H Γαλλική λογοτεχνία του 19ου αιώνα ορίζεται χρονικά από δύο βασικές ημερομηνίες: το 1799, όταν το πραξικόπημα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη έβαλε τέλος στην επαναστατική περίοδο και το 1899, με την επίλυση των εντάσεων της υπόθεσης Ντρέιφους και την οριστική επιβολή των αξιών της Γ΄ Δημοκρατίας.
Σ' αυτόν τον αιώνα των ταραχών, στη λογοτεχνία εμφανίζονται νέα σημαντικά ρεύματα, όπως ο ρομαντισμός, ο παρνασσισμός, ο ρεαλισμός, ο νατουραλισμός και ο συμβολισμός, που επηρεάζουν όλες τις τέχνες.
Τα έργα αυτού του αιώνα στη γαλλική λογοτεχνία είναι πολλά, στον χώρο της ποίησης με τους Λαμαρτίν, Βινύ, Μυσέ, Ουγκώ, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Βερλαίν, Μαλλαρμέ, στον χώρο του μυθιστορήματος με συγγραφείς όπως οι Σατωμπριάν, Δουμάς, Ουγκώ, Σταντάλ, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Ζολά, Μωπασσάν, Βερν και σε μικρότερο βαθμό στο θέατρο με το ρομαντικό δράμα με Μυσέ, Ουγκώ, Εντμόν Ροστάν.
Πολλά από τα ρεύματα που αναπτύχθηκαν στη λογοτεχνία αυτή την περίοδο είχαν παράλληλες εξελίξεις και στη Γαλλική τέχνη του 19ου αιώνα.
Ο 19ος αιώνας υπήρξε αιώνας μεγάλων πολιτικών, κοινωνικών, καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών ανακατατάξεων. Αιώνας ταραχών (Παλινόρθωση των Βουρβόνων, Επανάσταση Ιουλίου 1830, Επανάσταση του 1848, Παρισινή Κομμούνα το 1871), είδε μια σειρά από διαφορετικά πολιτικά συστήματα : Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία με τον Ναπολέοντα Α΄, παλινόρθωση των Βουρβόνων με τον Λουδοβίκο ΙΗ΄ και τον Κάρολο Ι΄, συνταγματική μοναρχία με τον Λουδοβίκο-Φίλιππο, βραχύβια Δεύτερη Δημοκρατία, Δεύτερη Αυτοκρατορία με τον Ναπολέοντα Γ΄, Τρίτη Δημοκρατία από το 1870, που επιδίωκαν να ανταποκριθούν ή να αντιταχθούν στις νέες δημοκρατικές φιλοδοξίες και στους οικονομικούς μετασχηματισμούς που επιταχύνθηκαν με την εκβιομηχάνιση, την αποικιακή εξάπλωση και τις συγκρούσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων.[1]
Οι αλλαγές στην κοινωνία[2] είναι εξαιρετικά σημαντικές σε όλη τη διάρκεια του αιώνα. Η γενίκευση της δημόσιας εκπαίδευσης καθώς και η αξιοσημείωτη επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος που τη συνόδευαν, συνέβαλαν στην αλλαγή νοοτροπίας. Η αριστοκρατία και η Εκκλησία σταδιακά έχασαν τη δύναμή τους και προς το τέλος του αιώνα παγιώθηκε μια κοσμική κοινωνία, που χαρακτηρίζονταν από την αυξανόμενη επιρροή αλλά και σύγκρουση δύο τάξεων, της αστικής και της εργατικής τάξης. Κοινή απαίτηση ήταν οι πολιτικές ελευθερίες και οι καλύτερες συνθήκες ζωής για τα λαϊκά στρώματα. Η Δημοκρατία υπερίσχυσε τελικά και ψηφίστηκαν κοινωνικοί νόμοι ενώ οργανώθηκαν νέες αποικιακές κατακτήσεις. Αυτές οι αλλαγές δεν άφησαν ανεπηρέαστους τους συγγραφείς, που απεικόνισαν στα έργα τους την κοινωνία και ορισμένοι στρατεύτηκαν πολιτικά, σαν προοδευτικοί, όπως ο Λαμαρτίνος, ο Ουγκώ και ο Ζολά ή σαν αντιδραστικοί, όπως ο Mωρίς Μπαρές, ή ο Λεόν Ντωντέ. Η περίοδος του τελευταίου τέταρτου του αιώνα, από το 1871 έως το 1914, αντανακλώντας το αισιόδοξο πνεύμα που κυριαρχούσε, ονομάστηκε Μπελ επόκ. Σ'αυτόν τον αιώνα οι συγγραφείς ύμνησαν την εικόνα του ελεύθερου καλλιτέχνη σε αντιπαράθεση με τον χυδαίο και υλιστή αστό, δημιουργώντας τον μύθο του μποέμ καλλιτέχνη και την εικόνα του καταραμένου ποιητή ή ζωγράφου. Ενώ τον 17ο αιώνα η συντριπτική πλειοψηφία των συγγραφέων ήταν αυλικοί προστατευόμενοι από μαικήνες και τον 18ο στρατευμένοι και υπό την επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού, σ'αυτόν τον αιώνα οι συγγραφείς ήταν φορείς μιας νέας ηθικής της αλήθειας, κατά της θρησκευτικής ηθικής στην περίοδο της Παλινόρθωσης και κατά της αστικής ηθικής που επικρατούσε στη Β΄ Αυτοκρατορία. Ήταν απολύτως αυτόνομοι σε σχέση με τις αρχές, πολιτικές ή θρησκευτικές. Αγωνίζονταν για την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθεροτυπία. Αυτός ο αιώνας χαρακτηρίζεται από λογοτεχνικές δίκες και φυλακίσεις, συμπεριλαμβανομένων συγγραφέων (όπως οι Φλωμπέρ, Μπωντλαίρ, Πωλ-Λουί Κουριέ, Πιερ-Ζαν ντε Μπερανζέ).[3]
Στη γαλλική τέχνη του 19ου αιώνα, δίπλα σε έναν επίσημο και ακαδημαϊκό Νεοκλασικισμό (που μερικές φορές έφθανε μέχρι την πομπώδη τέχνη), αναπτύχθηκαν τα μεγάλα καλλιτεχνικά ρεύματα του αιώνα, ο ρομαντισμός με τον Ντελακρουά και στη μουσική με τον Μπερλιόζ, και αργότερα, ο ρεαλισμός με τον Κουρμπέ και, την ίδια περίοδο, στη μουσική τους Γκουνώ, Ντελίμπ και Μπιζέ. Κατά τα τελευταία χρόνια της Β΄ Αυτοκρατορίας κυριάρχησε σταδιακά ο Ιμπρεσιονισμός που έχει συνδεθεί με τους Μονέ, Ντεγκά και Ρενουάρ, για να αναφερθούν μόνο τα μεγαλύτερα ονόματα. Το τέλος του αιώνα ήταν πιο ποικιλόμορφο, με μετα-ιμπρεσιονιστικά κινήματα και ζωγράφους όπως ο Πωλ Σεζάν, ο Πωλ Γκωγκέν ή ο Βενσάν Βαν Γκογκ, ή γλύπτες όπως ο Ωγκύστ Ροντέν, ενώ οι Γκαμπριέλ Φωρέ, Καμίγ Σαιν-Σανς, Ζυλ Μασνέ και Κλωντ Ντεμπυσύ κυριάρχησαν στη γαλλική μουσική σύνθεση.
Αιώνας πλούσιος σε έργα που είναι καινοτόμα ως προς τη μορφή (αν και η επανάσταση στην Τέχνη θα συντελεστεί προς τα τέλη του αιώνα ή στις αρχές του 20ού με έργα όπως τα Καλλιγράμματα του Γκυγιώμ Απολλιναίρ) και ως προς το περιεχόμενο, όπως η εμφάνιση του φανταστικού σε ορισμένα ποιήματα του Ζεράρ ντε Νερβάλ ή οι εφιαλτικοί οραματισμοί του Σαρλ Μπωντλαίρ στα Άνθη του κακού, ο 19ος αιώνας είναι για τη γαλλική λογοτεχνία η χρυσή εποχή για την ποίηση και κυρίως για το μυθιστόρημα.
