Αλεϊζαντίνιου | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Aleijadinho (Πορτογαλικά) |
Γέννηση | 29 Αυγούστου 1730[1] Cachoeira do Campo[1] |
Θάνατος | 18 Νοεμβρίου 1814[2] Όρου Πρέτο |
Αιτία θανάτου | λέπρα[1] |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια[1] |
Εθνικότητα | Αφροαμερικανοί[3], Pardo Brazilians[1] και Αφροβραζιλιάνοι[4] |
Ψευδώνυμο | Lisboa, Antonio Francisco[5] |
Χώρα πολιτογράφησης | Colonial Brazil |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Πορτογαλικά πορτογαλικά Βραζιλίας |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | αρχιτέκτονας[6] γλύπτης[6] καλλιτέχνης[7] |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αντόνιου Φρανσίσκου Λισμπόα (Antônio Francisco Lisboa, 1730 ή 1738 – 18 Νοεμβρίου 1814), γνωστότερος ως Αλεϊζαντίνιου (Aleijadinho), ήταν γλύπτης και αρχιτέκτονας της αποικιακής Βραζιλίας, που διακρίθηκε για το έργο του σε διάφορους ναούς της Βραζιλίας. Θεωρείται ο μεγαλύτερος Βραζιλιανός αρχιτέκτονας και γλύπτης της εποχής του.
Ο Αλεϊζαντίνιου γεννήθηκε στη Βίλα Ρίκα, το σημερινό Όρου Πρέτου, σημαντική τότε πόλη, καθώς είχε πληθυσμό διπλάσιο της τότε Νέας Υόρκης και ήταν πρωτεύουσα της μεγάλης πολιτείας Μίνας Ζεράις. Πατέρας του ήταν ο Μανουέλ Φρανσίσκου ντα Κόστα Λισμπόα, ξυλουργός από την Πορτογαλία που με τον καιρό ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική, και μητέρα του η Αφρικανή Ισαμπέλ, σκλάβα του Μανουέλ.
Ο Μανουέλ παντρεύτηκε μια λευκή όταν ο Αντόνιου ήταν ακόμα μικρός. Παρά το ότι ο Αντόνιου ήταν νόθος, ανατράφηκε στο σπίτι του πατέρα του μαζί με τα ετεροθαλή αδέλφια του. Εκεί φαίνεται ότι έμαθε τα βασικά της γλυπτικής, της αρχιτεκτονικής και του συνδυασμού τους. Αρχικώς εμφανίζεται ως εργάτης στην οικοδομή του ναού της Παναγίας της Καρμήλου στη γενέτειρά του, ενός ναού τα σχέδια του οποίου είχε εκπονήσει ο πατέρας του.
Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Αντόνιου είχε καθιερωθεί ο ίδιος ως αρχιτέκτονας, έχοντας σχεδιάσει τον ναό του Γ΄ Τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου στο Όρου Πρέτου και φιλοτεχνήσει τα ανάγλυφά του, από τα οποία ξεχωρίζει ένα κυκλικό που παριστάνει τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης να δέχεται τα στίγματα.
Το 1777 ο Αντόνιου Λισμπόα άρχισε να εμφανίζει τα σημάδια μιας ανίατης τότε ασθένειας[8], που πιθανώς ήταν λέπρα ή σκληρόδερμα[9], και εξαιτίας αυτού του γεγονότος του δόθηκε το προσωνύμιο (παρατσούκλι) «Αλεϊζαντίνιου», που σημαίνει «μικρός σακάτης». Η σχετική λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι, παρότι παραμορφωμένος και με μειωμένες ικανότητες, συνέχισε να δημιουργεί γλυπτά, με τη σμίλη και το σφυρί δεμένα πάνω στα χωρίς δάκτυλα χέρια του.[10]
Στα τελευταία χρόνια του έγινε πιο απόμακρος, εργαζόμενος περισσότερο τη νύχτα, και όταν έβγαινε έξω, μεταφερόταν στον δρόμο μέσα σε ένα καλυμμένο κλειστό φορείο από τους βοηθούς ή τους δούλους του.
Απεβίωσε σε ηλικία το πιθανότερο 76 ετών στην πόλη που γεννήθηκε, και τάφηκε στον ναό της Παναγίας της Αμώμου Συλλήψεως, κάτω από ένα ξύλινο δάπεδο με το όνομά του χαραγμένο πάνω του.
Τα γλυπτά και η αρχιτεκτονική του Αλεϊζαντίνιου εκτιμώνται ιδιαίτερα από τους ειδικούς ως μία από τις πλέον εκλεπτυσμένες καλλιτεχνικές εκφράσεις έξω από την Ευρώπη εκείνης της περιόδου.
Στο αρχιτεκτονικό του έργο ο Αλεϊζαντίνιου ακολούθησε τον μάλλον λιτό και σοβαρό παραδοσιακό ρυθμό των πορτογαλικών ναών. Η γλυπτική του όμως συνδυάζει πολύπλοκες, στρεβλωμένες μορφές με έναν πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, χαρακτηριστικό του ρυθμού μπαρόκ/ροκοκό. Οι ιδιόμορφες τάσεις της τέχνης του είναι έκδηλες στα δύο έργα που θεωρούνται τα αριστούργηματά του: τον Ναό του Αγίου Φραγκίσκου στο Όρου Πρέτου (1766-1794, βλ. και παραπάνω) και τους «Δώδεκα Προφήτες» στο ιερό του Μπομ Ζεσούς ντε Ματοζίνιους, στο Κονγκόνιας. Κάποιος πλούσιος επιχειρηματίας ονόματι Φελισιάνου Μέντες είχε παραγγείλει την ανέγερση αυτού του ιερού, σε εκπλήρωση ενός τάματος που είχε κάνει όταν ήταν «απελπιστικά άρρωστος». Από το 1800 έως το 1805, αν και ανάπηρος, ο Αλεϊζαντίνιου φιλοτέχνησε τις 12 μορφές από στεατίτη κατά μήκος μιας μνημειακής, «σκηνογραφικής» σχεδόν κλίμακας μπροστά από τον ναό.
Στο κάτω μέρος της κλίμακας υπάρχει μια μακρόστενη αυλή πλαισιωμένη από 6 περίπτερα. Στο κάθε περίπτερο υπάρχει μία σκηνή από τα Άγια Πάθη. Υπάρχουν συνολικά 66 μορφές σε φυσικό μέγεθος, σκαλισμένες σε ξύλο από το 1780 μέχρι το 1790, αρχίζοντας από τον Μυστικό Δείπνο και τελειώνοντας με τη Σταύρωση. Οι κυριότερες μορφές (ο Χριστός, οι Απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος, Ιωάννης, οι συσταυρωμένοι δύο ληστές, η Μαρία Μαγδαληνή και η Παναγιά) είναι έργα του Αλεϊζαντίνιου, ενώ οι άλλες μορφές (Ρωμαίοι στρατιώτες κλπ.) είναι έργα των βοηθών του. Αργότερα οι μορφές επιζωγραφίσθηκαν από τον Μανουέλ ντα κόστα Αταΐντε, ο οποίος επίσης ζωγράφισε (1828) την οροφή του Ναού του Αγίου Φραγκίσκου στο Όρου Πρέτου. Πιστεύεται ότι μία από τις μορφές που παρακολουθούν τη Σταύρωση είναι προσωπογραφία (ή αυτοπροσωπογραφία) του Αλεϊζαντίνιου.