MC5 | |
---|---|
Οι MC5 το 2005 | |
Πληροφορίες | |
Προέλευση | Ντιτρόιτ, Ηνωμένες Πολιτείες |
Μουσικά είδη | Hard Rock, Blues Rock, Garage Rock |
Παρουσία | 1964 - 1972, 1992, 2003 - 2012 |
Δισκογραφική εταιρεία | Elektra, Atlantic, Rhino |
Πρώην μέλη | Γουέιν Κρέιμερ Φρεντ Σμιθ Λίο ΛεΝτουκ Μπίλι Βάργκο Μπομπ Γκασπάρ Ρομπ Τάινερ Πάτρικ Μπάροους Μάικλ Ντέιβις Ντένις Τόμπσον Στιβ Μούρχαουζ Ντέρεκ Χιουζ Ρέι Κρεγκ Ρίτσι Ντάρμα Ντικ Μανιτόμπα |
Ιστότοπος | |
http://www.mc5.org/ | |
wikidata (π) |
Οι MC5 ήταν αμερικάνικο ροκ συγκρότημα, το οποίο δημιουργήθηκε το 1964 στο Ντιτρόιτ των Ηνωμένων Πολιτειών. Θεωρούνται ένας από τους δημιουργούς της χαρντ ροκ και της πανκ μουσικής σκηνής.
Ο Γουέιν Κρέιμερ, ο Ντένις Τόμπσον και ο Φρεντ Σμιθ γνωρίστηκαν στο γυμνάσιο "Lincoln Park High School", σε ηλικία 14 ετών, το 1962. Μέσω του Σμιθ, γνώρισαν τον, κατά τρία χρόνια μεγαλύτερο τους, Ρομπ Τάινερ, ενώ οι Κρέιμερ και Σμιθ έμαθαν να παίζουν κιθάρα και σχημάτισαν τους Bounty Hunters με τον Τάινερ να γίνεται μάνατζερ τους. Στο συγκρότημα συμμετείχαν και ο ντράμερ Λίο ΛεΝτουκ με τον κιθαρίστα Μπίλι Βάργκο.
Στις αρχές του 1964, ο Βάργκο παραιτήθηκε και ο ΛεΝτουκ απολύθηκε και τα τύμπανα ανέλαβε ο Μπομπ Γκασπάρ, με τον Ρομπ Τάινερ να αναλαμβάνει το μπάσο. Το Νοέμβριο του 1964, άλλαξαν το όνομα του συγκροτήματος σε Motor City Five, αλλά ο Τάινερ αποχώρησε λίγο πριν από την πρώτη του ζωντανή εμφάνιση μαζί τους, δίνοντας τη θέση του στον Πατ Μπάροους. Μερικές ημέρες αργότερα, πραγματοποίησαν την πρώτη τους συναυλία στο "Lincoln Park Bandshell" παίζοντας διασκευές σε τραγούδια των Rolling Stones, του Τζίμι Ριντ, του Τσακ Μπέρι, αλλά και το πρώτο δικό τους κομμάτι με τίτλο "Black To Comm".[1]
Στις αρχές της επόμενης χρονιάς, ο Τάινερ επέστρεψε στους MC5 και ανέλαβε τα φωνητικά του συγκροτήματος. Το φθινόπωρο του 1965, ο γνώρισε τον Μάικλ Ντέιβις στο πανεπιστήμιο "Wayne State" και τον προσκάλεσε να παρακολουθήσει μία ζωντανή εμφάνιση των MC5. Αφού ο Ντέιβις έγινε φίλος με τον Κρέιμερ, ο τελευταίος ανάγκασε τον μπασίστα του συγκροτήματος, Πάτ Μπάροους να αποχωρήσει για να πάρει τη θέση του ο Ντέιβις, αν και δεν ήξερε να παίζει μπάσο, ακόμη. Δύο εβδομάδες αργότερα, έπαιξε για πρώτη φορά ζωντανά με τους MC5 στο προαναφερθέν πανεπιστήμιο.[2]
Τον Σεπτέμβριο του 1965, το συγκρότημα εμφανίστηκε ζωντανά για αρκετές βραδιές στο "Crystal Bar" του Ντιτρόιτ. Την επόμενη χρονιά, οι Κρέιμερ και Ντέιβις συνέθεσαν το κομμάτι "Borderline".[3] Στις 7 Αυγούστου 1966 εμφανίστηκαν στο "The Festival Of People" του Ντιτρόιτ, όπου εκτός από μουσική, περιλαμβάνονταν και απαγγελία ποιητικών έργων, έκθεση φωτογραφίας, προβολή ταινιών, κ.α..[4] Το φεστιβάλ διοργανώθηκε από τον ποιητή Τζον Σινκλαίρ, μετέπειτα μάνατζερ των MC5. Η αρχική τους επαφή, ήταν η διαφωνία που είχαν όταν ο Σινκλαίρ δήλωσε ότι "μουσική γι' αυτόν ήταν ο Μάιλς Ντέιβις και ο Τζον Κολτρέιν", αρνούμενος το ροκ εντ ρολ.
Τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς και μόλις πέντε εβδομάδες μετά τη διαφωνία με τον Σινκλαίρ, οι MC5 ξεκίνησαν να κάνουν πρόβες στο "Artists Workshop" όπου υπεύθυνος ήταν ο τελευταίος, τον οποίο συνάρπασε η ορμητικότητα και η δυναμική του συγκροτήματος, τόσο ώστε να γράψει άρθρα που εξυμνούσαν τις ζωντανές τους εμφανίσεις. Εκείνο το διάστημα, το "Artists Workshop" ξεκίνησε τη συνεργασία του με την αίθουσα εκδηλώσεων "Grande Ballroom" του Ντιτρόιτ, με τους MC5 να παίζουν εκεί για πρώτη φορά στις 7 Οκτωβρίου 1966, μαζί με τους The Chosen Few.[5]
Τον χειμώνα του 1966, το συγκρότημα ηχογράφησε τα κομμάτια "I Can Only Give You Everything", "One of the Guys" και "I Just Don't Know" στα "United Sound" και "Tera Shirma Studios" του Ντιτρόιτ. Το "I Can Only Give You Everything" αποτέλεσε το πρώτο σινγκλ των MC5, το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1967 στον περιορισμένο αριθμό των 500 αντιτύπων μέσω της δισκογραφικής εταιρείας "AMG".[6]
Στις αρχές Μαΐου του 1967, ο Τάινερ έδωσε την πρώτη του συνέντευξη στον Σινκλαίρ, ο οποίος δεν είχε ακόμη αναλάβει καθήκοντα μάνατζερ για το συγκρότημα, κάτι που έκανε τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς.[7] Λίγο αργότερα, δημιουργήθηκε και το πρώτο fan club του συγκροτήματος, ενώ στα τέλη της χρονιάς ηχογράφησαν το δεύτερο σινγκλ τους με τίτλο "Looking at You", το οποίο κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων στις αρχές του 1968 μέσω της "A-Square".[8] Στις 23 Ιουνίου, έπαιξαν στο "Grande Ballroom" μαζί με τους Blue Cheer, τους Stooges, κ.α. μπροστά σε πάνω από 1500 θεατές, ενώ στις αρχές Ιουλίου εμφανίστηκαν το φεστιβάλ "Saugatuck Pop" μπροστά σε 3000 θεατές. Στα τέλη του μήνα, τα μέλη του συγκροτήματος συνελήφθησαν για τη συναυλία τους στο Ann Arbor όπου έπαιζαν με ελεύθερη είσοδο και κατηγορήθηκαν για διατάραξη κοινής ησυχίας. Αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση 125 δολαρίων έκαστος.[9]
Το συγκρότημα συνέχισε να εμφανίζεται ζωντανά με μεγάλα ονόματα του Ντιτρόιτ όπως οι Amboy Dukes, οι Stooges, κ.α. και υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρεία "Elektra Records". Στις 30 και 31 Οκτωβρίου 1968, η νέα τους εταιρεία ηχογράφησε τις εμφανίσεις του συγκροτήματος στο "Grande Ballroom", οι οποίες κατέληξαν στο πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο "Kick Out the Jams".[10] Οι MC5 απογοητεύθηκαν από το τελικό αποτέλεσμα και ζήτησαν από την "Elektra" να ηχογραφήσουν τα κομμάτια στο στούντιο, κάτι που ο Τζον Σινκλαίρ και ο μάνατζερ της εταιρείας, Τζακ Χόλτζμαν, αρνήθηκαν.
