Ανόλη | |||
---|---|---|---|
Γενικά | |||
Όνομα IUPAC | 4-προπ-1-εν-1-υλοφαινόλη | ||
Άλλες ονομασίες | Ανόλη παραπροπενυλυδροξυβενζόλιο[1] | ||
Χημικά αναγνωριστικά | |||
Χημικός τύπος | C9H10O | ||
Μοριακή μάζα | 134,1751 amu | ||
Σύντομος συντακτικός τύπος |
(C6H4)(4-CH=CHCH3)OH | ||
Αριθμός CAS | 85960-81-2 | ||
SMILES | CC=Cc1ccc(cc1)O | ||
InChI | 1S/C9H10O/c1-2-3-8-4-6-9(10)7-5-8/h2-7,10H,1H3 | ||
PubChem CID | 415627 | ||
ChemSpider ID | 367976 | ||
Δομή | |||
Ισομέρεια | |||
Φυσικές ιδιότητες | |||
Χημικές ιδιότητες | |||
Επικινδυνότητα | |||
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa). |
Η ανόλη[2] (αγγλικά anol) είναι αρωματική οργανική χημική ένωση, που περιέχει άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο, με μοριακό τύπο C9H10O, αν και αποδίδεται πιο αναλυτικά από τον ημισυντακτικό του τύπο (C6H4)(4-CH=CHCH3)OH. Πιο συγκεκριμένα, είναι μια φαινόλη.
Το 1937, ο Σερ Τσαρλς Ντοντς (Sir Charles Dodds) παρήγαγε την ανόλη με απομεθυλίωση αναιθόλης. Η αναιθόλη, με τη σειρά της, είναι οιστρογονικό συστατικό του γλυκάνισου και του μάραθου.[3][4]
Έχει αναφερθεί ότι και η ίδια η ανόλη έχει εξαιρετικά ισχυρή οιστρογονική δραστηριότητα, στο ίδιο επίπεδο με αυτό των στεροειδών οιστρογόνων, όπως οιστρόνης, αφού με μια δόση 1 µg, προκαλεί οίστρο σε αρουραίους.[3] Ωστόσο, κάποιες μεταγενέστερες μελέτες, με διαφορετικά παρασκευάσματα ανόλης, απέτυχαν να επιβεβαιώσουν τα ευρήματα αυτά. Διαπιστώθηκε, ακόμη, ότι ο διμερισμός της ανόλης σε διανόλη και εξαστρόλη μπορεί γρήγορα να συμβεί, και ότι η τελευταία πρόσμειξη ήταν υπεύθυνη για την εξαιρετικά ισχυρή οιστρογονική δράση, που αρχικά αποδόθηκε όλη στην ανόλη.[3][4][5][6] Ο Σερ Ντοντς αργότερα συνέθεσε το δοµικά συγγενικό και εξαιρετικά ισχυρό οιστρογόνο διαιθυλοστιλβεστρόλη, το 1938.[3][5]