Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ ή ΓΕΣΔΕ, αγγλικά: General Agreement on Tariffs and Trade, GATT) αποτελεί σήμερα έναν παγκόσμιο οργανισμό που μέσα από θεσμοθετημένες συνεδρίες - διαπραγματεύσεις επιβάλλει κανόνες αναγκαστικού χαρακτήρα, επί της αρχής της αμοιβαιότητας, επιδιώκοντας την βελτίωση και επέκταση των όρων και δυνατοτήτων του διεθνούς εμπορίου. Βασικότερη σήμερα σε ισχύ συμφωνία είναι του 1994, που τελεί επί των βασικών αρχών του 1947.
Το 1945 οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία εισηγήθηκαν στη διεθνή κοινότητα την ίδρυση ενός παγκόσμιου οργανισμού που να επιλαμβάνεται θεμάτων των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, εμπορικών επενδύσεων και της εξ αυτών ανάπτυξης των χωρών και των καρτέλ.
Την περίοδο 1947 - 1948 στη πρωτοβουλία αυτή των παραπάνω δύο χωρών ανταποκρίθηκαν 23 χώρες μεταξύ των ανεπτυγμένων, οι οποίες κατόπιν πολλών διαπραγματεύσεων επί ενός αρχικού σχεδίου καλούμενου "Χάρτη της Αβάνας" διατύπωσαν τελικά ένα πληρέστερο σχέδιο κανόνων που αφορούσε δασμούς και την προστασία του ελεύθερου εμπορίου που έλαβε την ονομασία "Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου".
Έτσι στη πρώτη συνεδρία, ή "γύρο διαπραγματεύσεων", των αντιπροσώπων Χωρών που έλαβε χώρα στη Γενεύη (1947) την Συμφωνία αυτή υπέγραψαν 18 Χώρες (24 Σεπτεμβρίου 1947) με έναρξη εφαρμογής στις 1 Ιανουαρίου του 1948 με κύριο στόχο την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου με παράλληλη χαλάρωση δασμολογικής προστασίας και κατάργησης συναφών περιορισμών. Αυτής ακολούθησε η διάσκεψη της Ανεσύ, (Annecy) (1949), της Τόρκι (Torquay) (1951) και της Γενεύης (1956), κοινός στόχος των οποίων και ήταν η δραστική αμοιβαία μείωση των δασμών εκ μέρους των κρατών - μελών.
Την περίοδο 1960 - 1961 επιδιώχθηκε συμφωνία με την ΕΟΚ ως προ ένα κοινό εξωτερικό δασμολόγιο. Στις συζητήσεις εκείνες αντιπροτάθηκε από την ΕΟΚ μείωση μέχρι και 20% κατά προϊόν. Τελικά η μείωση αυτή δεν υπερέβη το 7 - 8%.
Την περίοδο 1964 - 1967 αν και τα διάφορα θέματα δασμολογικών εμποδίων δεν παρουσίαζαν καμία πρόοδο, η προσοχή στράφηκε στα γεωργικά προϊόντα και στην απελευθέρωση των τιμών τους καθώς και σε θέματα που αφορούσαν αθέμιτους ανταγωνισμούς και πρακτικές, όπως π.χ. ανταγωνισμούς μέσω επιδοτήσεων. Συνέπεια δε αυτών των διαπραγματεύσεων ήταν η μείωση των δασμών των διακινουμένων βιομηχανικών προϊόντων κατά 35 μέχρι 40%, ενώ η ΕΟΚ αποδέχθηκε τη φιλελευθεροποίηση των διεθνών συναλλαγών καθώς και την ισχύ κοινού εξωτερικού δασμολογίου.
Την περίοδο 1973 - 1979 στις διαπραγματεύσεις του Τόκιο στα παραπάνω θέματα προστέθηκαν η εξάλειψη ή μέγιστη δυνατή μείωση όλων των μη δασμολογικών περιορισμών και ότι συναφών μέτρων περιοριστικών στον ελεύθερο εμπορικό ανταγωνισμό, καθώς και η ευνοϊκότερη διακρατική μεταχείριση των λιγότερο αναπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών. Την πρωτοβουλία του "γύρου" αυτού είχαν η ΕΟΚ, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία οι οποίες και καθόρισαν τις επιδιώξεις τους με επιπλέον δασμολογικές μειώσεις στη λεγόμενη "Διακήρυξη του Τόκιο".
Η ενεργειακή κρίση όμως που ξέσπασε την περίοδο εκείνη παρέλυσε τις διαπραγματεύσεις στην τριετία 1974 - 1977 που συνεχίστηκαν με πρωτοβουλία της ΕΟΚ και των ΗΠΑ στη συμφωνία της Γενεύης (1977 - 1979) όπου προβάλλονταν νέες μειώσεις της τάξης του 32% - 40% και με ρύθμιση μη δασμολογικού χαρακτήρα (μ.δ.χ.) επί των γεωργικών συναλλαγών. Παρά ταύτα το τελευταίο αυτό ποσοστό μειώσεων στις χώρες GATT, που είχαν στο μεταξύ διευρυνθεί σε 99, στην ουσία δεν συνέβαλε καθοριστικά στην απελευθέρωση του εμπορίου των αγροτικών προϊόντων και τούτο διότι οι συμβαλλόμενες ανεπτυγμένες χώρες δεν ανέπτυξαν ιδιαίτερα τις αγροτικές εισαγωγές τους από τις αναπτυσσόμενες.
Έτσι αρχίζει να παρατηρείται άσκηση προστατευτικής αγροτικής πολιτικής μη δασμολογικού χαρακτήρα (μ.δ.χ.). Οι δε συνεχιζόμενες μειώσεις των δασμών εντάχθηκαν στα δεσμευτικά ποσοστά ρήτρας "ευνοούμενου κράτους" αντί των κατωτάτων ορίων που επιβάλλονταν από τις διαπραγματεύσεις. Παράλληλα τότε καθιερώθηκε και ο λεγόμενος "Κώδικας Επιδοτήσεων" με επιπλέον περιορισμούς ώστε να μη επέρχεται πρόκληση βλάβης επί εξαγωγών ίδιου προϊόντος μεταξύ των κρατών-μελών.
Η παρατηρούμενη στη συνέχεια οικονομική άνοδος των κρατών-μελών της ΕΟΚ αφενός και της Ιαπωνίας αφετέρου στη διεθνή αγορά συνέβαλλαν ώστε οι ΗΠΑ να χάσουν τον μέχρι τότε "ηγεμονικό και προστατευτικό ρόλο" στη παγκόσμια οικονομία. Η δε επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών των ΗΠΑ άρχισε να προκαλεί πρόσθετη ανησυχία και ανασφάλεια. Οι δε παράλληλες αθέμιτες πρακτικές που άρχισαν να εμφανίζονται στο διεθνές εμπόριο ανάγκασαν τελικά τις ΗΠΑ αλλά και τις αναπτυσσόμενες χώρες να ζητήσουν την ριζική αναμόρφωση της ΓΕΣΔΕ, πράγμα που δεν επιθυμούσαν στη φάση αυτή οι ανεπτυγμένες χώρες της ΕΟΚ έχοντας βελτιώσει τις οικονομικές σχέσεις τους με τις αναπτυσσόμενες χώρες. Συνέπεια αυτών ήταν να ακολουθήσουν έντονες κατ' έτος πολυμερείς διαπραγματεύσεις οι οποίες και κατέληξαν στη συνομολόγηση της γενικής συμφωνίας του 1994.