Το θωρηκτό Littorio εν πλω. | |
Πληροφορίες | |
---|---|
Τύπος και κλάση | Θωρηκτό κλάσης Littorio. |
Ονομασίες | Italia |
Ναυπηγείο | Ansaldo, Γένοβα |
Έναρξη ναυπήγησης | 28 Οκτωβρίου 1934 |
Καθέλκυση | 22 Αυγούστου 1937 |
Ένταξη σε υπηρεσία | 6 Μαΐου 1940 |
Γενικά χαρακτηριστικά | |
Εκτόπισμα | Standard: 40.723 long tons Πλήρες:45.237 long tons |
Μήκος | 237,76 m |
Πλάτος | 32,82 m |
Βύθισμα | 9,6 m |
Ταχύτητα | 30 kn |
Αυτονομία | 3920 μίλια (6310 km, 3.410 ναυτικά μίλια) με ταχύτητα 20 kn |
Οπλισμός | 3 × 3 πυροβόλα των 381 mm 4 × 3 πυροβόλα των 152 mm 4 × 1 πυροβόλα των 120 mm 12 × 1 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 90 mm 20 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 37 mm (8 × 2; 4 × 1) 10 × 2 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 20 mm |
Θωράκιση | Κύρια ζώνη: 350 mm Κατάστρωμα: 162 mm (6.4 in) Πύργοι κύριων πυροβόλων: 350 mm |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το Littorio (Λιτόριο) ήταν ιταλικό θωρηκτό, το πρώτο της ομώνυμης κλάσης. Υπηρέτησε με το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό (Regia Marina) κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πήρε το όνομά του από τον όρο Lictor, τίτλο Ρωμαίου που στα αρχαία χρόνια μετέφερε τις fasces, που στη σύγχρονη εποχή υιοθετήθηκαν ως σύμβολο του Φασισμού. Το θωρηκτό και το αδελφό πλοίο Vittorio Veneto ναυπηγήθηκαν για να αντιμετωπίσουν τα γαλλικά θωρηκτά Dunkerque και Strasbourg. Η κατασκευή του Littorio ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1934, η καθέλκυση έγινε τον Αύγουστο του 1937 και το πλοίο εντάχθηκε στη δύναμη του στόλου τον Μάιο του 1940.
Η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο στις 10 Ιουνίου 1940, λίγο μετά την ολοκλήρωση του θωρηκτού. Το σκάφος υπέστη σοβαρότατες ζημιές από την αεροπορική επιδρομή των Βρετανών στον ναύσταθμο του Τάραντα στις 11 Νοεμβρίου 1940 και δεν ήταν στην ενεργό δράση μέχρι να ολοκληρωθούν οι επισκευές του τον Μάρτιο του επόμενου έτους. Συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις εναντίον του βρετανικού στόλου της Μεσογείου, χωρίς όμως να εμπλακεί, τις περισσότερες φορές, με τον αντίπαλο. Εξαίρεση ήταν η Δεύτερη μάχη της Σύρτης τον Μάρτιο του 1942, όπου προκάλεσε σημαντικές ζημιές σε αρκετά βρετανικά πλοία. Το Littorio μετονομάστηκε σε Italia τον Ιούλιο του 1943, μετά την πτώση του φασιστικού καθεστώτος. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1943, ενώ ο στόλος κατευθυνόταν προς τη Μάλτα για να παραδοθεί, του επιτέθηκαν γερμανικά βομβαρδιστικά. Τα αεροσκάφη μετέφεραν την πρωτοποριακή για την εποχή τηλεκατευθυνόμενη βόμβα Fritz X, χάρη στην οποία προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στο Italia και βύθισαν το αδελφό πλοίο Roma. Έφτασε τελικά στη Μάλτα και παρέμεινε εκεί για ένα διάστημα. Αργότερα μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια και τελικά στη Μεγάλη Πικρή Λίμνη, στη Διώρυγα του Σουέζ μέχρι το 1947. Το Italia δόθηκε ως πολεμική αποζημίωση στις ΗΠΑ και τελικά διαλύθηκε για σκραπ στη Λα Σπέτσια.
