Αβράαμ α Σάνκτα Κλάρα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Abraham a Sancta Clara (Γερμανικά) |
Γέννηση | 2 Ιουλίου 1644[1][2][3] Kreenheinstetten |
Θάνατος | 1 Δεκεμβρίου 1709[1][2][3] Βιέννη[4] |
Τόπος ταφής | Augustinian Church |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία[5] |
Θρησκεία | Καθολικισμός[6] |
Θρησκευτικό τάγμα | Αυγουστίνοι |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[7] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συγγραφέας[8][9] θεολόγος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αβράαμ α Σάνκτα Κλάρα (Abraham a Sancta Clara, 2 Ιουλίου 1644 – 1 Δεκεμβρίου 1709) ήταν Γερμανός ιεροκήρυκας, μοναχός και συγγραφέας, που έχει χαρακτηρισθεί τόσο ως ο πλέον φλογερός και πειστικός ιεροκήρυκας που εμφανίσθηκε μετά τη Μεταρρύθμιση στον ρωμαιοκαθολικό κόσμο[10], όσο και ως «ένας πολύ εκκεντρικός, αλλά δημοφιλής Αυγουστινιανός μοναχός».[11]
Ο Αβραάμ γεννήθηκε στο χωριό Κρέενχαϊνστέτεν (Kreenheinstetten), κοντά στη μικρή πόλη Μέσκιρχ της σημερινής Βάδης-Βυρτεμβέργης, με το κατά κόσμο όνομα Γιόχαν Ούλριχ Μέγκερλε (Johann Ulrich Megerle). Δεν πρέπει να συγχέεται με τον θείο του, τον μουσικοσυνθέτη Άμπραχαμ Μέγκερλε (1607-1680). Ο Γιόχαν Ούλριχ ήταν το όγδοο από τα εννέα τέκνα του ταβερνιάρη Ματθαίου Μέγκερλε και το 1662 εντάχθηκε στο ρωμαιοκαθολικό μοναχικό τάγμα των Ανυπόδητων Αυγουστινιανών, οπότε πήρε το μοναχικό όνομα με το οποίο είναι γνωστός. Στο τάγμα αυτό ανέβηκε στην ιεραρχία, μέχρι που έγινε ηγούμενος της όλης επαρχίας (prior provincialis).[12] Από ενωρίς κέρδισε μεγάλη φήμη σε σχέση με τη ρητορική του δεινότητα στο κήρυγμα, στο οποίο αφιερώθηκε σχεδόν αποκλειστικά από το 1670 και μετά. Το 1668 χειροτονήθηκε σε ιερέα (έγινε δηλαδή ιερομόναχος), και το επόμενο έτος[11][12] ή το 1677[10] διορίσθηκε ως ο επίσημος ιεροκήρυκας της αυτοκρατορικής Αυλής της Βιέννης. Προηγουμένως κήρυττε στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας. Επί ένα διάστημα κήρυξε στη Ρώμη και το 1695 επέστρεψε στη Βιέννη, όπου και απεβίωσε σε ηλικία 65 ετών.
Τα πλήθη συνέρρεαν για να τον ακούσουν, προσελκυόμενα από τη δύναμη και ταυτόχρονα την οικειότητα της γλώσσας του, καθώς όχι μόνο τους λόγους του, αλλά και τα γραπτά του συνήθιζε να διανθίζει με ευτράπελα επεισόδια από τη ζωή του λαού, και με παραδείγματα παρμένα από ιστορίες ή λαϊκούς θρύλους. Αλλά ο χυμώδης και καυστικός λόγος του απεκάλυπτε πάντοτε τον φλογερό ζηλωτή και τιμητή, με την αμερόληπτη δριμύτητα με την οποία κατήγγελλε τα παραστρατήματα όλων των τάξεων της κοινωνίας και ειδικότερα της αυτοκρατορικής Αυλής. Γενικώς μιλούσε ως ένας «άνθρωπος του λαού». Από την άλλη, υπάρχουν πολλά σωζόμενα αποσπάσματα από τα κηρύγματά του στα οποία υψώνεται σε ανώτερες σκέψεις, χρησιμοποιώντας μια πιο λεπτή και αξιοπρεπή γλώσσα.[12]
Στα δημοσιευμένα γραπτά του, ο Αβραάμ επιδεικνύει πολλά από τα χαρακτηριστικά της ρητορικής του. Το καλύτερο ίσως δείγμα του στιλ του είναι το διδακτικό του μυθιστόρημα σε 4 τόμους με τίτλο Ιούδας ο πανούργος (Judas der Erzschelm, Ζάλτσμπουργκ 1686-1695). Τα έργα του έχουν τυπωθεί πολλές φορές, ολόκληρα ή σε μέρη, αν και με πολλές αμφίβολης πατρότητας προσθήκες. Η καλύτερη έκδοση των απάντων του είναι η του Πάσσαου και Λίνταου σε 21 τόμους (1835-1854). Μερικά έργα του, εκτός του προαναφερθέντος μυθιστορήματος, είναι τα εξής: