Ο Αλφρέντ Γκάριεβιτς Σνίτκε (ρωσ. Альфре́д Га́рриевич Шни́тке, 24 Νοεμβρίου1934 – 3 Αυγούστου1998) ήταν Σοβιετικός συνθέτης κλασικής μουσικής[13], αποκλειστικά γερμανικής (γερμανοεβραϊκής από την πλευρά του πατέρα) καταγωγής.[14] Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κλασικούς συνθέτες του ύστερου 20ού αιώνα με το συχνότερα εκτελούμενο και ηχογραφημένο έργο[14][15]. Χαρακτηρίσθηκε από τον μουσικολόγο Άιβαν Μούντυ ως ένας «συνθέτης που ενδιαφερόταν η μουσική του να περιγράφει τους ηθικούς και πνευματικούς αγώνες του σύγχρονου ανθρώπου σε [...] βάθος και λεπτομέρεια».[16]
Ο Σνίτκε γεννήθηκε στην πόλη Ένγκελς και σπούδασε στο ονομαστό Ωδείο της Μόσχας (1953-1961). Αργότερα δίδαξε σε αυτό, μέχρι το 1972. Το 1990 έφυγε από τη Σοβιετική Ένωση και εγκαταστάθηκε στο Αμβούργο, όπου άρχισε να διδάσκει μουσική.
Η πρώιμη μουσική του Σνίτκε δείχνει μια ισχυρή επιρροή του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.[17] Ανέπτυξε μια πολυστυλιστική τεχνική σε έργα όπως η επικού ύφους 1η Συμφωνία του (1969-1972) και το Κοντσέρτο-Γκρόσο νο. 1 (1977). Τη δεκαετία του 1980 η μουσική του Σνίτκε έγινε ευρύτερα γνωστή στο εξωτερικό, με τη δημοσίευση των δεύτερου (1980) και τρίτου (1983) κουαρτέτων εγχόρδων, του Τρίο Εγχόρδων (1985), του μπαλέτου Peer Gynt (1985-1987), της 3ης, 4ης και 5ης Συμφωνίας του (1981, 1984 και 1988 αντιστοίχως), αλλά και του Κοντσέρτου για βιόλα (1985) και του 1ου κοντσέρτου για βιολοντσέλο (1985-1986). Ειδικά το Κοντσέρτο για βιόλα γράφτηκε για τον βιρτουόζο του οργάνου Ρώσο Γιούρι Μπασμέτ και πιστεύεται ότι είναι ένα από τα έργα του που δεν θα ξεχασθούν.[18] Καθώς η υγεία του χειροτέρευε, ο Σνίτκε άρχισε να εγκαταλείπει μεγάλο μέρος της πολυστυλιστικής εξωστρέφειας στη μουσική του και αποτραβήχθηκε σε ένα πιο «αναχωρητικό» ύφος.[19] Δείγμα αυτής της μεταστροφής αποτελεί το Κοντσέρτο για χορωδία (1984-1985), που αντλεί από τη μουσική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε κείμενο του Γρηγορίου του Ναρέκ, μοναχού, θεολόγου και πρώτου λυρικού ποιητή στην ιστορία της Αρμενίας (10ος αι.).[20] Γενικώς ο Σνίτκε αποπειράθηκε να επιτύχει μία σύνθεση διαφορετικών πολιτιστικών παραδόσεων, προσπάθησε να βρει κοινά στοιχεία στη λειτουργική μουσική της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αυτή του Δυτικού Χριστιανισμού, με αναφορά σε διάφορα μουσικά ιδιώματα του παρελθόντος.
Ο Σνίτκε συνέθεσε και πολλή μουσική για τον κινηματογράφο (δεκάδες ταινίες), καθώς αυτή αποτελούσε το κυριότερο βιοποριστικό μέσο του μετά το 1972, και μάλιστα είχε τιμηθεί με το σχετικό ρωσικό Βραβείο Νίκα.
Альфред Шнитке (2003). Александр Ивашкин, επιμ. Беседы с Альфредом Шнитке [Conversations with Alfred Schnittke]. Классика XXI. ISBN5-89817-051-0.
Segall, Christopher (άνοιξη 2013). «Klingende Buchstaben: Principles of Alfred Schnittke's Monogram Technique». The Journal of Musicology30 (2): 252-286. doi:10.1525/jm.2013.30.2.252.
Storch, Christian (2011). Der Komponist als Autor. Alfred Schnittkes Klavierkonzert. Böhlau. ISBN978-3-412-20762-5.