Όλοι πεθαίνουν μια μέρα (Body and Soul) | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Ρόμπερτ Ρόσσεν |
Παραγωγή | Μπομπ Ρόμπερτς |
Σενάριο | Έιμπραχαμ Πολόνσκι |
Πρωταγωνιστές | Τζον Γκάρφιλντ[1][2], Λίλι Πάλμερ[1], Χέιζελ Μπρουκς[1], Αν Ρεβέρ[1], Ουίλιαμ Κόνραντ[1], Αρτ Σμιθ[1], Κάναντα Λι[1], Τζέιμς Μπερκ[1], Τζόσεφ Πέβνεϊ[1], Λόυντ Γκάφ[1] και Βιρτζίνια Γκρεγκ[1] |
Μουσική | Χιούγκο Φριντόφερ |
Φωτογραφία | Τζέιμς Γιονγκ Χάου |
Μοντάζ | Φράνσις Ντ. Λίον Ρόμπερτ Πάρις |
Εταιρεία παραγωγής | The Enterprise Studios |
Διανομή | United Artists |
Πρώτη προβολή | 1947 |
Κυκλοφορία | 9 Νοεμβρίου 1947 |
Διάρκεια | 104 λεπτά |
Προέλευση | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Προϋπολογισμός | $1,800,000[3] |
Ακαθάριστα έσοδα | $4,700,000 (συνολικά)[3] |
δεδομένα ( ) |
Το Όλοι πεθαίνουν μια μέρα (Πρωτότυπος τίτλος: Body and Soul) είναι αμερικανική δραματική αθλητική ταινία του 1947 σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Ρόσσεν και σενάριο του Άμπραχαμ Πολόνσκι. Πρωταγωνιστούν οι Τζον Γκάρφιλντ και Λίλι Πάλμερ.
Θεωρείται η πρώτη εξαιρετική ταινία για την πυγμαχία και το κορυφαίο παράδειγμα του υπο-είδους "boxing noir", καθώς και ο πνευματικός πρόγονος πολλών ταινιών πυγμαχίας που θ' ακολουθήσουν, συμπεριλαμβανομένης και του Οργισμένο είδωλο (1980) του Μάρτιν Σκορτσέζε με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, και το Ρόκι (1976) με τον Σιλβέστερ Σταλόνε.
Η ταινία αναφέρεται σε ένα προβλήμα ηθικής που αντιμετωπίζει ο βασικός χαρακτήρας Τσάρλι Ντέιβις με πολλά στοιχεία νουάρ όπου η επιδίωξη του χρήματος γίνεται το κύριο αίτιο που εκτροχιάζει τον κοινό άνθρωπο στην προσπάθειά του για επιτυχία.
Σε πολύ νεαρή ηλικία ο Τσάρλι Ντέιβις ανακηρύσσεται πρωταθλητής στους ερασιτέχνες της πυγμαχίας και στην προσπάθειά του να προχωρήσει στον επαγγελματικό μποξ θα δεχθεί την σφοδρή αντίδραση της μητέρας του. Όταν θα βρεθούν όμως σε οικονομικό αδιέξοδο και με τη συγκατάθεση της αρραβωνιαστικιάς του Πεγκ, θ' αγωνιστεί πλέον σ' επαγγελματικό επίπεδο και μετά από επιτυχημένη πορεία θα γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής, γνωρίζοντας πλούτη και δόξα. Το εξαιρετικό του ταλέντο δεν θα περάσει απαρατήρητο από τον μεγάλο μάνατζερ και διοργανωτή αγώνων, τον Ρόμπερτς, ο οποίος στο βωμό του χρήματος θυσιάζει τα πάντα. Ψυχρός, αδίστακτος με σημαία το σίγουρο κέρδος, χωρίς ενδοιασμούς και αισθήματα, θα μετατρέψει τον Τσάρλι σε μια μηχανή που παράγει χρήμα. Ο Τσάρλι μεθυσμένος από τα πλούτη θα παρατήσει την Πεγκ και θα ξεκινήσει έναν άμετρο τρόπο διαβίωσης με ροπή στον αλκοολισμό, της γυναίκες και τις αλόγιστες σπατάλες. Για ν' αποφύγει την επιστροφή του στην φτώχια δεν θ' αρνηθεί τα 60.000 δολάρια που του προσφέρει ο Ρόμπερς για έναν τελευταίο στημένο αγώνα πριν αποσυρθεί. Είναι υποχρεωμένος ν' αντιμετωπίσει τον νεαρό διεκδικητή του τίτλου Τζακ Μάρλοου με τη διαφορά όμως ότι πρέπει να χάσει για να μεγιστοποιήσει την απόδοση των στοιχημάτων.
Στο γυμναστήριο, ο προπονητής του Τσάρλι, Μπεν τον προετοιμάζει για τον αγώνα. Ο Μπεν είναι σίγουρος ότι ο Τσάρλι μπορεί εύκολα να κερδίσει τον Μάρλοου, αλλά πιστεύει ότι ο αγώνας είναι καλά στημένος, αφού ο Τσάρλι δεν προπονείται καθόλου, σε αντίθεση με τον Μάρλοου. Ο Μπεν πείθει τον Τσάρλι να μην εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτό ακούγεται από τον Ρόμπερτς και απολύει αμέσως τον Μπεν. Ο Μπεν αρνείται να υπακούσει στον Ρόμπερτς, πέφτει κάτω από τον ενθουσιασμό, χάνει τη συνείδησή του και πεθαίνει ακριβώς στο προπονητικό ρινγκ.
Στα αποδυτήρια πριν από τον αγώνα, ο Τσάρλι θυμάται απρόθυμα τον Μπεν. Τελικά, σηκώνεται πάνω και πηγαίνει στο ρινγκ. Κατά τη διάρκεια σχεδόν ολόκληρου του αγώνα, ο Τσάρλι και ο Μάρλοου παλεύουν πολύ αργά, γεγονός που προκαλεί την δυσαρέσκεια του κοινού. Στον 13ο γύρο, με την υπόδειξη του Ρόμπερτς, ο Μάρλοου πραγματοποιεί μια ενεργητική επίθεση και ο Τσάρλι χτυπιέται αμέσως, ακολουθούμενος αμέσως από το δεύτερο και το τρίτο νοκ ντάουν, όπου μόνο το καμπανάκι τον σώζει από την ήττα. Κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, ο Κουίν λέει στον Τσάρλι: «Με πούλησες, όπως και ο Μπεν.» Στον επόμενο γύρο, ο Τσάρλι ανακτά την πρωτοβουλία, και στο διάλειμμα πριν από τον τελευταίο γύρο, ο Κουίν λέει στον Τσάρλι ότι μπορεί να κερδίσει μόνο με νοκ-άουτ και ο Τσάρλι απαντά αποφασιστικά, «Θα τον σκοτώσω!». Στον τελευταίο γύρο, ο Τσάρλι κυνηγά τον Μάρλοου στο δαχτυλίδι, τον χτυπά δύο φορές και στη συνέχεια τον ωθεί στα σχοινιά και τον τελειώνει. Υπό την επικαιρότητα, η νίκη του Τσάρλι διακηρύσσεται.
Ο Τσάρλι κερδίζει τον αγώνα και διατηρεί τον τίτλο του, και καθώς κατεβαίνει από το ρινγκ περνάει από την ερωμένη του Άλις, χωρίς να την προσέξει. Στο δρόμο προς τα αποδυτήρια, ο Ρόμπερτς προειδοποιεί τον Τσάρλι ότι με αυτό που έκανε δεν θα ξεμπερδέψει μαζί του. Αλλά ο Τσάρλι του απαντά: «Τι θα μου κάνεις, θα με σκοτώσεις; Όλοι πεθαίνουν » και στη συνέχεια αγκαλιάζει την Πεγκ. Με τις λέξεις «δεν ένιωσα καλύτερα στη ζωή μου», βγαίνει έξω με την Πεγκ από ένα σκοτεινό δωμάτιο στο δρόμο για το σπίτι τους.
Το 1946, το συμβόλαιο του Γκάρφιλντ με την Warner Bros. έληξε και το στούντιο του πρόσφερε ένα νέο συμβόλαιο για 15 χρόνια, αλλά αυτός αρνήθηκε, δημιουργώντας τη δική του εταιρεία ταινιών Enterprise Studios. Το πρώτο της έργο ήταν να είναι ένα δράμα πυγμαχίας, βασισμένο στη βιογραφία του πρωταθλητή μεσαίου βάρους και του «ειδώλου των αμερικανικών πεζοναυτών» Μπάρνεϊ Ρος, που έγινε εθισμένος στα ναρκωτικά, αλλά στη συνέχεια νίκησε αυτόν τον εθισμό. «Το θέμα της πυγμαχίας λογοκρίθηκε εύκολα, αλλά απαγορεύτηκε η αναφορά στον εθισμό του στα ναρκωτικά». Ο σεναριογράφος Άμπραχαμ Πολόνσκυ ξανάγραψε μια δική του ιστορία στην οποία «ένας μποξέρ από το εβραϊκό γκέτο της Νέας Υόρκης έρχεται σε επαφή με έναν γκάνγκστερ για την αναζήτηση πολλών χρημάτων, παρόλο που αυτό σημαίνει προδοσία σε όλους εκείνους που αγαπά». Ο Γκάρφιλντ επέλεξε τον Ρόμπερτ Ρόσεν να είναι ο σκηνοθέτης της ταινίας, επίσης από την Warner Brothers, ο οποίος λίγο πριν έκανε το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτης με το θρίλερ νουάρ Johnny O'Clock (1947).