Ο Ρομαντισμός[4] κυριαρχεί ολόκληρο το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, στη γαλλική ποίηση ειδικά τα έτη 1820 έως περίπου 1850: συμβατικά, από το έργο του Λαμαρτίνου Ποιητικοί ρεμβασμοί, 1820 έως τις Ενατενίσεις του Βικτόρ Ουγκώ, 1856. Ο ρομαντισμός γεννήθηκε σαν αντίδραση στον Διαφωτισμό και στις ιδέες του: απέναντι στην επιστήμη και τη λογική, οι Ρομαντικοί πρόβαλλαν την έντονη έκφραση των συναισθημάτων, το μυστήριο, τη φαντασία, τον εξωτισμό. Αντιμέτωποι με την εκβιομηχάνιση, εκθείαζαν μια παρθένα και άγρια φύση: πράγματι, οι περισσότεροι Ρομαντικοί είχαν ταξιδέψει κυρίως στην Αμερική ή στην Ανατολή και εμπνεύστηκαν από τα ταξίδια τους. Τέλος, σε αντίδραση προς την απόρριψη της Καθολικής θρησκείας από τον Διαφωτισμό και την Επανάσταση, οι ρομαντικοί ήρωες ζούσαν πολλές μυστικιστικές περιπέτειες, και ανακάλυψαν την ομορφιά της θρησκείας. Επί πλέον, η νέα γενιά διακατέχονταν από το κακό του αιώνα "Le mal du siècle": μια αίσθηση απώλειας, απογοήτευσης και ανίας που χαρακτηρίζονταν από μελαγχολία και κόπωση.
Στις αρχές του αιώνα είναι καθοριστική η συμβολή της μαντάμ ντε Σταλ, η οποία με τα δοκίμιά της, κυρίως με το Περί Γερμανίας (De l'Allemagne,1810/1813), αποκάλυψε στους Γάλλους τον γερμανικό ρομαντισμό, τις γοτθικές ιστορίες τρόμου, τα πρώτα έργα του Γκαίτε και τα θεατρικά του Σίλερ, έργα που μύησαν τους Γάλλους δημιουργούς στο ρομαντικό πνεύμα.
Σ' αυτό το ευρωπαϊκό κίνημα εξέχουσα θέση έχει ο λυρισμός, η συναισθηματική έξαρση και η έκφραση των ατομικών ανησυχιών του καλλιτέχνη, της φαντασίας, των παρορμήσεων, των ονείρων του, που συνοδεύεται από έντονη τάση για μελαγχολία: οι ποιητές εκφράζουν τη δυστυχία τους και τον συναισθηματικό τους πόνο με σκέψεις για τον θάνατο, τον Θεό, τον έρωτα (κυρίως τον έρωτα που βιώνει τον πόνο από θάνατο ή χωρισμό), το πέρασμα του χρόνου αλλά και τη δόξα.
Επιθυμώντας την απόλυτη δημιουργική ελευθερία και αυθορμησία, που ήταν η βάση του Ρομαντισμού,[5] οι ρομαντικοί ποιητές διεκδίκησαν μια χαλάρωση της ποιητικής έκφρασης που αναζήτησαν στη μεγαλύτερη μουσικότητα, σε κάποια τόλμη στην έκφραση και στις εικόνες. Αυτή η αναζήτηση της νεωτερικότητας υλοποιήθηκε από την «εφεύρεση» του ποιήματος σε πεζό λόγο από τον Αλοϋζιύς Μπερτράν στο έργο Γκασπάρ της νύχτας (Gaspard de la nuit), που δημοσιεύθηκε το 1842 μετά τον θάνατό του, όπου μας εισάγει σε έναν ονειρικό κόσμο και εγκαινιάζει μια ποιητική μορφή που θα επαναλάβουν αργότερα ο Μπωντλαίρ και ο Ρεμπώ, και από τον Φρανσουά-Ρενέ ντε Σατωμπριάν, ηγετική μορφή του γαλλικού ρομαντισμού, που χρησιμοποίησε την ποιητική πρόζα.
Στη γαλλική ποίηση ο ρομαντισμός εμφανίστηκε το 1820 με ποιήματα του Αλφόνς ντε Λαμαρτίν, και άνθησε κυρίως με τους Ουγκώ, Αλφρέ ντε Μυσέ, Αλφρέ ντε Βινύ και Ζεράρ ντε Νερβάλ. Κυριότεροι συγγραφείς και έργα της ρομαντικής περιόδου:
Αλφόνς ντε Λαμαρτίν: ο πρωτεργάτης, λυρικός και θρησκευόμενος. Συλλογές: Ποιητικοί ρεμβασμοί (Méditations poétiques, 1820),όπου περιλαμβάνεται Η λίμνη (le Lac) [6] και οι Ποιητικές και θρησκευτικές αρμονίες (Harmonies poétiques et religieuses, 1830).
Αλφρέ ντε Μυσέ, ευαίσθητος και συγκινητικός: Μύθοι της Ισπανίας και της Ιταλίας, (Contes d'Espagne et d'Italie, 1829) Οι νύχτες (Les Nuits, 1835-1837), ένα λυρικό ξέσπασμα εμπνευσμένο από τον πολυτάραχο δεσμό του με τη Γεωργία Σάνδη.
Αλφρέ ντε Βινύ, μεταφυσικός και σκοτεινός: Ποιήματα παλιά και νέα (Poèmes antiques et modernes,1826), Σκλαβιά και μεγαλείο των στρατιωτικών, (Servitude et grandeur militaires, 1835), μια σειρά διηγημάτων βασισμένα στην εμπειρία του Βινύ στον στρατό, καθώς διετέλεσε επί χρόνια αξιωματικός του στρατού, και διαλογισμός σχετικά με τη φύση της στρατιωτικής ζωής. Stello, (1832) έργο αποτελούμενο από τρεις νουβέλες, όπου περιγράφει την τραγική ζωή τριών ποιητών, των Νικολά Ζιλμπέρ, Τόμας Τσάτερτον και Αντρέ Σενιέ και όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά ο όρος καταραμένοι ποιητές (poètes maudits).
Ο Βικτώρ Ουγκώ, μία από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες της Γαλλίας και ένας από τους ηγέτες του ρομαντικού κινήματος, καλύπτει ολόκληρο τον αιώνα με το πολύπλευρο έργο του. Η τεχνική δεξιοτεχνία του Ουγκώ, ο υφολογικός πειραματισμός, η ραγδαία κλιμάκωση των συναισθημάτων, η ποικιλία και η καθολικότητα των θεμάτων του όχι μόνο τον καθιέρωσαν ως ηγέτη της γαλλικής ρομαντικής σχολής αλλά και ως προπομπό της σύγχρονης ποίησης.[7] Συλλογές του: Ωδές και Μπαλάντες (Odes et Ballades, 1826), με την οποία αναγνωρίζεται σαν αξιόλογος λυρικός ποιητής και τεχνίτης του στίχου. Τα Ανατολίτικα (Les Orientales,1829) ένα από τα πιο αξιόλογα έργα του, εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, καθώς ήταν φλογερός φιλέλληνας, τα Φθινοπωρινά Φύλλα (Les Feuilles d’automne,1831), Τα τραγούδια του Λυκόφωτος (Les Chants du crépuscule,1835), Οι Εσωτερικές Φωνές (Les Voix intérieures,1837), Οι Ακτίνες και οι Σκιές (Les Rayons et les ombres,1840), Οι Τιμωρίες (Les Châtiments,1853), Οι Ενατενίσεις (Les Contemplations,1856), Ο Θρύλος των Αιώνων (La Légende des Siècles,1859), Οι Τέσσερις Άνεμοι του Πνεύματος (Les Quatre Vents de l'esprit,1881) και πολλά άλλα.
Ο Ζεράρ ντε Νερβάλ ήταν ένας από τους βασικούς εισηγητές της θεματικής του γερμανικού Ρομαντισμού στη Γαλλία με μεταφράσεις γερμανικών λογοτεχνικών έργων στα γαλλικά, όπως του Κλόπστοκ, του Σίλερ και του Γκαίτε. Σημαντικότερο προσωπικό ποιητικό έργο του είναι το πυκνό και σκοτεινό Οι Χίμαιρες, (Les Chimères,1854), μια συλλογή δώδεκα σονέτων.
Ποίηση της ευαισθησίας και της μουσικότητας, η ρομαντική ποίηση παράγει μεγάλα ποιήματα που η επόμενη γενιά, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, θα θεωρήσει βαριά, ρητορικά και πομπώδη (ο Ρεμπώ θα μιλήσει για «παλαιά μορφή»[8], ο Γκυ ντε Μωπασσάν και ο Γκυστάβ Φλωμπέρ θα κρατήσουν ειρωνική στάση απέναντι στη θρησκεία και τον ρομαντισμό), με αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, όπως ο Νερβάλ με τη συλλογή του Χίμαιρες (1854). Μερικά ποιήματα αυτής της περιόδου, ωστόσο, αποτελούν σημεία αναφοράς που εξακολουθούν να συγκινούν τον αναγνώστη μέχρι σήμερα.
Ως διάδοχοι του ρομαντισμού στην ποίηση εμφανίστηκαν δύο νέα λογοτεχνικά ρεύματα, ο παρνασσισμός και ο συμβολισμός.
Σε αντίδραση προς την υπερπροβολή συναισθημάτων του ρομαντισμού, που μερικές φορές έφθανε στα όρια της νοσηρότητας, μια ομάδα λογοτεχνών δημιούργησαν το λογοτεχνικό ρεύμα του Παρνασσισμού. Απορρίπτοντας τον στόμφο και τον ρητορισμό του ρομαντισμού επιζητούσαν την απλότητα στην έκφραση, το οικείο και το καθημερινό στο θέμα, φέρνοντας έτσι μια καινούρια τάξη, ένα καινούριο μέτρο απέναντι στο χωρίς έλεγχο συναίσθημα των ρομαντικών. Το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από το ποιητικό «εγώ» στην αντικειμενική πραγματικότητα και τη ρεαλιστική αναπαράστασή της καθώς και στην επεξεργασία της μορφής.
Ο παρνασσισμός οφείλει το όνομά του στην τρίτομη ποιητική ανθολογία με τον τίτλο "Σύγχρονος Παρνασσός" (Parnasse contemporain, 1866-1876), με αναφορά στο ελληνικό βουνό Παρνασσός, μυθολογική κατοικία των Μουσών. Εκφράζοντας το επιστημονικό και θετικιστικό πνεύμα της εποχής, κύρια χαρακτηριστικά του παρνασσισμού είναι η αντικειμενικότητα, η ακρίβεια στην έκφραση, η πειθαρχία, η τελειότητα της μορφής - ομοιοκαταληξία, λατρεία του ρυθμού, λεπτομερείς περιγραφές, αναβίωση ξεχασμένων ποιητικών ειδών ή προτίμηση σε ποιήματα σταθερής μορφής, όπως το σονέτο. Βασική επιδίωξη είναι η συγκράτηση του πάθους και των έντονων συναισθημάτων, η απάθεια (impassibilité), χαρακτηριστικό που τον διαφοροποιεί από τον ρομαντισμό.[9]
Εκπρόσωποι του Παρνασσισμού είναι οι ποιητές Τεοφίλ Γκωτιέ, γενάρχης αυτού του λογοτεχνικού ρεύματος, ο οποίος με τη θεωρία «η τέχνη για την τέχνη», δηλαδή την απελευθέρωση της τέχνης από πολιτικοποιήσεις, διδακτισμούς και άλλους σκοπούς, διακήρυξε την ανεξαρτησία της τέχνης από κάθε ηθική ή κοινωνική σκοπιμότητα,[9] ο Λεκόντ ντε Λιλ, ο Συλί Προυντόμ, ο Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, ο Κατούλ Μεντές, ο Φρανσουά Κοπέ: Λειψανοθήκη (Le Reliquaire,1866), Εσωτερικότητες (Les Intimités, 1867), Οι Ταπεινοί (les Humbles,1872), ο Ζοζέ-Μαρία ντε Ερεντιά: συλλογή Τα Τρόπαια (Les Trophées), με θεματικές που εκτείνονται από την Αρχαιότητα έως την Αναγέννηση.
Η επίδραση του Παρνασσισμού δεν πρέπει να παραβλέπεται: η πυκνότητα και η εκφραστικότητα των έργων επηρέασαν βαθιά τους επόμενους ποιητές. Ο Μπωντλαίρ αφιέρωσε Τα άνθη του κακού στον Τεοφίλ Γκωτιέ, ηγετική φυσιογνωμία της σχολής των παρνασσιστών, και ο νεαρός Ρεμπώ αλληλογραφούσε με τον Τεοντόρ ντε Μπανβίλ το 1870.[10]
Ο Σαρλ Μπωντλαίρ ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 19ου αιώνα. Στο έργο του συνυπάρχουν η ομορφιά και η σατανική κακία, η βία και η ηδονή, η φρίκη και η έκσταση, η μελαγχολία και το σκοτεινό χιούμορ, η νοσταλγία και η αίσθηση της κατάρας που κατατρέχει το ανθρώπινο είδος.[11] Σημαντικότερο έργο του Τα άνθη του κακού (1857), μια συλλογή ποιημάτων με αλληγορικούς τίτλους[Σημ. 1], που κυριαρχείται από μελαγχολικά συναισθήματα εκφράζοντας την ανία, την αγωνία και τη σύγχυση της εποχής του. Η πρώτη έκδοση αυτής της ποιητικής συλλογής καταδικάστηκε για προσβολή της δημοσίας αιδούς, και έξι από τα ποιήματα απαγορεύτηκαν και γενικότερα ο Μπωντλαίρ υπέστη δριμεία κριτική για το έργο του στην εποχή του, είχε όμως αυξανόμενη απήχηση μετά τον θάνατό του. Το 1860 δημοσιεύονται οι Τεχνητοί παράδεισοι (Les paradis artificiels), όπου αναφέρεται στο θέμα της τεχνητής ευδαιμονίας και των συνεπειών της και το 1869 τα Ποιήματα σε πεζό (Poèmes en prose) με τον τίτλο Η μελαγχολία του Παρισιού (Le Spleen de Paris). Το προσωπικό του ημερολόγιο Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη (Mon coeur mis à nu) περιέχει τις συγκινητικές εξομολογήσεις ενός κατατυραννισμένου μυαλού. Ποιητής του πραγματικού κόσμου, ύμνησε την ομορφιά, την ευτυχία και τη δυστυχία, τη νοσηρότητα και την αμαρτία, και ανήκει στον κύκλο των καταραμένων ποιητών. Το έργο του επηρέασε τη νέα γενιά των συμβολιστών, ιδίως στους ποιητές Ρεμπώ, Βερλαίν και Μαλαρμέ, και άνοιξε τον δρόμο για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ποίηση.
