25η Ώρα (25th hour) | |
---|---|
![]() | |
Σκηνοθεσία | Σπάικ Λι |
Παραγωγή | Τόμπι Μαγκουάιρ Τζούλια Τσάσμαν Σπάικ Λι Τζον Κίλικ |
Σενάριο | Ντέιβιντ Μπένιοφ |
Βασισμένο σε | The 25th Hour από τον Ντέιβιντ Μπένιοφ |
Πρωταγωνιστές | Έντουαρντ Νόρτον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν Μπάρι Πέπερ Ροζάριο Ντόσον Άννα Πάκουιν Μπράιαν Κοξ |
Μουσική | Τέρενς Μπλάντσαρντ |
Φωτογραφία | Ροντρίγκο Πριέτο |
Μοντάζ | Μπάρι Αλεξάντερ Μπράουν |
Εταιρεία παραγωγής | Touchstone Pictures 25th Hour Productions 40 Acres and a Mule Filmworks Gamut Films Industry Entertainment |
Διανομή | Buena Vista Pictures Distribution |
Πρώτη προβολή | 19 Δεκεμβρίου 2002 (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής)[1], 25 Απριλίου 2003 (Ισπανία)[2], 15 Μαΐου 2003 (Γερμανία)[3] και 2002 |
Κυκλοφορία | 16 Δεκεμβρίου 2002 (Νέα Υόρκη) 19 Δεκεμβρίου 2002 (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής) |
Διάρκεια | 135 λεπτά [4] |
Προέλευση | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Προϋπολογισμός | $5 εκατομμύρια [5] |
Ακαθάριστα έσοδα | $23,9 εκατομμύρια [5] |
δεδομένα ( ) |
Το 25η Ώρα (αγγλικά: 25th Hour) είναι μια αμερικανική δραματική ταινία του 2002 σε σκηνοθεσία του Σπάικ Λι και με πρωταγωνιστή τον Έντουαρντ Νόρτον. Διασκευασμένο από τον Ντέιβιντ Μπένιοφ από το δικό του πρώτο μυθιστόρημα, το The 25th Hour, του 2001, αφηγείται την ιστορία των τελευταίων 24 ωρών ελευθερίας ενός άνδρα καθώς ετοιμάζεται να πάει στη φυλακή για επτά χρόνια για διακίνηση ναρκωτικών.
Το 25th Hour άνοιξε με θετικές κριτικές, ενώ αρκετοί κριτικοί την έχουν χαρακτηρίσει ως μία εκ των καλύτερων ταινιών της δεκαετίας της και να την επαινούν για την απεικόνιση της Νέας Υόρκης μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Στη συνέχεια, η ταινία κατατάχθηκε στην 26η θέση στη λίστα του BBC με τις 100 Καλύτερες Ταινίες του 21ου Αιώνα.
Ένα αυτοκίνητο σταματά στην άκρη ενός δρόμου της Νέας Υόρκης. Μέσα από αυτό βγαίνει ο Μόντι Μπρόγκαν με τον φίλο του Κόστια για να κοιτάξουν έναν τραυματισμένο σκύλο που βρίσκεται στο δρόμο. Ο Μόντι σκοπεύει να του κάνει ευθανασία και να τον πυροβολήσει, αλλά αλλάζει γνώμη αφού το κοιτάξει στα μάτια και τον πάει σε μια κοντινή κλινική.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Μόντι πρόκειται να αρχίσει να εκτίει ποινή φυλάκισης επτά ετών για διακίνηση ναρκωτικών. Κάθεται σε ένα πάρκο με τον Ντόιλ, τον σκύλο που έσωσε, την τελευταία μέρα της ελευθερίας του. Σχεδιάζει να συναντήσει τους παιδικούς του φίλους Φρανκ, έναν άξεστο έμπορο της Γουόλ Στριτ, και τον Τζέικομπ, έναν εσωστρεφή δάσκαλο γυμνασίου που ερωτεύεται τη μαθήτριά του Μέρι, σε ένα κλαμπ με τη φίλη του Μόντι, Νάτουρελ.
Ο Μόντι επισκέπτεται τον πατέρα του, Τζέιμς, πρώην πυροσβέστη και αλκοολικό που αναρρώνει από το πρόβλημά του, στο μπαρ του, για να επιβεβαιώσουν τα σχέδιά τους να οδηγήσουν στη φυλακή το επόμενο πρωί. Ο Τζέιμς μπόρεσε να δημιουργήσει το μπαρ με τα χρήματα των ναρκωτικών του Μόντι και πίνει κρυφά μετανιωμένος ένα ποτό όταν ο Μόντι πηγαίνει στην τουαλέτα. Αντιμετωπίζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, ο Μόντι ξεσπά στο μυαλό του εναντίον όλων στη Νέα Υόρκη προτού τελικά στραφεί εναντίον του εαυτού του, θυμωμένος που έγινε άπληστος και δεν εγκατέλειψε τη διακίνηση ναρκωτικών προτού τον πιάσουν.
Σε μια αναδρομή, ο Μόντι θυμάται τη νύχτα που συνελήφθη: πράκτορες της DEA (δίωξη ναρκωτικών στην Αμερική) εισέβαλαν στο διαμέρισμα του και βρήκαν γρήγορα τα ναρκωτικά που πουλούσε για τον Θείο Νικολάι, έναν Ρώσο μαφιόζο. Ο Κόστια προσπαθεί να πείσει τον Μόντι ότι ήταν η Νάτουρελ αυτή που τον πρόδωσε, αφού ήξερε πού έκρυβε τα ναρκωτικά και τα χρήματά του. Ο Μόντι αρνήθηκε να καταθέσει εναντίον του Νικολάι ώστε αυτό να του δωθεί ως ελαφρυντικό στην δίκη, αλλά δεν είναι σίγουρος για τις ενέργειες του Ρώσου μαφιόζου. Ο Μόντι θυμάται πώς συνάντησε τη Νάτουρελ ενώ αυτήν ήταν στο παλιό του σχολείο και πόσο χαρούμενοι ήταν. Στη συνέχεια ζητά από τον Φρανκ να μάθει αν ήταν η Νάτουρελ που τον πρόδωσε.
Ο Τζέικομπ βλέπει τη Μαίρη έξω από το κλαμπ και ο Μόντι την προσκαλεί να πάει μαζί τους. Συζητώντας τι είδους μέλλον μπορεί να έχει ο Μόντι μετά τη φυλακή, ο Φρανκ λέει ότι μπορούν να ανοίξουν ένα μπαρ μαζί, παρόλο που είπε στον Τζέικομπ ότι πιστεύει ότι ο Μόντι αξίζει την ποινή του για διακίνηση ναρκωτικών. Ο Φρανκ κατηγορεί τη Νάτουρελ ότι ζει με τα λεφτά του Μόντι παρόλο που γνωρίζει την προέλευσή τους, αλλά εκείνη απαντά ότι και ο Φρανκ γνώριζε αλλά δεν είπε τίποτα. Η λογομαχία κορυφώνεται με τον Φρανκ να προσβάλει την εθνικότητα της Νάτουρελ, ακολουθούμενη από εκείνη να χαστουκίζει τον Φρανκ και να αποχωρεί. Ο Τζέικομπ, εν τω μεταξύ, βρίσκει το θάρρος να φιλήσει τη Μαίρη, αλλά και οι δύο σοκάρονται μετά και ακολουθούν χωριστούς δρόμους.
Ο Μόντι και ο Κόστια πηγαίνουν να δουν τον Νικολάι, ο οποίος δίνει στον Μόντι συμβουλές ώστε να μπορέσει να επιβιώσει στη φυλακή. Στη συνέχεια, ο Νικολάι αποκαλύπτει ότι ήταν ο Κόστια που πρόδωσε τον Μόντι και του προσφέρει την ευκαιρία να τον σκοτώσει με αντάλλαγμα την προστασία του μπαρ του πατέρα του. Ο Μόντι αρνείται, υπενθυμίζοντας στον Νικολάι ότι ήταν εκείνος που είπε στον Μόντι να εμπιστευτεί αρχικά τον Κόστια. Ο Μόντι φεύγει, αφήνοντας τον Κόστια ώστε να σκοτωθεί από τους Ρώσους μαφιόζους.
Ο Μόντι επιστρέφει στο διαμέρισμά του και ζητά συγγνώμη από τη Νάτουρελ που δεν την εμπιστεύτηκε. Στη συνέχεια παραδίδει τον Ντόιλ στον Τζέικομπ στο πάρκο. Παραδέχεται ότι φοβάται μήπως τον βιάσουν στη φυλακή, οπότε ζητά από τον Φρανκ να τον χτυπήσει, πιστεύοντας ότι μπορεί να έχει πιθανότητες επιβίωσης αν μπει άσχημος στη φυλακή. Ο Φρανκ αρνείται και ο Μόντι προτρέπει τον Φρανκ να βγάλει την αγανάκτησή του, αφήνοντας τον Μόντι μελανιασμένο και ματωμένο, με σπασμένη μύτη.
Η Νάτουρελ προσπαθεί να τον παρηγορήσει καθώς ο πατέρας του Μόντι φτάνει για να τον πάει στο Ομοσπονδιακό Σωφρονιστικό Ίδρυμα στο Ότισβιλ. Καθώς οδηγεί στη φυλακή, ο Μόντι βλέπει για άλλη μια φορά μια παρέλαση προσώπων από τους δρόμους της πόλης. Καθώς ανεβαίνουν στην στροφή, ο Τζέιμς προτείνει να πάρουν τη γέφυρα Τζορτζ Ουάσιγκτον για να πάνε δυτικά, να κρυφτούν και δίνει στον Μόντι ένα όραμα για ένα μέλλον όπου αποφεύγει τη φυλάκιση, ξανασμίγει με τη Νάτουρελ, κάνει οικογένεια και γερνάει. Όταν το όραμα σταματά, περνούν από τη γέφυρα, οδηγώντας ακόμα προς τη φυλακή.
Ο Μπένιοφ ολοκλήρωσε το βιβλίο του, The 25th Hour ενώ σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια Ίρβιν, [6] [7] και εκδόθηκε το 2001. Έξι μήνες πριν από την έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε ένα προκαταρκτικό εμπορικό αντίτυπο το οποίο διάβασε ο Τόμπι Μαγκουάιρ και τον ενδιέφερε να παίξει το ρόλο του Μόντι Μπρόγκαν. Απέκτησε την επιλογή για ένα πιθανό κινηματογραφικό έργο και ζήτησε από τον Μπένιοφ να το προσαρμόσει σε σενάριο. [8] [7] Ωστόσο, μετά τη συγγραφή του σεναρίου, ο Μαγκουάιρ άρχισε να ασχολείται με την ταινία Spider-Man και έπρεπε να εγκαταλείψει το σχέδιο, αν και αργότερα θα ενεργούσε ως παραγωγός στην ταινία όταν αυτήν γυρίστηκε. Στη συνέχεια ο Σπάικ Λι εξέφρασε ενδιαφέρον για τη σκηνοθεσία της ταινίας. [7] [9]
Ο Σπάικ Λι ενδιαφερόταν για τον μακρύ μονόλογο που ο Μπένιοφ ονόμασε «γαμημένο μονόλογο» σύμφωνα με τον οποίο ο Μόντι ξέσπασε ενάντια των πέντε συνοικιών της Νέας Υόρκης. Ο Μπένιοφ είχε σκεφτεί να αφήσει τη σκηνή εκτός της ταινίας, καθώς πίστευε ότι μπορεί να μην ήταν δραματικό, αλλά ο Λι έπεισε τον Μπένιοφ να το κρατήσει. Η Ντίσνεϊ πήρε τα δικαιώματα της ταινίας και ήθελε να κοπεί το μέρος του μονολόγου, αλλά ο Λι γύρισε τη σκηνή παρά την απόφαση που πήρε η Ντίσνεϊ. [7]
Η ταινία βρισκόταν στα «στάδια σχεδιασμού» της κατά την διάρκεια των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, και για αυτόν τον λόγο ο Λι «αποφάσισε να μην αγνοήσει την τραγωδία αλλά να την συμπεριλάβει μέσα στην ιστορία του».[10]
Το 25η Ώρα έλαβε βαθμολογία 79% στο Rotten Tomatoes, ποσοστό που βασίστηκε σε 175 κριτικές, με μέση βαθμολογία 7,22/10. Η επικρατούσα άποψη αποκαλεί την ταινία «μια έξυπνη και καλοθεωρημένη ταινία παρά τις συνηθισμένες υπερβολές του Σπάικ Λι». [11] Στο Metacritic έχει βαθμολογία 69/100 με βάση αξιολογήσεις 40 κριτικών, υποδεικνύοντας «γενικά ευνοϊκές κριτικές». [12] Το κοινό που ερωτήθηκε από το CinemaScore έδωσε στην ταινία βαθμό B− σε κλίμακα από το Α μέχρι το F. [13]
Πέντε χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Μικ ΛαΣαλ της San Francisco Chronicle έγραψε: «Η 25η Ώρα του Σπάικ Λι, που κυκλοφόρησε 15 μήνες μετά τις 11 Σεπτεμβρίου 2001, είναι η μόνη σπουδαία ταινία που ασχολείται με την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου... η 25η Ώρα είναι ένα αστικό ιστορικό ντοκουμέντο όπως και το Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη του Ροσελίνι, που γυρίστηκε αμέσως μετά τη ναζιστική κατοχή της Ρώμης».[10]
Ο κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Ίμπερτ πρόσθεσε την ταινία στη λίστα του «Υπέροχες Ταινίες» στις 16 Δεκεμβρίου 2009. [14] Οι AO Σκοτ, [15] Ρίτσαρντ Ρόπερ [16] και Ρότζερ Ίμπερτ το τοποθετούν όλοι στις αντίστοιχες λίστες τους για τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας. [17] Ονομάστηκε η 26η καλύτερη ταινία από το 2000 σε δημοσκόπηση του BBC το 2016 με 177 κριτικούς. [18]
Ο μονόλογος, ή το παραλήρημα, του Μόντι έχει εμφανιστεί σε πολλές λίστες με τα καλύτερα ξεσπάσματα σε ταινίες. [19] [20]
Ο Τέρενς Μπλάνσαρντ συνέθεσε τη μουσική της ταινίας. Άλλα τραγούδια που εμφανίζονται στην ταινία (και δεν περιλαμβάνονται στην αρχική παρτιτούρα) περιλαμβάνουν τα: [21]
Το επεισόδιο της πρώτης σεζόν του Πάρε τον Σολ «Bingo» κάνει οπτικές και λεκτικές αναφορές στην ταινία και το αρχικό της μυθιστόρημα, καθώς και στους Simpsons. Ο Τζίμι λέει στην Κιμ να «Φανταστεί το 25η Ώρα, με πρωταγωνιστές τον Νεντ και τη Μοντ Φλάντερς», όταν τηλεφωνεί στην Κιμ για να της πει ότι οι Μπέτσι και Κραιγκ Κέτλμαν, ένας από τους οποίους αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης, τον έχουν προσλάβει για να αντικαταστήσει την Κιμ ως δικηγόρο τους. [22] [23] [24]