούν μικρές Αμερικές στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να είναι τα αραβική ριάλιτι σόου».
Το 2007, το Abu Dhabi TV άρχισε να μεταδίδει το Million's Poet, μια εκπομπή με ψηφοφορία και αποχωρήσεις τύπου Pop Idol, αλλά για τη συγγραφή και την απαγγελία αραβικήςποίησης. Η εκπομπή έγινε δημοφιλής στις αραβικές χώρες, με περίπου 18 εκατομμύρια τηλεθεατές,[136] εν μέρει επειδή μπόρεσε να συνδυάσει την καινοτομία των ριάλιτι με ένα παραδοσιακό, πολιτιστικά σχετικό θέμα.[137] Τον Απρίλιο του 2010, ωστόσο, η εκπομπή έγινε επίσης αντικείμενο πολιτικής διαμάχης, όταν η 43χρονη Χίσα Χιλάλ από τη Σαουδική Αραβία διάβασε ένα ποίημα που επέκρινε τους μουσουλμάνουςκληρικούς της χώρας της.[138] Τόσο οι κριτικοί όσο και το κοινό αντέδρασαν θετικά στην ποίηση της Χιλάλ, που έλαβε τις υψηλότερες βαθμολογίες από τους κριτές σε όλο τον διαγωνισμό τερματίζοντας στην τρίτη θέση.[137]
Στην Ινδία, το καλοκαίρι του 2007, η κάλυψη του τρίτου κύκλου του Indian Idol εστίασε στην κατάρριψη των πολιτιστικών και κοινωνικοοικονομικών φραγμών καθώς το κοινό συγκεντρώθηκε γύρω από τους δύο κορυφαίους διαγωνιζόμενους της σειράς.[49]
Ο κινεζικός διαγωνισμός τραγουδιού Super Girl (τοπική απομίμηση του Pop Idol) έχει επίσης σχολιαστεί για τον πολιτικό και πολιτιστικό του αντίκτυπο.[139] Μετά το φινάλε του κύκλου του 2005, προσέλκυσε ένα κοινό περίπου 400 εκατομμυρίων ατόμων και οκτώ εκατομμύρια ψήφους μέσω γραπτών μηνυμάτων, ενώ η κρατική αγγλόφωνη εφημερίδα Beijing Today είχε το εξής πρωτοσέλιδο: "Είναι το Super Girl Δύναμη για τη Δημοκρατία;"[140] Η κινεζική κυβέρνηση επέκρινε την εκπομπή, επικαλούμενη τόσο τη δημοκρατική της φύση όσο και την υπερβολική χυδαιότητα ή «κοσμικότητά» της,[141] και το 2006 την απαγόρευσε εντελώς.[142] Αργότερα ξαναεπιτράπηκε το 2009, για να αποκλειστεί ξανά το 2011. Το Super Girl έχει επίσης επικριθεί από μη κυβερνητικούς σχολιαστές για τη δημιουργία φαινομενικά μη ρεαλιστικών ιδανικών που μπορεί να αποβούν επιβλαβή για την κινεζική νεολαία.[139]
Στην Ινδονησία, τα τηλεοπτικά ριάλιτι έχουν ξεπεράσει τις σαπουνόπερες σε τηλεθέαση.[143] Ένα δημοφιλές πρόγραμμα, το Jika Aku Menjadi ("If I Were"), παρουσιάζει νέους, μεσαίας τάξης ανθρώπους καθώς καλούνται να ζήσουν προσωρινά στην κατώτερης τάξης, όπου μαθαίνουν να εκτιμούν τις συνθήκες της ζωής τους βιώνοντας την καθημερινή ζωή των λιγότερο προνομιούχων.[143] Οι επικριτές ισχυρίστηκαν ότι αυτό και παρόμοια προγράμματα στην Ινδονησία ενισχύουν τα παραδοσιακά δυτικά ιδανικά του υλισμού και του καταναλωτισμού.[143] Ωστόσο, ο Έκο Νουγκρόχο, παραγωγός ριάλιτι και πρόεδρος της Dreamlight World Media, επιμένει ότι αυτά τα ριάλιτι δεν προωθούν τον αμερικανικό τρόπο ζωής αλλά μάλλον προσεγγίζουν τους ανθρώπους μέσω των επιθυμιών τους σε όλον τον κόσμο.[143]
Τα ριάλιτι έχουν επίσης επικριθεί στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ιδεολογική τους σχέση με την κοινωνία της παρακολούθησης και τον καταναλωτισμό. Γράφοντας στην εφημερίδα New York Times το 2012, ο Μαρκ Αντρέγιεβιτς χαρακτήρισε τον ρόλο των ριάλιτι σε μια κοινωνία μετά την 11η Σεπτεμβρίου ως την κανονικοποίηση της παρακολούθησης, τη «λογική της αναδυόμενης οικονομίας παρακολούθησης» και την υπόσχεση μιας επινοημένης κοινωνικής αυτοεικόνας.
Η παραγωγή ριάλιτι γενικά κοστίζει λιγότερο από την παραγωγή σειρών βάσει σεναρίου.
Ο αντιπρόεδρος του VH1, Μάικλ Χέρσχορν, έγραψε το 2007 ότι οι πλοκή και τα θέματα των ριάλιτι είναι πιο αυθεντικά και πιο ελκυστικά από ό,τι τα αντίστοιχα σενάρια.
Ο τηλεοπτικός κριτικός ΤΖέιμς Πονίβοζικ έγραψε το 2008 ότι τα ριάλιτι όπως τα Deadliest Catch και Ice Road Truckers παρουσιάζουν ανθρώπους εργατικής τάξης αντίστοιχους με αυτούς που συνήθως προβάλλονται σε εκπομπές βάσει σεναρίου, αλλά αυτό έγινε σπάνιο στη δεκαετία του 2000, σε μια προσπάθεια προσέλκυσης τηλεθεατών ανώτερων τάξεων.
Σε μια συνέντευξη του 2021, ο σκηνοθέτης Μάικ Γουάιτ (ο οποίος είχε διαγωνιστεί ήδη στο The Amazing Race και στο Survivor) είπε ότι τα διαγωνιστικά ριάλιτι όπως το Survivor μετέφεραν με ακρίβεια πώς, στην πραγματική ζωή, καθώς οι συνθήκες αλλάζουν, «ο καταπιεσμένος γίνεται καταπιεστής, ο εκφοβιστής γίνεται εκφοβισμένος».[144]
Το ριάλιτι έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει τους συμμετέχοντες της σε εθνικά σελέμπριτισελέμπριτι, τουλάχιστον για σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό είναι πιο αξιοσημείωτο σε προγράμματα αναζήτησης ταλέντων όπως Idol και X Factor, τα οποία έχουν γεννήσει σταρ της μουσικής σε πολλές χώρες στις οποίες έχουν προβληθεί. Πολλές άλλες εκπομπές, ωστόσο, έχουν κάνει τουλάχιστον προσωρινά σελέμπριτι κάποιους συμμετέχοντές τους. Κάποιοι από αυτούς έχουν κάνει καριέρα υποκριτικής, ενώ άλλοι έγιναν τηλεοπτικοί παρουσιαστές, τραγουδιστές ή επιτυχημένοι επιχειρηματίες. Στις ΗΠΑ, οι κατσέρΜιζ και Ντέιβιντ Οτάνγκα ξεκίνησαν από μη ριάλιτι άσχετα με τον αθλητισμό. Στην Αυστραλία, διάφοροι παίκτες ριάλιτι έκαναν καριέρα ως παρουσιαστές ραδιοφώνου[145][146][147][148]
Μερικοί πρώην παίκτες ριάλιτι εξαργυρώνουν τη φήμη τους κάνοντας δημόσιες εμφανίσεις επί πληρωμή.[150]
Αρκετά σελέμπριτι ή παιδιά διάσημων γονέων, που ήταν κάπως γνωστοί πριν εμφανιστούν σε ριάλιτι, έχουν γίνει πολύ πιο διάσημοι λόγω αυτής της εμφάνισης, όπως η Πάρις Χίλτον, η ΝΙκόλ Ρίτσι, Κέλι Όσμπορν, η Κιμ Καρντάσιαν και πολλά άλλα μέλη της οικογένειάς της.
Δύο διεθνή franchise, τα The Apprentice και Dragons' Den, είναι αξιοσημείωτα επειδή μερικοί από τους επιχειρηματίες που εμφανίστηκαν εκεί ως κριτές και επενδυτές συνεχίζουν να κερδίζουν πολιτικά αξιώματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑΝτόναλντ Τραμπ: η θητεία του ως παρουσιαστής του The Apprentice από το 2004 έως το 2015 έχει σημειωθεί από ορισμένους σχολιαστές ως παράγοντας της πολιτικής επιτυχίας του, καθώς αύξησε πολύ τη φήμη του και τον παρουσίασε ως αυστηρή και έμπειρη αυθεντία.[151] Ο Λάντο Γκουργκενίτζε, ο οποίος παρουσίασε τη γεωργιανή έκδοση του The Apprentice το 2005, έγινε Πρωθυπουργός της Γεωργίας το 2007 και υπηρέτησε μέχρι το 2008. Ο Χάρι Χαρκίμο , ο οποίος παρουσίασε τη φινλανδική έκδοση του The Apprentice από το 2009 έως το 2013, είναι μέλος του κοινοβουλίου της Φινλανδίας από το 2015. Ο Ζουάο Ντόρια, ο οποίος παρουσίασε τους κύκλους 7-8 της βραζιλιάνικης έκδοσης του The Apprentice από το 2010 έως το 2011, υπηρέτησε ως δήμαρχος του Σάο Πάολο από το 2017 έως το 2018[152] και ως κυβερνήτης του Σάο Πάολο από το 2018 έως το 202. Ο Μπρούνο Μπονέλ, ο οποίος φιλοξένησε τη βραχύβια γαλλική έκδοση του The Apprentice το 2015, ήταν μέλος της Εθνοσυνέλευσης της Γαλλίας από το 2017 έως το 2022.
Οι επενδυτές του Dragons' Den που κατέκτησαν πολιτικό αξίωμα αφού εμφανίστηκαν στην προσαρμογή του ριάλιτι στη χώρα τους είναι οι Τόμι Άλερς στη Δανία, Νιρ Μπαρκάτ στο Ισραήλ, Άνε Μπέρνερ στη Φινλανδία, Τόμιο Οκαμούρα στην Τσεχία και Λένκε Βίσουζεν στη Γερμανία.
Μια σειρά από μελέτες προσπάθησαν να προσδιορίσουν τον λόγο για τα οποία είναι ελκυστικά τα ριάλιτι.[156] Οι παράγοντες που αναφέρονται είναι η προσωπική ταύτιση με τους παίκτες, το γεγονός ότι αποτελούν απλή διασκέδαση, διαφέρουν από τις εκπομπές με τηλεοπτικά σενάρια, την αίσθηση ανωτερότητας σε σύγκριση με τους παίκτες,[157] την απόλαυση του ανταγωνισμού[157] και μια τάση προς την ηδονοβλεψία, ειδικά όταν πρόκειται για σκηνές που λαμβάνουν χώρα σε ιδιωτικούς χώρους, περιέχουν γυμνό ή κουτσομπολιό.[158][159][160]
Μια έρευνα του 2012 από το Today.com διαπίστωσε ότι οι Αμερικανοί που παρακολουθούν ριάλιτι τακτικά είναι πιο εξωστρεφείς, πιο νευρωτικοί και έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση από εκείνους που δεν παρακολουθούν.[161]
Μια σειρά από φανταστικά έργα από τη δεκαετία του 1940 περιείχαν στοιχεία παρόμοια με αυτά των ριάλιτι. Διαδραματίζονταν σε ένα δυστοπικό μέλλον, με άτομα που καταγράφονταν παρά τη θέλησή τους και συχνά εμπεριείχαν βία.
Το "The Seventh Victim" (1953) είναι ένα διήγημα του συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Ρόμπερτ Σέκλεϊ που απεικονίζει ένα φουτουριστικό παιχνίδι στο οποίο ένας παίκτης κυνηγά έναν άλλο παίκτη και τον σκοτώνει. Ο πρώτος παίκτης που θα σκοτώσει δέκα άτομα κερδίζει το μεγάλο έπαθλο. Αυτή η ιστορία ήταν η βάση για την ιταλική ταινία Το δέκατο θύμα (1965).
Το You're Another, ένα διήγημα (1955) του Ντέιμον Νάιτ, έχει θέμα έναν άντρα που ανακαλύπτει ότι είναι ηθοποιός σε ένα "livie", μια ζωντανή εκπομπή που θα δουν δισεκατομμύρια άνθρωποι στο μέλλον.
Το A King in New York, μια ταινία του 1957, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Τσάρλι Τσάπλιν, έχει ως κεντρικό χαρακτήρα έναν φανταστικό Ευρωπαίομονάρχη που υποδύεται ο Τσάπλιν, που κινηματογραφούνταν κρυφά ενώ συνομιλούσε με άλλους σε μια δεξίωση στη Νέα Υόρκη. Το υλικό μετατρέπεται αργότερα σε τηλεοπτική εκπομπή μέσα στην ταινία.
Το "The Prize of Peril"[162] (1958), ένα ακόμη διήγημα του Ρόμπερτ Σέκλεϊ, μιλά για μια τηλεοπτική εκπομπή στην οποία ένας διαγωνιζόμενος προσφέρεται να τον κυνηγούν για μια εβδομάδα εκπαιδευμένοι δολοφόνοι, με ένα μεγάλο χρηματικό έπαθλο εάν επιζήσει. Διασκευάστηκε το 1970 ως τηλεταινία με τον τίτλο Das Millionenspiel, και το 1983 ως ταινία με τον τίτλο Le Prix du Danger.
Το μυθιστόρημα Golk (1960) του Ρίτσαρντ Τζ. Στερν έχει θέμα μια εκπομπή με κρυφή κάμερα παρόμοια με το Candid Camera.
Το Survivor (1965), ένα διήγημα επιστημονικής φαντασίας του Γουόλτερ Φ. Μάουντι, παρουσίαζε τους «Πολεμικούς Ολυμπιακούς Αγώνες» του 2050 μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών. Οι αγώνες γίνονται για να δείξουν στον κόσμο τη ματαιότητα του πολέμου και να αποτρέψουν περαιτέρω συγκρούσεις. Κάθε πλευρά έχει εκατό στρατιώτες που πολεμούν σε μια μεγάλη αρένα. Ο στόχος είναι η μία πλευρά να εξαφανίσει την άλλη και οι λίγοι που επιζούν της μάχης γίνονται ήρωες. Τα παιχνίδια μεταδίδονται τηλεοπτικά, με σχόλια πάνω στις τακτικές, το προσωπικό υπόβαθρο των στρατιωτών και επαναλήψεις του θανάτου τους σε αργή κίνηση.
Το " Bread and Circuses" (1968) είναι ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς επιστημονικής φαντασίας Σταρ Τρεκ, στην οποία το πλήρωμα του διαστημόπλοιου επισκέπτεται έναν πλανήτη που θυμίζει Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά με τεχνολογία 20ού αιώνα. Το "Empire TV" του πλανήτη δείχνει παιχνίδια μονομάχων, με τον παρουσιαστή να προτρέπει τους τηλεθεατές να ψηφίσουν τους αγαπημένους τους μονομάχουν, δηλώνοντας: "Αυτό είναι το δικό σας πρόγραμμα. Εσείς επιλέγετε τον νικητή".
The Year of the Sex Olympics (1968) είναι ένα τηλεοπτικό θεατρικό έργο του BBC στο οποίο ένας αντιφρονών σε μια δικτατορίαεξορίζεται σε ένα απομονωμένο νησί και μαγνητοσκοπείται για ένα ριάλιτι προκειμένου να διασκεδάσει τις μάζες.
Στο The Unsleeping Eye (1973), μυθιστόρημα του Ντ. Τζ. Κόμπτον, οι τελευταίες μέρες μιας γυναίκας που πεθαίνει από καρκίνο καταγράφονται εν αγνοία της για μια τηλεοπτική εκπομπή. Το 1980, έγινε ταινία με τίτλο La mort en direct.
Το "Ladies And Gentlemen, This Is Your Crisis" (1976) είναι ένα διήγημα της συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Κέτι Βίλχελμ για μια τηλεοπτική εκπομπή στην οποία οι διαγωνιζόμενοι (μεταξύ των οποίων και μια δευτεροκλασάτη ηθοποιός που ελπίζει να αναζωογονήσει την καριέρα της) προσπαθούν να περάσουν ένα μπλόκο μετά στην Αλάσκα, ενώ κινηματογραφούνται και μεταδίδονται όλο το εικοσιτετράωρο ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο. Η ιστορία εστιάζει κυρίως στην επίδραση της σειράς σε ένα ζευγάρι του οποίου οι οικογενειακές εντάσεις και η τελική συμφιλίωση παραλληλίζονται με τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι διαγωνιζόμενοι.
