![]() Γαλεάσσα ισπανικής αρμάδας | |
Πληροφορίες | |
---|---|
Γενικά χαρακτηριστικά | |
Εκτόπισμα | ως 1.000 τόνους |
Μήκος | ως 58 μ. |
Πλάτος | ως 11 μ. |
Βύθισμα | ως 5 μ. |
Πρόωση | ιστιοφόρο και κωπήλατο |
Πλήρωμα | ως 650 + 350 στρατιώτες |
Οπλισμός | ως 50 κανόνια |
![]() | |
Η γαλεάσσα ή γαλεάτσα ήταν τύπος αμφικίνητου (ιστιοφόρου και κωπήλατου) πολεμικού πλοίου, που αποτέλεσε εξέλιξη των μεγάλων εμπορικών γαλερών.[1] Ο σκοπός της ανάπτυξής της ήταν να συνδυάσει την ταχύτητα (και την ευελιξία) της γαλέρας με την αξιοπλοϊκότητα και την ισχύ πυρός πυροβολικού του γαλιονιού. Μολονότι ποτέ δεν ικανοποίησε πλήρως αυτόν το συνδυασμό, η γαλεάσσα παρέμεινε σημαντικό στοιχείο του ναυτικού οπλοστασίου πολλών ναυτικών δυνάμεων, για αξιοσημείωτο χρονικό διάστημα.[2]
Καθώς προσαρμόστηκαν για πολεμική χρήση, οι γαλεάσσες ήταν ψηλότερες, μεγαλύτερες και βραδύτερες από τις κανονικές γαλέρες. Είχαν (αρχικά) ως και 32 κουπιά, με ως και πέντε (5) άνδρες ανά κουπί. Είχαν συνήθως τρία (3) κατάρτια, καθώς και δύο (2) «κάστρα», ένα πλωραίο και ένα πρυμναίο. Στις αρχές του 17ου αιώνα, λόγω της προόδου του πυροβολικού, έφθασε σε εκτόπισμα ως τους 1.000 τόνους με μήκος ως 58 μ., πλάτος ως 11 μ. και βύθισμα ως 5 μ.
Η ιστιοφορία της Γαλεάσσας αποτελούνταν από τρία (3) λατίνια (τριγωνικά πανιά) σε ισάριθμους ιστούς. Η δε μηχανική (κωπήλατη) πρόωσή της γινόταν με ως 52 κουπιά (κώπες) μήκους 16 μέτρων, το καθένα, το οποίο και χειρίζονταν ("ηλαύνετο") από ως 9 κωπηλάτες.
Δηλαδή τυπικά, με βάση την αρχαία ορολογία που δεν ήταν πια σε ισχύ, έφθασαν να αντιστοιχούν ως και σε εννήρεις.
Μεγάλη προσπάθεια καταβλήθηκε (ιδιαίτερα) από τη Βενετία να καταστήσει της γαλεάσσες της όσο το δυνατό ταχύτερες, για να συναγωνίζονται τις συνηθισμένες γαλέρες. Το κατάστρωμα των πυροβόλων τοποθετούνταν συνήθως πάνω από τις θέσεις των κωπηλατών, αλλά έχουν βρεθεί απεικονίσεις και με την αντίθετη τοποθέτηση. Οι γαλεάσσες συνήθως έφεραν περισσότερα πανιά σε σύγκριση με τις καθεαυτό γαλέρες και σίγουρα ήταν πολύ πιο θανάσιμες.[3] Μια γαλέρα ήταν πρακτικά αβοήθητη έναντι μιας γαλεάσσας, όταν οι δυο τους βρίσκονταν πλάι - πλάι, επειδή εκτίθενταν υπό το αναπάντητο (από πυροβολικό) πυρ του πυροβολικού της δεύτερης. Όμως, σχετικά λίγες γαλεάσσες κατασκευάστηκαν, σε σύγκριση με τις γαλέρες, ενώ βασίζονταν περισσότερο στα πανιά τους. Η θέση τους μπροστά από τη γραμμή μάχης των γαλερών στην αρχή της μάχης δεν μπορούσε να είναι εγγυημένη.
