Ο κόμης Ανδρέας Μεταξάς (Αργοστόλι, 1790 - Αθήνα, 8 Σεπτεμβρίου 1860) ήταν Κεφαλλονίτης αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης του 1821, διπλωμάτης και πολιτικός. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας από τις 3 Σεπτεμβρίου 1843 έως τις 16 Φεβρουαρίου του 1844. Οι οπλαρχηγοί του 1821 του έδωσαν το παρωνύμιο Κόντε Λάλας ένεκα του τραυματισμού του κατά τη μάχη του Λάλα[2].
Γεννήθηκε το 1790 στο Αργοστόλι[3] και ήταν γόνος της ιστορικής οικογένειας των Μεταξάδων, η οποία προερχόταν από την Κωνσταντινούπολη και ήταν εγκατεστημένη στην Κεφαλονιά από τον 15ο αιώνα[4]. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Πέτρου Μεταξά και της Βιολέτας Λοβέρδου και είχε άλλα τρία αδέλφια, τους Αναστάσιο, Παναγής (μετέπειτα κληρικός Παΐσιος) και Ιωάννη. Ξάδελφός του ήταν ο Κωνσταντίνος Μεταξάς[5]. Αν και δεν ήταν άνθρωπος ιδιαίτερης μόρφωσης[6], εντούτοις πλην της ελληνικής γνώριζε την ιταλική και τη γαλλική γλώσσα και ήταν μελετητής της αρχαίας ελληνικής Ιστορίας. Λίγα χρόνια πριν την ελληνική επανάσταση παντρεύτηκε τη Μαριέτα Βούρβαχη, αδελφή του Έλληνα αξιωματικού του γαλλικού στρατού, Διονυσίου, με την οποία απέκτησε δύο γιους (τους Σπύρο και Πέτρο) και δύο κόρες[7]. Κατά τα προεπαναστατικά χρόνια, εργαζόταν ως δικολάβος[3]. ...
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία[8] και όταν κηρύχθηκε η επανάσταση έσπευσε στην Πελοπόννησο και συγκρότησε, μαζί με τον αδερφό του Αναστάσιο και τον ξάδελφό του Κωνσταντίνο, στρατιωτικό σώμα 350 ανδρών από την Κεφαλλονιά[9] εξοπλισμένων και με δύο τηλεβόλα που είχε προσφέρει ο Ευαγγελινός Πανάς. Ηγετική θέση στο σώμα είχαν και οι Γεράσιμος Βίκτωρος Φωκάς, Κωνσταντίνος Φωκάς Καρανδινός κ.ά. Με το πρόσχημα καταδίωξης πειρατών επιβιβάστηκαν σε πλοίο του Αναστασίου και των αδελφών Φωκά Θεοδωράτου που ήταν εξοπλισμένο με 18 κανόνια, 50 ναύτες και 50 οπλοφόρους. Αποβιβάστηκαν στις αρχές Μαΐου του 1821 στη Γλαρέντζα και βάδισαν προς Μανωλάδα. Εκεί ενώθηκαν με άλλους οπλαρχηγούς (Βιλαέτη, Σισίνη και Πλαπούτα) και στη συνέχεια εκστράτευσαν εναντίον του Λάλα, που ήταν η έδρα περιώνυμων Αλβανών πολεμιστών. Κατά τις μάχες που διεξήχθησαν στην ευρύτερη περιοχή μέχρι και τις 13 Ιουνίου, όταν και οι Λαλαίοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν προς την Πάτρα, ο Μεταξάς ήταν ανάμεσα στους διακριθέντες. Μάλιστα, τραυματίστηκε και στα δύο χέρια από σφαίρες[10]. Αργότερα, στάλθηκε μαζί με το υπόλοιπο ένοπλο σώμα στην περιοχή των Πατρών, έπειτα από υπόδειξη του Υψηλάντη[11], σύντομα όμως, λόγω του τραυματισμού του ασχολήθηκε μόνο με τον πολιτικό τομέα της επανάστασης.[12]
Στις 25 Μαΐου του 1822 με ομόφωνη απόφαση εγκρίθηκε πράξη του "Εκτελεστικού" με την οποία ο Μεταξάς, για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει μέχρι τότε προς την πατρίδα, πολιτογραφήθηκε Έλληνας κάτοικος Πελοποννήσου. Το 1822 διορίστηκε υπουργός Αστυνομίας[13] ενώ τον Απρίλιο του 1826 ορίστηκε υπουργός του Πολέμου. Αργότερα υπήρξε πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση του Άργους και μέλος του Νομοτελεστικού. Μαζί με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στάλθηκε από την Κυβέρνηση στη Βερόνα για αναζήτηση οικονομικών πόρων αλλά και για να πείσουν τις Μεγάλες Δυνάμεις να μην επέμβουν εναντίον της Ελλάδος, το οποίο και επέτυχε με τη βοήθεια του γνώριμου του Ιωάννη Καποδίστρια[4][14].