Όπως σημειώνει ο κριτικός κινηματογράφου Μπράιαν Κάντι, η επιτυχία της Garfield Enterprise ήταν σύντομη. Ανακηρύσσοντας τον εαυτό του ως «δια βίου δημοκράτη», ο Γκάρφιλντ κάλεσε τους φιλελεύθερους του Χόλυγουντ να εργαστούν μαζί του, και ως αποτέλεσμα σύντομα έγινε στόχος ενός αντικομμουνιστικού κυνήγι μαγισσών στο Χόλυγουντ. Ο Γκάρφιλντ, ο Πολόνσκι, ο Ρόσεν και οι ηθοποιοί Ανν Ρέβιρ και Κάναντα Λι κλήθηκαν να καταθέσουν στην επιτροπή του Κογκρέσου για τη διερεύνηση των αντι-αμερικανικών δραστηριοτήτων. Τα ονόματά τους περιλήφθηκαν στη μαύρη λίστα και, ως εκ τούτου, η δουλειά τους στο Χόλιγουντ διακόπηκε για πολλά χρόνια ή σταμάτησε εντελώς.[4].Ο Ρόσεν και ο Πολόνσκι περιήλθαν στη μαύρη λίστα και ο Γκάρφιλντ, ο οποίος καταδίκασε τον κομμουνισμό ως τυραννία, αλλά αρνήθηκε να δώσει τα ονόματα άλλων κομμουνιστών, η καριέρα του καταστράφηκε επίσης. Μετά την δημιουργία της ταινίας Ο Νόμος των Γκάνγκστερς το 1948, ο Γκάρφιλντ δεν του επιτράπηκε να ακολουθήσει καριέρα και πέθανε από καρδιακή προσβολή ένα χρόνο αργότερα σε ηλικία 39 ετών, χωρίς να ξεπεράσει το σύνδρομο κακής τύχης[4].
Το 1957, η United Artists χρησιμοποίησε την αρχική ιδέα της ταινίας του Γκάρφιλντ για τον μπόξερ Barney Ross, δημιουργώντας την βιογραφική ταινία «The Monkey on My Back », σε σκηνοθεσία του Αντρέ ντε Τοθ και πρωταγωνιστή τον Κάμερον Μίτσελ.
Στην Ελλάδα η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 30 Σεπτεμβρίου 1957 στον κινηματογράφο Άστορ στην Αθήνα.[5]
Η ταινία εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι οι δημιουργοί της ταινίας κατάφεραν να δώσουν στο παραδοσιακό μελόδραμα της πυγμαχίας μια έντονη κοινωνική πτυχή. Το έργο πολλών μελών της δημιουργικής ομάδας, συμπεριλαμβανομένου του σεναριογράφου Πολόνσκι, του σκηνοθέτη Ρόσεν, του διευθυντή φωτογραφίας James Wong Howe και του ηθοποιού Τζον Γκάρφιλντ, επαινέθηκε.
Ο Ντένις Σβαρτς σημείωσε ότι «Ο Γκάρφιλντ απεικονίζεται ως το θύμα ενός αδίστακτου καπιταλιστικού συστήματος που κυβερνά τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων των αθλητικών εκδηλώσεων, επειδή ο μικρός άντρας υπάρχει πάντα με τη χάρη ενός μεγάλου επιχειρηματία. Αυτός ο τύπος φιλελεύθερης σκέψης ήταν χαρακτηριστικός των δράσεων που έγιναν τη δεκαετία του 1930[4]. Αυτή η ταινία αφορά περισσότερο τη διαφθορά και τη βία παντού στην Αμερική παρά την πυγμαχία. Αν και τις επόμενες δεκαετίες η επιρροή του στις ταινίες πυγμαχίας ήταν τεράστια, καθώς όλα τα κλισέ και οι ιστορικές του αναφορές για την άνοδο από τους δρόμους της πόλης στο ρετιρέ αντιγράφηκαν συχνά σε ένα ευρύ φάσμα ταινιών, όπως το "Οργισμένο είδωλο " (1980) και το "Ρόκι (1976)" [4].
Οι κριτικές ανασκόπησης στην ιστοσελίδα Rotten Tomatoes, δίνουν βαθμολογία θετικής έγκρισης σε ποσοστό 100%, με βάση 11 κριτικές και μέση βαθμολογία 7.72/10.[6]
Η ταινία κέρδισε ένα Όσκαρ και είχε δύο υποψηφιότητες στην τελετή απονομής του 1948[7]
Βραβείο | Κατηγορία | Υποψήφιος | Αποτέλεσμα |
---|---|---|---|
Όσκαρ | Α' Ανδρικού Ρόλου | Τζον Γκάρφιλντ | Υποψηφιότητα |
Καλύτερο Σενάριο | Άμπραχαμ Πολόνσκυ | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερο Μοντάζ | Φράνσις Λάιον, Ρόμπερτ Πάρις | Νίκη |