The Battle Rages on | ||||
---|---|---|---|---|
Στούντιο άλμπουμ από Deep Purple | ||||
Κυκλοφορία | Ιούλιος 1993 | |||
Ηχογράφηση | 1992 - 1993, Νέα Υόρκη | |||
Μουσικό είδος | Hard Rock, Heavy Metal | |||
Διάρκεια | 49:25 | |||
Παραγωγή | Deep Purple | |||
Δισκογραφική | BMG (Ευρώπη) Giant Records (Αμερική) | |||
Δισκογραφικό χρονολόγιο (Deep Purple) | ||||
|
The Battle Rages On είναι ο τίτλος του 14ου στούντιο δίσκου του χαρντ ροκ συγκροτήματος Deep Purple. Ο δίσκος κυκλοφόρησε σε μορφή βινυλίου και CD από την "BMG" στην Ευρώπη και την Ιαπωνία και από την "Giant Records" στην Αμερική.[1] Σημείωσε αρκετά μεγάλες πωλήσεις στην Ιαπωνία και ανέβηκε σε αρκετά ευρωπαϊκά Top-10, αλλά δεν γνώρισε επιτυχία στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.
Το "The Battle Rages On" είναι ο τελευταίος στούντιο δίσκος που κυκλοφόρησαν οι Deep Purple με τον κιθαρίστα Ρίτσι Μπλάκμορ στη σύνθεση τους, αφού κατά τη διάρκεια της περιοδείας για την προώθηση του άλμπουμ ο Μπλάκμορ αποχώρησε για να επαναδημιουργήσει τους Rainbow και αντικαταστάθηκε από τον Τζο Σατριάνι.[2]
Τον Αύγουστο του 1992 ο τραγουδιστής Ίαν Γκίλαν επανήλθε στο συγκρότημα μετά την προσπάθεια που είχαν κάνει τα υπόλοιπα μέλη των Deep Purple με τον Τζο Λιν Τέρνερ στα φωνητικά.[3] Το αποτέλεσμα της δεύτερης επανένωσης της "κλασικής" σειράς μελών του συγκροτήματος ήταν ο δίσκος "The Battle Rages On...", πιθανότατα ο βαρύτερος ηχητικά δίσκος που είχαν δημιουργήσει μέχρι τότε. Η επιστροφή του βασικού τραγουδιστή δεν βρήκε σύμφωνο τον κιθαρίστα Ρίτσι Μπλάκμορ, ο οποίος αποχώρησε από τους Deep Purple το Νοέμβριο του 1993.[4]
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στα "Bearsville Studios" στη Νέα Υόρκη και η μίξη του έγινε από τον Πατ Ρέγκαν μαζί με τον μπασίστα του συγκροτήματος Ρότζερ Γκλόβερ. Η εμπορική του επιτυχία ήταν χαμηλότερη από οποιονδήποτε άλλο δίσκο είχαν κυκλοφορήσει οι Deep Purple με τον Ίαν Γκίλαν στα φωνητικά μέχρι τότε, αφού δεν κατάφερε να ανέβει στο βρετανικό Top-10, ενώ δεν έγινε # 1 σε καμία χώρα, παγκοσμίως. Παρ' όλα αυτά παρουσίασε βελτίωση σε σχέση με το "Slaves and Masters" του 1990, μπαίνοντας σε αρκετά ευρωπαϊκά Top-10 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ιαπωνία, όπου έφθασε ως το # 5 και βραβεύθηκε ως χρυσό, πουλώντας 100.000 αντίτυπα.[5]
Η περιοδεία για την προώθηση του δίσκου ξεκίνησε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1993 στη Ρώμη και συνεχίστηκε με συναυλίες στην Αυστρία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ελβετία, την Τσεχία, την Πολωνία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Δανία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία και τέλος, στις 17 Νοεμβρίου το Ελσίνκι της Φινλανδίας όπου έπαιξε και για τελευταία φορά με τους Deep Purple ο Ρίτσι Μπλάκμορ, συναυλία της οποίας μέρος υπάρχει στο ζωντανά ηχογραφημένο "Come Hell or High Water".[6]
Αντικαταστάτης του Μπλάκμορ για την υπόλοιπη περιοδεία ήταν ο κιθαρίστας Τζο Σατριάνι. Η επιτυχία των συναυλιών ήταν μεγάλη αφού σε έξι συναυλίες στην Ιαπωνία οι Deep Purple έπαιξαν μπροστά σε συνολικά 78.000 θεατές. Ακολούθησε μία μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία, από την 1 Ιουνίου ως τις αρχές Ιουλίου.[7] Τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος βρήκαν την ευκαιρία να παίξουν ζωντανά τραγούδια τα οποία δεν ήθελε ο Μπλάκμορ να παίξει όπως τα "Pictures of Home", "Maybe I’m A Leo" και "When a Blind Man Cries". Μετά το πέρας της περιοδείας σε Ιαπωνία και Ευρώπη ζητήθηκε από τον Τζο Σατριάνι να παραμείνει σαν μόνιμο στέλεχος του συγκροτήματος αλλά αυτός αρνήθηκε λόγω των συμβολαίων που είχε για τη σόλο καριέρα του.[8] Η τελευταία του συναυλία με τους Deep Purple ήταν στις 6 Ιουλίου του 1994 στη Γερμανία.[9]
Κατά την ιαπωνική περιοδεία, ηχογραφήθηκαν κάποιες εμφανίσεις του συγκροτήματος με σκοπό την κυκλοφορία ενός άλμπουμ, αλλά ο Σατριάνι ήταν δυσαρεστημένος από την ποιότητα των εν λόγω ηχογραφήσεων, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει τελικά το "Come Hell or High Water". Οι υποχρεώσεις της προσωπικής καριέρας του Σατριάνι, οδήγησαν στην ακύρωση τοων εμφανίσεων τους σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, που ήταν προγραμματισμένες για τον Οκτώβριο του 1994.[2]
Ο δίσκος ξεκινάει με το ομώνυμο κομμάτι, του οποίου το ριφ περιέχει οριεντάλ στοιχεία και οι στίχοι του Ίαν Γκίλαν μιλούν για έντονη διαμάχη, γεγονός που πολλοί οπαδοί του συγκροτήματος θεωρούν ότι απεικονίζει τις σχέσεις του τραγουδιστή με τον κιθαρίστα, Ρίτσι Μπλάκμορ. Ακολουθεί το "Lick it Up", κομμάτι βγαλμένο από τη δεκαετία του '70 με μελωδικό ρεφραίν.
Τρίτο τραγούδι του άλμπουμ είναι το "Anya", ένα από τα καλύτερα κομμάτια του "The Battle Rages On" που παρουσιάζει μία ακόμη σπουδαία συνεργασία του Μπλάκμορ με τον Τζον Λορντ.[10] Ακολουθεί το δυνατό "Talk About Love", με ένα χαρακτηριστικό ριφ του Μπλάκμορ, ενώ οι στίχοι του "Time to Kill" μιλούν για την οργάνωση της ζωής.
Έκτο κομμάτι του άλμπουμ είναι το "Ramshackle Man" με έντονη μπλουζ αίσθηση και κάθε μέλος των Deep Purple να δίνει μία ξεχωριστή παράσταση.[11] Το "Twist in the Tale" είναι ένα από τα γρήγορα και δυνατά τραγούδια του άλμπουμ και αποτελεί ένα από τα highlight για τα τύμπανα του Ίαν Πέις.
Ακολουθεί το "Nasty Piece Of Work" με σκοτεινή ενορχήστρωση από τον Τζον Λορντ και πειραματισμούς στα φωνητικά,[12] ενώ το διαδέχεται το μελαγχολικό και σκοτεινό "Solitaire". Το άλμπουμ κλείνει με το "One Man's Meat", του οποίου το ριφ θυμίζει την πρώτη εποχή του Ρίτσι Μπλάκμορ με τους Rainbow.[10]
1. The Battle Rages On... (Blackmore, Gillan, Lord, Paice)
2. Lick It Up (Blackmore, Gillan, Glover, Lord)
3. Anya (Blackmore, Gillan, Glover, Lord)
4. Talk About Love (Blackmore, Gillan, Glover)
5. Time to Kill (Blackmore, Gillan, Glover)
6. Ramshackle Man (Blackmore, Gillan, Glover)
7. A Twist in the Tale (Blackmore, Gillan, Glover)
8. Nasty Piece of Work (Blackmore, Gillan, Glover, Lord)
9. Solitaire (Blackmore, Gillan, Glover)
10. One Man's Meat (Blackmore, Gillan, Glover)
The Battle Rages On... (άλμπουμ)
Επίσημη κυκλοφορία: Ιούλιος 1993
Χώρα | Θέση |
---|---|
Ιαπωνία[17] | 5 |
Ελβετία[18] | 7 |
Σουηδία[5] | 8 |
Νορβηγία[5] | 9 |
Αυστρία[19] | 9 |
Γερμανία[5] | 13 |
Φινλανδία[5] | 18 |
Ηνωμένο Βασίλειο[5] | 21 |
Ολλανδία[20] | 39 |
Ηνωμένες Πολιτείες[5] | 192 |
The Battle Rages On (άλμπουμ)
Το The Battle Rages On... ηχογραφήθηκε από τη δεύτερη σειρά μελών του συγκροτήματος. Η εν λόγω σειρά έμεινε στην ιστορία ως η πιο επιτυχημένη και χαρακτηριστική των Deep Purple. Τα μέλη της ήταν τα εξής: