Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η Ανοικτή Διασύνδεση Συστημάτων (αγγλ. Open Systems Interconnection, OSI) ήταν μια προσπάθεια που ξεκίνησε από τον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης (αγγλ. International Organization for Standardization, ISO), για να τυποποιηθεί η δικτύωση υπολογιστών.
Το 1977 είχε ξεκινήσει εργασία για ένα κοινό πρωτόκολλο δικτύωσης και είχε γίνει αποδεκτό το μοντέλο αναφοράς που έγινε γνωστό ως Μοντέλο αναφοράς OSI.
Πριν από το μοντέλο OSI, η μέθοδος δικτύωσης των συσκευών καθοριζόταν από τον κατασκευαστή τους και παρέμενε ιδιοκτησία του, με τυποποιημένα πρωτόκολλα όπως τα SNA, appletalk, netware και DECnet. Τα μεγάλα δίκτυα συνήθως υποστήριζαν πολλαπλές διαδικασίες δικτύωσης, αλλά πολλές συσκευές δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με άλλες λόγω έλλειψης κοινών πρωτοκόλλων.
Το μοντέλο OSI του 1982 ήταν μια προσπάθεια στον κλάδο των υπολογιστών, με επιδίωξη να πείσει όλους να συμφωνήσουν σε ένα κοινό δικτυακό πρότυπο, ώστε να μπορούν να συνεργάζονται τα συστήματα πολλών κατασκευαστών.
Το μοντέλο OSI ήταν μια σημαντική εξέλιξη στην διδασκαλία των εννοιών, που ήσαν σχετικές με την δικτύωση. Παρουσίαζε την ιδέα ενός κοινού μοντέλου με επίπεδα πρωτοκόλλων, που καθόριζαν την διαλειτουργικότητα μεταξύ δικτυακών συσκευών και λογισμικού. Πάντως, η στοίβα πρωτοκόλλων (αγγλ. protocol stack) που καθορίστηκε τελικά με την εργασία OSI, θεωρήθηκε από πολλούς ότι ήταν υπερβολικά περίπλοκη και κατά μεγάλο μέρος μη εφαρμόσιμη.
Αυτό που προτεινόταν ήταν να ξηλωθούν τα παλιά πρωτόκολλα και να αντικατασταθούν με νέα σε όλα τα επίπεδα της στοίβας. Αυτό έκανε δύσκολη την πραγματοποίηση, και πολλοί κατασκευαστές και χρήστες με μεγάλες επενδύσεις σε άλλες δικτυακές τεχνολογίες αντιστάθηκαν.
Επιπρόσθετα, τα πρωτόκολλα OSI καθορίζονταν από επιτροπές που τα γέμιζαν με διάφορα προαιρετικά, και ενίοτε αντικρουόμενα, χαρακτηριστικά. Με τόσα πολλά προαιρετικά, κάποιες εφαρμογές των κατασκευαστών έχασαν την διαλειτουργικότητά τους, και όλη η προσπάθεια έπεσε στο κενό. Ούτε η απαίτηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να υποστηρίζεται η ανοικτή διασύνδεση συστημάτων OSI σε όλες τις συσκευές που προμηθεύεται δεν διέσωσε την προσπάθεια αυτή.
Η προσέγγιση OSI τελικά επισκιάσθηκε από την διαδικτυακή ομάδα πρωτοκόλλων TCP/IP. Ο πραγματιστικός τρόπος δικτύωσης υπολογιστών με το TCP/IP και δύο ανεξάρτητες εφαρμογές με απλά πρωτόκολλα, το κατέστησαν εφαρμόσιμο πρότυπο. Για παράδειγμα, το OSI πρότυπο X.400 για τα e-mail δημοσιεύτηκε σε αρκετούς μεγάλους τόμους, ενώ ο ορισμός SMTP για το διαδικτυακό e-mail ήταν μερικές σελίδες στο RFC-821. Τα πολυάριθμα επόμενα RFC (request for comments), που έδωσαν επεκτάσεις στον αρχικό SMTP ορισμό, απαρτίζουν επίσης αρκετούς μεγάλους τόμους.
Πολλά από τα πρωτόκολλα και τις προδιαγραφές της στοίβας πρωτοκόλλων OSI έχουν από καιρό χαθεί ή αντικατασταθεί, όπως είναι οι συσκευές token-bus, η παράδοση μηνυμάτων CLNP, η μεταφορά αρχείων FTAM, τα e-mail X.400. Κάποια επιζούν ακόμη με σημαντικά απλοποιημένη μορφή. Η δομή καταλόγων αρχείων X.500 έχει σημαντική χρήση, κυρίως επειδή το αρχικό δύσκαμπτο πρωτόκολλο αντικαταστάθηκε αποτελεσματικά από το LDAP. Το IS-IS συνεχίζει να εφαρμόζεται ως πρωτόκολλο δικτυακής δρομολόγησης από μεγάλες τηλεπικοινωνιακές εταιρείες και από το Πρωτόκολλο Διαδικτύου (αγγλ. Internet Protocol). Πολλά παλιά συστήματα SONET ακόμη χρησιμοποιούν το TARP (TID Address Resolution Protocol, που χρησιμοποιεί τα CLNP και IS-IS) για να μεταφράζουν τον προσδιοριστή στόχου (Target Identifier) ενός κόμβου SONET. Συχνά τα πρωτόκολλα και οι προδιαγραφές OSI παραμένουν σε χρήση σε παλιά συστήματα, μέχρις ότου αυτά αναβαθμιστούν, αντικατασταθούν ή εγκαταλειφθούν.
Η κατάρρευση της προσπάθειας OSI το 1996 έβλαψε την φήμη και την αξιοπιστία των οργανισμών που συμμετείχαν, και ειδικά του ISO. Το χειρότερο ήταν ότι οι υποστηρικτές του OSI άργησαν να αναγνωρίσουν την επικράτηση της ομάδας πρωτοκόλλων TCP/IP ώστε να προσαρμοστούν σ’ αυτήν.