Εδμόνδος ο Γηραιός | |
---|---|
Περίοδος | 1050–1060 |
Προκάτοχος | Άνουντ Ιάκωβος |
Διάδοχος | Στένκιλ |
Γέννηση | 1000 |
Θάνατος | 1060 |
Σύζυγος | Άστριντ Νγιαλσντότερ |
Απόγονοι | Άνουντ Ίνγκβαρ Ινγκαμόντερ |
Οίκος | Μούνσε |
Πατέρας | Όλαφ Σκότκονουνγκ |
Μητέρα | Έντλα |
δεδομένα ( ) |
Ο Εδμόνδος ο Γηραιός (σουηδικά: Emund den gamle, 1000 - 1060) ήταν βασιλιάς της Σουηδίας από το 1050 έως το 1060.[1] Ήταν νόθος γιος του Όλαφ Σκότκονουνγκ και της ερωμένης του Έντλα. Σύζυγος του Εδμόνδου ήταν η Άστριντ Νγιαλσντότερ, κόρη Νορβηγού ευγενή, με την οποία φέρεται να απέκτησε τρία παιδιά.[2][3]
Διαδέχτηκε τον αδελφό του Άνουντ Ιάκωβο ως βασιλιά της Σουηδίας γύρω στο 1050. Ο Εδμόνδος απέκτησε την προσωνυμία ο Κακός ("Slemme"), εξαιτίας της στάσης του εναντίον της Αρχιεπισκοπής της Βρέμης και υπέρ του Άγγλου ιεραποστόλου Οσμούνδου.[4][5] Στο Δίκαιο του Βαστεργκότλαντ αναφέρεται ότι ο Εδμόνδος γινόταν ένας δυσάρεστος άνδρας, όταν ήθελε να επιτύχει ένα στόχο και ότι φρόντισε να οριοθετήσει τα σύνορα μεταξύ Σουηδίας και Δανίας.[6]
Το προσωνύμιο Γηραιός του αποδίδεται από τον Αδάμ της Βρέμης και θεωρείται ότι του δόθηκε εξαιτίας της μεγάλης του ηλικίας, ή επειδή ήταν μεγαλύτερος από τον αδελφό του Άνουντ Ιάκωβο.[7]
Ο Ε(δ)μόνδος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς του Οίκου του Μούνσε, καθώς και οι δύο γιοι του απεβίωσαν πριν από εκείνον.[8][9] Στον θρόνο τον διαδέχτηκε ο γαμπρός του Στένκιλ, σύζυγος της κόρης του Ινγκαμόντερ. [10][11]