Στη ρωμαϊκή και γαλατική μυθολογία, η Επόνα ήταν προστάτιδα των αλόγων και γενικότερα των υποζυγίων, όπως δηλώνει και το όνομά της.[2] Θεωρούνταν θεότητα που σχετιζόταν με τη γονιμότητα, αν και κάποιες πηγές αναφέρουν και τον ρόλο της ως ψυχοπομπού στη μετά θάνατον ζωή, συνδέοντάς την με τη Ρίανον του Μαμπινόγκιον.
Αν και ήταν ασυνήθιστο για κελτική θεότητα, η λατρεία της εξαπλώθηκε ιδιαίτερα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και έφτασε μέχρι το Δούναβη. Ήταν η μοναδική κελτική θεότητα που λατρευόταν από τους Ρωμαίους σε δικό της ιερό στην αρχαία Ρώμη. Το 1887, στην περιφέρεια Ντε Σεβρ της Γαλλίας βρέθηκε λατινική επιγραφή από τον 1ο αιώνα ΠΚΕ, η οποία αναφερόταν στη θεά με διάφορα επίθετα, όπως Eponina (μικρή Επόνα), Atanta (θεά των αλόγων), Potia (μεγάλη κυρά<αρχ.ελ. πότνια) κ.ά.[3] Ως Epane ήταν γνωστή στην περιοχή της Κανταβρίας της βόρειας Ισπανίας και της Παλένθια. Γνωστή και ως Εταίν Εχραίντε, Μάχα στην Ιρλανδία και Ρίανον γυναίκα του Πούιλ στην Ουαλία.
Με τη ρωμαϊκή κυριαρχία στις γαλατικές περιοχές, οι ντόπιες κελτικές θεότητες άλλαξαν ταυτότητα και ρόλο: η Επόνα μετατράπηκε από κυρίαρχη θεότητα σε προστάτιδα του ιππικού,[4] γεγονός που δικαιολογεί την εξάπλωση της λατρείας της από όσους ανήκαν στα συμμαχικά σώματα (auxilia) και προέρχονταν από τη Γαλατία, τη Γερμανία και την Παννονία. Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο γιόρταζε στις 18 Δεκεμβρίου, ενώ ενσωματώθηκε στην επίσημη θρησκεία της Αρχαίας Ρώμης αποκαλούμενη Epona Augusta και Epona Regina.
Αναφορά για την καταγωγή της Επόνα εμφανίζεται στο Διηγήσεις παράλληλοι Ἑλληνικαὶ καὶ Ῥωμαϊκαί, που παλαιότερα αποδιδόταν στον Πλούταρχο αλλά θεωρούνται πως είναι του Ψευδοπλουτάρχου, στο οποίο αναφέρεται ως θυγατέρα του ΦΟΥΛΟΥΙΟΣ Στέλλος και μιας φοράδας.[5]
Σε διάφορα αγάλματα ή απεικονίσεις της, η Επόνα φαίνεται σχεδόν πάντοτε συνοδευόμενη από ένα ή δυο άλογα, είτε ιππεύοντάς τα είτε στέκοντας ανάμεσά τους, ενώ σε στήλη που βρέθηκε στην αρχαία Δακία απεικονίζεται να κάθεται σε θρόνο και τα χέρια της να ακουμπούν δυο άλογα, σαν την Κυβέλη με τα λιοντάρια της.[6] Παραστάσεις της (αγάλματα ή εικόνες) στόλιζαν συχνά τους Ρωμαϊκούς στάβλους.[7]