Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Κατασκευή | Από το 1998 μέχρι και σήμερα |
---|---|
Κατασκευαστής | Intel |
Συχνότητες λειτουργίας | από 266 ΜΗz έως 3.6 GHz |
Ταχύτητες FSB | 66 MHz έως 1066 ΜΤ/s |
Λιθογραφίες | από 250 έως 32 nm |
Αρχιτεκτονική συνόλου εντολών | x86, x86-64 |
Μικροαρχιτεκτονικές | P6, NetBurst, Core, Nehalem, Sandy Bridge |
Υποδοχές | Slot 1 Socket 370 Socket 478 LGA 775 Socket M Socket P LGA 1156 LGA 1155 |
Η επωνυμία Celeron χρησιμοποιήθηκε από την Intel για πολλές σειρές επεξεργαστών x86, με στόχο την αγορά υπολογιστών χαμηλού κόστους. Οι επεξεργαστές Celeron μπορούν να τρέξουν όλα τα προγράμματα των 32-bit, όμως οι επιδόσεις τους είναι συχνά, σημαντικότερα χαμηλότερες από τα παρόμοια ακριβότερα εμπορικά προϊόντα της Intel. Έτσι, η σειρά Celeron ή θα έχει λιγότερη κρυφή μνήμη (cache) ή θα έχει άλλα προηγμένα χαρακτηριστικά απενεργοποιημένα. Αυτά τα ελλιπή χαρακτηριστικά μπορεί να έχουν πολλαπλές επιδράσεις στις επιδόσεις, και συχνά είναι πολύ σημαντικές. Οι περισσότεροι επεξεργαστές αυτής της σειράς έχουν αισθητά μειωμένη απόδοση, με εξαίρεση ορισμένους επεξεργαστές οι οποίοι έχουν παρουσιάσει εντυπωσιακές επιδόσεις. Αυτή ήταν και η κύρια αιτιολόγηση από πλευράς Intel για το υψηλότερο κόστος των άλλων εμπορικών της προϊόντων σε σχέση με τους Celeron.
Ο πρώτος επεξεργαστής της σειράς Celeron κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1998 και βασίστηκε στον πυρήνα του Pentium II. Οι μεταγενέστεροι επεξεργαστές βασίστηκαν στους πυρήνες των Pentium III, Pentium 4, Pentium M και Core. Η τελευταία γενιά Celeron που κυκλοφορεί (από τον Ιούλιο του 2011) βασίζεται στη δεύτερη γενιά των επεξεργαστών Core i3/i5/i7 αρχιτεκτονικής Sandy Bridge. Παρέχουν μέχρι και δύο ανεξάρτητους πυρήνες, αλλά μόνο με το 66% της κρυφής μνήμης που προσφέρει ένας επεξεργαστής Core i3.
Η Intel εισήγαγε την ιδέα για τους επεξεργαστές Celeron, εξ αιτίας του υψηλού μεριδίου που κατείχαν στην αγορά άλλοι ανταγωνιστικοί επεξεργαστές, όπως η σειρά Cyrix 6x86 της IBM, οι Κ6 της AMD και οι Winchip της IDT. Οι επεξεργαστές Pentium MMX που πρόσφερε τότε η Intel δεν ήταν ανταγωνιστικοί, με αποτέλεσμα να μην προτιμώνται από τους καταναλωτές. Ανάμεσα στα σχέδια της Intel, ήταν η βελτίωση της υπάρχουσας σειράς ΜΜΧ και η επαναπροώθησή της. Ωστόσο, οι μηχανικοί της Intel κατέληξαν σε ένα εξ ολοκλήρου νέο προϊόν το οποίο όμως θα χρησιμοποιούσε τη διεπαφή Slot 1, την ίδια διεπαφή που χρησιμοποιούσε και ο υψηλότερης απόδοσης Pentium II, και όχι με την υποδοχή Socket 7 που χρησιμοποιούσαν οι υπόλοιποι ανταγωνιστικοί επεξεργαστές.
Την ονομοταδοσία της νέας οικογένειας προϊόντων ανέλαβε η Lexicon Branding, η οποία είχε επίσης “βαπτίσει” με το ονομα Pentium, τη διάσημη πλέον σειρά επεξεργαστών. Έτσι η εταιρεία κατέληξε στο όνομα Celeron, δικαιολογώντας τη προέλευση του από το λατινικό «celer» που σημαίνει «επιτάχυνση».
Οικογένεια επεξεργαστών Intel Celeron | ||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Επιτραπέζιοι Υπολογιστές | Laptop | |||||||
Κωδικό όνομα | Λιθογραφία πυρήνα | Ημ/νία κυκλοφορίας | Κωδικό όνομα | Λιθογραφία πυρήνα | Ημ/νία κυκλοφορίας | |||
Covington Mendocino Coppermine Tualatin Willamette Northwood Conroe-L |
(250 nm) (250 nm) (180 nm) (130 nm) (180 nm) (130 nm) (65 nm) |
Απρίλιος 1998 Aύγουστος 1998 Mάρτιος 2000 Οκτώβριος 2001 Μαίος 2002 Σεπτέμβρης 2002 Ιούνιος 2007 |
Mendocino Coppermine Tualatin Northwood Yonah-512 Merom Penryn |
(250 nm) (180 nm) (130 nm) (130 nm) (65 nm) (65 nm) (45 nm) |
Ιανουάριος 1999 Φεβρουάριος 2000 Απρίλιος 2002 Ιούνιος 2002 Απρίλιος 2006 Ιανουάριος 2007 Σεπτέμβρης 2008 | |||
Prescott Cedar Mill |
(90 nm) (65 nm) |
Ιούνιος 2004 Mάιος 2006 |
||||||
Banias Dothan Yonah Merom |
(130 nm) (90 nm) (65 nm) (65 nm) |
Ιανουάριος 2004 Αύγουστος 2004 Απρίλιος 2006 Ιανουάριος 2007 | ||||||
Allendale Wolfdale Clarkdale Jasper Forest |
dual (65 nm) dual (45 nm) dual (32 nm) single (45 nm) |
Ιανουάριος 2008 Αύγουστος 2009 Ιανουάριος 2010 Φεβρουάριος 2010 |
Merom Penryn Arrandale Sandy Bridge |
dual (65 nm) dual (45 nm) dual (32 nm) dual (32 nm) |
Ιούλιος 2008 Ιούνιος 2009 Μάρτιος 2010 Μάρτιος 2011 |
Οι πρώτοι επεξεργαστές Celeron (με τη κωδική ονομασία Covington) ήταν στην ουσία επεξεργαστές Pentium II, συχνότητας 266 ΜΗz, οι οποίοι κατασκευάζονταν χωρίς κρυφή μνήμη 2ου επιπέδου. Οι Celeron αυτοί ήταν χρονισμένοι είτε στα 266 είτε στα 300 MHz, ωστόσο, ήταν κατά πολύ πιο αργοί σε σχέση με τους επεξεργαστές που θα αντικαθιστούσαν. Κατά το πρώτο τους επίσημο λανσάρισμα στην αγορά πουλήθηκαν σημαντικοί αριθμοί, κυρίως λόγω της δυναμικής του ονόματος της Intel. Το αρχικό ενδιαφέρον ξεθώριασε αρκετά γρήγορα.Οι επεξεργαστές αυτοί σύντομα απέκτησαν κακή φήμη και αρνητικές κριτικές, τόσο από απλούς χρήστες όσο και από επαγγελματίες ειδικούς του κλάδου, εξ αιτίας των πολύ χαμηλών επιδόσεων κάτι που μεταφράστηκε και σε πολύ χαμηλούς αριθμούς πωλήσεων. Παρόλα αυτά όμως, οι πρώτοι αυτοί οι Celeron έγιναν αρκετά δημοφιλείς στις τάξεις των χρηστών που ασχολούνταν με τον υπερχρονισμό, γιατί μπορούσαν να αυξήσουν εύκολα τον εργοστασιακό χρονισμό του επεξεργαστή και γιατί είχαν ικανοποιητική τιμή.
Στις 14 Αυγούστου 1998, κυκλοφόρησαν στην αγορά οι επεξεργαστές Celeron με τη κωδική ονομασία Mendocino. Οι επεξεργαστές αυτοί ήταν οι πρώτοι εμπορικώς διαθέσιμοι επεξεργαστές που διέθεταν κρυφή μνήμη 2ου επιπέδου, ενσωματωμένη στο τσιπ του επεξεργαστή. Η ποσότητα της κρυφής μνήμης ανερχόταν στα 128 KB, και ήταν ένα σημείο υπεροχής σε σχέση με τη προηγούμενη σειρά (Covington) η οποία δεν είχε καθόλου. Η συχνότητα λειτουργίας τους παρόλο που δε μεταβλήθηκε (300 ΜΗz) προσέφερε τη διπλάσια απόδοση σε σχέση με τους Covington. Για να τους διαχωρίσει από αυτούς, η Intel τους έδωσε την εμπορική ονομασία ‘’Celeron 300A’’.
Οι Medocino είχαν από την αρχή πολύ καλή απόδοση.Οι περισσότεροι εργοστασιακοί αναλυτές συμφωνούσαν ότι οι επεξεργαστές αυτοί ήταν αρκετά επιτυχημένοι, η απόδοση ήταν ικανοποιητικά υψηλή και μάλιστα σε τέτοιο επίπεδο που όχι μόνο μπορούσαν να ανταγωνισθούν αποτελεσματικά τα υπόλοιπα προϊόντα της αγοράς αλλά προσέλκυαν και κόσμο από την αγορά των επεξεργαστών υψηλών επιδόσεων, όπου δέσποζαν οι Pentium II. Ειδικότερα, οι χρήστες που ασχολούνταν με τον υπερχρονισμό των επεξεργαστών ανακάλυψαν ότι με μια καλή μητρική πλακέτα οι Medocino Celeron μπορούσαν να λειτουργήσουν αξιόπιστα στα 450 MHz, ανεβάζοντας απλά τη συχνότητα του διάυλου FSB από τα 66 στα 100 ΜΗz (συχνότητα στην οποία λειτουργούσε ο Pentium II). Με αυτή τη συχνότητα λειτουργίας, οι Medocino Celeron μπορούσαν να ανταγωνισθούν ακόμα και τους ταχύτερους επεξεργαστές που κυκλοφορούσαν στην αγορά.
Εκείνη την εποχή οι κρυφές μνήμες των επεξεργαστών κατασκευάζονταν ξεχωριστά από αυτούς, και την τοποθετούσαν είτε πάνω στη μητρική πλακέτα είτε με τη μορφή κάρτας επέκτασης. Αυτός ο τρόπος κρατούσε το κόστος κατασκευής χαμηλά ενώ υπήρχε και ευκολία στην αύξηση του μεγέθους της ανάλογα με τις ανάγκες (συνηθισμένα μεγέθη κρυφής μνήμης τότε ήταν τα 512KB και 1MB). Η επικοινωνία με τον επεξεργαστή γινόταν μέσω του διαύλου FSB, η συχνότητα του οποίου κυμαίνονταν από τα 60 έως τα 100 ΜΗz. Αυτό ήταν ένα μεγάλο μειονέκτημα αυτού του τρόπου κατασκευής καθώς υπήρχε σημαντική μείωση στην απόδοση λόγω του ότι η κρυφή μνήμη και ο επεξεργαστής λειτουργούσαν σε διαφορετικές συχνότητες.
Με τον καιρό κυκλοφορούσαν όλο και νεότεροι Mendocino Celeron με εργοστασιακές συχνότητες στα 333, 366, 400, 433, 466, 500 και 533 ΜHz.
Όταν πρωτοκυκλοφόρησαν αυτοι οι Celeron, ήταν διαθέσιμοι τόσο σε μορφή κάρτας (Slot 1) όσο και ως ανεξάρτητοι επεξεργαστές, για την υποδοχή Socket 370 PPGA. Η πρώτη μορφή είχε επικρατήσει μέχρι τότε για τη κατασκευή των επεξεργαστών έτσι ώστε η κρυφή μνήμη 2ου επιπέδου (η οποία βρισκόταν έξω από τον κυρίως επεξεργαστή) να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τον επεξεργαστή. Καθώς όμως οι Mendocino Celeron ενσωμάτωναν τη κρυφή μνήμη 2ου επιπέδου μέσα στο "πακέτο" του επεξεργαστή, η πρώτη μορφή εγκαταλείφθηκε.
Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια για τους Mendocino Celeron (μόνο για αυτούς που ήταν συμβατοί με την υποδοχή 370) είναι ότι υποστήριζαν Συμμετρική πολυεπεξεργασία (Symetric multiprocessing - SMP). Τέλος, οι Mendocino Celeron διατέθηκαν σε ειδικές εκδόσεις και για φορητούς υπολογιστές με συχνότητες λειτουργίας από 266 έως 466 ΜΗz.
Οι Coppermine-128 (μερικές φορές γνωστοί και ως Celeron II) αποτέλεσαν την επόμενη γενιά των επεξεργαστών Celeron. Οι επεξεργαστές αυτοί ήταν παράγωγοι του Coppermine Pentium III και κυκλοφόρησαν στις 22 Μαρτίου 2000. Οι επεξεργαστές αυτοί διέθεταν 128 KB κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου (όπως και οι προκάτοχοί τους) και ήταν περιορισμένοι να λειτουργούν τον δίαυλο FSB στα 66 MHz. Ωστόσο, αυτό που τους διαφοροποίησε ήταν η προσθήκη του συνόλου εντολών SSE, εξ αιτίας της κατασκευής τους με τον πυρήνα Coppermine. Οι Coppermine Celeron ήταν πανομοιότυποι με τους Coppermine Pentium III, με 2 μόνo διαφορές: οι Celeron είχαν την μισή ποσότητα κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου από τους Pentium (128ΚΒ αντί για 256ΚΒ) και χαμηλότερες συχνότητες λειτουργίας του διαύλου FSB (66-100MHz αντί για 100-133MHz).
Όλοι οι Coppermine Celeron κατασκευάζονταν με τη μορφή πακέτου FCPGΑ, συμβατοί με την υποδοχή 370 (Socket 370). Με τον ίδιο τρόπο κατασκευάζονταν και όλοι οι Coppermine Pentium III. Οι συχνότητες λειτουργίας των επεξεργαστών άρχιζαν από τα 533 MHz και ανάλογα με το μοντέλο, συνέχιζαν στα 566, 600, 633, 667, 700, 733 και 766 MHz. εξ αιτίας όμως του περιορισμού της λειτουργίας του διαύλου FSB στα 66 MHz, η απόδοση έπεφτε, όσο ανέβαινε η συχνότητα λειτουργίας του επεξεργαστή. Στις 3 Ιανουαρίου 2001, η Intel κυκλοφόρησε ένα μοντέλο Celeron με συχνότητα 800 MHz. Μαζί με αυτόν, ήρε τον περιορισμό του διαύλου FSB και αύξησε τη συχνότητα λειτουργίας του στα 100MHz, με αποτέλεσμα πολύ σημαντική βελτίωση στην απόδοση. Όλοι οι Celeron με συχνότητες λειτουργίας από τα 800 MHz και πάνω χρησιμοποιούν συχνότητα διαύλου FSB στα 100 MHz. Αρκετά μοντέλα φτιάχτηκαν με αυτή τη προδιαγραφή στη συνέχεα με συχνότητες λειτουργίας 800, 850, 900, 950, 1000 και 1100 ΜΗz.
