Γκεόργκι Ντιμιτρόφ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Георги Димитров Михайлов (Βουλγαρικά) |
Γέννηση | 18ιουλ. / 30 Ιουνίου 1882γρηγ.[1][2][3] Κοβάτσεβτσι[4][5] |
Θάνατος | 2 Ιουλίου 1949[1][6][2] Barvikha |
Αιτία θανάτου | ηπατική νόσος |
Τόπος ταφής | Κεντρικό Νεκροταφείο της Σόφιας[7] |
Χώρα πολιτογράφησης | Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Βουλγαρικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ρωσικά Βουλγαρικά[8][9] Γερμανικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός[10][11][12] συνδικαλιστής τυπογράφος |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας και Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ljubica Ivošević Dimitrov |
Αδέλφια | Elena Dimitrova |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρωθυπουργός της Βουλγαρίας (1946–1947) μέλος του Ανώτατου Σοβιέτ της Σοβιετικής Ένωσης Πρωθυπουργός της Βουλγαρίας (1947–1949) μέλος της Βουλγαρικής Εθνοσυνέλευσης |
Βραβεύσεις | τάγμα του Λένιν (1945)[13] Τάγμα της 9ης Σεπτεμβρίου 1944 Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Αναγέννησης της Πολωνίας[14] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γκεόργκι Δημητρόφ (βουλγάρικα: Георги Димитров, 18 Ιουνίου 1882 - 2 Ιουλίου 1949), ήταν Βούλγαρος κομμουνιστής πολιτικός, από τα ηγετικά στελέχη του διεθνούς κομμουνιστικού κόμματος με παγκόσμια φήμη. Ηταν ο πρώτος Κομμουνιστής ηγέτης της Βουλγαρίας, από το 1946 ως το 1949. Ο Δημητρόφ ηγήθηκε της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) από το 1934 ως το 1943. Το 1923 προσπάθησε να οργανώσει κομμουνιστική επανάσταση στη Βουλγαρία αλλά απέτυχε. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα αναγκάστηκε να καταφύγει στη Μόσχα, μαζί με τον συνεργάτη του Βασίλι Κολάροφ. Το 1933 βρέθηκε στη Γερμανία για κομμουνιστική δράση. Οι Εθνικοσοσιαλιστές, που μόλις είχαν αναλάβει την εξουσία, τον συνέλαβαν και τον κατηγόρησαν για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (το μέγαρο του κοινοβουλίου) και τον παρέπεμψαν σε δίκη. Ο Δημητρόφ όμως, κατάφερε να αποδείξει την αθωότητά του και να απελευθερωθεί. Η δίκη του Δημητρόφ πιθανόν είχε σκοπό να δώσει ένα ακόμα πρόσχημα στον Χίτλερ για το διωγμό των κομμουνιστών.
Μετά την απαλλαγή του γύρισε στη Μόσχα και το 1935 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας της Γ΄ Διεθνούς, θέση που κράτησε μέχρι το 1943 που η Γ΄ Διεθνής διαλύθηκε. Το 1937 έγινε μέλος του Ανώτατου Σοβιέτ. Το 1945 γύρισε στη Βουλγαρία, οδήγησε τη χώρα στον Κομμουνισμό και από το 1946 μέχρι τον θάνατο του ήταν ο πρωθυπουργός. Στη Σόφια υπήρχε μαυσωλείο του μέχρι το 1999 οπότε, στα πλαίσια της ανατροπής του κομμουνισμού, το σώμα του Δημητρόφ τάφηκε και το μαυσωλείο καταστράφηκε.
Ο Γκεόργκι Δημητρόφ γεννήθηκε στο Κοβάτσεβτσι, στη σημερινή Επαρχία του Πέρνικ, το πρώτο από οκτώ παιδιά γονιών της εργατικής τάξης (μητέρα από το Μπάνσκο και πατέρα από το Ράζλογκ). Η μητέρα του, Παρασκεύα Ντόσεβα, ήταν Προτεστάντισα Χριστιανή και η οικογένειά του μερικές φορές χαρακτηρίζεται Προτεσταντική. Η οικογένεια μετακόμισε στο Ράντομιρ και κατόπιν στη Σόφια. Ο Δημητρόφ εκπαιδεύτηκε ως στοιχειοθέτης και δραστηριοποιήθηκε στο εργατικό κίνημα της Βουλγαρικής πρωτεύουσας.
