Tupolev Tu-4 | |
---|---|
Το Tupolev Tu-4 που εκτίθεται στο Μονίνο. | |
Τύπος | βομβαρδιστικό αεροσκάφος |
Χώρα προέλευσης | ΕΣΣΔ |
Σχεδιασμός | Σχεδιαστικό Γραφείο Tupolev |
Παρθενική πτήση | 19 Μαΐου 1947 |
Πρώτη παρουσίαση | 1949 |
Κύριος χειριστής | Σοβιετική Πολεμική Αεροπορία Πολεμική Αεροπορία του Κινεζικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού |
Παραγωγή | 1949–1952 |
Μονάδες που παρήχθησαν | 847 |
Αναπτύχθηκε από | Boeing B-29 Superfortress |
Παραλλαγές | Tupolev Tu-70 Tupolev Tu-75 |
Εξελίχθηκε σε | Tupolev Tu-80 Tupolev Tu-85 |
Το Tupolev Tu-4 (ρωσικά: Туполев Ту-4, ονομασία αναφοράς ΝΑΤΟ: «Bull») ήταν σοβιετικό ελικοφόρο στρατηγικό βομβαρδιστικό που παρέμεινε σε υπηρεσία με την Σοβιετική Πολεμική Αεροπορία από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ήταν αντίγραφο του αμερικανικού Boeing B-29 Superfortress το οποίο δημιουργήθηκε μέσω αντίστροφης μηχανικής έχοντας σαν βάση αμερικανικά αεροσκάφη που είχαν κατασχεθεί όταν πραγματοποίησαν αναγκαστική προσγείωση σε σοβιετικό έδαφος.
Στα καταληκτικά στάδια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πλέον σαφές πως η Σοβιετική Αεροπορία θα έπρεπε να αποκτήσει δυνατότητες στρατηγικού βομβαρδισμού αντίστοιχες με αυτές των Αμερικανών. Ήδη πριν από το ξέσπασμα του πολέμου η Αεροπορία διέθετε το εγχώριας κατασκευής τετρακινητήριο βομβαρδιστικό Petlyakov Pe-8 το οποίο όμως κατασκευάστηκε σε πολύ μικρούς αριθμούς (93 μονάδες συνολικά) και είχε καταστεί ξεπερασμένο τεχνολογικά. Στα τέλη του πολέμου οι αεροπορικές δυνάμεις των ΗΠΑ είχαν την δυνατότητα να πραγματοποιούν στρατηγικούς βομβαρδισμούς της Ιαπωνίας χάρη στα B-29 που επιχειρούσαν από απομακρυσμένες προωθημένες βάσεις σε νησιά του Ειρηνικού και ο Στάλιν διέταξε την ανάπτυξη βομβαρδιστικού ανάλογων δυνατοτήτων.
Οι ΗΠΑ αρνήθηκαν δύο φορές να προμηθεύσουν τη Σοβιετική Ένωση με B-29 μέσω της συμφωνίας Lend-Lease.[1][2] Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του 1944 υπήρξαν τέσσερα διακριτά περιστατικά κατά τα οποία αμερικανικά B-29 πραγματοποίησαν αναγκαστική προσγείωση σε σοβιετικό έδαφος. Σύμφωνα με το Σύμφωνο Ουδετερότητας μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Ιαπωνίας, η ΕΣΣΔ ήταν τότε ουδέτερη σε ό,τι αφορά τα τεκταινόμενα στον πόλεμο του Ειρηνικού και κατά συνέπεια τα βομβαρδιστικά κρατήθηκαν από τις σοβιετικές αρχές. Οι ΗΠΑ ζήτησαν την επιστροφή τους, όμως το αίτημά τους απορρίφθηκε.[3] Τα τρία Β-29 που μπορούσαν να επισκευασθούν μεταφέρθηκαν στη Μόσχα και παραδόθηκαν στο Γραφείο Σχεδιασμού Tupolev. Το ένα εξ αυτών διαλύθηκε, το δεύτερο χρησιμοποιήθηκε για πτητικές δοκιμές και εκπαίδευση και το τρίτο κρατήθηκε ως πρότυπο.[4] Τα δύο B-29 προέρχονταν από το εργοστάσιο της Boeing στην Ουίτσιτα και το τρίτο από τη εργοστάσιο στο Ρέντον. Δύο ημέρες έπειτα από τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και βάσει των συμφωνηθέντων στη διάσκεψη της Γιάλτας η ΕΣΣΔ κήρυξε τον πόλεμο στην Ιαπωνία.[5] Κατόπιν αυτού το τέταρτο B-29 επιστράφηκε στις ΗΠΑ μαζί με το πλήρωμά του
