Άγγελος | |
---|---|
Άγγελος Ακοτάντος, «Άγιος Γεώργιος» (1425-1450, Μουσείο Μπενάκη) | |
Γέννηση | 1400 Κρήτη |
Θάνατος | 1450 Χάνδακας |
Εθνικότητα | Ελληνική |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Ιδιότητα | ζωγράφος, αγιολόγος και ιστορικός[1] |
Κίνημα | Κρητική λογοτεχνία της Βενετοκρατίας |
Είδος τέχνης | Αγιογραφία |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | Κρητική Σχολή |
Σημαντικά έργα | Ο Ασπασμός των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, η δέηση, Άγιος Φανούριος, στρογγυλή εικόνα της Αγ. Αικατερίνης |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Άγγελος Ακοτάντος ήταν Κρητικός αγιογράφος του 15ου αιώνα που ζούσε και εργαζόταν στην πόλη του βενετοκρατούμενου Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Ο Άγγελος Ακοτάντος αποτελεί σημαντικό μέλος της Κρητικής Σχολής.
Η περίοδος της καλλιτεχνικής δράσης του τοποθετείται ανάμεσα στο 1425 και το 1450, το έτος που πεθαίνει. Υπέγραφε τα έργα του με το όνομα «Χειρ Αγγέλου»· θεωρείται ως ο πρώτος βυζαντινός ζωγράφος που έκανε κάτι τέτοιο. Κατά τον Αγγελο Δεληβοριά, πρώην διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, «Ο Αγγελος υπογράφει τα έργα του, γιατί έχει συνείδηση της ποιότητας του έργου του, ενώ ταυτόχρονα μας εισάγει σε μια άλλη συνήθεια, την οποία υιοθετούν ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο Μιχαήλ Δαμασκηνός κ.ά.»[2].
Στις αγιογραφίες του συνυπάρχουν οι αναζητήσεις της ζωγραφικής της Κωνσταντινούπολης (δεν αποκλείεται μάλιστα να διδάχθηκε από Κωνσταντινουπολίτες ζωγράφους) με την εκλεκτική υιοθέτηση στοιχείων της βενετσιάνικης ζωγραφικής[2].
Τα περισσότερα στοιχεία για τη ζωή του Αγγέλου πηγάζουν από τη διαθήκη του ζωγράφου την οποία συνέταξε το 1436 εν όψει ενός ταξιδιού του από τον Χάνδακα στην Κωνσταντινούπολη και η οποία βρίσκεται στο κρατικό αρχείο της Βενετίας. Η διαθήκη αυτή ξεκινάει ως εξής: «Διά την παράβασιν του προπάτορος Αδάμ πάντες παρεδόθημεν τω θανάτω και τη φθορά και ουδείς εστίν των ανθρώπων, ος ζήσεται και ουχ όψεται θάνατον. Διά τούτο καγώ ο Αγγελος Κοτάντος ο ζωγράφος, ως άνθρωπος θνητός και υπόχρεως τω θανάτω και μέλλων αποπλεύσαι εν Κωνσταντινουπόλει, διατάττομαι και την εμήν διαθήκην ποιώ εις τα εμά πράγματα και ούτως λέγω...»[3].
Ήταν εύπορος, φιλάνθρωπος, ενώ το σπίτι και το εργαστήριό του βρίσκονταν πίσω από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Είχε μία κόρη, τη Βαρβάρα και δύο αδερφούς, τον Ιωάννη, ζωγράφο επίσης, και τον Θεόδωρο που ήταν σχολάρχης[4]. Διατηρούσε σχέσεις με το Σιναϊτικό μετόχι της Αγίας Αικατερίνης στον Χάνδακα, όπως φαίνεται από δύο εικόνες τις οποίες κληροδότησε στο Μοναστήρι. Ήταν ένας ζωγράφος και όχι ένας τεχνίτης. Ένας εγγράµµατος που γράφει τη διαθήκη του μόνος του και ο οποίος διαθέτει πλούσια βιβλιοθήκη από την πώλησή της οποίας μετά το θάνατό του, θα προικίζονταν άπορα κορίτσια[5].
Η καθηγήτρια Βυζαντινής τέχνης στο Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας Μαρία Βασιλάκη, η οποία έχει κάνει σημαντική έρευνα πάνω στη ζωή και το έργο του Αγγέλου, αναφέρει: «ο ζωγράφος Άγγελος υπήρξε ο πιο σημαντικός ζωγράφος του πρώτου μισού του 15ου αιώνα, μιας εποχής κατά την οποία το κέντρο της καλλιτεχνικής παραγωγής μεταφέρεται από την πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους Κωνσταντινούπολη στην πρωτεύουσα της βενετοκρατούμενης Κρήτης, τον Χάνδακα»[2].
Ιδιαίτερη θέση στο έργο του Αγγελου Ακοτάντου κατέχουν οι εικόνες του Αγίου Φανουρίου κάποιες από τις οποίες τον απεικονίζουν να σκοτώνει δράκο έχοντας μεγάλη ομοιότητα με αυτές του Αγίου Γεωργίου. Κατά πάσα πιθανότητα η συγκεκριμένη επιλογή του Αγγέλου έγινε έπειτα από θαύμα κατά το οποίο ο Αγιος Φανούριος μεσολάβησε για την απελευθέρωση τριών Κρητικών από τους Τούρκους[3].
Το Μουσείο Μπενάκη παρουσίασε την έκθεση «Χειρ Αγγέλου. Ενας ζωγράφος εικόνων στη βενετοκρατούμενη Κρήτη» από τις 17 Νοεμβρίου έως τις 16 Ιανουαρίου 2011.
Στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας φυλάσσονται τέσσερις μεγάλες φορητές εικόνες του Αγγέλου Ακοτάντου με την υπογραφή ΧΕΙΡ ΑΓΓΕΛΟΥ: η Παναγία η Καρδιώτισσα (αρ. Τ. 1582), ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (αρ. Τ. 2639), τα Εισόδια της Θεοτόκου (αρ. Λ. 209, ΣΛ. 208)[6] και ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων Δρακοντοκτόνος (αρ. Λ. 335, ΣΛ. 285)[7].
Η Παναγία η Καρδιώτισσα[8] διακρίνεται για την πρωτοτυπία της σύνθεσης, καθώς συνδυάζει δημιουργικά παλαιότερους εικονογραφικούς τύπους. Εικονίζεται η Θεοτόκος να κρατά τον μικρό Χριστό στα δεξιά της κλίνοντας το κεφάλι στη στάση της Γλυκοφιλούσας και τείνοντας το αριστερό χέρι της στη χειρονομία της Οδηγήτριας που δείχνει στον πιστό τον δρόμο. Ο Χριστός ανοίγει τα χέρια για να αγκαλιάσει το πρόσωπο της Θεοτόκου και ακουμπά το πηγούνι του στο μάγουλό της ανασηκώνοντας το κεφάλι και το βλέμμα. Από τα ακάλυπτα πόδια του Χριστού κρέμεται το ένα σανδάλι αφήνοντας να φανεί το γυμνό πέλμα ως στοιχείο πάθους.
Στον Ιωάννη τον Πρόδρομο[9] ο Άγιος εικονίζεται φτερωτός σε ορεινό τοπίο της ερήμου να στρέφεται προς τον Χριστό που εμφανίζεται από τον ουρανό στην πάνω δεξιά γωνία. Σε αντίθεση με την τραχύτητα του τοπίου, του προσώπου του Αγίου και της αποτμημένης κεφαλής του σε λεκάνη στην κάτω δεξιά γωνία της σύνθεσης βρίσκεται η καινοτόμα προσθήκη χαριτωμένης τρυγόνας που ραμφίζει μικρό δενδρύλλιο στην κάτω αριστερή γωνία σύμφωνα με την παρομοίωση του καθίσματος: «Τρυγὼν ἡ φιλέρημος, ὁ ἱερὸς Βαπτιστής, κηρύξας μετάνοιαν, καὶ φανερώσας Χριστόν, γενόμενον ἄνθρωπον, πάντων ἁμαρτανόντων, ἐγεννήθη προστάτης, πᾶσι χειμαζομένοις, βοηθῶν ἀενάως· αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ, σῶσον τὸν κόσμον σου.»