Η ταινία Το δίκτυο (1976), με πρωταγωνιστές τους Γουίλιαμ Χόλντεν και Φέι Ντάναγουεϊ, περιλαμβάνει μια δευτερεύουσα πλοκή στην οποία στελέχη του δικτύου διαπραγματεύονται με μια τρομοκρατική ομάδα για την παραγωγή μιας εβδομαδιαίας σειράς, κάθε επεισόδιο της οποίας επρόκειτο να περιλαμβάνει μια τρομοκρατική πράξη. Στο αποκορύφωμα της ταινίας, η τρομοκρατική ομάδα στρέφεται εναντίον του παρουσιαστή ειδήσεων Χάουαρντ Μπιλ, σταρ του ίδιου του δικτύου.
Το The Running Man (1982) είναι ένα βιβλίο του Στίβεν Κινγκ που παρουσιάζει ένα τηλεπαιχνίδι στο οποίο ένας διαγωνιζόμενος γυρίζει τον κόσμο για να ξεφύγει από τους «κυνηγούς» που προσπαθούν να τον σκοτώσουν. Εικάζεται ότι το βιβλίο είναι εμπνευσμένο από το "The Prize of Peril". Διασκευάστηκε το 1987 ως ταινία με τον τίτλο Ο άτρωτος και πρωταγωνιστή τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, αν και στην ταινία ο διαγωνισμός γινόταν εξ ολοκλήρου μέσα σε ένα μεγάλο τηλεοπτικό στούντιο και έμοιαζε περισσότερο με αθλητικό διαγωνισμό (παρότι θανατηφόρο).
Η ταινία 20 Minutes into the Future (1985) και η spin-off τηλεοπτική σειρά Max Headroom περιστρέφονταν γύρω από τηλεοπτικές, ζωντανές, και συχνά τολμηρές, μεταδόσεις. Σε ένα επεισόδιο του Max Headroom με τίτλο "Academy", ο χαρακτήρας Blank Reg παλεύει για τη ζωή του σε ένα δικαστικό τηλεπαιχνίδι, ενώ το κοινό αποφασίζει για τη μοίρα του.
Το "Vengeance on Varos" (1985) είναι ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής εκπομπής Doctor Who στο οποίο ο πληθυσμός ενός πλανήτη παρακολουθεί ζωντανές τηλεοπτικές εκπομπές με βασανιστήρια και εκτελέσεις όσων είναι αντίθετοι με την κυβέρνηση. Το πολιτικό σύστημα του πλανήτη βασίζεται στο ότι οι ίδιοι οι ηγέτες οδηγούνται στην εξάλειψη εάν ο πληθυσμός ψηφίσει «όχι» στις προτάσεις τους.
Το Real Life (1979) είναι μια κωμική ταινία για τη δημιουργία μιας εκπομπής παρόμοιας με το An American Family που οδηγεί σε τραγελαφικές καταστάσεις.
Η ισπανική ταινία Κίκα (1883) του Πέδρο Αλμοδόβαρ σχολιάζει την παρεμβατική φύση των τηλεοπτικών ριάλιτι που ήταν σχετικά νέο φαινόμενο εκείνη την εποχή[163][164] μέσα από τον χαρακτήρα της Αντρέα (Βικτόρια Αμπρίλ), μιας αδίστακτης δημοσιογράφου που παρακολουθεί την ιδιωτική ζωή των άλλων φορώντας μια κάμερα στο κεφάλι και βγάζοντας στη δημοσιότητα ακόμα και τη σκηνή ενός βιασμού.
Το Louis 19, le roi des ondes (1994) είναι μια ταινία από το Κεμπέκ για έναν άνδρα που δηλώνει συμμετοχή σε ένα ριάλιτι που διαρκεί 24 ώρες την ημέρα.
Το Ζωντανή μετάδοση: The Truman Show (1998) είναι μια ταινία με κεντρικό ήρωα έναν άνδρα (Τζιμ Κάρεϊ) που ανακαλύπτει ότι ολόκληρη η ζωή του σκηνοθετείται και γυρίζεται 24 ώρες την ημέρα για ένα ριάλιτι.
Το EDtv (1999) είναι ένα ριμέικ του Louis 19, le roi des ondes.
Το Κύκλος 7: Οι διεκδικητές (2001) είναι μια ταινία για ένα ριάλιτι στο οποίο οι διαγωνιζόμενοι πρέπει να αλληλοσκοτωθούν για να κερδίσουν.
Ο δαίμονας (Halloween: Resurrection, 2002) είναι μια ταινία τρόμου που διαδραματίζεται σε ένα καλωδιωμένο σπίτι γεμάτο κάμερες παρακολούθησης. Κάθε «διαγωνιζόμενος» καταγράφεται καθώς προσπαθεί να επιβιώσει και να λύσει το μυστήριο των φόνων.
Το American Dreamz (2006) είναι μια ταινία που διαδραματίζεται εν μέρει σε μια εκπομπή που μοιάζει με το American Idol.
Το Comeback (2005) σατιρίζει την απώλεια της αξιοπρέπειας στα τηλεοπτικά ριάλιτι παριστάνοντας το "ακατέργαστο υλικό" ενός νέου ριάλιτι που καταγράφει την απόπειρα επιστροφής στη δημοσιότητα της πρωταγωνίστριας Βάλερι Κλέρις.
