Βασίλε Αλεξαντρί | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Vasile Alecsandri (Ρουμανικά) |
Γέννηση | 21 Ιουλίουιουλ. / 2 Αυγούστου 1821γρηγ. (απροσδιόριστο ημερολόγιο, θεωρείται Ιουλιανό)[1][2] Τζουντέτς του Μπακάου[3][4] |
Θάνατος | 22 Αυγούστουιουλ. / 3 Σεπτεμβρίου 1890γρηγ.[5][1][6] Mircești |
Αιτία θανάτου | καρκίνος του πνεύμονα |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Ψευδώνυμο | V. Mircesco |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηγεμονία της Μολδαβίας (έως 1859) Ηνωμένα Πριγκηπάτα (1859–1881) Βασίλειο της Ρουμανίας (1881–1890) |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[4] Ρουμανικά[7][4] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής[4] συγγραφέας[4][8] πολιτικός[4] θεατρικός συγγραφέας[4] λαογράφος διπλωμάτης[4] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Minister of Foreign Affairs of Romania |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Βασίλε Αλεξαντρί (Vasile Alecsandri, 21 Ιουλίου 1821 – 22 Αυγούστου 1890) ήταν Ρουμάνος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, πολιτικός και διπλωμάτης. Συγκέντρωσε ρουμανικά δημοτικά τραγούδια και υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος του 19ου αιώνα για τη ρουμανική πολιτιστική ταυτότητα και την ένωση της Μολδαβίας και της Βλαχίας.[9][10][11]
Ο Αλεξαντρί γεννήθηκε στην πόλη Μπακάου της τότε Ηγεμονία της Μολδαβίας από γονείς γαιοκτήμονες, τον Βασίλε Αλεξαντρί και την Έλενα Κοζώνη, κόρη Έλληνα εμπόρου. Ο μελλοντικός συγγραφέας είχε 6 αδέλφια, από τα οποία τα δύο μόνο επιβίωσαν πέρα από την παιδική ηλικία: η Κατίνκα και ο Ιάνκου, μετέπειτα συνταγματάρχης.
Η οικογένεια ευδοκιμούσε από το εμπόριο δημητριακών και αλατιού. Το 1828 αγόρασαν ένα μεγάλο κτήμα στο χωριό Μιρτσέστι, κοντά στον ποταμό Σερέτη. Ο μικρός Βασίλε περνούσε ώρες εκεί μελετώντας με έναν ευλαβή μοναχό από το Μαραμούρες, τον Γερμανό Βίντα, και έπαιζε με τον Βασίλε Πορογιάν, ένα τσιγγανόπουλο με το οποίο έγιναν καλοί φίλοι. Αμφότεροι οι χαρακτήρες αυτοί εμφανίσθηκαν αργότερα στο έργο του.
Από το 1828 ως το 1834 ο Αλεξαντρί φοίτησε στο καλό εσωτερικό σχολείο αρρένων «Victor Cuenim» στο Ιάσιο. Το 1834 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου μελέτησε λίγη χημεία, ιατρική και νομική, αλλά σύντομα τα εγκατέλειψε όλα για εκείνο που αποκαλούσε «ισόβιο πάθος» του, τη λογοτεχνία. Συνέγραψε τα πρώτα του λογοτεχνικά δοκίμια το 1838 στη γαλλική γλώσσα, την οποία είχε μάθει εξαιρετικά κατά τη διαμονή του στο Παρίσι. Μετά από μία σύντομη επιστροφή στην πατρίδα του, έφυγε και πάλι για τη Δυτική Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ισπανία και τη νότια Γαλλία.