Για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού πριν την κυκλοφορία του δίσκου, η "Elektra" οργάνωσε μία περιοδεία στις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες με σκοπό να γίνει γνωστό το συγκρότημα σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, η Βοστώνη και το Κλίβελαντ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας, έπαιξαν για τρεις βραδιές στη Βοστώνη ανοίγοντας την εμφάνιση των The Velvet Underground στο "The Boston Tea Party".[11] Στις 26 Δεκεμβρίου 1968 έπαιξαν στο "Fillmore East" σε συναυλία με ελεύθερη είσοδο που διοργάνωσε η "Elektra" και στιγματίστηκε από επεισόδια ανάμεσα σε άνδρες της ασφάλειας του χώρου και συμμοριών μοτοσυκλετιστών.
Στις 4 Ιανουαρίου 1969, οι MC5 ήταν στο πρωτοσέλιδο του περιοδικού "Rolling Stone", αλλά μία εβδομάδα αργότερα το περιοδικό "Billboard" έκανε ιδιαίτερα αρνητική κριτική απέναντι στον ακυκλοφόρητο, ακόμη, δίσκο του συγκροτήματος. Ένα μήνα αργότερα, κυκλοφόρησε το "Kick Out the Jams" σκαρφαλώνοντας στο # 30 των αμερικάνικων τσαρτ, πουλώντας πάνω από 20.000 αντίτυπα στη γενέτειρα του συγκροτήματος, το Ντιτρόιτ, στον πρώτο μήνα της κυκλοφορίας του.[12] Επίσης, το ομώνυμο σινγκλ σκαρφάλωσε στο Hot-100 του Billboard, ενώ την άνοιξη επανακυκλοφόρησαν το "I Can Only Give You Everything".
Στις 18 Μαρτίου, τα μέλη του συγκροτήματος συνελήφθησαν και πάλι, αυτή τη φορά με την κατηγορία της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ.[13] Λίγες ημέρες αργότερα, επέστρεψαν στα "Elektra studios" του Λος Άντζελες για την ηχογράφηση του δεύτερου δίσκου τους με παραγωγό τον Μπρους Μπότνικ. Οι συγκεκριμένες ηχογραφήσεις διακόπηκαν και το συμβόλαιο με την "Elektra" λύθηκε κοινεί συναινέσει, ενώ η εμφάνιση του συγκροτήματος στο "Ft. Lauderdale Pop Festival" ακυρώθηκε όταν η τοπική αστυνομία εξέδωσε ένταλμα σύλληψης των μουσικών σε περίπτωση που περνούσαν τα σύνορα της πολιτείας, λόγω μιας φωτογραφίας που κυκλοφόρησε με τα μέλη των MC5 να κάνουν σεξ με μία κοπέλα.
