Ως Επιστήμες συμπεριφοράς, ή Συμπεριφορικές επιστήμες, που απαντώνται στην ελληνική και ως Μπηχεηβοριστικές επιστήμες (εκ του αγγλικού όρου behaviourist), χαρακτηρίζονται οι Επιστήμες εκείνες που στο αντικείμενο έρευνας και μελέτης τους περιλαμβάνονται οι πάσης φύσεως δραστηριότητες και αλληλεπιδράσεις (αλλαγή, κίνηση, ή αντίδραση) οποιασδήποτε οντότητας, ή συστήματος, σε σχέση προς το περιβάλλον, ή την κατάστασή τους.
Οι Επιστήμες αυτές είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένες όταν το αντικείμενο - οντότητα αφορά τα ζώα και ακόμα ειδικότερα τον άνθρωπο. Η εξειδίκευσή τους αυτή άρχισε να εμφανίζεται περίπου το 1955, τρεις δεκαετίες μετά την εμφάνιση του κινήματος του Συμπεριφορισμού από Αμερικανούς ψυχολόγους το 1925.
Οι Επιστήμες συμπεριφοράς διαφέρουν των Κοινωνικών επιστημών τόσο ως προς την έρευνα, όσο και προς την ανάλυση στοιχείων, που ξεφεύγουν της ευρύτερης κοινωνικότητας, όπως για παράδειγμα η πολιτική συμπεριφορά, η οικονομική συμπεριφορά, ατόμων ή ομάδων κ.ά. που αφορούν αντίστοιχα άλλα επιστημονικά πεδία όπως π.χ. αντίστοιχα των Πολιτικών επιστημών, της Οικονομίας, κ.ά. Σύμφωνα με τους R. E. Park και E. W. Burgess[1] "Κάθε επιστήμη, είναι γεγονός ότι παντού και πάντα προσπαθεί να περιγράψει και να εξηγήσει τις κινήσεις αλλαγές και αντιδράσεις, δηλαδή τη συμπεριφορά κάποιου τμήματος του κόσμου γύρω μας". Όμως όλες οι επιστήμες δεν είναι κοινωνικές. Για παράδειγμα η κοινωνική οργάνωση μιας κοινωνίας δεν ταυτίζεται με την οικονομική οργάνωση της που είναι τελείως διάφορο, όπως και η πολιτική, ή η θρησκευτική της οργάνωση, που καμιά φορά όμως μπορεί και να εμπλέκονται, όπως σε θεοκρατικές κοινωνίες, ή καθεστώτα.
Τέλος οι επιστήμες συμπεριφοράς ανάγονται περισσότερο στο χώρο της ψυχολογίας με ευρύτερα πεδία σ΄ εκείνα της οικονομίας όπως η επιχειρησιακή έρευνα και συμπεριφορά, η καταναλωτική συμπεριφορά, η ψυχολογία της προπαγάνδας και εξ αυτής των μέσων ενημέρωσης κ.λπ. Για παράδειγμα περιπτώσεις υπερκατανάλωσης, ή αντίθετα λιτότητας, είναι αντικείμενα της οικονομικής συμπεριφοράς και όχι της κοινωνιολογίας.