Στις 2 Οκτωβρίου 2002 κυκλοφόρησαν οι πρώτοι Celeron στα 1.2GHz, βασισμένοι στον πυρήνα Tualatin (ίδιος με τον πυρήνα του Pentium III). Ήταν κατασκευασμένοι με τη λιθογραφική μέθοδο ολοκλήρωσης των 130 νανομέτρων, σε μορφή πακέτου FCPGA, συμβατοί με την υποδοχή 370 (Socket 370). Ορισμένα προγράμματα και χρήστες αναφέρονταν σε αυτούς τους επεξεργαστές με το όνομα Celeron-S, καθώς ήταν σχεδόν ίδιοι με τους Pentium III-S, ωστόσο δεν αποτελεί επίσημη ονομασία τους. Τους έχει δοθεί επίσης το ψευδώνυμο 'Tualeron' - μια μίξη των λέξεων Tualatin και Celeron. Στη συνέχεια, κυκλοφόρησαν τα μοντέλα του 1 και 1.1 GHz (στα οποία προστέθηκε η κατάληξη A στην ονομασία τους για να μη γίνει σύγχυση με τα προγενέστερα μοντέλα). Στις 4 Ιανουαρίου 2002, κυκλοφόρησε το μοντέλο των 1.3 GHz και στις 15 Μαΐου 2002 κυκλοφόρησε το μοντέλο των 1.4 GHz το οποίο σηματοδότησε το τέλος της κυκλοφορίας της σειράς Tualatin-256.
Οι Tualatin Celeron ήταν όμοιοι με τους συγγενικούς Pentium III, με τις μόνες διαφορές να είναι η χαμηλότερη συχνότητα διαύλου FSB (100 ΜΗz) και η λιγότερη ποσότητα της κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου (256ΚΒ ενώ οι αντίστοιχοι Pentium είχαν 256 ή 512 KB). Ωστόσο η κατασκευή τους ήταν τόσο καλή, που επέτρεπε την απρόσκοπτη λειτουργία τους ακόμα και σε υψηλότερη συχνότητα διαύλου FSB, στα 133 ΜΗz, επιτυγχάνοντας έτσι υψηλότερες επιδόσεις. Παρ' όλο που οι Tualatin Celeron προσέφεραν σημαντική βελτίωση της απόδοσης σε σχέση με τις πρώτες γενιές Celeron (Covington και Coppermine), μάχονταν σκληρά για να ανταγωνιστούν τους επεξεργαστές Duron της AMD. Αυτό θα άλλαζε με την έλευση της αρχιτεκτονικής NetBurst και τη κυκλοφορία Celeron βασισμένων στον νέο πυρήνα Willamette.
Οι Celeron αυτοί ήταν συμβατοί με την υποδοχή 478 (Socket 478) και ήταν βασισμένοι στον πυρήνα Willamette που ενσωμάτωνε και ο Pentium 4. Οι νέας γενιάς Celeron ήταν σχεδιαστικά εντελώς διαφορετικοί από τους προγενέστερους Tualatin. Έγιναν επίσης γνωστοί και με το όνομα Celeron 4. Και πάλι, οι Celeron αυτοί ήταν σχεδόν ίδιοι με τους αντίστοιχους Pentium 4 με τη μόνη διαφορά να έγκειται στο ότι οι Celeron είχαν τη μισή ποσότητα κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου απ' ό,τι οι Pentium 4 (128 ΚΒ αντί για 256 KB). Η χρησιμοποίηση της ίδιας υποδοχής με αυτή του Pentium 4, ήταν ένα σημαντικό πλεονέκτημα καθώς οι χρήστες μπορούσαν να προμηθευτούν οποιονδήποτε τύπο μνήμης RAM ήθελαν (RDRAM, DDR-SDRAM ή SDRAM). Το πρώτο μοντέλο ενός Willamette Celeron στα 1.7 GHz, κυκλοφόρησε στις 15 Μαΐου 2002 προσφέροντας σημαντικά αυξημένες επιδόσεις σε σχέση με το προκάτοχό του Tualatin των 1.3 GHz. Έτσι η Intel κατόρθωσε να νικήσει τον ανταγωνισμό του επεξεργαστή Duron της AMD (1.3 GHz), ο οποίος μέχρι τότε ήταν ο καλύτερος επεξεργαστής μεσαίων επιδόσεων της αγοράς. Στις 12 Ιουνίου 2002, κυκλοφόρησε ο τελευταίος Willamette Celeron με το μοντέλο των 1.8 GHz. Ο επεξεργαστής αυτός διέθετε 42 εκατομμύρια τρανζίστορ και επιφάνεια 217 τετρ. χιλ.
Οι Celeron αυτοί ήταν συμβατοί με την υποδοχή 478 (Socket 478), ήταν βασισμένοι στον πυρήνα Northwood που ενσωμάτωνε και ο Pentium 4 και διέθεταν 128 KB κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου. Η μόνη διαφορά με το προκάτοχό Willamette, ήταν ότι οι Northwood ήταν κατασκευασμένοι με την νέα λιθογραφική μέθοδο των 130 νανόμετρα. Έτσι , αυξήθηκε ο αριθμός των τρανζίστορ του επεξεργαστή ενώ παράλληλα μειώθηκαν η επιφάνειά του και η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος από τα 1.7 V στα 1.52 V . Ανεξαρτήτως αυτού, οι Willamette και οι Northwood απέδιδαν σχεδόν το ίδιο. Η Intel κυκλοφόρησε την σειρά των Northwood στις 18 Σεπτεμβρίου 2002 με το μοντέλο των 2 GHz, και συνέχισε με τη κυκλοφορία 10 ακόμα μοντέλων με συχνότητες που κυμαίνονταν ανάλογα με το μοντέλο από το 1.8 έως τα 2.8 GHz. Ορισμένα μοντέλα έγιναν αρκετά δημοφιλή, κυρίως γιατί επέτρεπαν την εύκολη αύξηση των εργοστασιακών συχνοτήτων και την αξιόπιστη λειτουργία τους μετά από αυτό, παρ' όλο που οι συγκεκριμένοι επεξεργαστές υπέφεραν σημαντικά εξ αιτίας της μικρής ποσότητας κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου.
Στις 25 Ιουνίου 2004 κυκλοφόρησαν οι επόμενοι Celeron οι οποίοι ήταν βασισμένοι στο πυρήνα Prescott που ενσωμάτωναν και οι νέοι Pentium 4. Στην αγορά πήραν το όνομα Celeron D, παρ' όλο που οι επεξεργαστές αυτοί δεν διέθεταν δύο πυρήνες λειτουργίας (όπως οι Pentium D). Η ονομασία αυτή χρησιμοποιήθηκε για να διαχωριστούν από τους προγενέστερους Northwood και Willamette αλλά και από τους Celeron M (επεξεργαστές για φορητούς υπολογιστές).
Στη σειρά αυτή η κρυφή μνήμη του επεξεργαστή διπλασιάστηκε στα 16 KB για το 1ο επίπεδο και στα 256 KB για το 2ο επίπεδο. Επίσης, ο δίαυλος FSB ήταν χρονισμένος στα 533 MHz (ή ΜΤ/s), ενσωμάτωναν το σύνολο εντολών SSE3 και κατασκευάζονταν τόσο για την υποδοχή 478 (Socket 478) όσο και για την υποδοχή LGA 775. Για να μην υπάρξει σύγχυση, διατέθηκαν στο εμπόριο ως δυο διαφορετικές σειρές, με τη σειρά 3x0 να είναι συμβατή με το Socket 478 ενώ η σειρά 3x5 να είναι συμβατή με τη υποδοχή LGA775. Οι συχνότητες των επεξεργαστών κυμαίνονταν από τα 2.13 έως τα 3.33 GHz.
Οι Celeron D πραγματοποίησαν ένα σημαντικό άλμα στις επιδόσεις της τάξης του 10%, σε σχέση με τους προηγούμενους Celeron της ίδιας γενιάς (Willamette και Northwood). Στο γεγονός αυτό έπαιξαν ρόλο, η υψηλότερη συχνότητα του διαύλου FSB και η προσθήκη του σετ εντολών SSE3. Παρ' όλες όμως τις βελτιώσεις τους, οι Celeron D είχαν ένα μεγάλο μειονέκτημα - την έκλυση θερμότητας. Η κατανάλωση ενέργειας έφθανε τα 73 W, πολύ περισσότερο σε σχέση με τους Northwood οι οποίοι παρέμεναν πιο "δροσεροί" κατά τη διάρκεια λειτουργίας τους. Για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα υπερθέρμανσης, η Intel συμπεριέλαβε νέα (αλλά πολυπλοκότερα) συστήματα ψύξης μαζί με τους Celeron D.
Στα μέσα του 2005, η Intel ανανέωσε την σειρά των Celeron D με τη προσθήκη της αρχιτεκτονικής των 64-bit Intel 64. Ο αριθμός των μοντέλων επίσης τροποποιήθηκε (για να διαχωρίζονται από τους πρώτους Celeron D) αλλάζοντας το "0" σε "1" στο τέλος του αριθμού (π.χ. το μοντέλο 330 έγινε 331). Οι επεξεργαστές αυτοί ήταν συμβατοί μόνο με την υποδοχή LGA 775, καθώς η σειρά 3x5 για την υποδοχή 478 (Socket 478) δεν αναβαθμίστηκε.
Η επόμενη αναβάθμιση των Celeron D κυκλοφόρησε στις 28 Μαΐου 2006, με τους επεξεργαστές αυτούς να είναι βασισμένοι στον πυρήνα Cedar Mill που ενσωμάτωναν και οι συγγενικοί τους Pentium 4. Συνεχίστηκε επίσης το ίδιο μοτίβο ονομασίας των μοντέλων (σειρά 3xx). Τα μοντέλα που κυκλοφόρησαν ήταν τα εξής: Celeron D 347 (3.06 GHz), 352 (3.2 GHz), 356 (3.33 GHz), 360 (3.46 GHz) και 365 (3.6 GHz). Η διαφορά τους με τους Prescott-256 ήταν ο εκ νέου διπλασιασμός της κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου (512KB) και η νέα λιθογραφική μέθοδος κατασκευής στα 65 νανόμετρα. Οι Cedar Mill Celeron D ήταν συμβατοί μόνο με την υποδοχή LGA 775. Τα κύρια πλεονεκτήματά τους σε σχέση με τους Prescott, ήταν η (μικρή) αύξηση στις επιδόσεις εξ αιτίας της αυξημένης ποσότητας κρυφής μνήμης, υψηλότεροι χρονισμοί λειτουργίας και μικρότερη κατανάλωση ρεύματος (εξ αιτίας της νέας λιθογραφίας) με τα περισσότερα μοντέλα να καταγράφουν κατανάλωση 65 W.
Οι Celeron αυτοί, που κυκλοφόρησαν στην αγορά στις 5 Ιουνίου 2007, κατασκευάζονταν σύμφωνα με την μικροαρχιτεκτονική Core. Λόγω της νέας αρχιτεκτονικής σχεδίασης οι συχνότητες λειτουργίας έπεσαν, σε σχέση με τους προγενέστερους Celeron (Cedar MIll) αλλά παρ' όλα αυτά ήταν πολύ ισχυρότεροι. Ήταν βασισμένοι στον πυρήνα Conroe-L και τα μοντέλα διατέθηκαν στην αγορά ως "σειρά 4xx". Η συχνότητα του διαύλου FSB αυξήθηκε στα 800 MHz σε σχέση με τη προηγούμενη γενιά (533 MHz) ενώ η κατανάλωση μειώθηκε περαιτέρω, στα 35 W. Οι επεξεργαστές αυτοί δεν διαθέτουν το ειδικό σετ εντολών Intel VT-x (για υποστήριξη virtualization) ούτε τη τεχνολογία SpeedStep (επιτρέπει τη αυξομείωση της συχνότητας του επεξεργαστή ανάλογα με το φόρτο διεργασιών). Ωστόσο έχει ενεργοποιημένη τη λειτουργία 'Enhanced Halt State' (Ενισχυμένη Κατάσταση Αδράνειας) με τη βοήθεια της οποίας ο επεξεργαστής μπορεί να μειώνει τον πολλαπλασιαστή και (κατ' επέκταση τη συχνότητα λειτουργίας του) όταν βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας. Όλα τα μοντέλα των Conore-L Celeron αποτελούνται από έναν μόνο πυρήνα επεξεργασίας και στόχευαν στο κομμάτι της αγοράς των χαμηλομεσαίων επιδόσεων, έτσι ώστε να ανταγωνισθεί τους επεξεργαστές Sempron της AMD.
Στις 20 Ιανουαρίου 2008, η Intel κυκλοφόρησε την εμπορική σειρά Celeron E1xxx. Οι επεξεργαστές της σειράς αυτής ήταν βασισμένοι στον πυρήνα με κωδικό ονομα Allendale και αποτελούνταν από δύο πυρήνες επεξεργασίας. Τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά περιελάμβαναν, δίαυλο FSB στα 800 MHz, 512 KB κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου και κατανάλωση ρεύματος 65 W. Σε αυτή τη σειρά, η τεχνολογία Intel SpeedStep ήταν ενεργοποιημένη. Οι εργοστασιακές τους συχνότητες κυμαίνονταν ανάλογα με το μοντέλο από το 1.6 GHz έως τα 2.4 GHz., και ήταν συμβατοί με την υποδοχή LGA 775 όπως και οι συγγενικοί τους Core 2 Duo E4xxx και Pentium Dual-Core E2xxx.
Τον Αύγουστο του 2009 κυκλοφόρησε η σειρά Celeron Ε3000, οι οποίοι ήταν βασισμένοι στον πυρήνα με κωδικό όνομα Wolfdale-3M. Τον ίδιο αρχιτεκτονικό πυρήνα χρησιμοποιούσαν και οι συγγενικοί επεξεργαστές Pentium Dual-Core E5000, Pentium E6000 και Core 2 Duo E7000. Βασικές τους βελτιώσεις (σε σχέση με τους Allendale που αντικατέστησαν) είναι η υποστήριξη της τεχνολογίας virtualization Intel VT-x και η διπλάσια ποσότητα κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου (1 MB).
Τον Ιανουάριο το 2010 κυκλοφόρησαν οι πρώτοι desktop επεξεργαστές Intel Core i3 και Core i5. Μαζί με αυτούς η Intel έδωσε στην αγορά και τους νέας γενιάς Celeron, με κωδικό όνομα Clarkdale, ξεκινώντας με το μοντέλο Celeron G1101. Το μοντέλο αυτό αποτέλεσε τον πρώτο επεξεργαστή Celeron με ενσωματωμένο ελεγκτή PCI Express και επεξεργαστή γραφικών. Παρ' όλο που ο πυρήνας Clarkdale είναι ο ίδιος που χρησιμοποιήθηκε στη σειρά Core i5-6xx, οι Clarkdale Celeron δεν υποστηρίζουν τεχνολογίες όπως η Υπερνημάτωση (HyperThreading), Ταυτόχρονη πολυνημάτωση (Simultaneous multithreading) κλπ, οι οποίες συναντώνται στους Core i5. Επίσης, διαθέτει μόνο 2 MB κρυφής μνήμης 3ου επιπέδου.
Το Σεπτέμβριο του 2011 κυκλοφόρησαν οι Celeron οι οποίοι ήταν κατασκευασμένοι με την αρχιτεκτονική επόμενης γενιάς Sandy Bridge. Οι επεξεργαστές αυτοί ήταν συμβατοί με την υποδοχή LGA 1155 και κυκλοφόρησαν τόσο μονοπύρηνες όσο και διπύρηνες εκδόσεις τους. Διέθεταν επίσης ενσωματωμένο επεξεργαστή γραφικών και 2ΜΒ κρυφής μνήμης 3ου επιπέδου. Οι επεξεργαστές αυτοί δε διέθεταν τεχνολογίες, όπως π.χ. Turbo-Boost, που βρίσκονταν αποκλειστικά στις σειρές Core i5 και Core i7, με εξαίρεση δύο μοντέλα (Celeron G460 και 465) τα οποία διέθεταν τεχνολογία Hyper-Threading.
Όμοιοι με τους Mendocino για επιτραπέζιους υπολογιστές (Celeron-A): λιθογραφική μέθοδος κατασκευής στα 250 νανόμετρα, κρυφή μνήμη 1ου επιπέδου 32KB - 2oυ επιπέδου 128 ΚΒ, λειτουργούσαν όμως με χαμηλότερη ηλεκτρική τάση (1.5 - 1.9 V) και διέθεταν 2 καταστάσεις εξοικονόμησης ενέργειας: Γρήγορη Εκκίνηση (Quick Start) και Αδρανοποίηση (Deep Sleep). Κατασκευάζονταν είτε σε μορφή πακέτου BGA2 είτε σε μορφή Micro-PGA2.
Οι επεξεργαστές αυτοί διέφεραν από τα ομόλογα τους μοντέλα για επιτραπέζιους υπολογιστές, γιατί υπήρχαν μοντέλα με χρονισμούς διαύλου FSB τόσο στα 100 όσο και στα 133 MHz. Η ποσότητα της κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου ανερχόταν στα 256 KB.
Οι επεξεργαστές αυτοί απέδιδαν περισσότερο σε σχέση με την αντίστοιχη έκδοση για επιτραπέζιους υπολογιστές λόγω της μεγαλύτερης ποσότητας κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου (256 KB). Αποτέλεσαν τους πιο διαδεδομένους επεξεργαστές για φορητούς υπολογιστές, προτού αντικατασταθούν από τους Celeron M.
Οι Celeron αυτοί ήταν βασισμένοι στον πυρήνα Banias του επεξεργαστή Pentium M, γι' αυτό και τους δόθηκε η εμπορική επωνυμία Celeron M. Διαφέρει ωστόσο από "τον γονιό του", επειδή διαθέτει τη μισή ποσότητα κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου και δεν ενσωματώνει τη τεχνολογία SpeedStep. Απέδιδε αρκετά καλά σε σχέση με τους Pentium M, όμως η διάρκεια της μπαταρίας των φορητών συστημάτων ήταν αισθητά μικρότερη.
Ο πυρήνας Shelton, ήταν στην ουσία ένας πυρήνας Banias χωρίς καθόλου κρυφή μνήμη 2ου επιπέδου και χωρίς την υποστήριξη της τεχνολογίας SpeedStep. Κατασκευαζόταν μαζί με τη μητρική πλακέτα D845GVSH της Intel, και κυκλοφόρησε αποκλειστικά για τις αγορές της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Ο επεξεργαστής αναγράφεται στο αναγνωριστικό του ως "Intel Celeron 1.0B GHz" έτσι ώστε να ξεχωρίζει από τους παρόμοιους Coppermine και Tualatin της ίδιας συχνότητας.
Οι Celeron Μ που ήταν βασισμένοι στον πυρήνα Dothan (ίδιος με τους αντίστοιχους Pentium M) κατασκευάζονταν με τη λιθογραφική μέθοδο κατασκευής των 90 nm. Διέθεταν τη μισή ποσότητα κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου, απ' ό,τι οι συγγενικοί τους Dothan Pentium M, όμως η ποσότητα αυτή ήταν η διπλάσια σε σχέση με τους προκατόχους τους. Όπως και οι προκάτοχοί τους, δεν διέθεταν τη τεχνολογία SpeedStep. Από τον Ιανουάριο του 2005, άρχισαν να κυκλοφορούν Celeron M οι οποίοι διέθεταν το χαρακτηριστικό XD bit, για προστασία από προγράμματα-ιούς. Κυκλοφόρησε επίσης και μια ειδική έκδοση χαμηλής κατανάλωσης, με 512 KB κρυφή μνήμη 2ου επιπέδου, η οποία χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για τα μοντέλα ASUS Eee PC.
Οι επεξεργαστές της σειράς Celeron M 4xx ήταν βασισμένοι στον πυρήνα Yonah, όπως και οι επεξεργαστές Core Solo. Κατασκευάζονταν με τη λιθογραφική μέθοδο κατασκευής των 90 νανομέτρων, διέθεταν τη μισή ποσότητα κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου (1 MB) σε σχέση με τους συγγενικούς τους Core Solo, και δεν υποστήριζαν τη τεχνολογία SpeedStep. Η αρχιτεκτονική του πυρήνα Yonah, έφερε ορισμένα νέα χαρακτηριστικά στην οικογένεια των Celeron M, όπως υψηλότερο χρονισμό διαύλου FSB (533 MHz) και ενσωμάτωση του αρχιτεκτονικού σετ εντολών SSE3. Οι επεξεργαστές αυτοί αποσύρθηκαν από την αγορά τον Ιανουάριο του 2008.
Οι επεξεργαστές αυτοί ήταν βασισμένοι στον πυρήνα Merom των επεξεργαστών Core 2, οι οποίοι κατασκευάζονταν με την αρχιτεκτονική Core. Η λιθογραφική μέθοδος κατασκευής, παρέμεινε στα 65 νανόμετρα. Άλλα κύρια χαρακτηριστικά τους, η συχνότητα του διαύλου FSB στα 533 MHz, η ποσότητα της κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου στο 1 ΜΒ, η υποστήριξη XD-bit (για προστασία από προγράμματα-ιούς) και τoυ συνόλου εντολών των 64-bit, Intel 64. Τα μοντέλα που κυκλοφόρησαν ήταν όλα μονοπύρηνα και ήταν τα εξής: Celeron M 523 (933 MHz), 520 (1.6 GHz), 530 (1.73 GHz), 540 (1.86 GHz), 550 (2.0 GHz), 560 (2.13 GHz) και 570 (2.26 GHz). Τα μοντέλα Celeron M 523, 520 και 530 ήταν συμβατά με την υποδοχή Socket M ενώ οι υπόλοιποι ήταν συμβατοί με το Socket P. Οι επεξεργαστές αυτοί αποσύρθηκαν από την αγορά, στις 4 Ιανουαρίου 2008.
Οι επεξεργαστές Celeron 573 (1 GHz), 575 (2 GHz) και 585 (2.16 GHz) ήταν βασισμένοι στον πυρήνα Merom-2M. Ήταν μονοπύρηνοι επεξεργαστές με ενεργοποιημένο μόνο 1MB της κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου. Ήταν όμοιοι με τους Merom-L με μόνη διαφορά τη συχνότητα του διαύλου FSB, η οποία ανερχόταν στα 667 MHz.
Η σειρά επεξεργαστών Celeron T1xxx ήταν επίσης βασισμένοι στον πυρήνα Merom-2M, αλλά ήταν ενεργοποιημένοι και οι 2 πυρήνες επεξεργασίας. Τα πρώτα μοντέλα Τ1400 (1.73 GHz) και Τ1500 (1.86 GHz) διέθεταν συχνότητα διαύλου FSB στα 533 MHz και 512 KB κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου, ενώ οι πιο πρόσφατοι Τ1600 (1.66 GHz) και Τ1700 (1.83 GHz) διέθεταν συχνότητα διαύλου FSB στα 667 MHz και 1 ΜΒ κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου.
Την ίδια περίοδο που κυκλοφόρησαν οι διπύρηνοι Merom-2M, η Intel παρουσίασε τους πρώτους Celeron στα 45 νανόμετρα, οι οποίοι ήταν βασισμένοι στον πυρήνα Penryn-3M. Οι επεξεργαστές αυτοί ήταν μονοπύρηνοι (στη πραγματικότητα ήταν διπύρηνοι αλλά με τον ένα πυρήνα απενεργοποιημένο), είχαν συχνότητα λειτουργίας του διαύλου FSB στα 800 MHz και 1 ΜΒ κρυφής μνήμης 2ου επιπέδου. Κυκλοφόρησαν στην αγορά με την εμπορική σειρά Celeron M 7xx (με τα μοντέλα να ξεκινάνε από το 1.2 GHz) και το μοντέλο Celeron 900 (2.2 GHz). Οι πρώτοι διπύρηνοι Celeron στα 45 νανόμετρα κυκλοφόρησαν τον Ιούνιο του 2009 και ήταν επίσης βασισμένοι στον πυρήνα Penryn-3M.
Οι σειρές Celeron P4xxx και U3xxx, ενσωματώνουν τον πυρήνα Arrandale. Αποτελούν "κομμένες" εκδόσεις των σειρών Pentium P6xxx και U5xxx, και διατέθηκαν στην αγορά ως οι φορητές διπύρηνες εκδόσεις των Core i3/i5/i7. Διαθέτουν 2MB κρυφής μνήμης 3ου επιπέδου και ενσωματωμένο επεξεργαστή γραφικών.
Το 2011 κυκλοφόρησε η σειρά Celeron B8xx. Η σειρά αποτελούνταν από διπύρηνους επεξεργαστές με ενσωματωμένο κύκλωμα γραφικών. Ήταν βασισμένοι στις σειρές φορητών επεξεργαστών Pentium B9xx και Core i3/i5/i7-2xxx, ωστόσο διέθεταν ενεργοποιημένα μόνο 2ΜΒ κρυφής μνήμης 3ου επιπέδου και απενεργοποιημένες τις υπόλοιπες τεχνολογίες όπως Turbo-Boost, Hyper-Threading κλπ.