Ο Δημητρόφ εντάχθηκε στο Βουλγαρικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα το 1902 και το 1903 ακολούθησε το Ντιμιτάρ Μπλαγκόεφ και την ομάδα του, όταν συγκρότησε το Βουλγαρικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (Σοσιαλιστές). Αυτό το κόμμα έγινε το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας το 1919, όταν υιοθέτησε το Μπολσεβικισμό και την Κομιντέρν. Από το 1904 ως το 1923 ήταν Γραμματέας της Εργατικής Ομοσπονδίας. Το 1915, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξελέγη στο Βουλγαρικό Κοινοβούλιο, αντιτάχθηκε στην ψήφιση νέων πολεμικών πιστώσεων και έμεινε φυλακισμένος μέχρι το 1917.
Τον Ιούνιο του 1923, όταν ο Πρωθυπουργός Αλεξάνταρ Σταμπολίσκι ανατράπηκε με ένα πραξικόπημα, οι Κομμουνιστές σύμμαχοι του Σταμπολίσκι, που αρχικά ήταν απρόθυμοι να παρέμβουν, οργάνωσαν μια εξέγερση κατά του (αρχιπραξικοπηματία) Αλεξάνταρ Τσάνκοφ. Ο Δημητρόφ ανέλαβε την ευθύνη της επαναστατικής δράσης και κατάφερε να ανισταθεί στην καταστολή για μια ολόκληρη εβδομάδα. Αυτός και η ηγεσία διέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο. Με διάφορα ψευδώνυμα έζησε στη Σοβιετική Ένωση μέχρι το 1929, οπότε μετεγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου του ανατέθηκε η εποπτεία του Κεντροευρωπαϊκού τμήματος της Κομιντέρν.
Το 1932 ο Δημητρόφ διορίστηκε Γενικός Γραμματέας της Παγκόσμιας Επιτροπής Κατά του Πολέμου και του Φασισμού, αντικαθιστώντας το Βίλλι Μύντσενμπεργκ.[15] Το 1933 συνελήφθη στο Βερολίνο για την υποτιθέμενη συνενοχή του στον εμπρησμό του Ράιχσταγκ. Οπως είναι ευρύτατα γνωστό ο Δημητρόφ αποφάσισε να αρνηθεί να έχει συνήγορο και να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του απέναντι στους ναζιστές κατηγόρους του, ιδίως το Χέρμαν Γκαίρινγκ, χρησιμοποιώντας τη δίκη ως μια ευκαιρία για να υπερασπιστεί την κομμουνιστική ιδεολογία. Εξηγώντας γιατί επέλεξε να μιλήσει για την υπεράσπισή του, ο Δημητρόφ υποστήριξε:
«Ομολογώ ότι ο τόνος μου είναι σκληρός και οξύς. Ο αγώνας της ζωής μου ήταν πάντα σκληρός και οξύς. Ο τόνος μου είναι ειλικρινής και ανοικτός. Έχω συνηθίσει να λέω τα πράγματα με το όνομά τους. Δεν είμαι δικηγόρος που εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου με τον απλό τρόπο του επαγγέλματός του. Υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, ένα κατηγορούμενο Κομμουνιστή. Υπερασπίζομαι την πολιτική τιμή μου, την τιμή μου ως επαναστάτη. Υπερασπίζομαι την κομμουνιστική ιδεολογία μου, τα ιδανικά μου. Υπερασπίζομαι το περιεχόμενο και τη σημασία ολόκληρης της ζωή μου. Για τους λόγους αυτούς κάθε λέξη που λέω σε αυτό το δικαστήριο είναι κομμάτι του εαυτού μου, κάθε φράση είναι η έκφραση της βαθιάς αγανάκτησής μου ενάντια στην άδικη κατηγορία, κατά της χρέωσης αυτού του αντικομμουνιστικού εγκλήματος, του εμπρησμού του Ράιχσταγκ, στους Κομμουνιστές[16]».
Κατά τη διάρκεια της Δίκης της Λειψίας, η ήρεμη συμπεριφορά του Δημητρόφ για την υπεράσπισή του και οι κατηγορίες που απεύθυνε κατά των εισαγγελέων του χάρισε παγκόσμια φήμη.[17] Στις 24 Αυγούστου 1942, για παράδειγμα, η αμερικανική εφημερίδα The Milwaukee Journal ανέφερε ότι στη Δίκη της Λειψίας ο Δημητρόφ επέδειξε "την πιο υπέροχη έκθεση ηθικού θάρρους, που έχει ποτέ φανεί".[18] Στην Ευρώπη, μια δημοφιλής ρήση διαδόθηκε σε όλη την ήπειρο : «μόνο ένας γενναίος άνθρωπος υπάρχει στη Γερμανία και αυτός είναι Βούλγαρος[19]».
Κατά τη διάρκεια της Δίκης της Λειψίας συνελήφθησαν αρκετοί Γερμανοί αεροπόροι, που εκπαιδεύονταν μυστικά στη Σοβιετική Ένωση. Αφέθηκαν ελεύθεροι όταν, μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις, επετράπη στους Βούλγαρους Κομμουνιστές Δημητρόφ, Βασίλ Τάνεφ και Μπλαγκόι Ποπόφ να φύγουν στη Σοβιετική Ένωση. Εκεί ο Δημητρόφ πήρε τη Σοβιετική υπηκοότητα. Η τεράστια δημοτικότητα που απολάμβανε τον κατέστησε κεφάλαιο για την κυβέρνηση του Ιωσήφ Στάλιν και ο Δημητρόφ διορίστηκε Γενικός Γραμματέας της Κομιντέρν από το 1934, παραμένοντας στη θέση αυτή μέχρι τη διάλυση της οργάνωσης το 1943. Θεωρούσε τον εαυτό του Σταλινικό κατά τις μεγάλες εκκαθαρίσεις και μετά. Το 1935, στο 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν, ο Δημητρόφ μίλησε εκ μέρους του Στάλιν, όταν εκείνος υποστήριξε τη στρατηγική του Λαϊκού Μετώπου, που σήμαινε την εδραίωση της Σοβιετικής ιδεολογίας ως κύρια αντιφασιστικής - που αργότερα υλοποιήθηκε κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Το 1944 ο Δημητρόφ επέστρεψε στη Βουλγαρία μετά από 22 χρόνια εξορίας και έγινε αρχηγός του εκεί Κομμουνιστικού κόμματος. Μετά την επιβολή του απροκάλυπτα Κομμουνιστικού καθεστώτος το 1946 ο Δημητρόφ διαδέχθηκε τον Κίμον Γκεοργκίεφ ως πρωθυπουργός, διατηρώντας τη Σοβιετική υπηκοότητά του. Ο Δημητρόφ άρχισε να διαπραγματεύεται με το Γιόσιπ Μπροζ Τίτο τη δημιουργία μιας Ομοσπονδίας των Νότιων Σλάβων, που ήταν υπό συζήτηση από το Νοέμβριο του 1944 μεταξύ των Κομμουνιστικών ηγεσιών Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας. Η ιδέα βασιζόταν στο ότι η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία ήταν οι δυο μοναδικές πατρίδες των Νότιων Σλάβων, που χωρίζονταν από τον υπόλοιπο Σλαβικό κόσμο. Η ιδέα οδήγησε τελικά στη Συμφωνία του Μπλεντ του 1947, που υπογράφηκε από το Δημητρόφ και τον Τίτο και προέβλεπε την κατάργηση των μεθοριακών φραγμών, διαδικασία για μελλοντική τελωνειακή ένωση και τη μονομερή παραίτηση της Γιουγκοσλαβίας από Βουλγαρικές πολεμικές αποζημιώσεις. Το προκαταρκτικό σχέδιο για την ομοσπονδία περιελάμβανε την ενσωμάτωση της Περιοχής του Μπλαγκόεβγκραντ («Μακεδονία του Πιρίν») στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας και την επιστροφή των Δυτικών έξω χωρών (1545 τ.χ.) από τη Σερβία στη Βουλγαρία. Ενόψει αυτού η Βουλγαρία δέχθηκε δασκάλους από τη Γιουγκοσλαβία που άρχισαν να διδάσκουν την πρόσφατα κωδικοποιημένη Σλαβομακεδονική γλώσσα στα σχολεία της Μακεδονίας του Πιρίν και εξέδωσε την απόφαση οι Βούλγαροι της περιοχής του Μπλαγκόεβγκραντ να έχουν Σλαβομακεδονική ταυτότητα.
Τμήμα μιας σειράς λημμάτων |
Κομμουνισμός |
---|
Ωστόσο γρήγορα προέκυψαν διαφορές μεταξύ Τίτο και Δημητρόφ όσον αφορά τόσο τη μελλοντική κοινή χώρα όσο και το Μακεδονικό ζήτημα. Ενώ ο Δημητρόφ οραματιζόταν ένα κράτος, όπου η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία θα τοποθετούνταν σε ίση βάση και η Μακεδονία θα ήταν κατά το μάλλον ή ήτον συνδεδεμένη με τη Βουλγαρία, ο Τίτο έβλεπε τη Βουλγαρία ως μια έβδομη δημοκρατία σε μια διευρυμένη Γιουγκοσλαβία στενά ελεγχόμενη από το Βελιγράδι. Οι διαφορές τους επίσης επεκτείνονταν στον εθνικό χαρακτήρα των Σλαβομακεδόνων - ενώ ο Δημητρόφ τους θεωρούσε παρακλάδι των Βουλγάρων, ο Τίτο τους θεωρούσε ανεξάρτητο έθνος, που δεν είχε τίποτε απολύτως να κάνει με τους Βουλγάρους. Ετσι η αρχική ανοχή για τη Μακεδονοποίηση της Νοτιοδυτικής Βουλγαρίας εξελίχθηκε σταδιακά σε αιτία συναγερμού.
Τον Ιανουάριο του 1948 τα σχέδια των Τίτο και Δημητρόφ είχαν γίνει εμπόδιο στις προσπάθειες του Στάλιν για πλήρη έλεγχο του νέου Ανατολικού Μπλοκ. Ο Στάλιν προσκάλεσε τον Τίτο και το Δημητρόφ στη Μόσχα σχετικά με την πρόσφατη προσέγγιση των δύο χωρών. Ο Δημητρόφ δέχθηκε την πρόσκληση αλλά ο Τίτο αρνήθηκε και αντ' αυτού έστειλε τον Έντβαρντ Καρντέλι, στενό του συνεργάτη. Η ρήξη που ακολούθησε μεταξύ Στάλιν και Τίτο το 1948 έδωσε στη Βουλγαρική κυβέρνηση μια πολυαναμενόμενη ευκαιρία να καταγγείλει τη Γιουγκοσλαβική πολιτική στη Μακεδονία ως επεκτατική και να αναθεωρήσει την πολιτική της στο Μακεδονικό ζήτημα. Οι ιδέες για Βαλκανική Ομοσπονδία και Ενωμένη Μακεδονία εγκαταλείφθηκαν, οι Σλαβομακεδόνες δάσκαλοι εκδιώχθηκαν και η διδασκαλία της Σλαβομακεδονικής σε όλη την επαρχία διακόπηκε. Παρά τη ρήξη η Γιουγκοσλαβία δεν άλλαξε τη θέση της για παραίτηση από Βουλγαρικές πολεμικές αποζημιώσεις, όπως οριζόταν στη συμφωνία του Μπλεντ.
Το 1906 ο Δημητρόφ παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Σέρβα απόδημη καπελού, συγγραφέα και σοσιαλίστρια Λιούμπιτσα Ιβόσεβιτς, με την οποία έζησε μέχρι το θάνατό της το 1933. Ενώ ήταν στη Σοβιετική Ενωση ο Δημητρόφ παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, τη γεννημένη στην Τσεχία, Ρόζα Γιούλιεβνα, που γέννησε το μοναδικό του γιο Μίτϊα το 1936. Το αγόρι πέθανε σε ηλικία επτά ετών από διφθερίτιδα. Ενώ ο Μίτϊα ζούσε, ο Δημητρόφ υιοθέτησε τη Φάνι, κόρη του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.
Ο Δημητρόφ πέθανε το 1949 στο Μπαρβίκα, σανατόριο κοντά στη Μόσχα. Οι έντονες εικασίες ότι είχε δηλητηριασθεί δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ, αν και η υγεία του φάνηκε να επιδεινώθηκε τελείως ξαφνικά. Οι υποστηρικτές της θεωρίας της δηλητηρίασης ισχυρίζονται ότι στο Στάλιν δεν άρεσε η ιδέα του Δημητρόφ για «Βαλκανική Ομοσπονδία» και η εγγύτητά του με τον Τίτο. Ένα κράτος αποτελούμενο από τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία θα ήταν αρκετά μεγάλο και ανεξάρτητο για να ελέγχεται από τη Μόσχα.
Οι αντίπαλοι της θεωρίας αυτής υποστηρίζουν ότι ο Δημητρόφ ήταν το πιο πιστό «σκυλάκι» του Στάλιν και ο Στάλιν δεν είχε κανένα λόγο να τον σκοτώσει. Ο Στάλιν ποτέ δεν ξέχασε την «προδοσία» του Δημητρόφ. Εντούτοις οι αντιγιουγκοσλαβικές (αντιτιτοϊκές) δίκες και εκτελέσεις Κομμουνιστών ηγετών, που ενορχηστρώθηκαν από το Στάλιν, στις χώρες του ανατολικού μπλοκ το 1949 ελάχιστα ησύχασαν αυτές τις υποψίες. Το σώμα του Δημητρόφ ταριχεύθηκε και τοποθετήθηκε προς δημόσια έκθεση σε μαυσωλείο στη Σόφια. Μετά την πτώση του Κομμουνισμού στη Βουλγαρία το σώμα του τάφηκε το 1990 στο κεντρικό νεκροταφείο της Σόφιας. Το μαυσωλείο του κατεδαφίστηκε το 1999.
Μετά το σεισμό στα Σκόπια το 1963, η Βουλγαρία συμμετείχε στη διεθνή προσπάθεια ανοικοδόμησης δωρίζοντας χρήματα για την κατασκευή ενός γυμνασίου που άνοιξε το 1964. Για να τιμηθεί ο πρώτος μεταπολεμικός πρωθυπουργός της δωρήτριας χώρας, το γυμνάσιο ονομάστηκε Γκεόργκι Δημητρόφ, ονομασία που φέρει ακόμη και σήμερα.
Ένα τεράστιο ζωγραφισμένο άγαλμα του Δημητρόφ σώζεται στο κέντρο της πλατείας Βουλγαρίας στο Κοτονού, της Δημοκρατίας του Μπενίν, δύο δεκαετίες, αφότου η χώρα εγκατέλειψε το Μαρξισμό - Λενινισμό και αφαιρέθηκε από την πλατεία Λένιν το κολοσσιαίο άγαλμα του Βλαντιμίρ Λένιν. Λίγοι κάτοικοι του Μπενίν γνωρίζουν την ιστορία του αγάλματος ή το θέμα του. Υπάρχει επίσης μια σημαντική λεωφόρος με το όνομά του στην Πνομ Πεν της Καμπότζης παρά τις τρεις δεκαετίες που έχουν περάσει από το τέλος της Κομμουνιστικής διακυβέρνησης.
Μια κεντρική λεωφόρος στη συνοικία Νουέβο Χολγκουίν, που κατασκευάσθηκε τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 στην πόλη Χολγκουίν της Κούβας, έχει το όνομά του.
Την εποχή της Κομμουνιστικής κυβέρνησης, ένα σημαντικό χημικό εργοστάσιο στη Μπρατισλάβα ονομάστηκε «Κέμιτσκε ζαβόντι Γιουράγια Ντιμίτροβα» (κοινώς Ντιμίτροβκα) προς τιμή του. Μετά τη Βελούδινη επανάσταση μετονομάστηκε «Ιστροκεμ».
Υπάρχουν τέσσερις πόλεις στον κόσμο με το όνομα του Γκεόργκι Δημητρόφ στη Βουλγαρία, τη Ρωσία, τη Σερβία και την Αρμενία. Το Μίρνοχραντ στην Ουκρανία ονομάστηκε Ντιμιτρόφ μεταξύ 1972 και 2016.
Η πλατεία «τερ Φόβαμ» στη Βουδαπέστη είχε το όνομα του Δημητρόφ μεταξύ 1949 και 1991.
Στη συνοικία Πάνκοου του τότε Ανατολικού Βερολίνου, ένας δρόμος που από το 1874 είχε ονομαστεί Ντάντσιχερ Στράσε - από την πρώην γερμανική πόλη Ντάντσιχ (σήμερα Γκντανσκ της Πολωνίας), το 1950 μετονομάστηκε Ντιμιτρόφστρασε (Οδός Ντιμιτρόφ) από το Κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας. Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας ο Δήμος του Βερολίνου το 1995 επανέφερε το παληό όνομα του δρόμου Ντάντσιχερ Στράσε. Στο Βουκουρέστι μια λεωφόρος πήρε το όνομά του (Μπουλεβαρντούλ Ντιμιτρόφ), αν και αυτό το όνομα άλλαξε μετά το 1990 με εκείνο ενός πρώην βασιλιά της Ρουμανίας (Μπουλεβαρντούλ Φέρντιναντ).