Τον Μάιο του 1969, υπέγραψαν στην "Atlantic Records" και έλαβαν προκαταβολή 50.000 δολαρίων. Τον επόμενο μήνα, ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις του δεύτερου δίσκου τους με παραγωγό τον Τζον Λάντο, με τις διαδικασίες να ολοκληρώνονται στις αρχές Οκτωβρίου. Εκείνο το διάστημα κυκλοφόρησαν το κομμάτι "Tonight" σε μορφή σινγκλ και προσέλαβαν έναν επαγγελματία μάνατζερ αντικαθιστώντας τον Σινκλαίρ, ο οποίος αντιμετώπιζε προβλήματα με τις αρχές και συλλαμβάνονταν κατά καιρούς.[14]
Στις 25 Οκτωβρίου εμφανίστηκαν στο "Boston Garden" της Βοστώνης μαζί με τους Led Zeppelin και τον Τζόνι Γουίντερ για το "Narragansett's First Tribal Rock Festival", μπροστά σε 17.000 θεατές.[15] Το δεύτερο τους άλμπουμ, με τίτλο "Back in the USA" κυκλοφόρησε στα μέσα Ιανουαρίου του 1970 φθάνοντας μόλις στο # 137 των αμερικάνικων τσαρτ, ενώ λίγο αργότερα, κυκλοφόρησαν το σινγκλ "Shakin' Street".[16][17]
Στα τέλη Ιουλίου του 1970, έπαιξαν για πρώτη φορά ζωντανά σε ευρωπαϊκό έδαφος, δίνοντας τέσσερις συναυλίες στη Μεγάλη Βρετανία, όπου μοιράστηκαν τη σκηνή με ονόματα όπως οι Pink Fairies, Spencer Davis Group, Emerson, Lake and Palmer, κ.α.. Μετά την επιστροφή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις του τρίτου τους δίσκου στα "Artie Fields Studios". Ο δίσκος "High Time" κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1971 σε παραγωγή του Τζέφρι Χάσλαμ και του συγκροτήματος.[18]
Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1972 περιόδευσαν στην Ευρώπη, παίζοντας στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία.[19] Μετά από μερικές εμφανίσεις, ο Μάικλ Ντέιβις απολύθηκε από το συγκρότημα, το οποίο αποτελούνταν από τον Γουέιν Κρέιμερ στο μπάσο και την κιθάρα, τον Φρεντ Σμιθ στην κιθάρα, τον Ρομπ Τάινερ στα φωνητικά και τον Ντένις Τόμπσον στα τύμπανα. Για το υπόλοιπο της περιοδείας, ο Βρετανός μπασίστας Στιβ Μούρχαουζ συμπλήρωσε τη σύνθεση του σχήματος.
Τον Μάρτιο, το συγκρότημα πραγματοποίησε πρόβες στο Herouville Castle στη Γαλλία και περιόδευσε στη Γερμανία πριν ο Μούρχαουζ παραιτηθεί δίνοντας τη θέση του στον Ντέρεκ Χιουζ. Μετά την επιστροφή των MC5 στην Αμερική, το μπάσο ανέλαβε ο Ρέι Κρεγκ, μέχρι την ευρωπαϊκή τους περιοδεία τον Ιούνιο όπου στο συγκρότημα εντάχθηκε και πάλι ο Χιουζ.
Το Νοέμβριο του 1972, ο Τόμπσον και ο Τάινερ παραιτήθηκαν από τους MC5, με τους Κρέιμερ και Σμιθ να μεταβαίνουν στη Δανία για μερικές συναυλίες με τον Χιουζ και το ντράμερ Ρίτσι Ντάρμα.[20] Ακολούθησαν εμφανίσεις στα σκανδιναβικά κράτη και τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ 15 συναυλίες στην Ιταλία ακυρώθηκαν όταν οι διοργανωτές έμαθαν ότι το συγκρότημα δεν είναι πλήρες. Τελικά, οι MC5 έδωσαν την τελευταία τους συναυλία στις 31 Δεκεμβρίου 1972 στο "Grande Ballroom" του Ντιτρόιτ.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1992, οι Κρέιμερ, Σμιθ, Ντέιβις και Τόμπσον επανενώθηκαν για μία εμφάνιση αφιερωμένη στη μνήμη του Ρομπ Τάινερ, στο 'State Theater" του Ντιτρόιτ.
Το 2003, οι Κρέιμερ, Ντέιβις και Τόμπσον έπαιξαν στο "100 Club" του Λονδίνου, με τον Νίκε Άντερσον των Hellacopters στη θέση του Σμιθ και τον Ντέιβιντ Βέινιαν των The Damned, τον Lemmy των Motörhead και τον Ίαν Άστμπερι των The Cult στη θέση του Τάινερ.[21] Την επόμενη χρονιά, η ίδια σύνθεση περιόδευσε σε όλο τον κόσμο με διάφορους μουσικούς ως γκεστ, στις εμφανίσεις τους.
Τον Φεβρουάριο του 2005, τα φωνητικά του σχήματος ανέλαβε ο Ντικ Μανιτόμπα των The Dictators, με τους MC5 να συνεχίζουν για επτά χρόνια, μέχρι το 2012 όταν και διαλύθηκαν λόγω του θανάτου του Μάικλ Ντέιβις από ηπατική ανεπάρκεια.[22]
Επίσημα άλμπουμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
|
Ζωντανές ηχογραφήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
|
Συλλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
|