Ακάθιστος ύμνος ονομάζεται γενικά κάθε ορθόδοξος χριστιανικός ύμνος ο οποίος ψάλλεται από τους χριστιανούς πιστούς σε όρθια στάση[1]. Έχει επικρατήσει όμως να λέγεται έτσι ένας ύμνος («Κοντάκιο») της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τιμήν της Θεοτόκου, γνωστός ως Τη Υπερμάχω Στρατηγώ, ο οποίος ψάλλεται στους ναούς τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε «οίκος» ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα).
Ο Ακάθιστος Ύμνος θεωρείται ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας. Είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας. Η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και πλουτίζεται από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ.). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.
Ο ύμνος αυτός ονομάζεται «Ακάθιστος» από την όρθια στάση[α] που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Όλοι οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο και την ακολουθία της εορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος[2].
Το έτος 626, και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος ηγείτο εκστρατείας του βυζαντινού στρατού κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνιδίως από τους Αβάρους[3]. Γνωρίζοντας την απουσία του στρατού, οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες, τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου, ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε τον λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή αρωγή, δημιούργησε τρικυμία και κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ αντεπίθεση των αμυνόμενων προξένησε τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
«Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, |
Την 8η Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη ως τότε απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στον Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Άρα, μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στον συγκεκριμένο ναό στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε έτους. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει») με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.
Σύμφωνα όμως με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και Μιχαήλ Γ΄ (860). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητος ποιό ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου[4].
Ενώ είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο ύμνος ψαλλόταν ως ευχαριστήρια ωδή προς την «Υπέρμαχο Στρατηγό» του Βυζαντινού κράτους, εν τούτοις το πρόβλημα της σύνθεσης του Κοντακίου του Ακαθίστου Ύμνου παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα και δυσκολότερα φιλολογικά προβλήματα, καθώς οι μελετητές όχι μόνο δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο ποιος, πότε και γιατί συνέθεσε τον ύμνο αυτό, αλλά οι γνώμες τους εμφανίζουν και μεγάλες αποκλίσεις[6].
Το ποιος και το πότε βεβαίως είναι αλληλένδετα, αλλά σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 δεν αναφέρει ούτε τον χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, επομένως η χρονολογία σύγκλησής της, το 431, αποτελεί μία σταθερά (terminus post quem), καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν συνετέθη νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527-565), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626.
Η παράδοση όμως αποδίδει τον Ακάθιστο Ύμνο στον μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα, Ρωμανό τον Μελωδό[7]. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές (P. F. Krypiakiewicz, F. Doelger, H.-G. Beck, E. Wellesz, P. Maas, Σ. Ευστρατιάδης), οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ένας άλλος ερευνητής, ο J. Grosdidier de Matons, θεωρεί ότι ένα κοντάκιο του Ρωμανού ακολουθεί τη μουσική και το μέτρο του α' οίκου του Ακαθίστου Ύμνου («Ἄγγελος πρωτοστάτης...»), πράγμα που κατ'αυτόν σημαίνει ότι ο Ρωμανός τουλάχιστον γνώριζε (αν δεν συνέγραψε ο ίδιος) τον Ύμνο. Τέλος, σε κώδικα του 13ου αιώνα[8] υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα, η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του Ύμνου.
Πλην όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά μεταρωμανικά στοιχεία[9]. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι, πλησίασε την γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι δε ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728, που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626, στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.
Εξ άλλου, υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου, οι οποίες έχουν κάποιες σοβαρές ενδείξεις. Η μία εκδοχή, η οποία υποστηρίζεται μεταξύ άλλων και από τον καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας Ν. Β. Τωμαδάκη[6] και τον O. Bardenhewer, αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715-730), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της Πόλης από τους Άραβες το 718, επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου (Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano)[9].
Η άλλη εκδοχή, που υποστηρίζεται μεταξύ άλλων από τον Θ. Δετοράκη, βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718, καθώς απεβίωσε το 752 ή 754.
Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις[11], θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο (K. Krumbacher, W. Christ, M. Paranikas, C. Del Grande και Αι. Χριστοφιλοπούλου), τον σύγχρονο με την πολιορκία Γεώργιο Πισίδη (J. M. Quercius), τον ιερό Φώτιο (Α. Παπαδόπουλος-Κεραμέας), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομηδείας Γεώργιο Σικελιώτη, κ.λ.π.
Βέβαιο είναι πάντως ότι σε κάθε ωδή του Κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου, οι ειρμοί (το πρώτο τροπάριο) είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού, ενώ τα υπόλοιπα τροπάρια του Ιωσήφ του Υμνογράφου[12].
Ο Ακάθιστος Ύμνος αποτελείται από 24 «οίκους» (στροφές), οι οποίοι είναι δύο ειδών. Οι περιττοί (Α-Γ-Ε...), που είναι εκτενέστεροι, αποτελούνται από δεκαοκτώ στίχους. Οι πέντε πρώτοι στίχοι περιλαμβάνουν τη διήγηση, οι δώδεκα επόμενοι αποτελούν τους χαιρετισμούς, οι οποίοι απευθύνονται προς την Θεοτόκο και ο δέκατος όγδοος είναι το εφύμνιο «Χαίρε νύμφη Ανύμφευτε». Οι άρτιοι (Β-Δ-Ζ...) αποτελούνται μόνο από πέντε στίχους διήγησης και το εφύμνιο «Αλληλούια». Από τους άρτιους οίκους, οι περισσότεροι αναφέρονται στον Χριστό (Θ-Κ-Μ-Ξ-Π-Σ-Υ-Χ), και μερικοί στη Θεοτόκο (Β-Δ-Ζ-Ω).
«Τό προσταχθέν μυστικῶς λαβών ἐν γνώσει, |
Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος αναφερόταν και στο αρχικό του προοίμιο («Τό προσταχθέν μυστικῶς...»). Με πηγές του την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Ακάθιστος Ύμνος περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.
Ο πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το ευαγγέλιο του Ματθαίου.
Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.
Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).
Οι 24 οίκοι του Ακαθίστου Ύμνου | ||||
---|---|---|---|---|
Γράμμα | Διήγηση | Θέμα | Χαιρετισμό απευθύνει |
Εφύμνιο |
ιστορικό μέρος | ||||
Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε· καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε, ἐξίστατο καὶ ἵστατο κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα | Ο αρχάγγελος Γαβριήλ έρχεται και φέρνει το θεϊκό μήνυμα, το «χαῖρε», στη Θεοτόκο | Αρχάγγελος Γαβριήλ | Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε | |
Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ, φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως· τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς, δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται· ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως, τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων | Η Θεοτόκος απορεί για τον παράδοξο τρόπο της συλλήψεως | Ἀλληλούια | ||
Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα, ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα· ἐκ λαγόνων ἁγνῶν υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν; λέξον μοι. Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλὴν κραυγάζων οὕτω | Ο Γαβριήλ της εξηγεί την απόρρητη βουλή του Θεού | Αρχάγγελος Γαβριήλ | Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε | |
Δύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπεσκίασε τότε πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμῳ· καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως | Η δύναμη του Θεού επισκιάζει την Παρθένο και συλλαμβάνει τον Υιό του Θεού | Ἀλληλούια | ||
Ἔχουσα θεοδόχον ἡ Παρθένος τὴν μήτραν, ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ. Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον | Η Θεοτόκος επισκέπτεται τη συγγενή της Ελισάβετ, η οποία κυοφορεί τον Πρόδρομο, και ανταλλάσσουν προφητικούς λόγους | Ιωάννης ο Βαπτιστής (ως έμβρυο) | Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε | |
Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη· πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε· μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἔφη | Ο Ιωσήφ, μνηστήρας της Παρθένου, αμφιβάλλει, αλλά ενημερώνεται από τον άγγελο για το μυστήριο της συλλήψεως | Ἀλληλούια | ||
Ἤκουσαν oἱ ποιμένες τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν· καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα, θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον ἐν γαστρὶ τῆς Μαρίας βοσκηθέντα, ἥν ὑμνοῦντες εἶπον | Ο Χριστός γεννιέται και οι ποιμένες έρχονται και Τον προσκυνούν | οι ποιμένες | Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε | |
Θεοδρόμον ἀστέρα θεωρήσαντες Μάγοι, τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ· καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν, δι' αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον, ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες | Το αστέρι δείχνει τον δρόμο στους μάγους της Ανατολής | Ἀλληλούια | ||
Ἴδον παῖδες Χαλδαίων ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν, εἰ καὶ δούλου μορφὴν ἔλαβεν, ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ | Η προσκύνηση των μάγων | οι Μάγοι | Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε | |
Κήρυκες θεοφόροι γεγονότες οἱ Μάγοι, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν, ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη μὴ εἰδότα ψάλλειν | Οι μάγοι (θεοφόροι κήρυκες) επιστρέφουν από άλλο δρόμο στη Βαβυλώνα | Ἀλληλούια | ||
Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος· τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν, οἱ τούτων δὲ ῥυσθέντες ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον | Η φυγή στην Αίγυπτο | οι πιστοί που ερύσθησαν από τα είδωλα | Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε | |
Μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόντος αἰῶνος μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος, ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ ἀλλ' ἐγνώσθης τούτω καὶ Θεὸς τέλειος· διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν κράζων | Ο Συμεών δέχεται στην αγκάλη του ως βρέφος τον Χριστό | Ἀλληλούια | ||
δογματικό-θεολογικό μέρος | ||||
Νέαν ἔδειξε κτίσιν ἐμφανίσας ὁ Κτίστης ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις· ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός καὶ φυλάξας ταύτην ὥσπερ ἦν ἄφθορον, ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες | Ο Λόγος του Θεού με την σάρκωσή Του δημιουργεί νέα κτίση, η οποία τον δοξολογεί | οι πιστοί | Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε | |
Ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες· διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος· βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος τοὺς αὐτῷ βοώντας | Ο παράξενος -«ὁ ξένος» - τόκος προτρέπει τους ανθρώπους να αποξενωθούν από τον κόσμο και να υψώσουν το νου τους στον ουρανό | Ἀλληλούια | ||
Ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος· συγκατάβασις γὰρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δε τοπικὴ γέγονε, καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου ἀκουούσης ταῦτα | Όλος ήταν στην γη ο δοξολογούμενος Λόγος, αλλά και από τον ουρανό δεν απουσίαζε | οι πιστοί | Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε | |
Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων κατεπλάγη τὸ μέγα τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον· τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον, ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα, ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως | Οι άγγελοι θαύμασαν το έργο της ενανθρώπησης του Θεού και την κοινωνία του με τους ανθρώπους | Ἀλληλούια | ||
Ῥήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε· ἀποροῦσι γὰρ λέγειν τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις καὶ τεκεῖν ἴσχυσας· ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριον θαυμάζοντες πιστῶς βοῶμεν | Οι σοφοί του κόσμου μένουν άφωνοι, μη μπορώντας νά εξηγήσουν το μυστήριο της γεννήσεως | οι πιστοί | Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε | |
Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ, πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε· καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός, δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος· ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας ὡς Θεὸς ἀκούει | Ο Ποιμένας-Θεός γίνεται πρόβατο–άνθρωπος για να σώσει τον κόσμο | Ἀλληλούια | ||
Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων. Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε, οἰκήσας ἐν τῇ μήτρᾳ σου καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας | Η Παρθένος γίνεται τείχος που προστατεύει όλους τους πιστούς | οι πιστοί | Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε | |
Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου· ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν | Κανένας ύμνος δεν επαρκεί για να υμνηθεί ο Σαρκωθείς Βασιλέας | Ἀλληλούια | ||
Φωτοδόχον λαμπάδα τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον· τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα | Η Θεοτόκος είναι η λαμπάδα, που καθοδηγεί τους πιστούς στη Θεογνωσία | οι πιστοί | Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε | |
Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος· καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως | Ο Χριστός ήρθε στο κόσμο για να του δώσει χάρη | Ἀλληλούια | ||
Ψάλλοντές σου τὸν τόκον ἀνυμνοῦμέν σε πάντες ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε. Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος, ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας | Η Θεοτόκος είναι έμψυχος ναός στον οποίο δοξάζεται ο Χριστός | οι πιστοί | Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε | |
Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον· δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν, ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τοὺς σοὶ βοῶντας | Ύμνος και ικεσία προς την Παρθένο | Ἀλληλούια |
«Ἀνοίξω τὸ στόµα µου καὶ πληρωθήσεται Πνεύµατος |
Κατά την ακολουθία των Χαιρετισμών, ψάλλεται αρχικά ο Κανόνας, μια σειρά τροπαρίων χωρισμένων σε εννέα ωδές[13]. Τα τροπάρια είναι του Ιωσήφ του υμνογράφου.
Καθε ωδή αρχίζει με έναν «ειρμό», δηλαδή ένα κείμενο που δεν περιλαμβάνεται στην ακροστιχίδα. Ο «ειρμός» (από το αρχαίο ρήμα εἴρω = συνάπτω, συνδέω) ήταν ο σύνδεσμος των ωδών[13].
Οι ειρμοί των ωδών είναι:
Σε κάθε ωδή, μετά από τον ειρμό έπονται 4 ή 5 τροπάρια, που κάνουν ακροστιχίδα «Χαράς δοχείον, σοί πρέπει χαίρειν μόνη· Ιωσήφ».
Παλαιότερα ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν. Δεν διασώθηκε όμως μέχρι τις μέρες μας ο τρόπος μελωδικής του εκτέλεσης, για τον λόγο αυτό ψάλλεται μόνο το προοίμιο σε ήχο πλάγιο δ': το αυτόμελο «Το προσταχθέν μυστικώς...» και το κοντάκιο «Τη Υπερμάχω...»