Το Littorio και το αδελφό πλοίο Vittorio Veneto δημιουργήθηκαν σαν απάντηση στα γαλλικά θωρηκτά κλάσης Dunkerque.[1] Το Littorio είχε μήκος 237,76 m, πλάτος 32,82 m και βύθισμα 9,6 m. Είχε εκτόπισμα 40724 LT, παραβιάζοντας το μέγιστο επιτρεπτό όριο που επέβαλε η Ναυτική Συνθήκη της Ουάσιγκτον. Με πλήρες φορτίο το εκτόπισμα έφτανε τους 45236 LT. Προωθούνταν από τέσσερις ατμοστρόβιλους Belluzo των 128000 shp. Η μέγιστη ταχύτητα ήταν 30 kn και η ακτίνα δράσης 3920 μίλια, με ταχύτητα πλεύσης 20 kn. Το πλήρωμα κυμαινόταν ανάμεσα στα 1830 με 1950 άτομα κατά τη διάρκεια της καριέρας του πλοίου.[2][3]
Ο κύριος οπλισμός αποτελούνταν από εννέα πυροβόλα των 381 mm, τοποθετημένα ανά τρία σε τρεις πύργους. Οι δύο πύργοι ήταν τοποθετημένοι στο εμπρόσθιο μέρος και ο τρίτος πίσω. Υπήρχαν επίσης τέσσερα πυροβόλα των 120 mm, παλαιάς σχεδίασης. Ο αντιαεροπορικός οπλισμός αποτελούνταν από δώδεκα πυροβόλα των 90 mm, δώδεκα των 37 mm και δεκαέξι των 20 mm.[4] To 1942 εγκαταστάθηκαν ακόμη δώδεκα πυροβόλα των 20 mm. Το θωρηκτό απέκτησε τον Αύγουστο του 1941 το ραντάρ EC3 bis και μια αναβαθμισμένη έκδοση του τον Απρίλιο του επόμενου έτους.[5] Δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένο.[5] Το EC 3 ter εγκαταστάθηκε τον Σεπτέμβριο του 1942.[5]
Η κύρια ζώνη θωράκισης ήταν πάχους 280 mm και υπήρχε και δεύτερο χαλύβδινο στρώμα πάχους 70 mm. Η θωράκιση του κύριου καταστρώματος είχε πάχος 162 mm στην κεντρική περιοχή και 45 mm σε λιγότερο κρίσιμες περιοχές. Οι πύργοι των κύριων πυροβόλων είχαν θωράκιση πάχους 350 mm ενώ των δευτερευόντων πυροβόλων 280 mm στο εμπρόσθιο μέρος και 260 mm στα πλαϊνά.[3] Το πλοίο διέθετε επίσης καταπέλτη και μετέφερε τρία αναγνωριστικά IMAM Ro.43 ή τρία μαχητικά Reggiane Re.2000.[6]
Η έναρξη της ναυπήγησης του Littorio και του Vittorio Veneto έγινε στα ναυπηγεία της Ansaldo την 28 Οκτωβρίου 1934, ανήμερα της επετείου της "Πορείας προς τη Ρώμη" που έφερε τους Φασίστες στην εξουσία.[7] Σχεδιαστικές αλλαγές και έλλειψη θωράκισης είχαν σαν αποτέλεσμα την καθυστέρηση καθέλκυσης του πλοίου κατά τρεις μήνες, από τον Μάιο του 1937 -που είχε προγραμματισθεί αρχικά- στις 22 Αυγούστου. Η ολοκλήρωση του πλοίου και των υποσυστημάτων του κράτησε μέχρι και τις αρχές του 1940. Οι θαλάσσιες δοκιμές του διήρκεσαν δύο μήνες από την 23 Οκτωβρίου 1939 μέχρι την 21η Δεκεμβρίου. Εντάχθηκε στον στόλο στις 6 Μαΐου 1940 και μετά από δοκιμές ακόμα ενός μήνα μεταφέρθηκε μαζί με το Vittorio Veneto στον Τάραντα όπου εντάχθηκαν στην 9η Μεραρχία υπό τον ναύαρχο Κάρλο Μπεργκαμίνι (Carlo Bergamini).[8]
