Το ανθρώπινο δικαίωμα στο νερό και την υγιεινή (αγγλικά: Human right to water and sanitation, HRWS) είναι μια αρχή που δηλώνει ότι το καθαρό πόσιμο νερό και η υγιεινή αποτελούν παγκόσμιο ανθρώπινο δικαίωμα λόγω της μεγάλης σημασίας τους για τη διατήρηση της ζωής κάθε ανθρώπου.[1] Αναγνωρίστηκε ως ανθρώπινο δικαίωμα από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 28 Ιουλίου 2010.[2][3] Σήμερα, όλα τα κράτη έχουν επικυρώσει τουλάχιστον μια σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έμμεσα ή άμεσα να αναγνωρίζει το δικαίωμα, και έχουν όλα υπογράψει τουλάχιστον μια πολιτική διακήρυξη που να αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτό.
Το δικαίωμα στο νερό έχει αναγνωριστεί σε μια ευρεία γκάμα διεθνών εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων συνθηκών, διακηρύξεων και άλλων προτύπων. Για παράδειγμα, η Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών του 1979 (CEDAW) απαιτεί από τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν για τις γυναίκες το δικαίωμα «Να απολαμβάνουν κατάλληλες συνθήκες διαβιώσεως, ειδικότερα όσον αφορά [...] την παροχή [...] ύδατος». Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του 1989 (CRC) απαιτεί από τα συμβαλλόμενα κράτη να καταπολεμήσουν την αρρώστια και τον υποσιτισμό «και με την παροχή θρεπτικών τροφών και καθαρού πόσιμου νερού».
Ο πιο ξεκάθαρος ορισμός του Ανθρώπινου Δικαιώματος για Νερό έχει δοθεί από την Επιτροπή για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα του ΟΗΕ. Αυτός ο φορέας ερμήνευσε τις νομικές υποχρεώσεις ενός κράτους μέρους στο Διεθνές σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα (ICESCR) με την έκδοση το 2002 μιας μη δεσμευτικής ερμηνείας που επιβεβαίωνε ότι η πρόσβαση στο νερό ήταν προαπαιτούμενο για το δικαίωμα επαρκούς συνθήκης διαβίωσης και πως είναι αλληλένδετο με το δικαίωμα για την επίτευξη του μέγιστου δυνατού επίπεδου υγείας (βλέπε ΙCESCR Άρθρο 11 & 12), και συνεπώς πρόκειται για ανθρώπινο δικαίωμα:
Το ανθρώπινο δικαίωμα για νερό παρέχει στον καθένα το δικαίωμα για επαρκές, ασφαλές, αποδεκτό, φυσικά και οικονομικά προσβάσιμο νερό για προσωπική και οικιακή χρήση.[4]
Το Κοινό Πρόγραμμα Παρακολούθησης της Ύδρευσης και της Υγιεινής ΠΟΥ / UNICEF ανέφερε ότι 663 εκατομμύρια άνθρωποι δεν είχαν πρόσβαση σε βελτιωμένες πηγές πόσιμου νερού και περισσότεροι από 2,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν είχαν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγιεινής το 2015.[5] Η πρόσβαση σε καθαρό νερό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για πολλά μέρη του κόσμου. Οι αποδεκτές πηγές περιλαμβάνουν «οικιακές συνδέσεις, δημόσιους αγωγούς, γεωτρήσεις, προστατευμένα σκαμμένα πηγάδια, προστατευμένες πηγές και συλλογές όμβριων υδάτων».[6] Παρόλο που το 9% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε νερό, υπάρχουν «περιοχές με ιδιαίτερη καθυστέρηση, όπως η Υποσαχάρια Αφρική».[6] Ο ΟΗΕ τονίζει περαιτέρω ότι «περίπου 1,5 εκατομμύριο παιδιά κάτω των πέντε ετών πεθαίνουν κάθε χρόνο και 443 εκατομμύρια σχολικές ημέρες χάνονται εξαιτίας ασθενειών που σχετίζονται με το νερό και την υγιεινή».[7] Το 2022, πάνω από 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, το 25% του παγκόσμιου πληθυσμού, δεν είχαν σταθερή πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό[8][9] και 4,2 δισεκατομμύρια δεν είχαν πρόσβαση σε ασφαλείς υπηρεσίες υγιεινής.[10][11][12]
Σύμφωνα με έκθεση της UNICEF στη νότια Ασία (Αφγανιστάν, Μπανγκλαντές, Μπουτάν, Ινδία, Νεπάλ, Μαλδίβες, Πακιστάν και Σρι Λάνκα) 347 εκατομμύρια παιδιά είναι εκτεθειμένα σε σοβαρή ή εξαιρετικά σοβαρή έλλειψη νερού, δηλαδή ο μεγαλύτερος αριθμός σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόσμου. Τη νότια Ασία ακολουθούν η ανατολική και η νότια Αφρική, όπου 130 εκατομμύρια παιδιά απειλούνται από σοβαρή έλλειψη νερού.[13]
Η 22 Μαρτίου έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα για το Νερό.[14]