Το πλήρωμα της γαλεάσσας κατανεμόταν ως ακολούθως (μέγιστη σύνθεση): 1 πλοίαρχος (κυβερνήτης), 1 υποπλοίαρχος (ύπαρχος), 3 βοηθοί (ανθυποπλοίαρχοι), 1 ιερέας, 2 ιατροί χειρούργοι, 2 γραμματείς, 12 δόκιμοι, 2 πλοηγοί μετά 2 βοηθών, 4 σύμβουλοι μετεωρολόγοι, 12 πηδαλιούχοι, 60 ναύτες, 40 σύντροφοι (βοηθοί των ναυτών και των πυροβολητών), 50 πυροβολητές, 2 δεσμοφύλακες, 2 ξυλουργοί, 2 διανάκτες, 2 καδοποιοί (βαρελοποιοί), 2 αρτοποιοί, 2 κουρείς. 350 πεζοναύτες, 468 κωπηλάτες δεσμώτες (κατεργάρηδες) καθώς και 10 δεσμώτες - υπηρέτες των αξιωματικών.
Κατά το 15ο αιώνα, ένας τύπος ελαφρών γαλεασσών που (τότε) ονομάστηκαν «φρεγάτες» κατασκευάστηκε από νοτιοευρωπαϊκές χώρες, ως απάντηση για την αυξανόμενη απειλή που αποτελούσαν οι βορειοαφρικανοί πειρατές της Μπαρμπαριάς με τις γρήγορες γαλέρες τους.
Στη Μεσόγειο Θάλασσα, με το λειγότερο επικίνδυνο καιρό και τους άστατους ανέμους, τόσο οι γαλεάσσες όσο και οι γαλέρες συνέχησαν να βρίσκονται σε χρήση, ιδιαίτερα από τη Βενετία και από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, για πολύ αργότερα, ακόμη και όταν θεωρήθηκαν παρωχημένες αλλού. Αργότερα, τα «στρογγυλά» πλοία και οι γαλεάσσες αντικαταστάθηκαν σταδιακά από τα γαλιόνια και τα πλοία γραμμής, που προέρχονταν από την Ατλαντική Ευρώπη. Ωστόσο, το πρώτο βενετικό πλοίο γραμμής ναυπηγήθηκε το 1660.
Στη Βόρεια Θάλασσα και στη Δυτική Βαλτική, ο όρος γαλεάσσα αναφέρονταν σε μικρά εμπορικά σκάφη παρόμοια με τα πλατιάς πρύμνης μπουσέ ρέγγας (herring buss).
Στη Νοτιοανατολική Ασία, το λαγκαράν (lancaran) ήταν ισοδύναμο πλοίο με τις ευρωπαϊκές γαλεάσσες, παρόλο που οι τακτικές του χρήσεις ήταν διαφορετικές από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Τα λαγκαράν ήταν οπλισμένα με (μεγαλύτερα) πλωραία πυροβόλα και πλευρικά περιστρεφόμενα (μικρότερα) πυροβόλα. Οι πεζοναύτες των νοτιοανατολικών ασιατικών ναυτικών συνήθιζαν να μάχονται με επιχειρήσεις ρεσάλτο, οπότε το (σχετικά) γρήγορα πλευρικά περιστρεφόμενα πυροβόλα μπορούσαν να απαντήσουν στις αντίπαλες απόπειρες ρεσάλτο.
Οι μεγάλες γαλέρες (πρακτικά γαλεάσσες) του Ασέχ Σουλτανάτου έφθασαν ως τα 100 μέτρα μήκος και τα 17 μέτρα πλάτος, έχοντας τρία (3) κατάρτια με τετράγωνα πανιά και αρτέμωνες. Κινούνταν με 35 κουπιά ανά πλευρά και ήταν ικανές να μεταφέρουν ως 700 άνδρες. Τα λαγκαράν ήταν οπλισμένα με ως 98 πυροβόλα: 5 των 55 λιβρών στην πλώρη, 1 των 25 λιβρών στην πρύμνη και τα υπόλοιπα πλευρικά ήταν των 17-18 λιβρών, μαζί με 80 φαλκονέτες (falconets) και πολλά περιστρεφόμενα μικρότερα πυροβόλα. Ένα τέτοιο πλοίο ονομάζονταν «τρόμος του κόσμου» (Espanto do Mundo). Οι Πορτογάλοι ανέφεραν ότι ήταν μεγαλύτερα από οποιοδήποτε πλοίο υπήρχε (τότε) στο χριστιανικό κόσμο και ότι το πυροβολικό του κάστρου της πλώρης του μπορούσε μόνο του να ανταγωνιστεί την ισχύ πυρός ολόκληρων γαλιονιών. Ακόμη, ανέφεραν ότι υπήρχαν 47 τέτοια πλοία κατά τη βασιλεία του Ισκαντάρ Μούντα.[8]