Οι μορφές του Πωλ Βερλαίν και του Αρτύρ Ρεμπώ ενσαρκώνουν τον τύπο του καταραμένου ποιητή[12] τόσο με τη ζωή τους, που ήταν έξω από τα κοινωνικά πρότυπα όσο και με το έργο τους. Ο Αρτύρ Ρεμπώ με έργα όπως Μια Εποχή στην Κόλαση (Une Saison en Enfer,1873) και Οι Εκλάμψεις (Les Illuminations, 1873-75) είναι ο «κλέφτης της φωτιάς», ο οραματιστής και εφήμερος τυχοδιώκτης της ποίησης με τις αναλαμπές και τις εξάρσεις του. Προχώρησε σε τολμηρές συνθέσεις εικόνων και στη χρήση μιας γλώσσας που υπερέβαινε τα λεκτικά παραδεδεγμένα. Το έργο του επηρέασε σημαντικά τη σύγχρονη ποίηση. Ο Πωλ Βερλαίν, με μεγαλύτερο έργο, συνδέει τη μουσικότητα και τον μελαγχολικό λυρισμό με ένα είδος ιμπρεσιονισμού στην ποίησή του. Ο Βερλαίν χαρακτηρίζεται ως ένας καθαρά λυρικός ποιητής που σημάδεψε τη μετάβαση από τον ρομαντισμό στο κίνημα του συμβολισμού, αν και ο ίδιος αργότερα αποκήρυξε τον συμβολισμό, καθώς το κίνημα απέκλινε ακόμα περισσότερο από τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, την αναγκαιότητα ορισμένων ο ποιητής υποστήριζε, όπως για παράδειγμα την ομοιοκαταληξία του στίχου. Το 1871 γνωρίστηκε με τον Ρεμπώ, η δε θυελλώδης σχέση τους έληξε όταν τον τραυμάτισε πυροβολώντας τον και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση. Ποιήματά του: Κρόνια ποιήματα (Poèmes saturniens, 1866), Ερωτικοί εορτασμοί ( Les Fêtes galantes, 1869), Ελεγεία χωρίς λόγια ( Romances sans paroles,1874), Σοφία (Sagesse,1881), Οι καταραμένοι ποιητές (Les poètes maudits, 1884).[Σημ. 2]
Ο Λωτρεαμόν υπήρξε σημαντικός ποιητής που αν και πέθανε στα 24 του χρόνια άφησε ένα έργο διαχρονικό, προδρομικό και μεγαλειώδες. Το σημαντικότερο έργο του είναι Τα άσματα του Μαλντορόρ (1869),[13] ποιητικό έργο σε πρόζα, εξέγερση κατά του Θεού και της κοινωνίας, βίαιο και προκλητικό για τα δεδομένα της εποχής, αργότερα επηρέασε τους σουρεαλιστές. Στην ποιητική αυτού του έργου εναλλάσσονται αναπάντεχες εικόνες φρίκης, περιγραφές ασύλληπτης θηριωδίας και παραδοξότητες που αναπτύσσονται σε περιόδους αφηγηματικής ασυνέχειας και υφολογικής ποικιλίας, όπου συνυπάρχουν η λόγια ρητορική, η αυτόματη γραφή, ο εσωτερικός μονόλογος, το παραλήρημα, το μαύρο χιούμορ, αλλά ενδεχομένως και κάποια συγκαλυμμένα αυτοβιογραφικά στοιχεία.[14] Θεωρείται ένας από τους προδρόμους του υπερρεαλιστικού κινήματος.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, και σε αντίδραση προς τον ρεαλισμό και την ψυχρότητα της παρνασσιακής ποίησης, αναπτύχθηκε στη Γαλλία ένα νέο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό ρεύμα, ο συμβολισμός. Σκοπός των συμβολιστών ήταν να εκφράσουν προσωπικά, βιωματικά συναισθήματα χρησιμοποιώντας με λεπτό και υποβλητικό τρόπο εξαιρετικά συμβολοποιημένη γλώσσα. Επεδίωκαν να ελευθερώσουν την ποίηση από την εξηγητική της λειτουργία και την τυποποιημένη ρητορική της, ώστε να μπορέσουν να εκφράσουν τις φευγαλέες, άμεσες αισθήσεις της εσωτερικής ζωής και εμπειρίας του ανθρώπου.[15]
Το μανιφέστο του συμβολισμού του Ζαν Μορεάς (στην εφημερίδα Φιγκαρό,1886) στρέφονταν κατά του ρεαλισμού και του νατουραλισμού και πρότεινε τη χρήση του όρου Συμβολιστής για να χαρακτηρίσει τον Σαρλ Μπωντλαίρ και άλλους ποιητές, που έως τότε τους χαρακτήριζαν Παρακμιακούς (decadants). Τη σημαντικότερη διατύπωση των αρχών του κινήματος έκανε ο Στεφάν Μαλαρμέ στα δοκίμιά του Περιπλανήσεις (Divagations, 1897), αναδεικνυόμενος σε ηγέτη του κινήματος.
Η ποίηση του Μαλαρμέ, «που δεν ζωγραφίζει το πράγμα, αλλά την εντύπωση που γεννά», χαρακτηρίζεται από υπαινικτικότητα, ευρεία χρήση συμβολισμών και μουσικότητα. Θεωρείται ένας από πιο σημαντικούς Γάλλους ποιητές και επηρέασε πολλές σημαντικές επαναστατικές σχολές των τεχνών, όπως ο Φουτουρισμός, ο Ντανταϊσμός κ.α. Έργα του: η Ηρωδιάδα (Herodiade, 1864-1867) λυρικό δράμα που δημοσιεύτηκε ανολοκλήρωτο, το απόγευμα ενός Φαύνου (L’ après-midi d’ un faune, 1865-1876) που ενέπνευσε το ομώνυμο μουσικό κομμάτι του Ντεμπισύ, Θαλασσινή αύρα (Brise marine, 1865), Ποιήματα (Poésies), Ποιήματα και Πεζά (Vers et Prose, 1887), Σελίδες (Pages, 1891), Μια ζαριά ποτέ δεν θα καταργήσει το τυχαίο (Un coup de dés jamais n'abolira le hasard, 1897), Ίγκιτουρ ή η τρέλα του Ελβενόν (Igitur ou la Folie d'Elbehnon1869).
Οι Συμβολιστές, όπως οι Παρακμιακοί πριν από αυτούς, αναζήτησαν την έκρηξη της ποιητικής φόρμας με τη χρήση του ελεύθερου στίχου και την άρνηση του πεζού λόγου εισάγοντας στην ποίησή τους την υποβολή και το παράλογο. Οι κυριότεροι είναι οι: Ζαν Μορεάς, Στεφάν Μαλαρμέ, Αρτύρ Ρεμπώ, Πωλ Βερλαίν, Ανρί ντε Ρενιέ, Αλμπέρ Σαμέν, Ζωρζ Ρόντενμπαχ.[16] Σαρλ Κρο, Ζυλ Λαφόργκ.
Στον λογοτεχνικό 19ο αιώνα το κυρίαρχο είδος είναι το μυθιστόρημα, με την τεράστια διάδοσή του να ενισχύεται από την αυξανόμενη δημόσια εκπαίδευση και την ανάπτυξη του τύπου καθώς και της άνθησης του επιφυλλιδικού μυθιστορήματος [17](δημοσίευση μυθιστορημάτων σε συνέχειες στις εφημερίδες) στο δεύτερο μισό του αιώνα. Οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι προέρχονταν από την αστική τάξη και ζούσαν από την πένα τους (μερικές φορές πολύ άνετα, όπως ο Ουγκώ, ο Μωπασσάν ή ο Ζολά.). Τα κυριότερα είδη:
Συνεχίζοντας την παράδοση των Εξομολογήσεων (1765-1770) του Ζαν-Ζακ Ρουσώ, το αυτοβιογραφικό-αυτοαναλυτικό μυθιστόρημα, στα πλαίσια του Ρομαντισμού, αναπτύσσεται από την αρχή του αιώνα με έντονο ενδιαφέρον για μύχιες εξομολογήσεις, διερευνώντας το «κακό του αιώνα» μιας γενιάς. Ο ρομαντικός συγγραφέας διηγείται τις αναμνήσεις του και επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την ονειροπόληση, την πλήξη, τη μελαγχολία, τον έρωτα, τον θάνατο και τον τρόμο.[18] Σημαντικά έργα του Ρομαντισμού ο Ρενέ (1802) του Φρανσουά-Ρενέ ντε Σατωμπριάν, η Κορίννα ή η Ιταλία (1807) της Μαντάμ ντε Σταλ, ο Αντόλφ[19] (1816) του Μπενζαμέν Κονστάν, η Ηδυπάθεια (la Volupté,1834) του Σαιντ-Μπεβ, Η εξομολόγηση ενός παιδιού του αιώνα (1836) του Αλφρέ ντε Μυσέ, η Γκρατσιέλα (1849) του Αλφόνς ντε Λαμαρτίν, το Αυτή και αυτός (1859) της Ζωρζ Σαντ που αναφέρεται στη θυελλώδη σχέση της με τον Αλφρέ ντε Μυσέ, μυθιστορήματα άμεσα ή έμμεσα αυτοβιογραφικά.
Στον χώρο της αυτοβιογραφίας εντάσσονται επίσης τα επιβλητικά Απομνημονεύματα πέραν του τάφου (Mémoires d'Outre-tombe,1848) του Φρανσουά-Ρενέ ντε Σατωμπριάν, καθώς και τα έργα του Μπενζαμέν Κονστάν Το Ημερολόγιο (Journal intime) και Το κόκκινο τετράδιο (Le cahier rouge, 1907). Επίσης, Η Ζωή του Ανρί Μπρυλάρ (Vie de Henry Brulard, 1835–1836) και το Ημερολόγιο (Journal, 1801–1817) του Σταντάλ, που δημοσιεύθηκαν μετά τον θάνατό του.
Η νοσταλγία των ρομαντικών συγγραφέων για το παρελθόν συνέβαλε στη δημιουργία του ιστορικού μυθιστορήματος, πατέρας του οποίου υπήρξε ο Άγγλος Γουόλτερ Σκοτ, τον οποίο οι Γάλλοι λογοτέχνες δεν άργησαν να ακολουθήσουν, εισάγοντας το είδος στη χώρα τους και δημιουργώντας αριστουργήματα. Οι συγγραφείς, ικανοποιώντας ένα αναγνωστικό κοινό που αγαπούσε τη γραφικότητα και τη δράση που πρόσφερε το παρελθόν,[20] έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στην τεκμηρίωση και ανάπλαση του παρελθόντος χρησιμοποιώντας σαν βάση χαρακτήρες και γεγονότα ιστορικά και στήνοντας πάνω σ'αυτά ολόκληρο μυθιστορηματικό οικοδόμημα.
Στο μυθιστόρημα Σεν-Μαρ (1828) ο Αλφρέ ντε Βινύ ιστόρησε τη συνωμοσία του μαρκήσιου του Σεν Μαρ κατά του Ρισελιέ, στο Χρονικό τηςβασιλείας του Καρόλου Θ΄ (1829) ο Προσπέρ Μεριμέ αναφέρεται στη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Στο έργο του οι Σουάνοι (1829) ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ αναφερόταν στους Σουάνους της Βρετάνης και στον ρόλο τους στην εξέγερση των μοναρχικών στη δυτική Γαλλία το 1799 κατά της Γαλλικής επανάστασης. Στην Παναγία των Παρισίων (1831) ο Βικτώρ Ουγκώ ανάστησε το μεσαιωνικό Παρίσι, στους Τρεις σωματοφύλακες (1844) ο Αλέξανδρος Δουμάς πατέρας βασίστηκε σε ίντριγκες της εποχής του αδύναμου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ΄, και του πανίσχυρου καρδινάλιου Ρισελιέ, στο έργο του Πωλ Φεβάλ Ο ιππότης Λαγκαρντέρ (1857) συναντάμε αρκετές ιστορικές προσωπικότητες, όπως τον αντιβασιλέα Φίλιππο της Ορλεάνης, τον αββά Ντυμπουά, τον τραπεζίτη-οικονομολόγο Τζων Λω, ακόμη και τον Τσάρο Πέτρο τον Μέγα, οι οποίοι εμπλέκονται σε περιπέτειες και γεγονότα εντελώς μυθιστορηματικά.
Το είδος είχε μεγάλη επιτυχία και συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του αιώνα με περισσότερα αξιοσημείωτα έργα όπως Ο καπετάν Φρακάς (1863) του Τεοφίλ Γκωτιέ, όπου η υπόθεση εκτυλίσσεται τον 17ο αιώνα, το Σαλαμπό (1862) του Γκυστάβ Φλωμπέρ με ιστορικό πλαίσιο την εξέγερση των μισθοφόρων στην Καρχηδόνα τον 3ο αιώνα π.Χ., Οι Άθλιοι (1862) η μεγάλη κοινωνική, ιστορική και ανθρωπιστική τοιχογραφία του Βικτόρ Ουγκώ, το Ενενήντα τρία (1874) επίσης του Βικτόρ Ουγκώ με ιστορικό σκηνικό την εποχή της Τρομοκρατίας, Τα Μυστήρια των Παρισίων (1842-1843) του Εζέν Συ,[21] μια γραφική τοιχογραφία των ηθών και της κοινωνίας της εποχής του. Αρκετά από αυτά τα μυθιστορήματα εκδίδονταν σε συνέχειες στις εφημερίδες.
Από το 1830 περίπου και σαν αντίδραση στις υπερβολές του ρομαντισμού δημιουργήθηκε ένα νέο λογοτεχνικό ρεύμα στην πεζογραφία: ο ρεαλισμός. Οι εκπρόσωποι του λογοτεχνικού ρεαλισμού ενδιαφέρονταν για την πιστή και λεπτομερειακή περιγραφή των ηθών, του τοπικού χρώματος, της εποχής, την αντικειμενική απόδοση της πραγματικότητας. Επέλεγαν τα θέματά τους από τη σύγχρονη πραγματικότητα και οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες ήταν άνθρωποι συνηθισμένοι. Απέρριπταν τους ηρωισμούς και τις εξωφρενικές απιθανότητες των ρομαντικών έργων. Οι εκφράσεις του Σταντάλ (μυθιστόρημα = καθρέφτης) ή του Μπαλζάκ (μυθιστοριογράφος =ιστορικός του παρόντος) δείχνουν κατά το πρώτο μισό του αιώνα μια κατεύθυνση που θα εμβαθύνουν περαιτέρω ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, ο Γκυ ντε Μωπασσάν και ο Εμίλ Ζολά με τον νατουραλισμό. Στην παγίωσή του σε συνειδητό λογοτεχνικό κίνημα, που έμελλε να επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη της λογοτεχνίας, συνέβαλαν οι ιστορικές συνθήκες, καθώς και το καλλιτεχνικό και το πνευματικό κλίμα της εποχής: η επανάσταση του 1848 η οποία έφερε στο προσκήνιο τη λαϊκή βούληση και τη δύναμη των μαζών, η ανακάλυψη της φωτογραφίας το 1839 που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έβλεπαν τον κόσμο, η ζωγραφική του Γκυστάβ Κουρμπέ, ο οποίος ήταν αντίθετος στην εξιδανίκευση της τέχνης, το επιστημονικό κριτικό πνεύμα του Σαιντ-Μπεβ, ο θετικισμός του Ογκύστ Κοντ και η μεταφορά του στην ιστορία της λογοτεχνίας από τον Ιππολίτ Τεν.[22] Η νέα πίστη που έδινε το στίγμα της στο β΄ μισό του 19ου ήταν ο επιστημονισμός.[23]
Ο Σταντάλ θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Γάλλους λογοτέχνες του 19ου αιώνα, και ορισμένα μυθιστορήματά του, όπως το Κόκκινο και το Μαύρο (1830) και Το Μοναστήρι της Πάρμας, (1839) συγκαταλέγονται ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Άλλα έργα του το Περί έρωτος (De l'amour,1822), Λυσιέν Λεβέν (1835). Ο Σταντάλ κινήθηκε μεταξύ του ρομαντισμού και του ρεαλισμού και το έργο του χαρακτηρίζεται από λεπτή ψυχολογική ανάλυση.
Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ ήταν ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών, θεμελιωτής του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, με μεγάλη συμβολή στο γαλλικό κοινωνικό μυθιστόρημα, συγγραφέας με τεράστιο έργο που συγκέντρωσε στην Η Ανθρώπινη κωμωδία, μια συλλογή που περιλαμβάνει κατανεμημένα σε τρία θέματα τα 91 μυθιστορήματα, μύθους και διηγήματα που έγραψε από το 1829 έως το 1848, με χαρακτηριστικά έργα κοινωνικά μυθιστορήματα όπως η Τριαντάχρονη γυναίκα (1834), το Συμβόλαιο γάμου (1835), Η εξαδέλφη Μπέτυ (1846), Χαμένες ψευδαισθήσεις (1837-1843), στρατιωτικά: Οι Σουάνοι (1829), πολιτικά: Ένα επεισόδιο την εποχή της Τρομοκρατίας (1830) αλλά και φανταστικά και μυστικιστικά: Το μαγικό δέρμα (1831), Το ελιξήριο της μακροζωίας (1831).
Τα έργα της Ζωρζ Σαντ (Consuelo - 1842, Η λίμνη του διαβόλου (La Mare au devil - 1846), μυθιστόρημα αγροτικής ηθογραφίας, «μια ταπεινή ιστορία, με φόντο τις φτωχές αγροτικές περιοχές που διέτρεχα κάθε μέρα» [24] Η μικρή Φαντέτ (La Petite Fadette - 1849), επίσης αγροτικό μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τη ζωή της στο πατρικό κτήμα.
