Δημήτριος Γούναρης

Δημήτριος Γούναρης
Πρωθυπουργός της Ελλάδας
Περίοδος
25 Φεβρουαρίου 1915 – 10 Αυγούστου 1915
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη 1915
ΠροκάτοχοςΕλευθέριος Βενιζέλος
ΔιάδοχοςΕλευθέριος Βενιζέλος
Περίοδος
26 Μαρτίου 1921 – 2 Μαρτίου 1922
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη 1921
ΠροκάτοχοςΝικόλαος Καλογερόπουλος
ΔιάδοχοςΝικόλαος Στράτος
Περίοδος
2 Μαρτίου 1922 – 3 Μαΐου 1922
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη 1922
Προκάτοχοςο ίδιος
ΔιάδοχοςΝικόλαος Στράτος
Υπουργός Οικονομικών
Περίοδος
21 Ιουνίου 1908 – 14 Φεβρουαρίου 1908
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη 1905
ΠροκάτοχοςΝικόλαος Καλογερόπουλος
ΔιάδοχοςΝικόλαος Καλογερόπουλος
Υπουργός Εσωτερικών
Περίοδος
24 Σεπτεμβρίου 1915 – 3 Σεπτεμβρίου 1916
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη 1915
ΠροκάτοχοςΓεώργιος Καφαντάρης
ΔιάδοχοςΛουκάς Ρούφος
Υπουργός Στρατιωτικών
Περίοδος
4 Νοεμβρίου 1920 – 26 Μαρτίου 1921
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη 1920
ΠροκάτοχοςΕλευθέριος Βενιζέλος
ΔιάδοχοςΝικόλαος Θεοτόκης
Ιδρυτής & Αρχηγός του Κόμματος Εθνικοφρόνων
Περίοδος
Μάρτιος 1915 – Νοέμβριος 1920
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση5 Ιανουαρίου 1867, Πάτρα
Θάνατος28 Νοεμβρίου 1922 (55 ετών)
Αθήνα
ΕθνότηταΕλληνική
ΥπηκοότηταΕλληνική
Πολιτικό κόμμαΚόμμα Εθνικοφρόνων
Λαϊκόν Κόμμα
Σύζυγοςάγαμος
Παιδιάάτεκνος
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1884–1889)
Πανεπιστήμιο της Λειψίας
Πανεπιστήμιο του Μονάχου
Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν
Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης
ΕπάγγελμαΔικηγόρος
Υπογραφή
ΠαρωνύμιοΠατέρας της Ελληνικής Δεξιάς
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Δημήτριος Γούναρης (Πάτρα, 5 Ιανουαρίου 1867Γουδή, 28 Νοεμβρίου 1922) ήταν Έλληνας νομικός και συντηρητικός πολιτικός, ιδρυτής του κόμματος των Εθνικοφρόνων (το πρώτο οργανωμένο κόμμα της ελληνικής δεξιάς) ο οποίος διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας.

Καταγόμενος από οικογένεια εμπόρων της Πάτρας, σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο εξωτερικό και άσκησε με μεγάλη επιτυχία την δικηγορία. Εξελέγη βουλευτής Πατρών, αναμείχθηκε στο σταφιδικό ζήτημα και εντάχθηκε σε μία ομάδα προοδευτικών βουλευτών αποκαλούμενη «Ομάδα των Ιαπώνων». Εν συνεχεία ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη ενώ μετά το Κίνημα στου Γουδή ίδρυσε το Κόμμα Εθνικοφρόνων, (το οποίο το 1920 μετονομάστηκε σε Λαϊκόν Κόμμα) και αποτέλεσε τον βασικό φορέα του αντιβενιζελισμού. Διετέλεσε για ένα βραχύ διάστημα υπηρεσιακός πρωθυπουργός και υπουργός σε κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού, μετά όμως την επιτυχή έκβαση του Κινήματος της Εθνικής Άμυνας και την φυγή της βασιλικής οικογένειας εξορίστηκε στην Κορσική. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1919 για να συμμετάσχει ως ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές, στις οποίες και εξελέγη σχηματίζοντας λίγο αργότερα κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του αποφασίστηκε η συνέχιση της μικρασιατικής εκστρατείας, η οποία και οδήγησε στην οικονομική χρεοκοπία, στην ήττα από τον τουρκικό στρατό και την ανατροπή της κυβέρνησης. Μετά την εγκαθίδρυση του νέου καθεστώτος, παραπέμφθηκε μαζί με άλλα κυβερνητικά στέλεχη σε έκτακτο στρατοδικείο και στις 28 Νοεμβρίου 1922 εκτελέστηκε. Ανηψιός του ήταν ο, μετέπειτα πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος.[1]

Γεννήθηκε στην Πάτρα και ήταν γιος του Παναγιώτη Γούναρη, εύπορου σταφιδεμπόρου με καταγωγή από το Άργος, και της Μαρίας το γένος Αλεξοπούλου. Φοίτησε στο λύκειο Πράπα και Γκιαούρη και μιλούσε ήδη από την παιδική του ηλικία γαλλικά και ιταλικά χάρις στη βοήθεια της Ιταλίδας παιδαγωγού Λαφφόν. Ο Δημήτριος Γούναρης είχε δύο αδελφές την Ιουλία, μετέπειτα σύζυγο του δικηγόρου Νικολάου Σαγιά και την Αμαλία, μετέπειτα σύζυγο του φαρμακοποιού Κανέλλου Κανελλόπουλου, πατέρα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που διατέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδος.

Αποπεράτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Α΄ Γυμνάσιο Πατρών και το 1884 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε με άριστα το 1889, αποκτώντας παράλληλα και τον τίτλο του διδάκτορος της νομικής επιστήμης. Συμπλήρωσε τις σπουδές του σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπου παρέμεινε για τρία χρόνια. Ειδικότερα, παρακολούθησε μαθήματα νομικής στα γερμανικά πανεπιστήμια της Λειψίας, του Μονάχου, της Γοτίγγης και της Χαϊδελβέργης, έπειτα μαθήματα πολιτικών επιστημών & κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και του Λονδίνου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο εξωτερικό τελειοποίησε τς γνώσεις του στη γαλλική γλώσσα ενώ έμαθε αγγλικά και γερμανικά. Στη Γερμανία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον μετέπειτα πρωθυπουργό και στενό του φίλο Παναγή Τσαλδάρη.[2]

Λόγω της χρεοκοπίας του οικογενειακού εμπορικού οίκου, συνεπεία της σταφιδικής κρίσης που ξέσπασε την ίδια εποχή στην Ελλάδα, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Πάτρα [3]

Μετά την επιστροφή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του ασχολήθηκε με την δικηγορία, όπου διέπρεψε κυρίως λόγω της ρητορικής του δεινότητας.[4] Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που συνέβη στην κηδεία του Πατρινού πολιτικού Θάνου Κανακάρη-Ρούφου, του οποίου εκφώνησε τον επικήδειο, όταν ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης τον πλησίασε και του είπε «εἶσθε ἀπαραίτητος γιὰ τὸ κοινοβούλιο, κύριε Γούναρη».[5]

Πρώτα πολιτικά χρόνια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για πρώτη φορά πολιτεύθηκε στις 17 Νοεμβρίου του 1902 με ανεξάρτητο συνδυασμό, οπότε και εκλέχτηκε. Οι απόψεις του θεωρήθηκαν ιδιαίτερα προοδευτικές αφού πρότεινε μέτρα για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση του να πολιτευτεί διαδραμάτισε η ομάδα «των γοβιών», όπως αποκλήθηκε από τον λαό, η οποία αποτελούνταν από επαγγελματίες, ανεξάρτητους από τις κομματικές εξαρτήσεις, οι οποίοι συγκεντρώνονταν στην οικία του συμβολαιογράφου Αντωνόπουλου στη πλατεία Γεωργίου. Στη συγκεκριμένη ομάδα προσχώρησε ο Γούναρης, ύστερα από πρόσκληση του φίλου του, Κωνσταντίνου Φιλόπουλου, παππού του μετέπειτα προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου. Η εκλογή του αλλά και οι απόψεις του προκάλεσαν το ενδιαφέρον του εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολις», Γαβριηλίδη, ο οποίος απέστειλε τον έγκριτο δημοσιογράφο Σταμάτη Λύτρα για να αποσπάσει συνέντευξη του Γούναρη, η οποία και δημοσιεύθηκε σε τρία φύλλα της «Ακροπόλεως» στις 12, 13 και 14 Νοεμβρίου του 1902.[6][7]

Στις 17 Μαΐου του 1903, στη συζήτηση του νόμου για την κύρωση της συμβάσεως του μονοπωλίου της σταφίδας που είχε φέρει στη βουλή η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, ο Γούναρης διαφώνησε και εκφώνησε θαυμαστό για την εποχή λόγο που ανάγκασε την κυβέρνηση μετά από λίγες μέρες, και εξαιτίας των αντιδράσεων για τον νόμο αλλά και της διαφωνίας του Αλέξανδρου Ζαΐμη, σε παραίτηση.[8] Ο νόμος αφορούσε τη σύναψη, μεταξύ του ελληνικού κράτους και ομάδας Βρετανών κεφαλαιούχων, συμφωνίας για τη μονοπώληση του εμπορίου ελληνικής σταφίδας για είκοσι χρόνια. Ο Δηλιγιάννης που διεφώνησε μαζί του τον κατηγόρησε εντός της Παλαιάς Βουλής, για την καταγωγή του, θεωρώντας τον πατέρα του ως Βούλγαρο έμπορο γουναρικών του Άργους, που μετοίκησε στην Πάτρα.[9]

Στις εκλογές του 1905 συνεργάστηκε με το Θεοτοκικό κόμμα αλλά συνάντησε την αντίσταση των σταφιδοπαραγωγών με αποτέλεσμα να μην εκλεγεί. Στις εκλογές όμως του Μαρτίου του 1906, και αφού είχε προηγηθεί η τραγική δολοφονία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, κατάφερε να επανεκλεγεί με το Θεοτοκικό κόμμα. Τον Ιούνιο του 1906 δημιουργήθηκε η γνωστή πολιτική «ομάδα των Ιαπώνων», η οποία ονομάστηκε έτσι από τον εκδότη της «Ακροπόλεως», Βλάση Γαβριηλίδη, λόγω της μαχητικότητάς της που ομοίαζε κατά τον Γαβριηλίδη με τη μαχητικότητα των Ιαπώνων στρατιωτών κατά τον την εποχή εκείνη διεξαγόμενο Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν από τους Στέφανο Δραγούμη, Δημήτριο Γούναρη, Εμμανουήλ Ρέπουλη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Χαράλαμπο Βοζίκη, Απόστολο Αλεξανδρή και Ανδρέα Παναγιωτόπουλο. Αρχηγός τέθηκε ο Στέφανος Δραγούμης, κυρίως λόγω του κύρους του αλλά ουσιαστικός καθοδηγητής ήταν ο Γούναρης. Η δράση των Ιαπώνων ενόχλησε τον Γεώργιο Θεοτόκη που διαβλέποντας την επικείμενη κρίση προσπάθησε να προσεταιριστεί μερικούς από αυτή την πολιτική ομάδα. Προσέφερε υπουργικά αξιώματα στον Γούναρη, τον Πρωτοπαπαδάκη και στον Ρέπουλη.[10] Οι δύο πρώτοι δέχτηκαν με αποτέλεσμα η ομάδα των Ιαπώνων να εξουδετερωθεί πολιτικά.

Έτσι τον Ιούνιο του 1908 ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών. Τον Φεβρουάριο όμως του 1909, και αφού είχε συνειδητοποιήσει ότι η συνεργασία του ήταν αδύνατη, υπέβαλε την παραίτηση. Με την εκδήλωση του κινήματος του στρατιωτικού συνδέσμου ο Γούναρης, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Ιταλία, εναντιώθηκε κατά μια άποψη διατηρώντας σταθερά αρνητική θέση. Η διαφωνία του δεν ήταν ιδεολογική αλλά θεσμική αφού δεν συμφωνούσε με την επέμβαση του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις. Έμεινε λοιπόν πιστός στις ιδέες του παρά τις προσπάθειες του στρατιωτικού συνδέσμου να τον εντάξει στο κυβερνητικό σχήμα. Συγκεκριμένα, μέσω ενός αντιπροσώπου του συνδέσμου, του προτάθηκε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, ακόμη και ως επικεφαλής της, αλλά απάντησε αρνητικά στην πρόταση αυτή λέγοντας: «Πρέπει νὰ ἔλθω διὰ τοῦ λαοῦ».[11] Κατά μια άλλη άποψη ο Γούναρης υποστήριξε τους αξιωματικούς, θεωρήθηκε δε από τον τύπο της εποχής πνευματικός πατέρας των αξιωματικών του Στρατιωτικού Συνδέσμου.[12] Υποστηρίζεται δε και ότι πριν κληθεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αυτός καθοδηγούσε πολιτικά τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο.[12] Η άφιξη όμως του Βενιζέλου σε συνδυασμό με φήμες περί εναντίωσης του Γούναρη στην απόφαση των αξιωματικών να αναγκάσουν σε παραίτηση τον τότε διάδοχο του θρόνου και μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄ σταδιακά τον απομάκρυναν από τον κύκλο των αξιωματικών του Συνδέσμου.[12]

Στις εκλογές το 1910 εκλέχτηκε με άνεση βουλευτής Πατρών με την υποστήριξη του Θεοτοκικού κόμματος. Στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου που ακολούθησαν τον ίδιο χρόνο, ο Γούναρης δεν έθεσε υποψηφιότητα εξαιτίας των αποφάσεων των τριών παλαιών κομμάτων, Θεοτοκικού, Μαυρομιχαλικού & Ραλλικού, να μην συμμετάσχουν στις εκλογές. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1911 πραγματοποιήθηκε μυστική συγκέντρωση στην οικία του Ιωάννη Σισίνη στην Γαστούνη υπό την παρουσία του Γούναρη, του Πρωτοπαπαδάκη, του Τσαλδάρη κ.α. όπου αποφασίστηκε η δημιουργία μιας πολιτικής ομάδας που θα στηριζόταν σε κοινή ιδεολογία.

Σύγκρουση με τον Βενιζέλο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις εκλογές του Μαρτίου 1912 ο Γούναρης μόλις και μετά βίας κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής Πατρών, εξαιτίας της ανετοιμότητάς του και της επιτυχίας του κόμματος των Φιλελευθέρων, το οποίο κέρδισε τις 151 από τις 181 βουλευτικές έδρες. Η πρώτη σοβαρή πολιτική σύγκρουση μεταξύ Βενιζέλου και Γούναρη πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1913 με κύριο θέμα τους χειρισμούς της κυβέρνησης Βενιζέλου στην εξωτερική πολιτική που αφορούσαν τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο. Αφορμή στάθηκε η δήλωση Βενιζέλου, κατόπιν συναντήσεως με την επιτροπή κατοίκων Ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για βάναυση συμπεριφορά Βουλγάρων στρατιωτών εναντίον τους, ότι «Ἐὰν οἱ Ἕλληνες ἐκ τῶν ὑποδούλων περιέλθουν ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τινὸς τῶν συμμάχων κρατῶν ὅπως κατ' ἀνάγκην θὰ περιέλθωσιν, ἡ κυβέρνησις θὰ πράξῃ ὅ,τι εἶναι δυνατὸν νὰ περιέλθωσιν λιγότερον».[13] Ο Γούναρης κατηγόρησε τον Βενιζέλο ότι είχε αφήσει ανενημέρωτη την εθνική αντιπροσωπεία σχετικά με την πορεία των εξωτερικών πραγμάτων και ότι δεν είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα της Ελλάδας, και συγκεκριμένα των Ελλήνων κατοίκων της υπόδουλης Μακεδονίας, απέναντι στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της τότε συμμάχου Βουλγαρίας.

Στις 21 Ιουνίου του 1913, ημέρα κήρυξης πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, ο Γούναρης επισήμανε στη Βουλή ότι ο πόλεμος ήταν απότοκο της λανθασμένης προσέγγισης της κυβέρνησης Βενιζέλου προς αυτήν της Βουλγαρίας. Στους επόμενους μήνες η διαμάχη των δύο αυτών αντρών επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα, εσωτερικής πολιτικής, σχετικά με διάφορες αυθαιρεσίες της κυβέρνησης, ζήτημα το οποίο τόνισε ιδιαίτερα ο Γούναρης στη συνεδρίαση της Βουλής την 22α Νοεμβρίου κατά την οποία καυτηρίασε την κίνησή της να καταφύγει στην έκδοση αναγκαστικών διαταγμάτων χωρίς την έγκριση της ίδιας της Βουλής, με την σύναψη δανείων, όπως η συζήτηση της 23ης Δεκεμβρίου που αφορούσε σύναψη δανείου 500 εκατομμυρίων δραχμών κ.α. Λίγο πριν την έκρηξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, ο Γούναρης είχε μια τελευταία σύγκρουση στη Βουλή, αυτή τη φορά για την παραχώρηση στην Αλβανία της διοικητικώς ενταγμένης στα Επτάνησα νήσου της Σάσωνος στον κόλπο της Αυλώνας, η οποία κατά την άποψή του ήταν καίριας στρατηγικής σημασίας.[14]

Πρώτη πρωθυπουργία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 22 Φεβρουαρίου του 1915, και αφού είχε παραιτηθεί η κυβέρνηση Βενιζέλου, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ πρότεινε στον Αλέξανδρο Ζαΐμη την πρωθυπουργία, και κατόπιν αρνήσεως του στον Στέφανο Σκουλούδη. Ύστερα και από την άρνηση του τελευταίου απευθύνθηκε στον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος στις 24 Φεβρουαρίου σχημάτισε κυβέρνηση αναλαμβάνοντας παράλληλα και το υπουργείο Στρατιωτικών.[15] Μια εκ των πρώτων κινήσεών του ως πρωθυπουργού ήταν να προχωρήσει στη διάψευση δημοσιευμάτων ότι διαπραγματευόταν την παραχώρηση τμήματος του ελληνικού κράτους με αντάλλαγμα τη Σμύρνη αφήνοντας όμως αιχμές για την στάση του Βενιζέλου.[16] Ο τελευταίος, με επιστολή του προς τον υπουργό των εξωτερικών Γεώργιο Χρηστάκη - Ζωγράφο, διέψευσε οποιαδήποτε εμπλοκή του σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις για να διαψευστεί, όμως, λίγο αργότερα από τον ίδιο τον Γούναρη, ο οποίος με ανακοίνωσή του αποκάλυψε ότι σε υπομνήματα του απερχόμενου πρωθυπουργού προβλεπόταν η παραχώρηση συγκεκριμένων τμημάτων του ελληνικού κράτους στη Βουλγαρία. Ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να παραδεχθεί την αλήθεια των λεγομένων του Γούναρη κατηγορώντας τον όμως για την χρήση εμπιστευτικών εγγράφων για αντιπολιτευτικούς λόγους αλλά και για την δημοσιοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων. [17]

Στις εκλογές του Μαΐου ο Γούναρης πολιτεύθηκε με το Κόμμα Εθνικοφρόνων, το οποίο ο ίδιος είχε ιδρύσει. Η ενασχόληση του όμως με την διακυβέρνηση του κράτους δεν του επέτρεψε να δείξει την απαιτούμενη προσοχή με αποτέλεσμα να υποστεί συντριπτική ήττα από το κόμμα των Φιλελευθέρων.[18] Συγκεκριμένα έλαβε 95 βουλευτικές έδρες έναντι 185 του κόμματος του Βενιζέλου. Αρνήθηκε να υποβάλει αμέσως την παραίτηση του, επικαλούμενος την κατάσταση υγείας του Βασιλιά, ενώ παράλληλα ο Βασιλιάς παρέτεινε για ένα μήνα την έναρξη των εργασιών της νέας Βουλής, δημιουργώντας έντονες αντιδράσεις από την πλευρά των Φιλελευθέρων. Τελικά στις 4 Αυγούστου ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση, αφού η προηγούμενη κυβέρνηση είχε παραιτηθεί πέντε μέρες νωρίτερα. Στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ εκλογών και κυβέρνησης Βενιζέλου, ο Γούναρης είχε αναλάβει και το υπουργείο εξωτερικών, ύστερα από την παραίτηση Ζωγράφου.[15][19]