Οι 24 οίκοι του Ακαθίστου διαιρούνται σε τέσσερις στάσεις, από έξι οίκους η καθεμία. Ακολουθεί η απαγγελία των οίκων του Ακαθίστου ύμνου, καθώς, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν έχει σωθεί ο τρόπος μελωδικής του εκτέλεσης. Ο ιερέας στέκεται στο μέσο του ναού, εκεί που παλαιά βρισκόταν ο άμβωνας από τον οποίο ψαλλόταν το κοντάκιο. Εκεί, μπροστά σε μια εικόνα της Παναγίας απαγγέλλει τους οίκους. Τις πρώτες τέσσερις Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής απαγγέλλει από μία στάση (έξι οίκους), δηλαδή την πρώτη Παρασκευή (Α΄ Χαιρετισμοί) τους οίκους Α-Ζ, τη δεύτερη (Β΄ Χαιρετισμοί) τους Η-Μ, την τρίτη (Γ΄ Χαιρετισμοί) τους Ν-Σ, την τέταρτη (Δ΄ Χαιρετισμοί) τους Τ-Ω. Την πέμπτη Παρασκευή (τού Ακαθίστου Ύμνου) απαγγέλλει όλους μαζί.
Στο τέλος της ακολουθίας επαναλαμβάνεται ο πρώτος Οίκος «Άγγελος πρωτοστάτης...», το κοντάκιο «Τη Υπερμάχω...» και μετά το τροπάριο «Την ωραιότητα της παρθενίας σου...» γίνεται η απόλυση («Δι' ευχών...»).
Την πέμπτη Παρασκευή της Μεγάλης Σαρακοστής η ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου έχει ως έξης:
Στην Κωνσταντινούπολη, την Γ΄ στάση των Χαιρετισμών, δηλαδή την Γ΄ Παρασκευή των Νηστειών, συνηθίζεται να πηγαίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης με τους πατριαρχικούς χορούς στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών και να απαγγέλλει εκεί τους οίκους του Ακαθίστου. Η παράδοση αυτή θεωρείται απότιση τιμής στη μνήμη των γεγονότων του 626, δηλαδή της σωτηρίας της Πόλης και της πρώτης ψαλμώδησης του Ύμνου. Ο ιστορικός αυτός συμβολισμός προσδίδει λαμπρότητα και συναισθηματική φόρτιση στην ακολουθία, την οποία παρακολουθούν κάθε χρόνο πολλοί χριστιανοί από όλα τα μέρη της Πόλης.
Κατά καιρούς έχουν αγιογραφηθεί διάφορες εικόνες με θέμα τον Ακάθιστο Ύμνο, στις οποίες παρουσιάζεται η Παναγία και γύρω της μικρές εικόνες που αναφέρονται σε κάθε οίκο του ύμνου. Υπάρχουν επίσης τοιχογραφίες με το θέμα αυτό σε διάφορους ναούς. Από τις φορητές εικόνες, οι πιο γνωστές σήμερα είναι οι παρακάτω:
Στη Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους φυλάσσεται η εικόνα της Παναγίας των Χαιρετισμών[14] (ή Μυροβλήτισσας). Πρόκειται για μια μικρή και δυσδιάκριτη φορητή εικόνα, η οποία κατά την παράδοση είναι αυτή, μπροστά στην οποία εψάλλη για πρώτη φορά ο ύμνος από τον Πατριάρχη Σέργιο. Αυτό γράφει και αργυρή πλάκα στο πίσω μέρος της. Η παράδοση αναφέρει θαύματα που σχετίζονται με την εικόνα αυτή. Φυλάσσεται σε ομώνυμο παρεκκλήσιο και εκεί διαβάζονται οι Χαιρετισμοί επί καθημερινής βάσης.
Στο Καθολικό της μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους φυλάσσεται η εικόνα της Θεοτόκου του Ακαθίστου Ύμνου. Κατά την παράδοση[15], το έτος 1837 ξέσπασε πυρκαγιά, κατά τη διάρκεια της οποίας οι μοναχοί έψαλλαν τον Ακάθιστο Ύμνο και η εικόνα παρέμεινε άθικτη. Το γεγονός αυτό εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 12 Ιανουαρίου.
Στην Μονή Ζωγράφου του Αγίου Όρους φυλάσσεται η Παναγία του Ακαθίστου ή Προαναγγελόμενη[16]. Κατά την παράδοση, μπροστά της ένας γέροντας διάβαζε καθημερινά τον Ακάθιστο Ύμνο μέχρι που κάποια μέρα η εικόνα μίλησε και προανήγγειλε (εξού και Προαναγγελόμενη) ότι πλησιάζουν λατινόφρονες στο μοναστήρι.
Ορισμένες εκφράσεις της ακολουθίας των Χαιρετισμών έχουν περάσει στη λαϊκή γλώσσα και χρησιμοποιούνται ως καθημερινές εκφράσεις. Οι πιο γνωστές είναι: