Επικάλυψη της αγγλικής έκδοσης crowell(1911) | |
Συγγραφέας | Λέων Τολστόι |
---|---|
Τίτλος | Ανάσταση, Λέων Τολστόι |
Γλώσσα | Ρωσικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1899 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1899 |
Μορφή | Μυθιστόρημα |
Τόπος | Ρωσική Αυτοκρατορία |
LC Class | OL457760W |
LΤ ID | 19599 |
BL Class | 37755 |
Προηγούμενο | Άννα Καρένινα |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Με τον τίτλο Ανάσταση (ρωσικά: Воскресение) φέρεται σπουδαίο μυθιστόρημα και το τελευταίο που έγραψε ο Ρώσος συγγραφέας Λέων Τολστόι το 1899, το οποίο και εκδόθηκε το ίδιο έτος στο περιοδικό Niva (= Αγρός).
Ο Τολστόι και στη Ανάσταση, όπως και σε όλα τα έργα της ωριμότητάς του, στρέφει την προσοχή του σε μια θεμελιακή κοινωνική κατάσταση, από όπου προβάλλουν τα πιο καυτά προβλήματα της εποχής και όλη η σύγχρονη κρίση του πολιτισμού. Τα προβλήματα αυτά αφορούν τις σχέσεις των ανθρώπων, που ξεχωρίζουν σε αδικητές και αδικούμενους, σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευομένους, σε κυρίους και υποταχτικούς. Μέσα από το έργο προβάλλει τις παρασιτικές τάξεις που ζουν από τους κόπους του λαού και πιο πολύ βλέπει την άθλια τύχη της αγροτιάς μέσα σ΄ένα κράτος του Ζοφού που ήταν το ίδιο το εθνικό σώμα της Ρωσίας.[1]
Κύριος ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Πρίγκιπας Νεκλούντωφ (ή Νεχλιούντωφ), τυπικός εκπρόσωπος της ρωσικής αριστοκρατίας του 19ου αιώνα με όλα τα προτερήματα και ελαττώματα της κοινωνικής του τάξης. Η ιστορία των σχέσεών του με την υπηρέτριά του Αικατερίνη Μασλόβα, στη ουσία ίσως ένα ελάχιστο επεισόδιο στην ιστορία οποιουδήποτε ανθρώπου, αρχίζει τυχαία να παίζει σημαντικότατο ρόλο στη ζωή του Νεκλούντωφ. Όταν εκείνος αρραβωνιάστηκε κόρη που ανήκε σε ανώτατη κοινωνική τάξη συνέπεσε τότε το γεγονός να προσκληθεί ως ορκωτός δικαστής σε δίκη της Αικατερίνης Μασλόβα, η οποία στο μεταξύ είχε καταλήξει πόρνη και κατηγορούνταν για συνέργεια σε δολοφονία εμπόρου σε οίκο ανοχής. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η "ανάσταση" του Νεκλούντωφ ο οποίος αισθάνεται και ο ίδιος ηθικός συναυτουργός για την ηθική έκπτωση που βρισκόταν η Αικατερίνη. Τελικά η Μασλόβα καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία και ο Νεχλιούντωφ αρνούμενος να συζευχθεί τη μνηστή του, ξεκινάει για τη Σιβηρία προκειμένου να βοηθήσει όπως μπορεί την κατάδικο, θύμα του εγωισμού του.
Συγχρόνως ο Τολστόι περιγράφει τα ήθη και τα έθιμα της ανώτερης ρωσικής τάξης της Πετρούπολης και εκδηλώνει την αιώνια γνώμη του ρωσικού λαού περί ανυπαρξίας στον κόσμο ανθρώπινης δικαιοσύνης. Ακριβώς την ίδια ιδέα που χαράσσει και ο Ντοστογιέβσκι στο έργο του Αδελφοί Καραμαζόφ (ή Καραμάζωφ). Με ιδιαίτερη δε ειρωνεία παρουσιάζει ο Τολστόι τη διεξαγωγή της δίκης ενώπιον του ορκωτού δικαστηρίου φθάνοντας στο σημείο μάλιστα με αρκετές ανακρίβειες να καυτηριάζει τη διεξαγωγή κάποιας χριστιανικής θείας λειτουργίας περί μετουσίωσης, βάσει των ορθολογιστικών ιδεών περί χριστιανισμού και Ευαγγελίου με σαφή αντανάκλαση της αίρεσης του Αρείου. Την περικοπή αυτή που διακωμωδεί το κυριότερο σημείο στη Θεία Λειτουργία είχε αφαιρέσει η ρωσική λογοκρισία κατόπιν επέμβασης της ρωσικής Ιεράς Συνόδου, η οποία και μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματος αφόρισε τον συγγραφέα. Το πλήρες κείμενο της Ανάστασης του Τολστόι εκδόθηκε μόνο στο Παρίσι, λαθραία αντίτυπα της οποίας έφθασαν στη Ρωσία.
Μέσα στην Ανάσταση, το τελευταίο μυθιστόρημα του Τολστόι, η ηθική κρίση παρουσιάζεται στη μεγαλύτερή της οξύτητα, όπου κάνει τον έλεγχο και την καταγγελία των αρχόντων και του εαυτού του για όλα τα κακά της ρωσικής ζωής. Η Ανάσταση από πολλές απόψεις είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δημιουργήματα του ρωσικού ρεαλισμού, περιέχει μέσα της όλα τα σπέρματα των θεμάτων και τις ιδέες που έθρεψαν το ρωσικό επαναστατικό ρεαλισμό, κι είναι το πιο επαναστατικό έργο του Τολστόι. Ολόκληρο το βιβλίο είναι μια οργισμένη διαμαρτυρία για τις ακαταλόγιστες δυνάμεις που κυβερνούν τον Παλαιό Κόσμο. Ωστόσο το έργο αυτό δεν είχε ικανοποιήσει τον συγγραφέα και όπως ο ίδιος ομολογεί το έγραψε με μεγάλη δυσκολία και αργοπορία γιατί, για να οδηγήσει το έργο στους προσχεδιασμένους ηθικούς σκοπούς του, παραβίαζε το χαρακτήρα των δύο ηρώων του και δεν άφηνε ελεύθερο δρόμο προς τη φυσική τους εξέλιξη.[2]