Βυθός

Ο όρος βυθός ή πυθμένας (κοινώς πάτος) χαρακτηρίζει την γήινη στερεή επιφάνεια στο κατώτερο μέρος της θάλασσας, λίμνης ή ποταμού. Συνηθέστερα αναφέρεται για τη θάλασσα (αγλ.: seabed, seafloor, sea floor, ocean floor).

Το είδος του βυθού λαμβάνεται ιδιαίτερα υπ' όψη κατά την αγκυροβολία των πλοίων.

Χάρτης ο οποίος απεικονίζει την υποθαλάσσια τοπογραφία (βαθυμετρία) του ωκεάνιου πυθμένα. Όπως και στη στεριά, ο ωκεάνιος πυθμένας διαθέτει κορυφογραμμές, κοιλάδες, πεδιάδες και ηφαίστεια.
  • Ανάλογα με τη μορφή του διακρίνεται σε αμμώδη (sand bottom) ή βραχώδη βυθό (rocky bottom).
  • Γεωλογικά μπορεί να διακριθεί σε «ανώτερο βυθό» και «κατώτερο βυθό».

Επίσης άλλες διακρίσεις του βυθού είναι

  • α) Κατά την ποιότητά του (σύνθεση) σε: τραχύ (βραχώδης), στερεό (συμπαγής) και μαλακό (άμμο και λάσπη).
  • β) Κατά τη δυνατότητα παρατήρησής του σε: εμφανή ή φανερό και σε αφανή.
  • γ) Κατά τη διαμόρφωσή του σε: ομαλό (επίπεδο), ίσιο (οριζόντιο και ομαλό), επικλινή , κρεμαστό (απότομης αύξησης, π.χ. «κρεμαστά νερά»).
  • δ) Από τα αποθέματα που τον καλύπτουν, που χαρακτηρίζονται σε παράκτια, χερσογενή και πελασγικά, είναι: σε αμμώδη (άμμος), φυκώδη (φύκια και τραγάνες), βορβορώδη (βουρκάδα), πυλώδη (λάσπη), ψηφώδη (βοτσαλωτός), πετρώδη, χαλικώδη (τρόχαλα), σπογγοβριθή («σφουγγαρότοπος»), κοραλλιώδη και αργιλλώδη.
  • ε) Επίσης, άλλες επίσημες ονομασίες διάκρισης βυθού, που σπάνια όμως χρησιμοποιούνται, είναι σε: ρικνώδη (στέρεος, κοινώς «πατητός»), απόξυρο (υφίσταται ο όρος χωρίς να έχει επεξηγηθεί ακόμη, πιθανολογείται ο βυθός που παρουσιάζει εξογκώσεις πλακών), καθώς και εκ του είδους του υπεδάφους του σε: υπόπηλο, υπόψηφο, ύφαμμο και υπόπετρο.
  • στ) Στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό χρησιμοποιούνται ειδικότερα οι όροι, για την αγκυροβολία των πλοίων,: επίβολο (όταν οι άγκυρες δεν ξεσέρνουν), δυσεπίβολο (όταν οι άγκυρες ξεσέρνουν-δεν ξεσέρνουν) και ανεπίβολο (όταν η αγκυροβολία είναι τελείως επισφαλής, οι άγκυρες δεν πιάνουν, πιθανώς λόγω ύπαρξης πλακών).

Όλες οι παραπάνω διακρίσεις βυθών περιλαμβάνονται στους ναυτικούς χάρτες και σε Πλοηγούς παράλληλα με σχετικούς χρωματισμούς, ενδείξεις, κλίμακες, υπομνήματα και οι οποίοι συνεχώς ενημερώνονται.

Βυθοί με το μεγαλύτερο βάθος θαλάσσης είναι του Ειρηνικού 10.870 μέτρα (m). (Νοτιοανατολικά της Ιαπωνίας, στη λεγόμενη Τάφρο των Μαριανών), του Ατλαντικού 9.214 m (Β. του Πόρτο Ρίκο) και του Ινδικού Ωκεανού 7.000 m (Ν. της Ιάβας). Το βαθύτερο σημείο στη Μεσόγειο Θάλασσα βρίσκεται στα 35 περίπου μίλια ΝΔ. από το Ακρωτήριο Ταίναρο, στα διεθνή ύδατα, το γνωστό ως Φρέαρ των Οινουσσών (δηλαδή της συστάδας Σαπιέντζες).
Το φημολογούμενο ότι στη Σαντορίνη δεν είναι γνωστό το βάθος δεν ευσταθεί, αφού μετά τον σεισμό τον Οκτώβριο του 1925 γενόμενες βυθομετρήσεις μέσα στην καλδέρα της νήσου βρέθηκε το μεγαλύτερο βάθος να είναι 388 μέτρα, βόρεια της νησίδας Καμένη.

  • Η εξέταση του είδους του βυθού ονομάζεται βυθοσκόπηση που πραγματοποιείται με ειδικά όργανα, τους δειγματολήπτες βυθού.
  • Η μέτρηση του βυθού - βάθους ονομάζεται βυθομέτρηση που γίνεται με ειδικά όργανα, τα καλούμενα βυθόμετρα, ή βαθύμετρα.
  • Θεοδώρου, Α. (2004). Ωκεανογραφία: Εισαγωγή στο Θαλάσσιο Περιβάλλον. Εκδόσεις Σταμούλη Α.Ε. ISBN 978-960-351-540-1. 
  • Σακελαρίδου, Φ. Λ. (2007). Ωκεανογραφία. Αθήνα: Εκδόσεις Αθ. Σταμούλης. ISBN 978-960-351-695-8. 
  • Νεκταρία Αδακτύλου: «Ωκεάνιος πυθμένας: Το τελευταίο σύνορο του πλανήτη», Περισκόπιο της Επιστήμης, τεύχος 206 (Μάιος 1997), σελ. 28