Η στάση του την περίοδο του Εθνικού Διχασμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την άνοδο Βενιζέλου, και λόγω του κινδύνου επίθεσης της Βουλγαρίας, η κυβέρνηση κήρυξε γενική επιστράτευση, η οποία επικρίθηκε από τον Γούναρη.[εκκρεμεί παραπομπή] Η αποβίβαση ταγμάτων στρατού από πλευράς Γαλλίας και Αγγλίας στη Θεσσαλονίκη και η χλιαρή στάση της κυβέρνησης έδωσαν το έναυσμα για την αρχή του λεγόμενου Εθνικού διχασμού. Ο Γούναρης, στη συνεδρίαση της βουλής στις 21 Σεπτεμβρίου του 1915, αφού σχολίασε τα γεγονότα, ξεκαθάρισε την θέση του λέγοντας: «Ἡ φυσικὴ πολιτικὴ μιᾶς χώρας, ὅταν ἕτερα κράτη συμπλέκονται πρὸς ἄλληλα, εἶναι ἡ πολιτικὴ τῆς οὐδετερότητος... Ἡ πολιτικὴ τοῦ πολέμου ἐνδείκνυται μόνον πρὸς ἀποτροπὴν κινδύνου τῶν ζωτικῶν συμφερόντων τῆς χώρας, ἐνδείκνυται μόνον πρὸς προστασίαν τῶν ὑπερτάτων αὐτῆς συμφερόντων».[20] Στο τέλος της συζήτησης, πραγματοποιήθηκε ψηφοφορία για ψήφο εμπιστοσύνης, η οποία έληξε υπέρ των απόψεων Βενιζέλου. Ωστόσο, ύστερα από ακόμα μία διαφωνία με τον Κωνσταντίνο, ο Βενιζέλος παραιτήθηκε και ο βασιλιάς απευθύνθηκε στον αρχηγό της αντιπολίτευσης, Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος δεν θέλησε να αναλάβει την πρωθυπουργία φοβούμενος ακραίες καταστάσεις.[21] Έτσι ο Βασιλιάς κάλεσε τον Αλέξανδρο Ζαΐμη.

Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για την 6η Δεκεμβρίου του 1915, στις οποίες όμως αρνήθηκε να συμμετάσχει το κόμμα των Φιλελευθέρων. Τις εκλογές κέρδισε ο Γούναρης αλλά κυβέρνηση σχημάτισε ο Σκουλούδης, στην οποία ο Γούναρης μετείχε αρχικά ως υπουργός επί των εσωτερικών και αργότερα, λόγω του θανάτου του Γεωργίου Θεοτόκη, ως υπουργός οικονομικών. Στις 8 Ιουνίου παραιτήθηκε η κυβέρνηση Σκουλούδη και σχηματίστηκε νέα την επόμενη μέρα από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, η οποία παραιτήθηκε στις 29 Αυγούστου, λόγω του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» που είχε ξεσπάσει στη Θεσσαλονίκη.

Ο ρόλος του Γούναρη στα Νοεμβριανά θεωρείται διφορούμενος. Από πολλούς κατηγορείται ότι ήταν ο ιδρυτής των επιστράτων, σώμα απλών πολιτών, οπαδών του Βασιλιά, που κατά την περίοδο των Νοεμβριανών προέβησαν σε καταστροφές, ξυλοδαρμούς κ.α. εναντίον φιλοβενιζελικών.[22] Ο ίδιος απαντούσε χαρακτηριστικά «ουδόλως συνδέεται».[22] Γεγονός είναι ότι η συμμετοχή του δεν αποδείχτηκε και ότι ουσιαστικός αρχηγός των επιστράτων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς καθώς και ο Ιωάννης Σαγιάς, πιθανότατα συγγενής του γαμπρού του Γούναρη, Νικολάου Σαγιά. Η στάση του Γούναρη δεν μπορεί να θεωρηθεί θετική μπροστά στις αυθαιρεσίες των επιστράτων αλλά ούτε αρνητική. Προτίμησε κυρίως να κρατήσει μια μετριοπαθή στάση έτσι ώστε να μην έρθει σε σύγκρουση με το παλάτι.

Επάνοδος Βενιζέλου και εξορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον ερχομό του Βενιζέλου στην κυβέρνηση, στις 14 Ιουνίου του 1917 και αφού είχαν προηγηθεί τα Νοεμβριανά, ο Γούναρης έλαβε εντολή να παρουσιαστεί στο συμμαχικό στρατηγείο στον Πειραιά, όπου μαζί με άλλες 30 αντιβενιζελικές προσωπικότητες θα εξοριζόταν στην Κορσική. Αφού ανέγνωσε ένα σύντομο λόγο,[23] αναχώρησε στις 7 Ιουλίου για το Αιάκειο της Κορσικής με το ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος». Ο φόβος των εξορίστων για πιθανές διώξεις μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα ανάγκασε μερικούς από αυτούς να σκεφτούν την λύση της απόδρασης. Έτσι, κατόπιν συνεννόησης, ο Δημήτριος Γούναρης, ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου στις 6 Δεκεμβρίου του 1918, διέφυγαν στη Σαρδηνία, όπου συνελήφθησαν από τις ιταλικές αρχές, από τις οποίες τους παρεσχέθη η απαραίτητη κάλυψη.[24] Η ιταλική κυβέρνηση παρ' όλες τις έξωθεν πιέσεις αρνήθηκε να τους εκδώσει και αφού έλαβαν την δυνατότητα να κινούνται ελεύθερα εντός της χώρας, ο Γούναρης εγκαταστάθηκε αρχικά στην Πίζα και έπειτα στη Σιένα.

Κατά την απουσία Γούναρη, η Ελλάδα είχε συνταχθεί με τις συμμαχικές δυνάμεις και είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία και στη Βουλγαρία. Το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου βρήκε την Ελλάδα νικήτρια σε αντίθεση με τις γείτονες χώρες, Βουλγαρία και Τουρκία. Με τη συνθήκη των Σεβρών, στις 28 Ιουλίου (10 Αυγούστου) του 1920, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρούσε την Ιμβρο, την Τένεδο, τα νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, πλην της Ρόδου, τα παράλια της Μικράς Ασίας και την ανατολική Θράκη στην Ελλάδα. Ο Βενιζέλος προκειμένου να εξαλείψει τον κίνδυνο του τουρκικού στρατού οργάνωσε εκστρατείες στο εσωτερικό της Τουρκίας, εκτείνοντας ακόμη περισσότερο το εύρος των πολεμικών επιχειρήσεων.

Επιστροφή στην Ελλάδα και επαναφορά Κωνσταντίνου στον θρόνο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτή ήταν η κατάσταση όταν στις 10 Οκτωβρίου του 1920 ο Γούναρης επέστρεψε από την Ιταλία στην Κέρκυρα. Μια μέρα αργότερα βρέθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Πάτρα, όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής.[25] Στις 17 Οκτωβρίου ίδρυσε το Λαϊκόν Κόμμα - ουσιαστικά μετονόμασε το «Κόμμα Εθνικοφρόνων». Αν και υποστηρίζεται ευρέως ότι η κύρια δέσμευσή του ήταν η απεμπλοκή των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι ακριβές ή να βασίζεται σε κάποιο στοιχείο.[26][27][28] Αντίθετα η Ηνωμένη Αντιπολίτευση υποστήριζε με κάθε ευκαιρία την συνέχιση της μικρασιατικής εκστρατείας επικεντρώνοντας την αντιπολιτευτική της κριτική στα εσωτερικά ζητήματα.[27]

Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου τον βρήκαν νικητή, έχοντας καταφέρει να εκλέξει η «Ἡνωμένη Ἀντιπολίτευσις», όπως ονομαζόταν ο συνασπισμός των αντιβενιζελικών κομμάτων, 260 βουλευτές έναντι 110 του Κόμματος Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Συγκεκριμένα το Λαϊκόν Κόμμα είχε αποσπάσει 75 έδρες. Προτίμησε όμως να κινηθεί σε παρασκηνιακό επίπεδο, δεχόμενος την πρωθυπουργία να την αναλάβει ο Δημήτριος Ράλλης.[εκκρεμεί παραπομπή] Στη κυβέρνηση Ράλλη ο Γούναρης προτίμησε να αναλάβει το υπουργείο στρατιωτικών. Μια από τις πρώτες κινήσεις της νέας φιλοβασιλικής κυβέρνησης ήταν η διενέργεια δημοψηφίσματος για την επαναφορά του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, παρά τις έντονες αντιδράσεις του αρχηγού των Φιλελευθέρων, Παναγιώτη Δαγκλή, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Βενιζέλο με τη σύμφωνη γνώμη του δεύτερου, και των ξένων δυνάμεων.[29]

Στις 22 Ιανουαρίου του 1921 ο Δημήτριος Ράλλης, κατόπιν διαφωνίας με τον Γούναρη, υπέβαλε την παραίτηση του και αντικαταστάθηκε από τον Νικόλαο Καλογερόπουλο. Και σε αυτή την κυβέρνηση ο Γούναρης ανέλαβε το υπουργείο των στρατιωτικών. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1921 έφτασε στο Λονδίνο μαζί με τον πρωθυπουργό Καλογερόπουλο και διαφόρους κυβερνητικούς συμβούλους για να συναντηθεί με τον Άγγλο πρωθυπουργό Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ.[εκκρεμεί παραπομπή] Η συνάντηση δεν ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη με τον Δημήτριο Μάξιμο, τότε διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, να επιμένει να εγκαταλειφθεί η Μικρά Ασία από τα ελληνικά στρατεύματα, άποψη που δεν την συμμεριζόταν ούτε ο Καλογερόπουλος αλλά ούτε ο ίδιος ο Γούναρης.[εκκρεμεί παραπομπή] Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Καλογερόπουλος παραιτήθηκε από το πρωθυπουργικό αξίωμα.

Πρωθυπουργία 1921-1922

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Γούναρης με αξιωματούχους της Μικράς Ασίας, 1921

Ύστερα από την παραίτηση του Καλογερόπουλου σχηματίστηκε κυβέρνηση από τον Γούναρη, ο οποίος διατήρησε και το υπουργείο δικαιοσύνης. Το κλίμα δυσφορίας που είχε αρχίσει να δημιουργείται στο λαό, κυρίως λόγω της μη τήρησης των υποσχέσεων περί απόσυρσης[30] των ελληνικών στρατευμάτων, είχε αρχίσει να μεταδίδεται και στους στρατιώτες. Προς τόνωση λοιπόν του ηθικού, ο Γούναρης μαζί με τον Βασιλιά επισκέφθηκαν τα στρατεύματα στη Σμύρνη ενώ παράλληλα ενίσχυσε το στρατό με καινούρια αυτοκίνητα, όπλα κ.λπ.

Αφού επέστρεψαν στην Ελλάδα, στις 3 Οκτωβρίου του 1921 αναχώρησε μαζί με τον υπουργό των εξωτερικών, Γεώργιο Μπαλτατζή, για το Παρίσι, όπου συναντήθηκε με τον Γάλλο ομόλογό του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Λονδίνο, όπου είχε προκαθορισμένη συνάντηση με τον Άγγλο πρωθυπουργό, στον οποίο δήλωσε ότι δέχεται τις συμμαχικές προτάσεις που είχαν γίνει από το Μάρτιο του 1921. Ακολούθησε η μετάβαση του στη Ρώμη, έπειτα στις Κάννες, στο Παρίσι και τέλος πάλι στο Λονδίνο. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου του 1922, έχοντας ουσιαστικά αποτύχει να επισπεύσει τη λήξη του Μικρασιατικού ζητήματος και την άρση του οικονομικού αποκλεισμού, που είχε επιβληθεί από τις μεγάλες δυνάμεις για την επάνοδο του Κωνσταντίνου Α΄.

Με την επιστροφή του λοιπόν στην Αθήνα απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης με αποτέλεσμα να κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση ο Νικόλαος Στράτος, ο οποίος όμως καταψηφίστηκε. Έτσι ο Γούναρης ανέλαβε να σχηματίσει νέα κυβέρνηση, στην οποία κράτησε πάλι το υπουργείο δικαιοσύνης για τον εαυτόν του. Ο Γεώργιος Μπαλτατζής διορίστηκε υπουργός εξωτερικών και ναυτικών, ο Γούδας εκκλησιαστικών, ο Νικόλαος Θεοτόκης στρατιωτικών και ο Πρωτοπαπαδάκης οικονομικών. Άμεση πρωτοβουλία της κυβέρνησης ήταν να αποδεχθεί τους όρους της συμμαχικής συνδιάσκεψης, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στους στρατιωτικούς κύκλους, με πρωταγωνιστή τον αρχιστράτηγο Παπούλα, και στη κοινωνία της Μικράς Ασίας.