Η επόμενη γενιά θα ενισχύσει αυτή τη ρεαλιστική προσέγγιση κυρίως με τον Γκυστάβ Φλωμπέρ, που είχε πάντα σαν βάση την έρευνα και την παρατήρηση. Στο έργο του περιλαμβάνονται δύο αριστουργήματα που χαρακτηρίζονται από την τελειότητα του ύφους και την απαισιόδοξη ειρωνεία: η Μαντάμ Μποβαρύ (1857) και η Αισθηματική αγωγή (1869). Ο «μαθητής» του, Γκυ ντε Μωπασσάν, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του διηγήματος, έγραψε επίσης μυθιστορήματα δίνοντας προσοχή στην εμβάθυνση των ψυχολογικών και κοινωνιολογικών παρατηρήσεων: Μια Ζωή (1883) και ιδιαίτερα ο Φιλαράκος (1885).
Πολλοί συγγραφείς συμμετέχουν επίσης στη μυθιστορηματική δημιουργία το δεύτερο μισό του αιώνα. Ο Αλφόνς Ντωντέ με τρία μυθιστορήματα της σειράς Ταρταρέν της Ταρασκόν, (1872- 1890)[Σημ. 3]. Ο σοσιαλιστής επαναστάτης Ζυλ Βαλές κατέγραψε όλα τα γεγονότα της ζωής του στην αυτοβιογραφική τριλογία του με πρώτο μυθιστόρημα Το παιδί (1879). Ο Ιούλιος Βερν, ιδιαίτερα γνωστός για τα περιπετειώδη μυθιστορήματά του και τη βαθιά επιρροή του στο λογοτεχνικό είδος της επιστημονικής φαντασίας. Έργα του: Ταξίδι στο κέντρο της Γης (1864), Από τη Γη στη Σελήνη (1865), Πέντε εβδομάδες με αερόστατο (1863). Έγραψε ταξιδιωτικές ιστορίες που διαδραματίζονται σε θάλασσες, σε στεριές και στον αέρα, προβλέποντας μερικά από τα σύγχρονα κατορθώματα του ανθρώπου. Τα μυθιστορήματά του μεταφράστηκαν σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και διαβάζονται μέχρι σήμερα.
Ο Εκτόρ Μαλό γνώρισε μεγάλη επιτυχία και τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Έγραψε περίπου εξήντα μυθιστορήματα, ανάμεσα στα οποία και ορισμένα που χαρακτηρίζονται νεανική λογοτεχνία. Τα πιο γνωστά είναι: Χωρίς οικογένεια (1878) και Με οικογένεια (En Famille, 1893).
Ο Ζωρζ Ονέ έγραψε μια σειρά μυθιστορημάτων με τίτλο Αγώνες ζωής, πιο γνωστά από τα οποία είναι ο Σέργιος Πανίν (Serge Panine,1881), Ο αρχισιδηρουργός (1882), η κόμισα Σάρα (La Comtesse Sarah, 1883) και πολλά άλλα. Πολλά από τα μυθιστορήματά του διασκεύασε ο ίδιος για το θέατρο. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία και τα έργα του ήταν πολύ δημοφιλή αλλά έγινε αποδέκτης αυστηρής κριτικής κυρίως για τη ροπή του προς τον εύκολο συναισθηματισμό.
Ο Ανρί Μυρζέ έγραψε τις Σκηνές της μποέμικης ζωής (1845), όπου περιγράφει τη ζωή των φτωχών, αντισυμβατικών καλλιτεχνών του Παρισιού που ζούσαν ενάντια στους κανόνες και τις κοινωνικές συμβάσεις, μυθιστόρημα στο οποίο βασίστηκε η όπερα του Πουτσίνι Λα Μποέμ.
Ο νατουραλισμός στη λογοτεχνία αποτέλεσε προέκταση της παράδοσης του ρεαλισμού και απέβλεπε σε μια ακόμη πιο πιστή, μη επιλεκτική παρουσίαση της πραγματικότητας, ως ένα αληθινό «κομμάτι της ζωής», που έπρεπε να δίνεται χωρίς καμιά κρίση ηθικού χαρακτήρα.[25] Σαν αισθητικό κίνημα πρωτοεμφανίστηκε στη Γαλλία και ο βασικός εκπρόσωπός του ήταν ο Εμίλ Ζολά.
Ο Εμίλ Ζολά ήταν ο τελευταίος μεγάλος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα, θεμελιωτής του κινήματος του Νατουραλισμού στη λογοτεχνία. Εξέθεσε τις απόψεις του στο δοκίμιο το Πειραματικό μυθιστόρημα (Le Roman expérimental, 1880), επηρεασμένος από τις ιδέες του φιλόσοφου Ιππολύτ Ταιν για την κληρονομικότητα και το περιβάλλον. Ο Ζολά πίστευε πως η ανθρώπινη φύση προσδιοριζόταν αποκλειστικά από την κληρονομικότητα. Η αδυναμία και τα ελαττώματα ήταν απόρροια μιας «οργανικής βλάβης» σε ένα μέλος της οικογένειας που μεταδιδόταν αναπόφευκτα σε όλους τους απογόνους και μόνο συμπτωματικά μπορούσε κανείς να γλυτώσει, όπως συνέβη με τον ήρωά του δρα Πασκάλ Ρουγκόν. Όταν αυτό γινόταν αντιληπτό, οι κληρονομούμενες αδυναμίες θα μπορούσαν να ξεριζωθούν με τις συντονισμένες προσπάθειες της ιατρικής και της αγωγής, ώστε να τελειοποιηθεί η ανθρώπινη φύση.[26]
Ένα σημαντικό έργο του είναι ο 20τομος μυθιστορηματικός κύκλος Οι Ρουγκόν-Μακάρ όπου, παρακολουθώντας την πορεία και την εξέλιξη των μελών μιας οικογένειας σε βάθος πέντε γενεών, μελετά την επιρροή του περιβάλλοντος στον άνθρωπο και τα κληρονομικά ελαττώματα της οικογένειας, θεωρώντας τα σαν συνέπειες φυσιολογικών και κοινωνικών αιτίων. Ασκεί επίσης κριτική στην κοινωνία της Δεύτερης Αυτοκρατορίας και καταγγέλλει την ανηθικότητα των πλουσίων. Από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα αυτού του μυθιστορήματος-ποταμού είναι η Νανά (1879), όπου περιγράφει την ιστορία μιας γυναίκας ελευθερίων ηθών, τo Ζερμινάλ (1885) μια συνταρακτική απεικόνιση της φτώχειας και δυστυχίας των ανθρακωρύχων, το Ανθρώπινο κτήνος (1890) η ιστορία ενός μοιραίου ερωτικού τριγώνου και του απελπισμένου φόνου που θα το σφραγίσει τραγικά με τις αόρατες δυνάμεις να οδηγούν τις ανθρώπινες ζωές σε μια τυφλή πορεία προς τον χαμό, το Στομάχι του Παρισιού (Le Ventre de Paris, 1873) όπου καταπιάνεται με τον κόσμο της κεντρικής αγοράς του Παρισιού, η Ταβέρνα (1877), μια μελέτη του αλκοολισμού και της φτώχειας στην εργατική τάξη, το Χρήμα, που επικεντρώνεται στη διαφθορά και στον οικονομικό κόσμο της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, το Αμάρτημα του αββά Μουρέ, κ.ά Σε όλα του τα έργα είναι εμφανής η συμπόνια του για τους ανθρώπους και την ατομική και συλλογική δυστυχία τους. Τα μυθιστορήματα του Εμίλ Ζολά γνώρισαν τεράστια επιτυχία στην εποχή του αν και καταγγέλλονταν αδιάκοπα από το συντηρητικό κοινό ως πορνογραφικά. Ο Εμίλ Ζολά έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πολιτική φιλελευθεροποίηση της Γαλλίας και στην απαλλαγή του λοχαγού Άλφρεντ Ντρέιφους, ο οποίος κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε άδικα, γεγονός που συνοψίζεται στη διάσημη ανοιχτή επιστολή του με τίτλο «Κατηγορώ».
Υπό την επίδραση του Ζολά δημιουργήθηκε μία ομάδα νεαρών λογοτεχνών που αυτοαποκαλούνταν «νατουραλιστές» και θεωρούσαν τον Ζολά δάσκαλό τους. Ανάμεσα σ' αυτούς:
Ο Γκυ ντε Μωπασσάν: με χαρακτηριστικά έργα το μυθιστόρημα Μια ζωή (1883), το διήγημα Η Χοντρομπαλού (1880) με θέμα τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870 οι απώλειες του οποίου είχαν επηρεάσει το ηθικό των Γάλλων,[27] ο Φιλαράκος (1885).
Ο Ζορίς-Καρλ Υσμάν στα πρώτα του μυθιστορήματα που ήταν σκοτεινά, ρεαλιστικά και γεμάτα με τις λεπτομερείς περιγραφές του Παρισιού: Μάρθα, Ιστορία ενός κοριτσιού (Μarthe, Histoire d'une fille,1876), που ήταν η ιστορία μιας νέας πόρνης, οι Αδελφές Βατάρ (Les Soeurs Vatard), όπου εξετάζει τις ζωές των γυναικών που δούλευαν σε ένα βιβλιοδετείο.
Οι αδελφοί Εντμόν και Ζυλ ντε Γκονκούρ, εμβληματικό συγγραφικό ντουέτο, οι οποίοι διαιώνισαν το όνομά τους με το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Γαλλίας, το Βραβείο Γκονκούρ. Κρατούσαν σημειώσεις στα περίχωρα και τις φτωχογειτονιές του Παρισιού και έδωσαν έμφαση στην περιγραφική λεπτομέρεια και στυλιστική γραφή: Ζερμινί Λασερτέ (1865), μυθιστόρημα που αναφέρεται στη διπλή ζωή μιας υπηρέτριας και περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες τη ζωή στο Παρίσι έπειτα από την Παλινόρθωση ενώ ταυτόχρονα σκιαγραφεί με πειστικό τρόπο ανθρώπους με περίπλοκο ψυχικό κόσμο.[28] Ο πρόλογος του έργου θεωρείται η αρχή του νατουραλισμού. Έγραψαν επίσης το Ημερολόγιο, μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού κόσμου του Παρισιού κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Το αφηγηματικό είδος εκπροσωπείται επίσης από το διήγημα σε όλη τη διάρκεια του αιώνα, σε μεγάλο βαθμό. Το διήγημα κατά τον 19ο αιώνα κινείται τόσο στη ρεαλιστική προσέγγιση όσο και στη σφαίρα του φανταστικού και του υπερφυσικού. Η μόδα του μύθου του φανταστικού άρχισε στη Γαλλία με τη μετάφραση έργων του Ε.Τ.Α. Χόφμαν από τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ που δημοσιεύτηκαν στη Γαλλία από το 1829. Ο Μπαλζάκ εμπνεύστηκε, μεταξύ άλλων, το φανταστικό διήγημα Το ελιξίριο της μακροζωίας (1830) και το σκοτεινό Ο δάσκαλος Κορνήλιος (1831).
Η επιρροή του Χόφμαν είναι αισθητή στον Τεοφίλ Γκωτιέ που έγραψε περίπου τριάντα νουβέλες και διηγήματα, τα περισσότερα από αυτά φανταστικού χαρακτήρα που ακροβατούν στα όρια του πραγματικού και του φανταστικού, συμπλέκοντας το παρελθόν και το παρόν, με γυναίκες φαντάσματα που επανέρχονται στη ζωή όπως η Ομφάλη (1834), Η νεκρή ερωμένη (1836) κ.ά. και στον Προσπέρ Μεριμέ με την Αφροδίτη της Ιλ (1837), συγγραφέα επίσης της Κολομπά (1840) που αναφέρεται σε μια βεντέτα στην Κορσική και της Κάρμεν (1845) νουβέλα στην οποία βασίστηκε η ομότιτλη όπερα του Ζωρζ Μπιζέ.
Ιστορίες μυστηρίου και φρίκης με ανάλυση ψυχολογικών κινήτρων έγραψε, ανάμεσα σε άλλα του έργα, και ο Ζυλ Μπαρμπέ ντ’ Ωρεβιγύ όπως στο έργο του Οι διαβολικές (1874), μια συλλογή έξι διηγημάτων, καθένα από τα οποία αφηγείται την τραγική ιστορία μιας γυναίκας. Ο Βιλιέ ντε λ'Ιλ-Αντάμ εμπλούτισε επίσης το είδος με τις Σκληρές ιστορίες (1883).
Ο Γκυ ντε Μωπασσάν έγραψε περισσότερα από 300 διηγήματα που παρουσιάζουν μια εκτεταμένη εικόνα της ζωής στη Γαλλία από το 1870 έως το 1890, οι συλλογές του αναφέρονται στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο όπως Η Χοντρομπαλού (1880), στη ζωή στο Παρίσι, στους Νορμανδούς αγρότες κ.ά. Ο Ορλά (1886), αναφέρεται στις παραισθήσεις και τον τρόμο του αφηγητή από ένα τερατώδες και υπερκόσμιο ον που του ελέγχει τη ζωή - αυτό το διήγημα εμφανίστηκε την εποχή που ο Μωπασσάν είχε αρχίσει να υποφέρει από κρίσεις τρέλας (πέθανε σε ψυχιατρική κλινική στα 43 του χρόνια).
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα το θέατρο έγινε προσιτή διασκέδαση για όλα τα κοινωνικά στρώματα, με μια μεγάλη ποικιλία από αίθουσες και θεατρικά είδη. Το κοινό θαύμαζε και αποθέωνε τους ηθοποιούς και οι πιο δημοφιλείς γίνονται διασημότητες, όπως ο Φρανσουά-Ζοζέφ Ταλμά[29] (1763-1826), εξαιρετικός ερμηνευτής τραγικών ρόλων, ο Φρεντερίκ Λεμέτρ,[30] ερμηνευτής ρόλων του λαϊκού θεάτρου - αναφορά σ'αυτόν και στην εποχή του γίνεται στην ταινία του Μαρσέλ Καρνέ Τα παιδιά του Παραδείσου-, η Μαρί Ντορβάλ, διάσημη ηθοποιός του κωμικού θεάτρου, η Σάρα Μπερνάρ, στην οποία αποδόθηκε το προσωνύμιο «η θεϊκή Σάρα».
Στο πρώτο μισό του αιώνα και υπό την επίδραση του ρομαντισμού, το θέατρο γνώρισε μια αναγέννηση με το ρομαντικό δράμα που κυριάρχησε για 15 χρόνια, από το 1827 έως λίγο μετά το 1840. Τις θεωρητικές βάσεις έθεσε ο Σταντάλ που στο δοκίμιό του Ρακίνας και Σαίξπηρ (1825) υποστήριξε την απελευθέρωση των θεατρικών έργων από τους αυστηρούς κλασικούς θεατρικούς κανόνες και ακολούθησε ο Βικτώρ Ουγκώ με τον πρόλογο στον Κρόμγουελ (1827), όπου πρότεινε την κατάργηση των ενοτήτων του χρόνου και του τόπου και υποστήριξε τη συνύπαρξη κωμικών και τραγικών στοιχείων σε ένα έργο. Ο Ουγκώ αναζητώντας το τοπικό χρώμα τοποθετούσε τα δράματά του στο 16ο και 17ο αιώνα σε εξωτικές χώρες (Ισπανία, Ιταλία), προκειμένου να κάνει τον θεατή να ταξιδέψει, ασκώντας συγχρόνως κριτική στη γαλλική κοινωνία. Τα κυριότερα ρομαντικά δράματα είναι: Ερνάνης (1830) και Ρουί Μπλας (1838) του Βικτώρ Ουγκώ, Δεν παίζουν με τον έρωτα (1834) και Λορεντζάτσιο (1834) του Αλφρέ ντε Μυσέ, Τσάτερτον (Chatterton,1835) του Αλφρέ ντε Βινύ, Κην ή χάος και μεγαλοφυΐα (Kean, ou Désordre et Génie,1831) και ο Πύργος του Νελ ( La Tour de Nesle,1832) του Αλεξάνδρου Δουμά πατέρα.
Λίγο αργότερα το 1852, παρουσιάζεται η θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου Δουμά νεώτερου Η κυρία με τις καμέλιες.
Γύρω στα μέσα του αιώνα το ρομαντικό δράμα έπαψε να συγκινεί το κοινό και έδωσε τη θέση του στο μελόδραμα,[Σημ. 4] θεατρικό είδος που χαρακτηρίζεται από την υπερβολή και τη μεγαλοπρέπεια. Επηρεασμένοι από τον ρεαλισμό, άρχισαν να δίνουν μεγάλη προσοχή στη σκηνοθεσία και στα σκηνικά εφέ (για τις πλημμύρες, τις πυρκαγιές, τις ηφαιστειακές εκρήξεις κ.λπ.). Το μελόδραμα παρουσίαζε σαν θέμα τα δεινά που υφίσταντο αθώοι διωκόμενοι στα χέρια κακών και επίβουλων προσώπων αλλά είχε πάντα αίσιο τέλος με την αρετή να θριαμβεύει και την πολύπαθη ηρωίδα να σώζεται από τον ευγενή ήρωα. Υπήρξε πολύ δημοφιλές θεατρικό είδος αλλά μετά βίας διατηρείται στη λογοτεχνική ιστορία.[31]
Άλλα θεατρικά είδη θα συμβιώσουν αργότερα στον αιώνα, όπως το θέατρο μπουλβάρ[Σημ. 5] και το Βοντβίλ, που συνδύαζε την ψυχαγωγία με την κοινωνική σάτιρα, με εκπροσώπους τους Εζέν Λαμπίς, Ζωρζ Κουρτλίν και Ζωρζ Φεντώ. Το μουσικό θέατρο θα έχει επίσης μεγάλη επιτυχία στο δεύτερο μισό του αιώνα με την οπερέτα και την κωμική όπερα που εκπροσωπούν τα έργα του Ζακ Όφφενμπαχ.
Προσπάθειες ανανέωσης του θεάτρου έγιναν στα τέλη του αιώνα, από το 1887, από το Ελεύθερο θέατρο του Αντρέ Αντουάν, που άσκησε μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη του θεάτρου. Προωθούσε ρεαλιστικά έργα και ανέβαζε έργα Γάλλων συγγραφέων, όπως του Ανρί Μπεκ, του Εζέν Μπριέ, του Φρανσουά ντε Κυρέλ και του Ζωρζ ντε Πορτό-Ρις αλλά και άλλων Ευρωπαίων, όπως έργα του Ίψεν, του Τολστόι, του Στρίντμπεργκ και άλλων. Ανέβασε επίσης πολλά ρομαντικά έργα: ποιητικά δράματα, σκηνοθετημένα όμως χωρίς πομπώδες ύφος, έτσι ώστε να είναι πιο ανθρώπινα και να παίρνουν νέες διαστάσεις.
Το νατουραλιστικό θέατρο, πολύ δημοφιλές κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, επίσης καινοτομεί με την ανάδειξη της αισιόδοξης πλευράς της πραγματικότητας με έργα με κοινωνική συνείδηση αλλά και ανάδειξη της θλιβερής και ζοφερής πραγματικότητας, με εκπροσώπους ανάμεσα σε άλλους τους Ανρί Μπεκ: τα Κοράκια (Les Corbeaux, 1882), όπου παρουσιάζει τον κόσμο των συμβολαιογράφων και των οικογενειακών συγκρούσεων γύρω από την κληρονομιά και τον Οκτάβ Μιρμπώ: Οι υποθέσεις είναι υποθέσεις (1903), κλασική κωμωδία χαρακτήρων και ηθών, στο ύφος του Μολιέρου.
Ο συμβολισμός είχε την παρουσία του στο θέατρο με την ποιητική δύναμη της υποβολής του Βέλγου Μωρίς Μαίτερλινκ με έργα όπως Η πριγκίπισσα Μαλέν και Πελλέας και Μελισσάνθη (1892) το πιο διάσημο συμβολιστικό θεατρικό του, που αποτέλεσε το θέμα της ομώνυμης όπερας το 1902 του Κλωντ Ντεμπυσί.[31]
Στα τέλη του αιώνα εμφανίστηκε το προκλητικό και ανατρεπτικό έργο του Αλφρέ Ζαρύ Ο Υμπύ βασιλιάς (1896), το οποίο αργότερα, στον 20ό αιώνα, θεωρήθηκε ως προπομπός του σουρεαλισμού και του Θεάτρου του Παραλόγου.
Σε διαφορετικό ύφος, τα πρώτα έργα του Σαρλ Πεγκύ, καθολικά και πατριωτικά, με σημαντικότερο τη Ζαν ντ'Αρκ (1897) βασισμένο στη ζωή της ηρωίδας.
Σε αντιπαράθεση με το νατουραλιστικό θέατρο, εμφανίστηκαν τα λυρικά και επικά συγχρόνως θεατρικά έργα του Εντμόν Ροστάν: Συρανό ντε Μπερζεράκ (1897), κύκνειο άσμα του γαλλικού έμμετρου ρομαντικού δράματος που σημείωσε θριαμβευτική επιτυχία από την πρώτη κιόλας παράσταση και έχει παρουσιαστεί από τότε αμέτρητες φορές στο θέατρο ενώ έχει μεταφερθεί και στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο:Συρανό ντε Μπερζεράκ και την όπερα: Συρανό ντε Μπερζεράκ και Ο Αετιδεύς (L'Aiglon, 1900).
Ο Ζυλ Μισλέ έγραψε δοκίμια και ηθογραφικά βιβλία αλλά η κυριότερη συμβολή του στα γαλλικά γράμματα του 19ου αιώνα είναι τα ιστορικά του έργα Ιστορία της Γαλλίας (1833-67) και Ιστορία της Γαλλικής επανάστασης (1847-53) που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους μεγαλύτερους ιστορικούς της Γαλλίας του 19ου αιώνα.
Το τέλος του αιώνα χαρακτηρίζεται από μια αντίδραση κατά του ρεαλισμού που θεωρείται πλέον πολύ «χαμηλός». Νέα ανοίγματα εμφανίζονται με στοιχεία εξωτικά, ιμπρεσιονιστικά και ρεαλιστικά ταυτόχρονα στα μυθιστορήματα του Πιερ Λοτί: Ο ψαράς της Ισλανδίας (1886) και την εμφάνιση του αναλυτικού μυθιστορήματος-προπομπού των μυθιστορημάτων του Προυστ- με τον Πωλ Μπουρζέ: Ο Μαθητής (1889) ή τον Ανατόλ Φρανς με Το έγκλημα του Συλβέστρ Μπονάρ (1881) και Ο κόκκινος κρίνος (1894 ). Θερμός υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Ανατόλ Φρανς έγραψε πολλά μυθιστορήματα και κατά τον 20ό αιώνα. Εξαιτίας του αθεϊστικού πνεύματος των περισσότερων έργων του τα βιβλία του μπήκαν στη λίστα απαγορευμένων βιβλίων της Καθολικής Εκκλησίας.
Ένα από τα επιτυχημένα δείγματα του συμβολισμού στο μυθιστόρημα είναι το γνωστότερο μυθιστόρημα του Ζορίς-Καρλ Υισμάν, Ανάποδα (1884), με το οποίο απομακρύνθηκε από το νατουραλισμό και έγινε ο πιο ακραίος εκπρόσωπος της παρακμιακής λογοτεχνίας. Το έργο συνδέεται με τη δίκη τού Όσκαρ Ουάιλντ το 1895, κατά τη διάρκεια της οποίας ο κατήγορος αναφέρθηκε στο μυθιστόρημα ως «σοδομιστικό» βιβλίο. Άλλο έργο του Υισμάν, το ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Εκεί κάτω (1891) είναι μία ιστορία όπου αναφέρονται πραγματικά γεγονότα και υπαρκτά πρόσωπα για το σκοτεινό Παρίσι του 19ου αιώνα και τις ομάδες αποκρυφισμού.
Ιδεαλιστικές τάσεις εκφράζει στο έργο του ο ένθερμος Καθολικός Λεόν Μπλουά με σφοδρή επίθεση στον ορθολογισμό, τη διαφθορά και την αθεΐα των διανοούμενων και αστών της εποχής του με έργα όπως το αυτοβιογραφικό O απελπισμένος (1887) και τη συλλογή διηγημάτων Δυσάρεστες ιστορίες (1894) και ο φλεγόμενος από πατριωτική έξαρση Μωρίς Μπαρές: Οι ξεριζωμένοι (1897), μέρος τριλογίας εμπνευσμένης από τον πόθο της ανακατάληψης των προσαρτημένων από τους Γερμανούς κατά τον Γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870 περιοχών της Αλσατίας και της Λωρραίνης.