Ο Στάλιν ζήτησε από τον Τουπόλεφ να αντιγράψει το Superfortress όσο το συντομότερο δυνατόν αντί να συνεχίσει να εργάζεται πάνω στο δικής του σχεδίασης ANT-64/Tu-10.[6] Στο πρόγραμμα αντίστροφης μηχανικής του B-29 ενεπλάκησαν 900 εργοστάσια και ερευνητικά ινστιτούτα που ολοκλήρωσαν το σχεδιαστικό τους έργο μέσα σε ένα χρόνο, δημιουργώντας 105.000 τεχνικά σχέδια.[7] Μέχρι το τέλος του δεύτερου έτους του προγράμματος η σοβιετική βιομηχανία όφειλε να ολοκληρώσει είκοσι αεροσκάφη και να τα παραδώσει για κρατικές δοκιμές αποδοχής.[8]
Στη Σοβιετική Ένωση χρησιμοποιούνταν το μετρικό σύστημα και δεν παράγονταν φύλλα αλουμινίου ίδιου πάχους με των αμερικανικών που έχουν άλλο σύστημα μέτρησης. Επίσης ήταν αναγκαία η έναρξη της παραγωγής νέων κραμάτων και άλλων υλικών που δεν κατασκευάζονταν μέχρι τότε στην ΕΣΣΔ. Απαιτήθηκε εκτεταμένος επανασχεδιασμός προκειμένου να αντισταθμιστούν οι διαφορές και επιπλέον μειώθηκαν τα επισήμως αποδεκτά περιθώρια αντοχής προκειμένου να αποφευχθούν επιπλέον αλλαγές.[9] Παρόλα αυτά το πρωτότυπο Tu-4 ζύγιζε μόνο 340 κιλά περισσότερο από το B-29, διαφορά μικρότερη του 1%.[10]
Οι μηχανικοί και οι προμηθευτές εξαρτημάτων δέχονταν πιέσεις από τον Τουπόλεφ, τον Στάλιν και την κυβέρνηση να δημιουργήσουν ένα ακριβές αντίγραφο του B-29. Έπρεπε να ξεπεραστούν αντιστάσεις ακόμα και για τη χρήση υποσυστημάτων που παράγονταν ήδη στην ΕΣΣΔ και ενίοτε ήταν ανώτερα των αντίστοιχων τους που βρέθηκαν στα B-29. Κάθε τροποποίηση και κάθε εξάρτημα που κατασκευάζονταν εξεταζόταν σχολαστικά και υπόκειτο σε μακρά γραφειοκρατική διαδικασία προκειμένου να γίνει αποδεκτό. Ο Κέρμπερ, τότε αναπληρωτής του Τουπόλεφ, ανέφερε στα απομνημονεύματά του ότι οι μηχανικοί χρειάστηκαν εξουσιοδότηση από έναν υψηλόβαθμο στρατηγό για να χρησιμοποιήσουν αλεξίπτωτα σοβιετικής προέλευσης.[4] Οι αλλαγές περιορίστηκαν στο προαναφερθέν πάχος των φύλλων αλουμινίου, τους κινητήρες, τον αμυντικό οπλισμό, τον ασύρματο (τοποθετήθηκε ένα μεταγενέστερο μοντέλο αμερικανικής προέλευσης που είχε χρησιμοποιηθεί στα B-25 που παρέλαβαν οι Σοβιετικοί μέσω του Lend-Lease) και το σύστημα αναγνώρισης φίλου ή εχθρού καθώς το αμερικανικό ήταν προφανώς ακατάλληλο.[11] Χρησιμοποιήθηκε ο σοβιετικός κινητήρας Shvetsov ASh-73 που ήταν μεν μια εξέλιξη του Wright R-1820, αλλά δεν σχετιζόταν άμεσα με τον κινητήρα Wright R-3350 των B-29.[12] Ο ASh-73 χρησιμοποιήθηκε επίσης σε ορισμένα από τα παλαιότερα αεροσκάφη Petlyakov Pe-8. Οι τηλεχειριζόμενοι πυργίσκοι πολυβόλων του B-29 επανασχεδιάστηκαν για να φιλοξενήσουν το ισχυρότερο πυροβόλο Nudelman NS-23 των 23 mm.[13] Περαιτέρω αλλαγές έγιναν λόγω προβλημάτων που προέκυψαν κατά τη διάρκεια των δοκιμών, ενώ τροποποιήσεις συνέχισαν να γίνονται καθ' όλη της επιχειρησιακής πορείας του Tu-4.[14]
Η πρώτη πτήση πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαΐου 1947 με τον δοκιμαστή πιλότο Νικολάι Ρίμπκο.[15] Η παραγωγή των Tu-4 ξεκίνησε αμέσως και ήδη από το 1949 είχαν παραδοθεί αεροσκάφη σε μονάδες της Αεροπορίας.
Η ύπαρξη των Tu-4 αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό στις 3 Αυγούστου 1947, στο πλαίσιο των αεροπορικών επιδείξεων για την Ημέρα της Αεροπορίας στο Τουσίνο. Αρχικά πραγματοποίησαν υπερπτήση τρία αεροσκάφη και οι Δυτικοί παρατηρητές υπέθεσαν ότι επρόκειτο απλώς για τα τρία B-29 που είχαν πραγματοποιήσει αναγκαστική προσγείωση στην ΕΣΣΔ το 1944. Όμως λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε και τέταρτο αεροσκάφος και οι παρατηρητές συνειδητοποίησαν ότι οι Σοβιετικοί είχαν αντιγράψει το B-29.[16]
Η ένταξη του Tu-4 σε υπηρεσία προκάλεσε έντονο προβληματισμό στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ καθώς η εμβέλειά του επαρκούσε για να πραγματοποιηθούν επιθέσεις σε στόχους όπως το Σικάγο ή το Λος Άντζελες σε αποστολές χωρίς επιστροφή. Το γεγονός αυτό πιθανότατα επηρέασε τις ασκήσεις και τις πρακτικές εναέριας μάχης που διεξήχθησαν από τις αεροπορικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας το 1948, στις οποίες συμμετείχαν στόλοι B-29.[17] Στις ασκήσεις μετείχαν μαχητικά της RAF και σχηματισμοί αμερικανικών B-29 και περιελάμβαναν επίδειξη προτεινόμενων μεθόδων αναχαίτισης βομβαρδιστικών τύπου B-29/Tu-4 από αεριωθούμενα μαχητικά τύπων Gloster Meteor και de Havilland Vampire.
Οι Σοβιετικοί ανέπτυξαν τέσσερα διαφορετικά συστήματα εναέριου ανεφοδιασμού για να επεκτείνουν την εμβέλεια του Tu-4, όμως η χρήση τους ήταν πολύ περιορισμένη πριν την αντικατάσταση των Tu-4 από τα αεριωθούμενα Tu-16.[18]
Κατασκευάστηκαν 847 αεροσκάφη,[19] μερικά εκ των οποίων παραδόθηκαν στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Το 185ο Αεροπορικό Σύνταγμα της Φρουράς με έδρα την Πολτάβα ήταν ο πρώτος σχηματισμός που επανεξοπλίστηκε με τα Tu-4. Τα πληρώματα εκπαιδεύτηκαν στο Καζάν όπου είχε την έδρα του το 890ο Σύνταγμα,[20] τα πληρώματα του οποίου είχαν εμπειρεία με τετρακινητήριους τύπους αμερικάνικης προέλευσης.[21] Τον Μάρτιο του 1949 επανεξοπλίστηκε με Tu-4 και το 52ο Αεροπορικό Σύνταγμα Βαριών Βομβαρδιστικών της Φρουράς[22] και το 1953 ακολούθησε το 121ο Αεροπορικό Σύνταγμα της Φρουράς που παρέλαβε Tu-4R.[23]
Από το 1954 άρχισε η αντικατάσταση των Tu-4 από πιο εξελιγμένους τύπους όπως το αεριωθούμενο Tu-16 και το ελικοφόρο στρατηγικό βομβαρδιστικό Tupolev Tu-95. Τα Tu-4 που αποσύρονταν από τα συντάγματα βομβαρδιστικών μετατράπηκαν σε μεταγωγικά.[24]
Αναπτύχθηκαν επίσης πολλές πειραματικά και δοκιμαστικά αεροσκάφη και η εμπειρία που αποκομίστηκε ήταν πολύ σημαντική για την ανάπτυξη του σοβιετικού προγράμματος στρατηγικών βομβαρδιστικών. Τα τελευταία Tu-4 σε σοβιετική υπηρεσία χρησιμοποιούνταν ως μεταγωγικά ή αεροσκάφη δοκιμών. Επίσης ένα Tu-4A ήταν το πρώτο σοβιετικό αεροσκάφος που έριξε πυρηνικό όπλο, συγκεκριμένα μια ατομική βόμβα τύπου RDS-3.[25]
Στις 28 Φεβρουαρίου 1953 ο Στάλιν έδωσε στην Κίνα δέκα Tu-4 και το 1960 έφθασαν στο Πεκίνο δύο ακόμη αεροσκάφη για την εκπαίδευση πληρωμάτων στην πλοήγηση. Στα 1970-73 έντεκα αεροσκάφη αναβαθμίστηκαν με κινητήρες τουρμποπρόπ 11 AI-20K και το τελευταίο κινεζικό Tu-4 αποσύρθηκε το 1988.
Το 1969 οι Κινέζοι ανέπτυξαν το πρώτο τους αεροσκάφος έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου έχοντας ως βάση το Tu-4. Τα αεροσκάφη που προέκυψαν ονομάστηκαν KJ-1 και δεν κάλυπταν τις ανάγκες της κινεζικής αεροπορίας. Το όλο εγχείρημα εγκαταλείφθηκε το 1979, παρόλο που υπήρξαν και άλλες προτάσεις αξιοποίησης των διαθέσιμων Tu-4.[26]