Από την άλλη πλευρά η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν δραματική. Χαρακτηριστικό είναι ότι το μέσο ημερήσιο κόστος της εκστρατείας είχε φτάσει τα 8 εκατομμύρια δραχμές.[26] Ο υπουργός οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης αναγκάστηκε να διχοτομήσει το χαρτονόμισμα, δηλαδή να προβεί σε μια πράξη δανεισμού κόβοντας στη κυριολεξία σε δύο μέρη το χαρτονόμισμα. Το ένα κομμάτι διατήρησε την μισή αξία του χαρτονομίσματος και το άλλο μετατράπηκε σε έντοκο δάνειο, εικοσαετούς διάρκειας. Ο Γούναρης, προσπαθώντας να λάβει οικονομική αλλά και διπλωματική ενίσχυση, αναχώρησε για τη Βιέννη, όπου συναντήθηκε στο περιθώριο της διάσκεψης για τα μέτρα της οικονομικής ανόρθωσης της Ευρώπης με ξένους ομολόγους του χωρίς όμως να καταφέρει κάτι το ουσιαστικό. Η κυβέρνηση Γούναρη προώθησε μια σειρά από μέτρα, με τα οποία τα μεγάλα τσιφλίκια εκποιήθηκαν από το κράτος και διανεμήθηκαν στους κολίγους. Αν και κάποιοι από τους σχετικούς νόμους είχαν ψηφιστεί ήδη από την περίοδο 1916-1917, τότε τέθηκαν για πρώτη φορά σε εφαρμογή. Στις 22 Ιουλίου του 1922 είχε προτείνει την διανομή των κτημάτων της Εκκλησίας στους ακτήμονες, πρόταση η οποία δεν προχώρησε λόγω της κυβερνητικής αλλαγής. Τελικά ο προϋπολογισμός καταψηφίστηκε και οδηγήθηκε σε παραίτηση. Αντικαταστάθηκε πάλι από τον Νικόλαο Στράτο, ο οποίος δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης, και στη συνέχεια την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Πρωτοπαπαδάκης, όντας επικεφαλής κυβερνητικού συνασπισμού (Κυβέρνηση Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη 1922).

Στην Κυβέρνηση Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη 1922 ο Γούναρης διορίστηκε Υπουργός Δικαιοσύνης.

Στις 17 Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκε έκτακτο στρατοδικείο για τη δίκη των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης είχαν ήδη συλληφθεί από ομάδα αξιωματικών με αρχηγό τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Λίγο πριν τη σύλληψη του Γούναρη, του προτάθηκε να διαφύγει στο εξωτερικό αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά.[31] Αρχικά, η ανακριτική επιτροπή αποτελούνταν από τους Κωνσταντίνο Καλλάρη και Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, οι οποίοι όμως παραιτήθηκαν λόγων των παρεμβάσεων των μελών της επαναστατικής επιτροπής. Αντικαταστάθηκαν αμέσως από τον Αλέξανδρο Οθωναίο και τον Θεόδωρο Πάγκαλο, αφού όμως πρώτα έλαβαν την διαβεβαίωση ότι δεν θα τους απονεμόταν χάρη.[32]

Στις 15 Οκτωβρίου μεταφέρθηκαν οι κρατούμενοι από τις φυλακές Αβέρωφ σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στην παλιά Βουλή, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να μετακινούνται. Όταν ξεκίνησε η δίκη, που έμεινε στην ιστορία ως η δίκη των έξι και οι κατηγορούμενοι άκουσαν το κατηγορητήριο, ο Γούναρης δήλωσε: «Δὲν ἔχει τίποτε ποὺ νὰ στηρίζεται μέσα εἰς τὸ κατηγορητήριον καὶ αὐτὸ μὲ ἀνησυχεῖ. Ἔχουν ἐξασφαλίσει τὴν καταδίκη μας καὶ δὲν καταβάλλουν προσπάθειαν διὰ νὰ δημιουργήσουν λόγους φαινομενικῶς ἰσχυρούς».[33] Χαρακτηριστικό της καλλιέργειας του και της ικανότητας του είναι ότι, αν και έπασχε από υψηλό πυρετό, κατάφερε και έγραψε απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων. Εξαντλήθηκε όμως και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του παρίστατο ελάχιστες φορές στην ακροαματική διαδικασία.

Την 7η Νοεμβρίου ο συνήγορος του, Σωτηριάδης, κατέθεσε αίτηση αναβολής της δίκης σύμφωνα με τη Δικονομία λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης της υγείας του πελάτη του. Ο Γούναρης, ο οποίος είχε ξεπεράσει τους 40 βαθμούς πυρετό, μεταφέρθηκε στην κλινική Ασημακοπούλου, όπου οι γιατροί διέγνωσαν βαριάς μορφής τύφο. Στην κλινική παρέμεινε μέχρι και το τέλος της δίκης. Παρ' όλα αυτά ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Αλέξανδρος Οθωναίος, αρνήθηκε να διακόψει τη δίκη, αγνοώντας το δικαίωμα του κατηγορουμένου για υπεράσπιση.[34]

Το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, στις 5 π.μ. ο ταγματάρχης Κατσαγιαννάκης ξύπνησε τον Γούναρη για να τον μεταφέρει στις φυλακές Αβέρωφ, παρ' όλο που οι γιατροί του είχαν απαγορεύσει οποιαδήποτε μετακίνηση, προκειμένου να λάβει γνώση της απόφασης του δικαστηρίου. Μάλιστα επειδή αργούσε να ντυθεί λόγω της καταστάσεως του, ο Κατσαγιαννάκης τον απείλησε ότι θα τον μεταφέρει γυμνό έτσι και αργούσε λίγο ακόμη.[33] Στις 9 π.μ η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε στους κατηγορούμενους και ήταν καταδικαστική για τους έξι από τους συνολικά οκτώ κατηγορούμενους. Ο Γούναρης μαζί με τους Γεώργιο Μπαλτατζή, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Νικόλαο Θεοτόκη, Νικόλαο Στράτο και Γεώργιο Χατζανέστη καταδικάζονταν στην ποινή του θανάτου.

Στις 11:27 π.μ. εκτελέστηκε στο Γουδή, παρουσία λιγοστών συγγενών, μεταξύ των οποίων και ο πρώτος ξάδερφος του και μετέπειτα δήμαρχος Πατρέων, Ιωάννης Βλάχος. Δεν δέχθηκε να του δέσουν τα μάτια. Την άποψη αυτή επαληθεύουν τα λόγια του Ελευθερίου Βενιζέλου χρόνια αργότερα: «Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον ότι ουδείς εκ των πολιτικών αρχηγών της Δημοκρατικής Παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις εφορμόσθη μετά το 1920, δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την μικρασιατικήν καταστροφή. Δύνεμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω, ότι το επ΄ εμοί ακραδάντως ότι θα ήσαν ευτυχείς, εαν η πολιτική των ωδήγει την Ελλάδα εις εθνικό θρίαμβον».[35] Τάφηκε στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών την ίδια μέρα, παρουσία λιγοστών συγγενών και φίλων, με έναν ιερέα και χωρίς την παρουσία ψαλτών. Στον τόπο της εκτέλεσης οικοδομήθηκε ένας μικρός ναός έπειτα από έρανο, ο οποίος ονομάστηκε «ναός της Αναστασεως».[36] Η κηδεία γενικά ήταν πρόχειρη και βιαστική γιατί η επαναστατική επιτροπή είχε διατάξει να ολοκληρωθούν όλες οι ταφές πριν τις 3 μ.μ. Πριν εκτελεστεί έγραψε μια λιτή διαθήκη[37] του, στην οποία ανέφερε:

Ὅ,τι περισσεύει ἐκ τῆς μικρᾶς μου περιουσίας, ἀφοῦ πληρωθοῦν τὰ χρέη μου, ἐπιθυμῶ νὰ περιέλθῃ εὶς τὸν γαμβρόν μου Κανέλλον Ἀ. Κανελλόπουλον ὅν ἐγκαθιστῶ γενικὸν κληρονόμον ἵνα τὸ χρησιμοποιήσῃ πρὸς καλλιτέραν ἀποκατάστασιν τῆς θυγατρός του Μαρίας. Εἰς τὴν ὑπηρέτριάν μου Εὐφροσύνην Στρατῆ ἀφίνω δέκα χιλιάδας, καὶ τὴν βιβλιοθήκην μου εὶς τὸν Δήμον Πατρῶν.

Με την διαθήκη του ο Γούναρης έγινε μέγας ευεργέτης του Δήμου Πατρέων και συγκεκριμένα της δημοτικής βιβλιοθήκης. Στις 3 Ιουνίου του 1931, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου η οδός Καλαβρύτων ή νέος δρόμος μετονομάστηκε σε οδός Δημητρίου Γούναρη. Ήταν μια από τις πρώτες κινήσεις για την αποκατάσταση του ονόματος του. Επίσης το 1933 αναρτήθηκε επιγραφή[38] από το υπουργείο δικαιοσύνης στην αίθουσα των φυλακών Αβέρωφ, στην οποία οι κατηγορούμενοι πληροφορήθηκαν τη θανατική τους καταδίκη. Σύμφωνα με την επίσημο διαδικτυακό τόπο της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, ο Γούναρης ήταν τέκτονας και ανήκε στην Πατρινή στοά Παλαιών Πατρών Γερμανός.[39] Το αρχείο του δωρήθηκε από την Αμαλία Κανελλοπούλου και την Δόμνα Δοντά στο Εθνικό και Λογοτεχνικό Αρχείο. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι ήταν άτυχος.[4] Χαρακτηριστικά τα λόγια του ανιψιού του Παναγιώτη Κανελλόπουλου: «Γνήσιοι Έλληνες ήταν και οι δύο, ο Βενιζέλος και ο Γούναρης, ο πρώτος ήταν τυχερός, ο δεύτερος άτυχος».[40]

Το 2010, κρίθηκε ότι πρέπει να γίνει επανάληψη της δίκης λόγω νέων στοιχείων και αθωώθηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι λόγω παραγραφής.[41]

Απεικονίσεις του Δημητρίου Γούναρη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Το 2020 κυκλοφόρησε από την Άμμων Εκδοτική το ιστορικό βιβλίο του Διονύσιου Αλικανιώτη Η πολιτική και κοινωνική ιδεολογία του Δημήτριου Γούναρη.[42]
  • Τον Μάιο του 2020, στο πλαίσιο της σειράς ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ2 Βίοι παράλληλοι, προβάλλεται το επεισόδιο "Δημήτριος Γούναρης - Ίων Δραγούμης, Μικρά, αλλ ’έντιμος Ελλάς;" με αναφορά στον πολιτικό βίο και το τραγικό τέλος των δύο ανδρών που έγιναν θύματα του Εθνικού Διχασμού. Η σκηνοθεσία είναι των Αλέξανδρου Κακαβά και Αδαμάντιου Πετρίτση.[43]