Στο επεισόδιο "Damien Sands" της αμερικανικής τηλεοπτικής εκπομπής Nip/Tuck (2007), ο πλαστικός χειρουργός Κρίστιαν Τρόι, ζηλεύοντας τη φήμη του συναδέλφου του, Σον Μακναμάρα, τον πείθει να γυρίσουν ένα ριάλιτι βασισμένο στην καριέρα τους, με καταστροφικά αποτελέσματα.
Το Dead Set (2008) είναι ένα βρετανικό τηλεοπτικό πρόγραμμα που παρουσιάζει την εμφάνιση ζόμπι στο σπίτι του Big Brother. Μέρος της ταινίας γυρίστηκε στη διάρκεια μιας πραγματικής έξωσης με την παρουσιάστρια Νταβίνα Μακόλ σε καμέο εμφάνιση.
Το Britain's Got the Pop Factor... and Possibly a New Celebrity Jesus Christ Soapstar Superstar Strictly on Ice (2008) είναι μια βρετανική κωμωδία που σατιρίζει διαγωνιστικά μουσικά ριάλιτι, και συγκεκριμένα την εμμονή σε συναισθηματικά φορτισμένες ιστορίες, που παρουσιάζει το φινάλε του φανταστικού ριάλιτι Britain's Got the Pop Factor (συνδυασμός των Britain's Got Talent, Pop Idol και The X Factor).[165][166]
Το Rock Rivals (2008) είναι μια βρετανική τηλεοπτική εκπομπή με θέμα δύο κριτές σε έναν τηλεοπτικό διαγωνισμό τραγουδιού των οποίων ο γάμος καταρρέει.
Το "Fifteen Million Merits" (2011) είναι ένα επεισόδιο της βρετανικής τηλεοπτικής σειράς Μαύρος καθρέφτης, που διαδραματίζεται σε ένα δυστοπικό μέλλον στο οποίο η εμφάνιση σε ριάλιτι είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεφύγει από τις άθλιες συνθήκες που μοιάζουν με φυλακή.
Το Εξωπραγματικό (Unreal, 2015) είναι μια αμερικανική εκπομπή που δείχνει τη δράση πίσω από τα παρασκήνια σε μια εκπομπή παρόμοια με το The Bachelor.
Το επεισόδιο της σειράς Doctor Who με τίτλο "Bad Wolf" διαδραματίζεται σε έναν διαστημικό σταθμό, τον Satellite Five, όπου έχουν απαχθεί κάποιοι τυχαία επιλεγμένοι κάτοικοι της Γης και αναγκάζονται να συμμετάσχουν σε θανατηφόρες ενσαρκώσεις παιχνιδιών και ριάλιτι, όπως το Big Brother και το Ο πιο αδύναμος κρίκος (που παρουουσιάζεται από ένα ρομπότ σχεδιασμένο σύμφωνα με το πρότυπο της τότε παρουσιάστριας της σειράς Αν Ρόμπινσον).[167]
Το Chart Throb (2006) είναι ένα κωμικό μυθιστόρημα του Μπεν Έλτον που παρωδεί τα X Factor και The Osbournes, μεταξύ άλλων ριάλιτι.
Το Dead Famous (2001) είναι ένα κωμικό αστυνομικό μυθιστόρημα, επίσης του Μπεν Έλτον, στο οποίο ένας διαγωνιζόμενος δολοφονείται ενώ βρίσκεται σε μια εκπομπή που μοιάζει με το Big Brother.
Το LA Candy (2009) είναι μια σειρά μυθιστορημάτων για νέους ενήλικες της Λόρεν Κόνραντ, η οποία βασίζεται στις εμπειρίες της στο Laguna Beach: The Real Orange County και The Hills.
Αρκετές τηλεοπτικές κωμικές και σάτιρες εκπομπές με σενάριο έχουν υιοθετήσει τη μορφή των ριάλιτι τύπου ντοκιμαντέρ (mockumentary). Η πρώτη εκπομπή που το έκανε αυτό ήταν η σειρά του BBCOperation Good Guys, η οποία έκανε πρεμιέρα το 1997. Αναμφισβήτητα η πιο γνωστή και με μεγαλύτερη επιρροή τέτοια εκπομπή είναι το The Office (2001) του BBC, το οποίο δημιούργησε πολυάριθμα ριμέικ διεθνώς, όπως για παράδειγμα μια επιτυχημένη αμερικανική έκδοση. Άλλα παραδείγματα είναι τα Άνθρωποι σαν κι εμάς (People Like Us, BBC, Ηνωμένο Βασίλειο, 1998), The Games (ABC, Αυστραλία, 1999), Trailer Park Boys (Καναδάς, 2001), Reno 911! (2003), The Naked Brothers Band (2006), Summer Heights High (2007), Parks and Recreation (2009), Modern Family (2009), Come Fly With Me (2010), Real Husbands of Hollywood (2013), Trial & Error (2017) και Abbott Elementary (2021). Το είδος περιλαμβάνει ακόμη και κινούμενα σχέδια (Drawn Together, 2004) και Total Drama, 2007) και μαριονέτες (The Muppets, 2015).
Δεν είναι όλες οι τηλεοπτικές σειρές ριάλιτι κωμικές: η αμερικανική σειρά του 2013 Siberia έχει μια δόση επιστημονικής φαντασίας και τρόμου, ενώ η ολλανδική σειρά του 2014 The First Years είναι δράμα.
Η αμερικανική σειρά κωμικών σκετςKroll Show (2013–2015) τοποθετεί στα περισσότερα σκίτσα της αποσπάσματα από διάφορα φανταστικά τηλεοπτικά ριάλιτι, για τα οποία ένας κριτικός έγραψε ότι «δεν απέχουν πολύ από αυτά των E!, Bravo και VH1» τα παρωδεί την «έλλειψη αυτογνωσίας» των συμμετεχόντων.[171] Η εκπομπή σατίριζε επίσης την τάση των ριάλιτι να οδηγεί σε μια πλημμύρα από spinoffs.
Κάποιες ταινίες μεγάλου μήκους που χρησιμοποιούν συμβάσεις από τα ριάλιτι σόου. Αυτές οι ταινίες μερικές φορές αποκαλούνται ταινίες ή απλώς ντοκιμαντέρ.[172] Η ταινία με κρυφή κάμερα του 1970 του Άλεν Φαντ What Do You Say to a Naked Lady? βασίστηκε στην τηλεοπτική του εκπομπή Candid Camera. Η σειρά Jackass δημιούργησε πέντε ταινίες μεγάλου μήκους, ξεκινώντας με το Jackass: The Movie το 2002. Μια παρόμοια φινλανδική εκπομπή The Dudesons διασκευάστηκε για να γίνει η ταινία The Dudesons Movie και μια παρόμοια βρετανική εκπομπή, το Dirty Sanchez, διασκευάστηκε για να γίνει η ταινία Dirty Sanchez: The Movie. Και οι δύο αυτές ταινίες κυκλοφόρησαν το 2006. Οι παραγωγοί του The Real World δημιούργησαν το The Real Cancun το 2003. Το κινεζικό ριάλιτι Keep Running διασκευάστηκε σε ταινία το 2015 με τίτλο Leonning maen.
Η ταινία του BBC με τίτλο Η άλλη ερωμένη του βασιλιά (The Other Boleyn Girl, 2003) περιχείχε εξομολογήσεις τύπου ριάλιτι στις οποίες οι δύο βασικοί χαρακτήρες μιλούσαν απευθείας στην κάμερα.[173]
Το 2007, ο ραδιοτηλεοπτικός φορέας Krishnan Guru-Murthy δήλωσε ότι τα ριάλιτι είναι «ένα σταθερό και καθιερωμένο μέρος του τηλεοπτικού λεξιλογίου, που χρησιμοποιείται σε κάθε είδος, από τα τηλεπαιχνίδια και το δράμα μέχρι τις ειδήσεις και τις εκπομπές επικαιρότητας».[174]
Το είδος ταινιών mumblecore, που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 2000, και χρησιμοποιεί βιντεοκάμερες και βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον αυτοσχεδιασμό και σε μη επαγγελματίες ηθοποιούς, θεωρείται ότι επηρεάστηκε εν μέρει από τα ριάλιτι. Ο σκηνοθέτης του Mumblecore, Τζο Σουάνμπεργκ, είπε: «Όσο ενοχλητικά κι αν είναι τα ριάλιτι, ήταν πολύ καλό είδος για τους κινηματογραφιστές επειδή συνήθισε το κοινό στην κινούμενη κάμερα και διαφορετικά είδη καταστάσεων».[175]
↑Clissold, B.(2004). "Candid Camera and the origins of reality TV: contextualizing a historical precedent". In Holmes, and Jermyn, D. (eds) Understanding Reality Television. London: Routledge, 33-53.
↑McCarthy, A. (2009). "Stanley Milgram, Allen Funt and me: Postwar Social Science and the First Wave of Reality TV". In Ouellette, L., and Murray, S. (eds). Reality Television Culture. New York: NYU Press.
↑Rowan, Beth (21 Ιουλίου 2000). «Reality TV Takes Hold». Infoplease.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαΐου 2007. Ανακτήθηκε στις 8 Μαΐου 2007.
↑Alex McNeil, Total Television (New York: Penguin Books, 1996), p. 178
↑«'The American Sportsman' Penetrates the Awesome World of the Shark». Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2013.[νεκρός σύνδεσμος]The News and Courier newspaper, February 8, 1975, Charleston, South Carolina. Quote: "Peter Benchley's journey to the world of the White Shark is an evocative portrait of one of nature's extraordinary phenomena, the shark, and of one man's revealing transition from the world of fantasy to the world of underwater reality."
↑ 49,049,1Punathambekar, Aswin (2010). «Reality TV and Participatory Culture in India». Popular Communication8 (4): 241–255. doi:10.1080/15405702.2010.514177.
↑Nabi, R.; Stitt, C.; Halford, J.; Finnerty, K. (2006). «Emotional and cognitive predictors of the enjoyment of reality based and fictional television programming: An elaboration of the uses and gratifications perspective». Media Psychology8 (4): 421–447. doi:10.1207/s1532785xmep0804_5.
↑Murray, S. & Ouellette, L. (2009). Reality TV: Remaking Television Culture. New York: New York University Press.
↑Nowell, Scott (17 Οκτωβρίου 2002). «Your Cheatin' Art». HoustonPress. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2009.
↑Harrison, Rick (2011). License to Pawn: Deals, Steals, and My Life at the Gold & Silver . Hyperion. 2011. New York. (ISBN978-1-4013-2430-8) pp. 70, 89
↑ 139,0139,1Li Cui; Francis L. F. Lee (2010). «Becoming Extra-Ordinary: Negotiation of Media Power in the Case of "Super Girls' Voice" in China». Popular Communication8 (4): 256–272. doi:10.1080/15405702.2010.512829.
↑ 143,0143,1143,2143,3Onishi, Norimitsu (May 25, 2009). «Indonesia goes wild for American-style reality TV in a nation where income varies widely, shows offer a look at how others live». International Herald Tribune.
↑Scott, Cavan (25 July 2013). «The Way Back Part One: Bring Me to Life». Doctor Who Magazine (Royal Tunbridge Wells, Kent: Panini Comics) (463): 17.