Μια χρονιά αργότερα, το 1845, σε ένα κάλεσμα στην ονομαστική εορτή του οικογενειακού φίλου Κοστάτσε Νέγρη, ο Αλεξαντρί ερωτεύθηκε την αδελφή του, την 21χρονη Έλενα Νέγρη, προσφάτως χωρισμένη, και άρχισε να της γράφει ερωτικά ποιήματα. Μια αιφνίδια ασθένεια υποχρέωσε την Έλενα να κατευθυνθεί στη Βενετία, όπου ο Αλεξαντρί πήγε και τη συνάντησε. Μετά από δύο μήνες εκεί, ταξίδεψαν στην Αυστρία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Στο Παρίσι η ασθένεια της Έλενας επιδεινώθηκε και μετά από σύντομο πέρασμα από την Ιταλία μπήκαν σε ένα γαλλικό πλοίο στις 25 Απριλίου 1847 για να επιστρέψουν στην πατρίδα, αλλά στη διάρκεια του ταξιδιού η Έλενα πέθανε στα χέρια του εραστή της. Ο Αλεξαντρί διοχέτευσε το πένθος του στο ποίημα «Steluța» («Μικρό άστρο»), ενώ αργότερα αφιέρωσε στη μνήμη της την ποιητική συλλογή Lăcrimioare («Μικρά δάκρυα»).
Το 1848 ο ποιητής αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή της Μολδαβικής Επανάστασης στο Ιάσιο. Συνέθεσε ένα ποίημα (το «Către Români», δηλαδή «Προς Ρουμάνους», αργότερα γνωστό ως «Deșteptarea României», δηλ. «Η αφύπνιση της Ρουμανίας) που διαβάστηκε από πολύ κόσμο και παρότρυνε τους Μολδαβούς να συμμετέχουν στον αγώνα. Μαζί με τους Μιχαήλ Κογκαλνιτσεάνου και Κ. Νέγρη, έγραψαν ένα μανιφέστο με τίτλο Dorințele partidei naționale din Moldova (= «Επιθυμίες του Εθνικού Κόμματος της Μολδαβίας»).
Ωστόσο, καθώς η επανάσταση απέτυχε, ο Αλεξαντρί διέφυγε από τη Μολδαβία μέσω Τρανσυλβανίας και Αυστρίας, καταλήγοντας και πάλι στο Παρίσι, όπου συνέχισε να γράφει πολιτικά ποιήματα.
Μετά από δύο χρόνια ο ποιητής επέστρεψε για ένα θριαμβευτικό «ανέβασμα» της νέας του κωμωδίας Chiriţa în Iaşi. Μετά περιόδευσε στη μολδαβική επαρχία, συλλέγοντας, επεξεργαζόμενος και ταξινομώντας ένα τεράστιο πλήθος ρουμανικού λαογραφικού υλικού, το οποίο δημοσίευσε σε δύο μέρη, το 1852 και το 1853. Τα δημοτικά ποιήματα-τραγούδια που περιέχονται σε αυτές τις δύο συλλογές, που έγιναν εξαιρετικά δημοφιλείς, απετέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της νέας ρουμανικής ταυτότητας, ιδίως οι μπαλάντες «Μιορίτσα», «Toma Alimoș», «Mânăstirea Argeșului» και «Novac și Corbul». Επιπλέον, η συλλογή με δική του ποίηση Doine și Lăcrămioare στερέωσε για τα καλά τη φήμη του.
Σεβαστός πλέον στους ρουμανικούς πνευματικούς κύκλους, ο Αλεξαντρί επέβλεψε την ίδρυση του περιοδικού România Literară (πρώτο τεύχος την 1η Ιανουαρίου 1855), όπου συνεισέφεραν συγγραφείς τόσο από τη Μολδαβία, όσο και από τη Βλαχία. Υπήρξε από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της ενώσεως της Μολδαβίας και της Βλαχίας και το 1856 δημοσίευσε στην εφημερίδα του Μ. Κογκαλνιτσεάνου, τη Steaua Dunării, το ποίημα «Hora Unirii» («Η ώρα της Ενώσεως»), που έγινε ο ύμνος του ενωτικού κινήματος.
Το τέλος του 1855 βρήκε τον Αλεξαντρί να έχει έναν νέο έρωτα, παρά τις υποσχέσεις που είχε δώσει στην Έλενα Νέγρη πριν αυτή πεθάνει: Στα 35 του, ο γνωστός πλέον ποιητής ερωτεύθηκε τη νεαρή Παυλίνα Λουκασιεβίτσι, κόρη ενός πανδοχέα. Ο έρωτας εξελίχθηκε ταχύτατα: μετακόμισαν μαζί στο κτήμα της οικογένειας του Αλεξαντρί στο Μιρτσέστι και το 1857 γεννήθηκε η κόρη τους Μαρία.
Ο Αλεξαντρί ευτύχησε να δει την επίτευξη του κύριου στόχου των πολιτικών αγώνων του: Οι δύο ηγεμονίες ενώθηκαν στην ενιαία Ρουμανία και ο ίδιος διορίσθηκε Υπουργός των Εξωτερικών από τον Αλέξανδρο Ιωάννη Κούζα. Περιόδευσε τότε στη Δυτική Ευρώπη, προτρέποντας κάποιες από τις γνωριμίες του στο Παρίσι να αναγνωρίσουν τη νέα οντότητα και να στηρίξουν την εμφάνισή της στα ταραχώδη Βαλκάνια.[11]
Ωστόσο, οι διπλωματικές αυτές περιοδείες τον κούρασαν και το 1860 αποσύρθηκε στο Μιρτσέστι για το υπόλοιπο της ζωής του. Παντρεύτηκαν με την Παυλίνα 16 ολόκληρα χρόνια αργότερα, το 1876.
Από το 1862 μέχρι το 1875 ο Αλεξαντρί έγραψε 40 λυρικά ποιήματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα «Miezul Iernii», «Serile la Mircești», «Iarna», «La Gura Sobei», «Oaspeții Primăverii» και «Malul Siretului». Επεχείρησε επίσης την πένα του στην επική ποίηση, συγκεντρωμένη στη συλλογή Legende, και αφιέρωσε μια σειρά ποιημάτων στους στρατιώτες που συμμετείχαν στον Ρουμανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας.
Το 1879 το δράμα του Despot-Vodă τιμήθηκε με το βραβείο της Ρουμανικής Ακαδημίας. Συνέχισε να γράφει, ολοκληρώνοντας μια κωμωδία φαντασίας, τη Sânziana și Pepelea (1881), και δύο τραγωδίες, τις Fântâna Blanduziei (1883) και Ovidiu (1884).
Το 1881 έγραψε το ποίημα «Trăiască Regele» (= «Ζήτω ο Βασιλεύς»), που έγινε ο εθνικός ύμνος του Βασιλείου της Ρουμανίας μέχρι την κατάργηση της μοναρχίας το 1947.
Υποφέροντας από μακρού από καρκίνο, ο Αλεξαντρί απεβίωσε σε ηλικία 69 ετών, το 1890, στο κτήμα του στο Μιρτσέστι.[11] Το Εθνικό Θέατρο «Βασίλε Αλεξάντρι» στο Ιάσιο, το παλαιότερο στη Ρουμανία, ονομάσθηκε έτσι προς τιμή του.
Ο Αλεξαντρί ήταν μέλος της σημαντικής λογοτεχνικής ενώσεως του Ιασίου Junimea, που ήταν εναντίον του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος. Υπήρξε υποστηρικτής της καταργήσεως της δουλείας. Από την άλλη πλευρά, είχε αντισημιτικές απόψεις, παρά το γεγονός πως ο πατέρας του είχε μερικώς εβραϊκή καταγωγή[12], ισχυρίζομενος ότι το να αρνηθούν την παραχώρηση ιθαγένειας στους Εβραίους ισοδυναμούσε με το «να αρνηθούν την αυτοκτονία του λαού μας».[13]