Αναφορές και σημειώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Βλ. την επιστημονική διατριβή του Αλικανιώτη, Διον. Π., Η πολιτική και κοινωνική Ιδεολογία του Δημητρίου Γούναρη. Αθήνα: 2009, σελ. 301.
  2. Ο Παναγής Τσαλδάρης αποτύπωσε τις πρώτες εντυπώσεις από τη συνάντησή του με τον Δημήτριο Γούναρη σε επιστολή προς τους γονείς του: «Ο υιός του κ. Γούναρη είναι εξαίρετος νέος, αξιοζήλευτος εις όλα του. Με υπεδέχθη και με επεριποιήθη ως αδελφόν του».
  3. Νικολόπουλος, Νίκος (2004). Δημήτριος Γούναρης, ο ιδαλγός της Δημοκρατίας. Πάτρα: Νεοεκδοτική. σελ. 10. 
  4. 4,0 4,1 Τριανταφύλλου, Κώστας (1995). Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών. Πάτρα: Τυπογραφείο Κούλη. σελ. 447. 
  5. Καμπάνης, Αρίστος (1946). Ο Δημήτριος Γούναρης και η Ελληνική κρίσις των ετών 1918-1922. Αθήνα: εκδόσεις Πυρσός. σελ. 12. 
  6. Οι συγκεκριμένες ημερομηνίες είναι σύμφωνες με το παλιό ημερολόγιο
  7. Μαρασλής, Αλέκος (1978). Πάτρα 1900. Πάτρα: εκδόσεις Λιβάνη. σελ. 28. ISBN 978-960-14-0826-2. 
  8. Βουρνάς, Τάσος (1997). Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας. Α΄. Αθήνα: εκδόσεις Πατάκη. σελ. 580. ISBN 978-960-600-524-4. 
  9. Eφημερίς Δημοκρατία Ρεθύμνης 30/10/1922 σελ.3
  10. Βουρνάς, Τάσος (1998). Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας. Α΄. Αθήνα: εκδόσεις Πατάκη. σελ. 585. ISBN 978-960-600-524-4. 
  11. Μάλλωσης, Ιωάννης (1926). Η πολιτική ιστορία του Δημητρίου Π. Γούναρη. Α΄. Αθήνα: χ.ε. 
  12. 12,0 12,1 12,2 Ίδρυμα Ιστορίας του Ελευθέριου Βενιζέλου, Η δίκη των Οκτώ και η εκτέλεση των Έξι, Αθήνα 2010, άρθρο του Δημήτρη Μιχαλόπουλου με τίτλο: «Δημήτριος Γούναρης, η ζωή και το τέλος ενός ανθρώπου», σελ. 123
  13. Καμπάνης, Αρίστος (1946). Ο Δημήτριος Γούναρης και η Ελληνική κρίσις των ετών 1918-1922. Αθήνα: εκδόσεις Πυρσός. σελ. 74-75. 
  14. Χρονόπουλος, Δημήτριος (1987). Δημήτριος Γούναρης. Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική. σελ. 77-87. 
  15. 15,0 15,1 «Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης | Κυβέρνηση ΓΟΥΝΑΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (1915)». www.ggk.gov.gr. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2016. 
  16. Χρονόπουλος, Δημήτριος. Δημήτριος Γούναρης. Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική. σελ. 122. 
  17. Πλουμίδης Σπυρίδων, Τα μυστήρια της Αιγηΐδος, το Μικρασιατικό ζήτημα στην ελληνική πολιτική (1891 - 1922), εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2016, σελ. 153 - 154
  18. Ντέικιν, Ντάγκλας (1982). Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας. σελ. 441. ISBN 960-250-150-2. 
  19. Από 05/07/1915-10/08/1915. Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι υπουργοί των εξωτερικών της Ελλάδας 1829-2000, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 2000, σελ. 76
  20. Δημήτριος Χρονόπουλος, ό.π., σελ.137
  21. Νίκος Νικολόπουλος, ό.π., σελ. 56
  22. 22,0 22,1 «Τα Νοεμβριανά του 1916 και το ανάθεμα». E΄ Ιστορικά (Ελευθεροτυπία). 
  23. Τα σημαντικότερα αποσπάσματα του λόγου του: «Κύριοι φεύγομεν! ... Φεύγομεν υποκύπτοντες εις την βίαν, δια το άγνωστον μακράν της προσφιλούς Πατρίδος, με την πεποίθησιν, ότι υποβαλλόμενοι εις την θυσίαν αυτήν προσφέρομεν μίαν ακόμη προς αυτήν υπηρεσία ... και μακράν του λαού της Ελλάδος ευρισκόμενοι θα παρακολουθούμεν μετά πόνου τα δεινά τα οποία θα υφίσταται και θα συμμεριζόμεθα τας θλίψεις του και τας στενοχωρίας του! ... Τα δεινά της αγαπητής Πατρίδας δεν τέλειωσαν ακόμη ... Ίσως μάλιστα δυνάται να λεχθή, ότι μόλις τώρα αρχίζει στυγνοτέρα περίοδος των δεινών της Ελλάδος, περίοδος δουλείας και πένθους και στερήσεων. Αλλά μην απελπίζεσθε ... Εστέ πάντοτε πλήρεις θάρρους και πεποιθήσεως δια το μέλλον. Φυλή ως η Ελληνική με την λαμπροτέραν ιστορίαν των εθνών της γης, υποστάσα τόσας άλλας περιπετείας πάντοτε εθαυματούργησε και πάντοτε επεβλήθη. Και από την δοκιμασίαν αυτήν, είμαι βέβαιος ότι θα εξέλθη ευτυχής και ημέραι ευτυχέστεραι θα ανατείλουν δια το μέλλον αυτής! ...». Νίκος Νικολόπουλος, Δημήτριος Γούναρης, ο ιδαλγός της Δημοκρατίας, Πάτρα 2004
  24. Ιωακείμ, Ιωακείμ (2005). Ιωάννης Μεταξάς 1871-1922. Αθήνα: εκδόσεις Παπαδήμα. σελ. 386. 
  25. Αρίστος Καμπάνης ό.π., σελ. 293
  26. 26,0 26,1 Ζενάκος, Αυγουστίνος (9 Μαρτίου 2003). «ΑΦΙΟΝ ΚΑΡΑΧΙΣΑΡ 1922 - Η ΜΑΧΗ». www.tovima.gr. Ειδικό Ένθετο - Το Βήμα. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Δεκεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2016. CS1 maint: Unfit url (link)
  27. 27,0 27,1 Πλουμίδης Σπυρίδων, Τα μυστήρια της Αιγηΐδος, το Μικρασιατικό ζήτημα στην ελληνική πολιτική (1891 - 1922), εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2016, σελ. 254 - 259
  28. Smith Michael, Το όραμα της Ιωανίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 2002, σελ. 281
  29. Δημήτριος Χρονόπουλος, ό.π., σελ. 376
  30. Τα στρατεύματα όχι μόνο δεν είχαν αποσυρθεί αλλά είχαν αυξηθεί από 100.000 τον Νοέμβριο του 1920, σε 220.000 στα μέσα του 1921.
  31. Αλέκος Μαρασλής, ό.π., σελ. 29
  32. Ρήγος, Άλκης (1995). Τα κρίσιμα χρόνια του 1922-1935. Α΄. Αθήνα: εκδόσεις Παπαζήση. σελ. 37. 
  33. 33,0 33,1 Περιοδικό Ιστορία, εκδ. Πάπυρος, τεύχος 462, σελ. 50
  34. Επίσημα πρακτικά, η δίκη των έξι, Αθήνα 1976
  35. Ιστορικά Θέματα τευχ. 68, σελ. 24
  36. Ιστορίκα Θέματα τευχ. 68, σελ. 23
  37. Νίκος Νικολόπουλος, ό.π., σελ.117
  38. Η επιγραφή αναφέρει: «Εν τη αιθούση ταύτη τη 15η Νοεμβρίου 1922 αναγνώσθηκε η απόφασις του έκτακτου στρατοδικείου διής κατεδικάσθησαν επι εσχάτη προδοσία οι αείμνηστοι άνδρες Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκος, Γεώργιος Μπαλτατζής, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης και Γεώργιος Χατζηανέστης, οίτινες αφιερώσαντες ολόκληρον τη ζωή των και την πολιτικήν των δράσιν υπέρ του έθνους εκρίθησαν, παρά τους νόμους, το Σύνταγμα και την Ηθικήν παρ'ανόμων δικαστών προδόται της ελληνικής πατρίδος. Το Υπουργείον Δικαιοσύνης ενετοίχησεν εν έτει 1933».
  39. «Γούναρης Δημήτριος | Η Μεγάλη Στοά της Ελλάδος». Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2016. 
  40. Επιστολή Κανελλόπουλου προς τον δημοσιογράφο Δημήτριο Χρονόπουλο.
  41. «Αθώοι οι καταδικασθέντες της «Δίκης των Έξι» του 1922, αποφαίνεται ο Άρειος Πάγος» (στα Ελληνικά). Ιστότοπος in.gr (Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ). 20 Οκτωβρίου 2010. https://www.in.gr/2010/10/20/greece/athwoi-oi-katadikasthentes-tis-dikis-twn-eksi-apofainetai-o-areios-pagos/. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2010. 
  42. «Η πολιτική και κοινωνική ιδεολογία του Δημήτριου Γούναρη». osdelnet.gr. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2024. 
  43. «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ - ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ Μικρά, αλλ' έντιμος Ελλάς;». Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2024. 
Πολιτικά αξιώματα
Προκάτοχος
Ελευθέριος Βενιζέλος
Πρωθυπουργός της Ελλάδας
10 Μαρτίου 1915 - 23 Αυγούστου 1915
Διάδοχος
Ελευθέριος Βενιζέλος
Προκάτοχος
Νικόλαος Καλογερόπουλος
Πρωθυπουργός της Ελλάδας
8 Απριλίου 1921 - 16 Μαΐου 1922
Διάδοχος
Νικόλαος Στράτος