Από την 31η Αυγούστου ως και τις 2 Σεπτεμβρίου 1940, το Littorio ήταν μέλος ισχυρότατης δύναμης, αποτελούμενης από πέντε θωρηκτά, δέκα καταδρομικά και τριάντα τέσσερα αντιτορπιλικά. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η αναχαίτιση βρετανικών ναυτικών δυνάμεων που συμμετείχαν στην επιχείρηση Hats καθώς και της νηοπομπής MB.3, όμως εξ αιτίας της ανεπαρκούς αναγνώρισης που παρείχε η αεροπορία, οι αντίπαλες δυνάμεις δεν ήρθαν σε επαφή.[5][9] Παρόμοια ήταν η κατάσταση όταν από τις 29 Σεπτεμβρίου μέχρι την 1η Οκτωβρίου το Littorio μαζί με τέσσερα ακόμα θωρηκτά, έντεκα καταδρομικά και είκοσι τρία αντιτορπιλικά προσπάθησε να αναχαιτίσει βρετανικές νηοπομπές που μετέφεραν στρατεύματα και πολεμοφόδια στη Μάλτα.[5][10]
Ο Τάραντας ήταν κύριος ναύσταθμος του ιταλικού στόλου. Τη νύχτα 10-11 Νοεμβρίου εικοσιένα τορπιλοπλάνα Fairey Swordfish που μεταφέρονταν από το βρετανικό αεροπλανοφόρο HMS Illustrious επιτέθηκαν σε δύο κύματα στον ιταλικό στόλο που ελλιμενιζόταν στον Τάραντα.[11] Αν και η ιταλική αεράμυνα ήταν ισχυρή, με 25 πυροβόλα των 90 mm, δεκάδες πυροβόλα των 37 mm και των 20 mm και 27 αερόστατα μπαράζ, δεν διέθετε ραντάρ, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η στοχοποίηση των Swordfish στο σκοτάδι. Οι επιδρομείς προκάλεσαν καίρια πλήγματα σε πολλές κύριες μονάδες επιφανείας, συμπεριλαμβανομένων του Littorio, που χτυπήθηκε από τρεις τορπίλες, και των θωρηκτών Conte di Cavour και Caio Duilio που χτυπήθηκαν από μία έκαστο.[11] Το πρώτο κύμα έπληξε τους στόχους του στις 20:35 και το δεύτερο περίπου μια ώρα αργότερα.[12] Δύο τορπίλες έπληξαν την πλώρη και μια την πρύμνη, αχρηστεύοντας το πηδάλιο. Το πλοίο προσάραξε στα αβαθή νερά του λιμανιού. Η μεταφορά του σε δεξαμενή για επισκευές ήταν αδύνατη μέχρι και τις 11 Δεκεμβρίου, διότι κάτω από την καρίνα του βρέθηκε και τέταρτη τορπίλη, που δεν είχε εκραγεί. Η απομάκρυνση της ήταν ιδιαίτερα επίπονη και επικίνδυνη διαδικασία, γιατί οποιαδήποτε μαγνητική διαταραχή μπορούσε να προκαλέσει την έκρηξή της.[13] Οι επισκευές ολοκληρώθηκαν στις 11 Μαΐου 1941.[14]
Μετά την ολοκλήρωση των επισκευών, το Littorio συμμετείχε σε ανεπιτυχή προσπάθεια αναχαίτισης βρετανικών ναυτικών δυνάμεων από τις 22 ως τις 25 Αυγούστου. Ένα μήνα αργότερα, στις 27 Σεπτεμβρίου, τέθηκε επικεφαλής της επίθεσης εναντίον συμμαχικής νηοπομπής (Επιχείρηση Halberd).[14] Οι Βρετανοί διέθεσαν τα θωρηκτά HMS Rodney, HMS Nelson και HMS Prince of Wales για την προστασία της νηοπομπής. Ιταλικά αναγνωριστικά εντόπισαν την ισχυρή βρετανική δύναμη και ο Ιταλός διοικητής, που είχε εντολές να μην εμπλακεί εάν δεν είχε σημαντική αριθμητική υπεροχή, απέσυρε τις δυνάμεις του πίσω στον ναύσταθμο.[15] Στις 13 Δεκεμβρίου το Littorio συμμετείχε σε μία ακόμα προσπάθεια αναχαίτισης συμμαχικής νηοπομπής προς τη Μάλτα μαζί με το Vittorio Veneto, όμως η επιχείρηση ματαιώθηκε όταν το δεύτερο επλήγη από τορπίλη βρετανικού υποβρυχίου. Τρεις μέρες αργότερα ήταν μέρος της δύναμης κάλυψης νηοπομπής που μετέφερε προμήθειες στις γερμανοϊταλικές δυνάμεις στη Λιβύη (Επιχείρηση Μ42).[14] Στα τέλη του 1941 οι νηοπομπές του Άξονα έφταναν με μεγάλη δυσκολία στη Βόρεια Αφρική διότι οι Βρετανοί είχαν σπάσει τους κώδικες των Γερμανοϊταλών, συμπεριλαμβανομένου και του Enigma. Οι Ιταλοί, σε μια προσπάθεια καλύτερης προστασίας των νηοπομπών τους, χρησιμοποίησαν τις κύριες μονάδες επιφανείας τους σαν σκάφη συνοδείας.[15] Το Littorio και άλλα σκάφη ενεπλάκησαν στην πρώτη μάχη της Σύρτης, βάλλοντας από πολύ μεγάλη απόσταση και χωρίς αποτέλεσμα εναντίον των πλοίων συνοδείας μιας βρετανικής νηοπομπής που συνέπεσε τυχαία με αυτήν που προστάτευε η ιταλική δύναμη. Εξ αιτίας των ισχυρών ιταλικών πυρών, τα βρετανικά σκάφη αποσύρθηκαν και η ιταλική νηοπομπή Μ42 έφτασε ασφαλής στη Βόρεια Αφρική.[16][17]
Στις 3 Ιανουαρίου 1942 συμμετείχε ξανά στη δύναμη συνοδείας της νηοπομπής Μ43 και επέστρεψε στη βάση του στις 6 Ιανουαρίου. Στις 22 Μαρτίου ήταν ναυαρχίδα του ιταλικού στόλου κατά τη δεύτερη μάχη της Σύρτης, απόπειρας αναχαίτισης βρετανικής νηοπομπής με προορισμό τη Μάλτα.[14] Όταν νύχτωσε, βρετανικά αντιτορπιλικά επιχείρησαν να του επιτεθούν από μικρή απόσταση όμως το ισχυρό του πυρ τα ανάγκασε να υποχωρήσουν.[18] Μια βολή αντιτορπιλικού προκάλεσε μικρές ζημιές.[19] Κατά την εμπλοκή το Littorio προκάλεσε σημαντικές ζημιές στα αντιτορπιλικά HMS Havock και HMS Kingston, έπληξε επίσης το καταδρομικό HMS Euryalus. Το HMS Kingston επέστρεψε στη Μάλτα για επισκευές, όμως καταστράφηκε ολοσχερώς από αεροπορική επιδρομή.[20] Παρόλο που ο ιταλικός στόλος δεν είχε άμεση επαφή με τα πλοία της νηοπομπής, χάρη στη δράση του τα πλοία της διασπάστηκαν και πολλά βυθίστηκαν την επομένη από αεροπορικές επιθέσεις.[21]
Τρεις μήνες αργότερα, στις 14 Ιουνίου, το Littorio, το Vittorio Veneto, τέσσερα καταδρομικά και δώδεκα αντιτορπιλικά συμμετείχαν σε μια ακόμα αποστολή αναχαίτισης βρετανικής νηοπομπής από την Αλεξάνδρεια με προορισμό τη Μάλτα (Επιχείρηση Vigorous).[22] Οι Βρετανοί γρήγορα εντόπισαν την ιταλική δύναμη και εξαπέλυσαν νυχτερινές αεροπορικές επιθέσεις, χωρίς να πληγεί κάποιο πλοίο.[23] Την επομένη χτυπήθηκε ο πρώτος πύργος πυροβόλων από βόμβα ενός βαρέος βομβαρδιστικού B-24 Liberator, χωρίς να υποστεί αξιόλογες ζημιές. Στις 14:00 ο ιταλικός στόλος άλλαξε πορεία με σκοπό να επιστρέψει στη βάση του. Εκείνη τη νύχτα το Littorio επλήγη από τορπίλη ενός βομβαρδιστικού Wellington με αποτέλεσμα να σημειωθεί εισροή υδάτων. Το πλήρωμα εισήγαγε ποσότητες νερού προκειμένου να ισορροπήσει το σκάφος και να αποφευχθεί ο κίνδυνος ανατροπής.[24] Κατάφερε να επιστρέψει στο λιμάνι για επισκευές, ενώ παράλληλα η απειλή του Vittorio Veneto ανάγκασε τους Βρετανούς να ματαιώσουν τη νηοπομπή.[22][25] Οι επισκευές ολοκληρώθηκαν στις 17 Αυγούστου[24] και το πλοίο παρέμεινε στον Τάραντα μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου, οπότε ο στόλος απέπλευσε για τον ναύσταθμο της Λα Σπέτσια.[25]
Το Littorio παρέμενε ανενεργό το πρώτο εξάμηνο του 1943 εξ αιτίας της χρόνιας έλλειψης καυσίμων που αντιμετώπιζε το Ιταλικό Ναυτικό.[26] Υπήρχε αρκετή ποσότητα καυσίμων για το Littorio, το Vittorio Veneto και το νεότευκτο αδελφό πλοίο Roma μόνο για την περίπτωση συναγερμού.[27] Τα σκάφη ελλιμενίζονταν στη Λα Σπέτσια. Στις 19 Ιουνίου 1943, κατά τη διάρκεια επιδρομής αμερικανικών βομβαρδιστικών, το πλοίο επλήγη από τρεις βόμβες. Μετονομάστηκε σε Italia μετά από την πτώση του φασιστικού καθεστώτος. Στις 3 Σεπτεμβρίου υπεγράφη η συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους και έξι μέρες αργότερα το Italia και ο υπόλοιπος στόλος απέπλευσαν με κατεύθυνση τη Μάλτα για να παραδοθούν. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους δέχθηκαν επιθέσεις από γερμανικά βομβαρδιστικά Dornier Do 217 εξοπλισμένα με τηλεκατευθυνόμενες βόμβες Fritz X. Τα γερμανικά βομβαρδιστικά βύθισαν το Roma και προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στο Italia.[25][28]
Μετά τη Μάλτα, τα Italia και Vittorio Veneto μεταφέρθηκαν στην Αλεξάνδρεια και στις 14 Σεπτεμβρίου στη Μεγάλη Πικρή Λίμνη (στη Διώρυγα του Σουέζ). Παρέμεινε εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Στις 5 Φεβρουαρίου 1947 δόθηκε η άδεια να επιστρέψει στην Ιταλία. Σύμφωνα με τη Συνθήκη Ειρήνης που υπέγραψε η Ιταλία στις 10 Φεβρουαρίου 1947, το Italia δόθηκε ως πολεμική αποζημίωση στις ΗΠΑ. Τελικά διαλύθηκε για σκραπ (παλιοσίδερα και άλλα ανακυκλώσιμα υλικά) στη Λα Σπέτσια.[29]