Ο Ανδρέας Μεταξάς πρωτοστάτησε στην εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια και παρέμεινε μέχρι τέλους πιστός του σύμμαχος. Με τη σειρά του ο Καποδίστριας τον τίμησε με σοβαρά αξιώματα. Με πρωτοβουλία του, έγινε μέλος στο "Πανελλήνιον" και διορίστηκε προϊστάμενος του "Φροντιστηρίου των στρατιωτικών", καθώς και έκτακτος επίτροπος της Πελοποννήσου. Από τη θέση αυτή ο Μεταξάς βοήθησε, κυρίως στην οργάνωση του τακτικού στρατού. Μετά το θάνατο του Καποδίστρια, αν και ρωσόφιλος, αντιτάχθηκε στην εκλογή του Αυγουστίνου Καποδίστρια την οποία θεωρούσε καταστροφική[4][15] αλλά παρ´όλα αυτά κρατήθηκε μακριά από τις διασπαστικές τάσεις του Κωλέττη. Παρά ταύτα διετέλεσε όμως μέλος της προσωρινής κυβέρνησης μέχρι την έλευση του Όθωνα.
Στην περίοδο της Αντιβασιλείας, διορίστηκε νομάρχης Λακωνίας[16] και στη συνέχεια τον Οκτώβριο του 1835 σύμβουλος της Επικράτειας. Σύντομα όμως ένεκα των φιλελεύθερων φρονημάτων του εξορίστηκε από την Αντιβασιλεία στη Μασσαλία αλλά αργότερα ανακλήθηκε και στάλθηκε στην Ισπανία ως πρέσβης της Ελλάδας[3][4]. Το 1839 όταν επέστρεψε στην Ελλάδα επαναδιορίστηκε σύμβουλος της Επικρατείας. Το 1841 χρημάτισε υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Μετά την παραίτησή του από υπουργός Στρατιωτικών αναμίχθηκε με άλλους για παραχώρηση συντάγματος στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Μετά τον θάνατο του Κολοκοτρώνη, ανέλαβε αρχηγός του Ρωσικού Κόμματος[3].
Την 3η Σεπτεμβρίου του 1843 ως επακόλουθο του κινήματος που ξέσπασε την ίδια ημέρα, έλαβε από τον Όθωνα εντολή σχηματισμού κυβέρνησης με σκοπό την προετοιμασία για την ψήφιση του Συντάγματος. Λίγες ημέρες αργότερα, υπό την απειλή πως αν δεν γινόταν δεκτή η εισήγησή του θα παραιτείτο, πέτυχε να πείσει το υπουργικό συμβούλιο για τη διεύρυνση της κυβέρνησης με τη συμμετοχή των Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και Ιωάννη Κωλέττη, ηγετών του αγγλικού και γαλλικού κόμματος αντίστοιχα[17].
Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του διατήρησε την τάξη και διενήργησε τις εκλογές για τη σύγκλιση της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης στην οποία εκλέχθηκε "τιμής ένεκεν" σε πέντε περιφέρειες και έλαβε μέρος στις εργασίες της. Τον επόμενο χρόνο που διενεργήθηκαν πάλι εκλογές της Α΄ Περιόδου (1844-1845) εκλέχθηκε βουλευτής Αττικής, γενόμενος στη συνέχεια στην κυβέρνηση Κωλέττη υπουργός των Οικονομικών, θέση που διατήρησε από τον Αύγουστο 1844 μέχρι τον Αύγουστο του 1845, όταν παραιτήθηκε ύστερα από την προσπάθεια του τελευταίου να ανατρέψει το σύνταγμα. Από το 1850 μέχρι το 1859 διετέλεσε βουλευτής Αττικής. Το 1850, προάχθηκε στο βαθμό του αντιστρατήγου και παρασημοφορήθηκε από τον Όθωνα με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος. Στις 15 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, στάλθηκε ως πρέσβης της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη.
Με την έκρηξη όμως του Κριμαϊκού πολέμου έσπευσε να παραιτηθεί από τη θέση του αυτή στις 10 Μαρτίου 1854 και επανήλθε στην Αθήνα για να αποσυρθεί πλέον της πολιτικής. Το κίνημα της εξέγερσης της Θεσσαλίας και της Ηπείρου φαίνεται πως το υποστήριξε κρυφά. Όμως απέκρουσε τη βιαστική απόφαση του Βασιλέως, όταν έσπευσε κρυφά στα Ανάκτορα και τον έπεισε να μη μεταβεί προλαμβάνοντας έτσι τρομερά κατά της Ελλάδος δεινά. Λίγο πριν τον θάνατο του, φέρεται πως ο Όθωνας του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης αλλά εκείνος αρνήθηκε.
Ο Ανδρέας Μεταξάς διετέλεσε επίσης πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας[6] καθώς και πολλών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Σε όλο τον βίο του υπήρξε γενναίος, ειλικρινής και φιλόπατρις με ακέραιο χαρακτήρα. Πέθανε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1860.