Αυτοί που δε ριζώνουν πουθενά | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Φρεντ Τσίνεμαν |
Παραγωγή | Τζέρι Μπλάτνερ Φρεντ Τσίνεμαν |
Σενάριο | Ίζομπελ Λέναρντ Τζον Κλίαρι (Μυθιστόρημα) |
Βασισμένο σε | The Sundowners |
Πρωταγωνιστές | Ντέμπορα Κερ Ρόμπερτ Μίτσαμ Πίτερ Ουστίνοφ Γκλίνις Τζονς Μάικλ Άντερσον Τζ. |
Μουσική | Ντιμίτρι Τιόμκιν |
Φωτογραφία | Τζακ Χίλντγιαρντ |
Μοντάζ | Jack Harris |
Ενδυματολόγος | Elizabeth Haffenden |
Εταιρεία παραγωγής | Warner Bros. και Warner Bros. Pictures |
Διανομή | Warner Bros., Netflix και Fandango at Home |
Πρώτη προβολή | 8/12/1960 |
Κυκλοφορία | 1960 |
Διάρκεια | 141 λεπτά |
Προέλευση | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Ηνωμένο Βασίλειο και Αυστραλία |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η κινηματογραφική ταινία Αυτοί που δε ριζώνουν πουθενά (Πρωτότυπος τίτλος The Sundowners) είναι δράμα παραγωγής 1960 σε σκηνοθεσία Φρεντ Τσίνεμαν[1]. Η ταινία αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Τζον Κλίαρι, ενώ η διασκευή του σεναρίου έγινε από την Ίζομπελ Λέναρντ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο Ρόμπερτ Μίτσαμ, ο Ντέμπορα Κερ, ο Πίτερ Ουστίνοφ, η Γκλίνις Τζονς και ο μικρός Μάικλ Άντερσον Τζ. Η ταινία προτάθηκε για 5 βραβεία όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
Η οικογένεια Κάρμοντι, που αποτελείται από τον Πάντι (Ρόμπερτ Μίτσαμ), την Άιντα (Ντέμπορα Κερ) και τον έφηβο γιο τους Σον (Μάικλ Άντερσον), είναι μια οικογένεια Βρετανών μεταναστών στην Αυστραλία της δεκαετίας του 1920. Ο Πάντι εργάζεται περιστασιακά ως οδηγός προβάτων και του αρέσει να περιφέρεται στην ύπαιθρο ως νομάς, χωρίς να είναι διατεθειμένος να μείνει μόνιμα κάπου. Η Άιντα και ο Σον όμως ονειρεύονται να αποκτήσουν γη και σπίτι, ώστε να μπορέσουν να απολαύσουν τις χαρές μιας ήρεμης ζωής. Όταν ο Πάντι αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα κοπάδι προβάτων από την Μπουλίνγκα στην Καουντίλα, με τη βοήθεια ενός Άγγλου ξεπεσμένου αριστοκράτη, του Ρούπερτ (Πίτερ Ουστίνοφ), η Άιντα τον πείθει να μείνουν για λίγο καιρό στην πόλη της Καουντίλα προκειμένου να εργαστούν σε μια φάρμα ως κουρείς προβάτων, ώστε να βγάλουν τα απαραίτητα χρήματα για να αγοράσουν τη δική τους φάρμα. Ο Πάντι διστάζει αλλά συμφωνεί. Όσο ο Πάντι, η Άιντα και ο Σον μένουν στην Καουντίλα, τόσο οι διαφορές όσον αφορά τις προτεραιότητές τους γίνονται εμφανείς και η ρήξη μεταξύ τους είναι αναπόφευκτη.
Ο Φρεντ Τσίνεμαν αποφάσισε να γυρίσει την ταινία έπειτα από παρότρυνση της Ντόροθι Χάμερσταϊν, σύζυγο του συνθέτη Όσκαρ Χάμερσταϊν και γεννημένη στην Αυστραλία. Η Χάμερσταϊν, ήθελε να του στείλει το μυθιστόρημα The Shiralee του Ντ' άρσι Νάιλαντ, αλλά κατά λάθος του έστειλε το μυθιστόρημα του Κλίαρι The Sundowners. Ο Τσίνεμαν αποφάσισε αμέσως να σκηνοθετήσει την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος, αγόρασε το δικαιώματά του και αποφάσισε να κάνει και την παραγωγή[1]. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Τσίνεμαν, η διασκευή του μυθιστορήματος επρόκειτο αρχικά να γίνει από τον Άαρον Σπέλινγκ, αλλά τελικά αντικαταστάθηκε από την Ίζομπελ Λέναρντ. Μια άλλη πηγή υποστηρίζει ότι η διασκευή έγινε στο μεγαλύτερό της μέρος από τον Τζον Κλίαρι, παρά το γεγονός ότι τα εύσημα δόθηκαν στην Λέναρντ[2]. Το κλείσιμο της ταινία αποτιεί φόρο τιμής στην ταινία του Τζον Χιούστον Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε (The Treasure of Sierra Madre, 1948)[3] .
Ο Τσίνεμαν προσέλαβε τον Γκάρι Κούπερ για το ρόλο του Πάντι Κάρμοντι, αλλά ο ηθοποιός που βρισκόταν στα τελευταία στάδια του καρκίνου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το εγχείρημα. Αντικαταστάθηκε από τον Ρόμπερτ Μίτσαμ, ο οποίος ήταν ικανοποιημένος που θα ξανασυνεργαζόταν με την Κερ μετά τη συμμετοχή τους στην ταινία του 1957, Σάρκα και ψυχή (Heaven Knows Mr. Allison). Συμφώνησε επίσης το όνομά της να προηγείται του δικού του στους τίτλους της ταινίας[4]. Ο Μάικλ Άντερσον Τζ, γιος του σκηνοθέτη Μάικλ Άντερσον, που επρόκειτο να ερμηνεύσει το γιο του ζεύγους Κάρμοντι ήρθε από την Αγγλία για να συμμετάσχει στην ταινία[5].
Ο Φρεντ Τσίνεμαν ήθελε να γυρίσει την ταινία στην Αυστραλία και αντιτάθηκε στην απόφαση του Τζακ Γουόρνερ, η ταινία να γυριστεί στην Αριζόνα για την εξοικονόμηση χρημάτων. Τελικά τα γυρίσματα έγιναν στην Αυστραλία και τα εσωτερικά γυρίσματα σε στα στούντιο της Associated British Pictures Corp. Elstree Studios στην Αγγλία[6].
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1959[7] και ο Τσίνεμαν πήγε στην Αυστραλία 12 βδομάδες πριν φτάσουν οι ηθοποιοί για να τραβήξει πλάνα από τα βοσκοτόπια και από τα κοπάδια προβάτων της περιοχής. Η υγρασία της περιόδου και οι εναλλαγές ζέστης και ψυχρής βροχής κατέστησαν τα γυρίσματα δύσκολα. Η παραγωγή καθυστέρησε και το συνεργείο και οι ηθοποιοί είχαν αρχίσει να εκνευρίζονται. Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν τον Δεκέμβριο του 1959[4].
Η ταινία έλαβε συνολικά πέντε υποψηφιότητες για βραβείο Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, χωρίς όμως να κερδίσει κάποιο. Η Ντέμπορα Κερ έλαβε την έκτη και τελευταία της υποψηφιότητα για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου και παρά το γεγονός ότι είχε λάβει τα περισσότερα βραβεία των κριτικών σε τελετές που προηγήθηκαν των Όσκαρ, έχασε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, οποία έκανε την έκπληξη κερδίζοντας για την ταινία Ζήσαμε στην Αμαρτία (BUtterfield 8, 1960). Η Γκλίνις Τζονς έχασε το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου από την Σίρλεϊ Τζόουνς που κρίθηκε νικήτρια για την ερμηνεία της στην ταινία Είμαστε Διεφθαρμένοι; (Elmer Gantry). Ο Φρεντ Τσίνεμαν έχασε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας από τον Μπίλι Γουάιλντερ που το κέρδισε για την κωμωδία Η Γκαρσονιέρα (The Apartment). Η Γκαρσονιέρα κέρδισε επίσης το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας υπερισχύοντας της ταινίας του Τσίνεμαν[8].
Υποψηφιότητα: