Αναστάσιος Ορλάνδος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Αναστάσιος Ορλάνδος (Ελληνικά) |
Γέννηση | 23 Δεκεμβρίου 1887 Αθήνα |
Θάνατος | 6 Οκτωβρίου 1979[1][2] Αθήνα[3] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα[1] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα[1] Γαλλικά[4] |
Σπουδές | Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (1904–1908) Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (έως 1915) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | κλασικός αρχαιολόγος ιστορικός της αρχιτεκτονικής αρχιτέκτονας διδάσκων πανεπιστημίου building researcher βυζαντινολόγος |
Εργοδότης | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών (Ιανουάριος 1950 – Δεκέμβριος 1950) μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (από 1926) |
Βραβεύσεις | Βραβείο Χέρντερ |
Ο Αναστάσιος Ορλάνδος (23 Δεκεμβρίου 1887 – 6 Οκτωβρίου 1979) ήταν Έλληνας αρχιτέκτονας, αρχαιολόγος, ακαδημαϊκός, ο σπουδαιότερος ερευνητής της ελληνικής αρχιτεκτονικής και ένας από τους θεμελιωτές της επιστήμης της βυζαντινής τέχνης στην Ελλάδα.[5]
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου 1887 και ήταν γιος του ιατρού Κίμωνα Ορλάνδου, μέλους της οικογένειας Ορλάνδου και απογόνου του Σπετσιώτη πολιτικού της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Ιωάννη Ορλάνδου[5], της γνωστής οικογένειας Ορλάνδου.
Σπούδασε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1904-1908). Στην προσπάθεια του να στηρίξει τη μελέτη των μνημείων σε εδραιότερες βάσεις εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών της οποίας και ανακηρύχτηκε αριστούχος διδάκτορας (1915) με τη διατριβή του «Το αέτωμα του εν Σουνίω ναού του Ποσειδώνος».[6] Στη συνέχεια μετέβη στη Γαλλία για μετεκπαίδευση.[7] Διετέλεσε σύμβουλος (1927-1951) της Αρχαιολογικής Εταιρείας και γραμματέας της (1951-1979), αρχιτέκτων της αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης (1910-1917) και στη συνέχεια όλης της Ελλάδας (1920-1958). Υπηρέτησε ως τακτικός καθηγητής στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Δίδαξε αρχιτεκτονική μορφολογία και ρυθμολογία και ιστορία της αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο και βυζαντινή αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο.
Ήταν ιδρυτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1926[8], πρόεδρός της το 1950[9] και γενικός γραμματέας της από το 1956 έως το 1966[5]. Ακόμη, ήταν αντιπρόεδρος και πρόεδρος[10] της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, αντιπρόεδρος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, αντεπιστέλλον μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου, τακτικό μέλος του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Βιέννης, και επίτιμο μέλος της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών του Λονδίνου και του Αμερικανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.[7]
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 6 Οκτωβρίου 1979.[7] Μετά το θάνατό του ευεργέτησε την Αρχαιολογική Εταιρεία, κληροδοτώντας σε αυτήν χρηματικό ποσό, καθώς και κτίριο,[5] ενώ τιμήθηκε με αρκετά παράσημα για το έργο του.[7]
Το έργο του επικεντρώνεται σε όλους τους τομείς της ελληνικής αρχαιολογίας, ενώ διετέλεσε και διευθυντής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής του Υπουργείου Παιδείας.[5] Μεταξύ άλλων πραγματοποίησε ανασκαφές στο Μολύκρειο, τη Φιγαλεία, τη Σικυώνα, τη Στύμφηλο, τη Μεσσήνη,[11] τον Μυστρά, τη Φωκίδα και το Άγιο Όρος. Αναστήλωσε το άγαλμα της Απτέρου Νίκης, τμήματα του Ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο και το Ναό Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη.[7] Επίσης, υλοποίησε τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Ναού του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο.[12] Εξέδιδε από το 1935 το περιοδικό «Αρχείον βυζαντινών και μεσαιωνικών μνημείων της Ελλάδας» στο οποίο περιελαμβανόταν προσωπικές του εργασίες.[13]
Στα έργα του συμπεριλαμβάνονται τα εξής: