Άλαν Γουέις | |
---|---|
Γέννηση | 13 Ιουλίου 1879[1][2] Κέιμπριτζ και Αγγλία[3] |
Θάνατος | 9 Νοεμβρίου 1957[1][2] Αθήνα και Ελλάδα[3] |
Υπηκοότητα | Ηνωμένο Βασίλειο |
Σπουδές | Πέμπροουκ Κόλετζ και Σχολείο του Σριούσμπερι |
Τέκνα | Elizabeth French |
Επιστημονική σταδιοδρομία | |
Ερευνητικός τομέας | αρχαιολογία |
Αξίωμα | Director of the British School at Athens (1913, 1923) |
Ιδιότητα | ανθρωπολόγος, ιστορικός της τέχνης, αρχαιολόγος, διδάσκων πανεπιστημίου, κλασικιστής και κλασικός αρχαιολόγος |
δεδομένα ( ) |
Ο Άλαν Γουέις (αγγλικά: Alan John Bayard Wace, γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου 1879 Κέιμπριτζ, Αγγλία,[4] πέθανε 9 Νοεμβρίου 1957, στην Αθήνα, Ελλάδα) ήταν Άγγλος αρχαιολόγος.
Γεννήθηκε στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας. Ο πατέρας του ήταν ο Φρέντερικ Τσαρλς Γουέις(Frederic Charles Wace, 1854) και η μητέρα του η Φάννυ Μπάγιαρντ (Fanny Bayard) από το Μοντγκόμερισαϊρ (Montgomeryshire). Το 1925 νυμφεύτηκε την Αμερικανίδα Έλεν Πενς (Helen Pence), κόρη καθηγητή του Πανεπιστημίου Νορθουέστερν (Northwestern University) στο Έβανστον (Evanston) του Ιλινόι. Απέκτησε μια κόρη. Το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του το πέρασε στην Ελλάδα, όπου και απεβίωσε.[4]
Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες του σπουδές στη Σχολή Σριούσμπερι (Shrewsbury School) και στη συνέχεια στο Κολλέγιο Πέμπρόουκ (Pembroke College) του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ (1898). Κατά την διάρκεια των σπουδών του έκανε εξάσκηση στη Βρετανική Σχολή Αθηνών (1902), στη Βρετανικής Σχολής της Ρώμης (1903-1904) και μετά την αποφοίτησή, του βιβλιοθηκονόμος στη Βιβλιοθήκη της αρχαιολογικής σχολής (1905-1906).[4]
Δίδαξε κατά την περίοδο 1912 έως το 1914 Αρχαία Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Αγίου Ανδρέα (University of St Andrews) της Σκωτίας, υπήρξε διευθύνων της Βρετανικής Σχολής Αθηνών κατά την περίοδο 1914 με 1923, όπου είχε την ευθύνη των βρετανικών αρχαιολογικών αποστολών στην Ελλάδα. Εκεί, κατά την περίοδο 1915 έως το 1919, παράλληλα με την διευθυντική του θέση, υπηρέτησε στην βρετανική διπλωματική αποστολή.[4]
Την περίοδο 1924 με 1934 διετέλεσε Αναπληρωτής Φύλακας στο Τμήμα Κλωστοϋφαντουργίας του Μουσείου Βασίλισσας Βικτορίας και Πρίγκιπα Αλμπέρτου, έπειτα κατά την περίοδο 1934 με 1944 ήταν ο δεύτερος Λόρενς Καθηγητής της έδρας της Κλασικής Αρχαιολογίας (Laurence Professor of Classical Archaeology) του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, ενώ αργότερα από το 1944 έως το 1950, υπήρξε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο.[4] Διετέλεσε επίσης για μία μικρή περίοδο, διευθύνων της Βρετανικής Σχολής της Ρώμης.[5]
Η επιστημονική του και αρχαιολογική του έρευνα κάλυπτε τις περιοχές της Αρχαίας Σπάρτης, -ειδικότερα το Μενελάειον Σπάρτης- των Μυκηνών, της Τροίας, τη Θεσσαλίας, την Αρχαία Κόρινθο και την Αλεξάνδρεια. Μαζί με τον Καρλ Μπλέγκεν πραγματοποίησε σημαντικές μελέτες για τη χρονολόγηση των ιστορικών περιόδων της Εποχής του Χαλκού στην οποία ανήκει ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός,[5] καθώς και για την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β. Έκανε θεμελιώσεις μελέτες για την παρουσία του μυκηναϊκού πολιτισμού στην Θεσσαλία. Στις Μυκήνες συνέχισε το ανασκαφικό έργο του Ερρίκου Σλήμαν και με τις έρευνές του βοήθησε στην αποσαφήνιση της ιστορίας της πόλης.[6] Διαφώνησε με τον Άρθουρ Έβανς και αποχώρησε για αυτόν τον λόγο από τη Βρετανική Σχολή Αθηνών, όταν υποστήριξε ότι η Γραμμική Β' που μιλούσαν στις Μυκήνες ήταν ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με τον Έβανς που υποστήριζε το αντίθετο. Δικαιώθηκε αργότερα, όταν αποκρυπτογραφήθηκε η συγκεκριμένη γραφή από τον αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις.[7]
Ένας αριθμός των μελετών του Άλαν Γουέις δημοσιεύτηκαν σε ετήσιες εκδόσεις της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.[5] Άλλα έργα του Άγγλου αρχαιολόγου είναι:
Έχει τιμηθεί με την θέση του επίτιμου καθηγητή στις έδρες αρχαιολογίας και ιστορίας των πανεπιστημίων της Φιλαδέλφειας, της Πενσυλβανίας και του Λίβερπουλ. Έχει διακριθεί το 1929, ως μέλος της Εταιρίας των Αρχαιοδιφών του Λονδίνου (Society of Antiquaries of London) και το 1947, ως Μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας.[4]