↑Coral Ann Howells, "The Cambridge companion to Margaret Atwood", Cambridge University Press, 2006, (ISBN0-521-83966-1), p.186
↑John Moss, Tobi Kozakewich, "Margaret Atwood: The Open Eye", Re-appraisals, Canadian writers, volume 30, University of Ottawa Press, 2006, (ISBN0-7766-0613-1), p.398
↑Sharon Rose Wilson, "Myths and fairy tales in contemporary women's fiction: from Atwood to Morrison", Palgrave Macmillan, 2008, (ISBN0-230-60554-0), pp.43,49
↑Prigge, Matt (January 3, 2007). «Jackass Number Two... the year's best, most twisted cross-over documentary—and don't forget it is, in every definition of the word, a documentary». Philadelphia Weekly.
Murray, Susan, and Laurie Ouellette, eds. (2004). Reality TV: Remaking Television Culture. New York University Press. (ISBN0-8147-5688-3)ISBN0-8147-5688-3
Nichols, Bill (1994). Blurred Boundaries: Questions of Meaning in Contemporary Culture. Indiana University Press. (ISBN0-253-34064-0)ISBN0-253-34064-0.
Godard, Ellis (2003). «Reel Life: The Social Geometry of Reality Shows». Στο: Matthew J. Smith and Andrew F. Wood, επιμ. Survivor Lessons. McFarland, σσ. 73–96. ISBN978-0-7864-1668-4.
Gillan, J. (2004). From Ozzie Nelson to Ozzy Osbourne: The genesis and the development of the reality (star) sitcom. in S. Holmes & D. Jermyn (eds.), Understanding reality television (pp. 54–70). London and New York: Routledge.
Gray, J. (2009). Cinderella burps: Gender, performativity, and the dating show. in S. Murray & L. Ouellette. Reality TV: Remaking television culture (pp. 243–259). 2nd ed., New York and London: New York University Press.
Grazian, D. (2010). Neoliberalism and the realities of reality TV. Contexts, 9(2), 68–71.
Griffen-Foley, B. (2004). From Tit-Bits to Big Brother: A century of audience participation in the media. Media, Culture & Society, 26(4), 533-548
Grimm, J. (2010). From reality TV to coaching TV: Elements of theory and empirical findings towards understanding the genre. In A. Hetsroni (ed.), Reality TV: Merging the global and the local (pp. 211–258). New York: Nova.
Grindstaff, L. (2011). Just be yourself—only more so: ordinary celebrity. in M. M. Kraidy & K. Sender (eds.), The politics of reality television: Global perspectives (pp. 44–58). London and New York: Routledge.
Hallin, D. C., & Mancini, P. (2004). Comparing media systems: Three models of media and politics. Cambridge, UK: Cambridge University Press.
Hearn, A. (2009). Hoaxing the "real": on the metanarrative of reality television. in S. Murray & L. Ouellette (eds.), Reality TV: Remaking television culture (pp. 165–178). 2nd ed., New York and London: New York University Press.
Hellmueller, L. C., & Aeschbacher, N. (2010). Media and celebrity: Production and consumption of "wellKnownness." Communication Research Trends, 29(4), 3-35.
Hendershot, H. (2009). Belabored reality: Making it work on The Simple Life and Project Runway. In S. Murray & L. Ouellette (eds.), Reality TV: Remaking television culture (pp. 243–259). 2nd ed., New York and London: New York University Press.
Hetsroni, A., & Tukachinsky, R. H. (2003). "Who wants to be a millionaire" in America, Russia, and Saudi Arabia: A celebration of differences or a unified global culture? The Communication Review, 6(2), 165–178.
Hill, A.; Weibull, L.; Nilsson, A. (2007). «Public and popular: British and Swedish audience trends in factual and reality television». Cultural Trends16 (1): 17–41. doi:10.1080/09548960601106920.
Ho, H. (June 16, 2006). Parasocial identification, reality television, and viewer self-worth. Paper presented at the 56th annual meeting of the international Communication Association, Dresden International Congress Centre, Dresden, Germany. Retrieved March 14, 2011, from http://www.allacademic.com/meta/p93143_index.html[νεκρός σύνδεσμος]
Holmes, S (2004). «But this time you choose!" Approaching the "interactive" audience in reality TV». International Journal of Cultural Studies7 (2): 213–231. doi:10.1177/1367877904043238.
Holmes, S., & Jermyn, D. (2004). Introduction: Understanding reality TV. in S. Holmes & D. Jermyn (eds.), Understanding reality television (pp. 1–32). London and New York: Routledge.
Jenkins, H. (2009). Buying into American idol: How we are being sold on reality television. in S. Murray & L. Ouellette (eds.), Reality TV: Remaking television culture (pp. 343–362). 2nd edition, New York and London: New York University Press.
Jermyn, D. (2004). "This is about real people!" Video technologies, actuality and affect in the television crime appeal. In S. Holmes & D. Jermyn, (eds.), Understanding reality television (pp. 71–90). London and New York: Routledge.
Katz, E., Blumler, J. G., & Gurevitch, M. (1974). Uses and gratifications research. Public Opinion Quarterly, 37(4), 509–523.
Kilborn, R. M. (2003). Staging the real. Factual TV programming in the age of Big Brother. Manchester and New York: Manchester University Press.
Klaus, E., & Lucke, S. (2003). Reality TV: Definition und Merkmale einer erfolgreichen Genrefamilie am Beispiel von Reality Soap und Docu Soap. Medien & Kommunikationswissenschaft, 51 (2), 195–212.
Kompare, D. (2009). Extraordinarily ordinary: The Osbournes as "An American Family." in S. Murray & L. Ouellette (eds.), Reality TV: Remaking television culture (pp. 100–119). 2nd ed., New York and London: New York University Press.
Livio, o. (2010). Performing the nation: A cross-cultural comparison of idol shows in four countries. in A. Hetsroni (ed.), Reality TV: Merging the global and the local (pp. 165–188). New York: Nova.
McCarthy, A. (2009). "Stanley Milgram, Allen Funt and Me": Postwar social science and the first wave of reality TV. In S. Murray & L. Ouellette (eds.), Reality TV: Remaking television culture (pp. 23–43). 2nd ed., New York and London: New York University Press.
McGee, M. (2005). Self-help Inc.: Makeover culture in American life. Oxford/New York: oxford University Press.
Murray, S. (2009). "I think we need a new name for it": The meeting of documentary and reality TV. in S. Murray & L. Ouellette (eds.), Reality TV: Remaking television culture (pp. 65–81). 2nd ed., New York and London: New York University Press.
Murray, S., & Ouellette, L. (2009). Introduction. In S. Murray & L. Ouellette (eds.), Reality TV: Remaking television culture (pp. 1–20). 2nd ed., New York and London: New York University Press.
Nabi, R. L.; Biely, E. N.; Morgan, S. J.; Stitt, C. R. (2003). «Reality-based television programming and the psychology of its appeal». Media Psychology5 (4): 303–330. doi:10.1207/s1532785xmep0504_01.
Nabi, R. L.; Stitt, C. R.; Halford, J.; Finnerty, K. L. (2006). «Emotional and cognitive predictors of the enjoyment of reality-based and fictional television programming: An elaboration of the uses and gratifications perspective». Media Psychology8 (4): 421–447. doi:10.1207/s1532785xmep0804_5.
Ouellette, L. (2009). "Take responsibility for yourself": Judge Judy and the neoliberal citizen. In S. Murray & L. Ouellette (eds.), Reality TV: Remaking television culture (pp. 223–242). 2nd ed., New York and London: New York University Press.
Ouellette, L., & Hay, J. (2008). Better living through reality TV. Malden, MA: Blackwell Publishing.
Palmer, G. (2004). 'The new you': Class and transformation in lifestyle television. in S. Holmes & D. Jermyn (eds.), Understanding reality television (p. 173-190). London and New York: Routledge.
Palmgreen, P., Wenner, L. A., & Rosengren, K. E. (1985). Uses and gratifications research: The past ten years. in K. E. Rosengren, L. A. Wenner & P. Palmgreen (eds.), Media gratifications research: Current perspectives (pp. 11–37). Beverly Hills, CA: Sage.
Price, E (2010). «Reinforcing the myth: Constructing Australian identity in 'reality TV'». Continuum: Journal of Media & Cultural Studies24 (3): 451–459. doi:10.1080/10304311003703157.
Reiss, S.; Wiltz, J. (2004). «Why people watch reality TV.». Media Psychology6 (4): 363–378. doi:10.1207/s1532785xmep0604_3.
Riley, S. G. (2010). Temporary celebrity. in S. G. Riley (ed.), Star struck: An encyclopedia of celebrity culture (pp. 294–299). Santa Barbara, CA: Greenwood Press.
Thornborrow, J.; Morris, D. (2004). «"Gossip as strategy: The management of talk about others on reality TV show "Big Brother». Journal of Sociolinguistics8 (2): 246–271. doi:10.1111/j.1467-9841.2004.00260.x.
Tincknell, E.; Raghuram, P. (2002). «Big Brother: Reconfiguring the "active" audience of cultural studies?». European Journal of Cultural Studies5 (2): 199–215. doi:10.1177/1364942002005002159.
Waisbord, S (2004). «Mc TV: Understanding the global popularity of television formats». Television & New Media5 (4): 359–383. doi:10.1177/1527476404268922.
Watts, A. (2009). Melancholy, merit, and merchandise: The postwar audience participation show. in S. Murray & L. Ouellette (eds.), Reality TV: Remaking television culture (pp. 301–320). 2nd ed., New York and London: New York University Press.
West, E. (2010). Reality nations: An international comparison of the historical reality genre. in A. Hetsroni (ed.), Reality TV: Merging the global and the local (pp. 259277). New York: Nova.
Zillmann, D. (1988). Mood management: Using entertainment to full advantage. in L. Donohew, H. E. Sypher, & T. E. Higgins (eds.), Communication, social cognition and affect (pp. 147–171). Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates.
Andrejevic, M. (2004). Reality TV: The work of being watched. Lanham, MD: Rowman & Littlefield Publishers.
Andrejevic, M (2008). «Watching television without pity: The productivity of online fans». Television & New Media9 (1): 24–46. doi:10.1177/1527476407307241.
Andrejevic, M. (2009). Visceral literacy: Reality-TV, savvy viewers, and auto-spies. In S. Murray & L. Ouellette (eds.), Reality TV. Remaking television culture (pp. 321–342). 2nd edition, New York and London: New York University Press.
Aslama, M (2009). «Playing house: Participants' experiences Of Big Brother Finland». International Journal of Cultural Studies12 (1): 81–96. doi:10.1177/1367877908098852.
Biltereyst, D (2004). «Media audiences and the game of controversy: on Reality TV, moral panic and controversial media stories». Journal of Media Practice5 (1): 7–24. doi:10.1386/jmpr.5.1.7/0.
Boddy, W. (2001). Quiz shows. In G. Creeber (ed.), The television genre book (pp. 79–81). London: British Film institute.
Cooper-Chen, A. (2005). A world of "millionaires": Global, local and "glocal" TV game shows. In A. Cooper-Chen (ed.), Global entertainment media. Content, audiences, issues (pp. 237–251). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates.