Συντεταγμένες: 40°20′33″N 21°30′40″E / 40.34250°N 21.51111°E
Εράτυρα Κοζάνης | |
---|---|
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Γεωγραφία | |
Υψόμετρο | 780 μέτρα |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 738 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Πληροφορίες | |
Ταχ. κώδικας | 500 03 |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Εράτυρα (μέχρι το 1927 Σέλιτσα) είναι κωμόπολη του δήμου Βοΐου, της περιφερειακής ενότητας Κοζάνης. Ανήκει στο δημοτικό διαμέρισμα του δήμου Βοΐου και σύμφωνα με την απογραφή του 2011, έχει 1097 κατοίκους.[1]
Η Εράτυρα είναι κτισμένη σε ύψος 700-800 μέτρων, στους πρόποδες του όρους Άσκιου (ή κοινώς Σινιάτσικου). Απέχει 12 χλμ από τη Σιάτιστα και 42 χλμ από την Κοζάνη. Η κεντρική πλατεία της Εράτυρας είναι γνωστή ως παζάρι και σε αυτήν σήμερα βρίσκεται το κτίριο της κοινότητας. Ο δρόμος που ενώνει το παζάρι με την πλατεία του ναού του Αγίου Γεωργίου αποτελεί το εμπορικό κέντρο και βασικό άξονα της κωμόπολης. Στο παρελθόν βασικός άξονας της Σέλιτσας ήταν ο δρόμος που πήγαινε προς τον ναό του Αγίου Νικάνορα και από εκεί προς Κοζάνη και Θεσσαλονίκη.[2]
Ο οικισμός αποτελείται από επιμέρους οικιστικούς πυρήνες, τους μαχαλάδες, οι οποίοι αντιστοιχούν στις πατριαρχικές οικογένειες της Σέλιτσας και από τις οποίες έχουν πάρει το όνομά τους, πχ. Παπαναστασάθ'κα, Κολιάθ'κα και Γκαράθ'κα. Κάθε μαχαλάς έχει μια μικρή πλατεία η οποία στην πραγματικότητα είναι ένα πλάτωμα στην διασταύρωση των δρόμων στο οποίο μπορεί να βρίσκεται πηγάδι ή βρύση. Οι εκκλησίες βρίσκονται στην περιφέρεια του οικισμού.[2]
Περίπου τρία χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την Εράτυρα και συγκεκριμένα στα ριζά του λόφου «Μαγούλα», που υψώνεται πλάι στον ποταμό Μύριχο, έχει εντοπιστεί η θέση αρχαίας κώμης, ενώ στην κορυφή του λόφου σώζονται υπολείμματα προϊστορικού φρουρίου με πελασγικά («κυκλώπεια») τείχη[3].
Ο σύγχρονος οικισμός δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Μέχρι το 1928, που πήρε το σημερινό όνομά της, ονομαζόταν Σελίτσα ή Σέλιτζα και αναφέρεται στον κώδικα της Ζάβορδας του 1534. Τον 16ο και 17ο αιώνα οι κάτοικοι χωριών και πεδινών πόλεων της Δυτικής Μακεδονίας κατέφυγαν σε ορεινά μέρη, όπως η Σέλιτσα, όπου εγκαταστάθηκαν πολλοί πρόσφυγες.[4] Η Σέλιτσα αναπτύχθηκε σε βιοτεχνικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής, με εμπορικές επαφές με το εξωτερικό, αρχικά με τη Βιέννη και τη Βενετία, έπειτα, μετά το 1700 με την Αυστρία και την Ουγγαρία και τον 19ο αιώνα με τη Ρωσία, τη Ρουμανία και την Κωνσταντινούπολη, ενώ αρκετοί μετανάστευσαν σε αυτές τις περιοχές. Αυτό οδήγησε σταδιακά σε συσσώρευση πλούτου.[4] Το 1700 στη Σέλιτσα υπήρχε οργανωμένη βιομηχανία βαφής νημάτων, υφασμάτων, βυρσοδεψεία, κηροποιεία, σαπωνοποιεία και νερόμυλοι και ήταν γνωστή για τους κτίστες της. Στη περιοχή καλλιεργούνταν λαχανικά, αμπέλια, τόσο για σταφύλια όσο και κρασιά, κρόκος και αργότερα καπνά. Επίσης ήταν τόπος αναψυχής των Τούρκων αξιωματούχων και των μητροπολιτών της Σιάτιστας.[4] Λειτουργούσε επίσης Ελληνικό Σχολείο στο οποίο δίδασκε ο Μιχαήλ Παπαγεωργίου και αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα ο Αργύριος Παπαρίζος.[5]
Πιθανώς ο πλούτος και το εμπόριό της προκάλεσαν την επιβουλή των Τουρκαλβανών Γκέγκηδων ληστών, που την κατέστρεψαν αρκετές φορές κάνοντας τους κατοίκους της να την εγκαταλείψουν. Από αυτές της επιδρομές, οι πιο καταστροφικές ήταν αυτές οι οποίες έλαβαν χώρα το 1774 και το 1824.[5] Την 1 Απριλίου 1774 πέντε μπουλούκια εισέβαλαν στην Σέλιτσα και λήστεψαν την πόλη, πυρπόλησαν 104 καταστήματα και οικίες, σκότωσαν ανθρώπους και πήραν έντεκα άντρες ως σκλάβους. Επίσης έκαψαν τους ναούς της Αγίας Παρασκευής και των Αγίων Αποστόλων και τα βυρσοδεψία της πόλης. Η καταστροφή αυτή οδήγησε στη φυγή της εμπορικής και βιοτεχνικής τάξης από τη Σέλιτσα, η οποία μετανάστευσε κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη.[5]
Το 1804 η Σέλιτσα έγινε τσιφλίκι του Αλή Πασά. Ο Πουκεβίλ επισκέφθηκε τη Σέλιτσα το 1806 και ανέφερε ότι σε αυτή ζούσαν 300 οικογένειες. Το 1820 ο Αλή Πασάς κηρύχθηκε ένοχος προδοσίας και τα εδάφη που κατείχε περάσαν στον Σουλτάνο και η Σέλιτσα έγινε ιμλιάκι. Ως αποτέλεσμα οι κάτοικοι της Σέλιτσας πλήρωναν ενοίκιο για να καλλιεργούν τα χωράφια τους, καθώς και τον φόρο της δεκάτης καθώς και διάφορους άλλους έκτακτους φόρους, οι οποίοι ανήλθαν σε 3.500 γρόσια το 1822 και 1.500 γρόσια το 1823.[5] Παράλληλα πλήρωναν τους Γκέγκηδες που είχαν αναλάβει την προστασία τους, αλλά συχνά προέβαιναν σε λεηλασίες και βιαιοπραγίες. Η καταστροφικότερη από αυτές έλαβε χώρα στις αρχές του 1824, και ώθησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της κωμόπολης στη μετανάστευση.[5] Η επανεγκατάσταση των κατοίκων στη Σέλιτσα άρχισε μετά το 1835 και το 1846 κατάφερε να εξαγοράσει πάλι της χωράφια της από την οθωμανική κυβέρνηση.[5]
Στην απογραφή του 1920 καταγράφηκαν 1.935 κάτοικοι.[6] Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, στη Σέλιτσα εγκαταστάθηκαν τρεις οικογένειες από την Ανατολική Θράκη.[6] Στην απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 2.359 κάτοικοι,[6] με τρεις προσφυγικές οικογένειες (7 άτομα).[6]
Η Εράτυρα είναι γνωστή για τα πολλά αρχοντικά, χτισμένα σύμφωνα με μια ιδιαίτερη τοπική λαϊκή παράδοση. Τα αρχοντικά είναι κτισμένα σε αυλές που περιβάλλονται από ψηλές πέτρινες μάντρες και είναι κτισμένα κάθετα στη πλαγιά, με τους καλούς οντάδες να έχουν θέα προς τον κάμπο και τη κύρια είσοδο στη νοτιοανατολική πλευρά. Οι αυλές των σπιτιών επικοινωνούσαν μεταξύ τους με πόρτες ώστε να προσφέρουν οδούς διαφυγής σε περίπτωση κινδύνου.[7] Τα σπίτια έχουν σχήμα Γ, με την προεξοχή να λειτουργεί σαν προστατευτικός πύργος της εισόδου. Υπάρχουν κάποιες παραλλαγές, όπως η ύπαρξη σαχνισιού στην μεγάλη κεραία του Γ ή το σπίτι να έχει τετράγωνη βάση αλλά το Γ να σχηματίζεται από το σαχνισί στον όροφο. Στον όροφο βρίσκεται κεντρικό διαμπερές δωμάτιο το οποίο επικοινωνεί με πλευρικά δωμάτια στις τέσσερις γωνίες του.[8] Κάποια από τα αρχοντικά της Εράτυρας είναι τα αρχοντικά Λαζαρίδη, Σιαφάρα και Στρέμπα, Κόλια, Πιστρικήλη, Τσιαπαρούς, Γκάρα, και Μπαρτζίδη και Πλιάσταρη («Αλβανού»).[9] Επίσης η διώροφη οικία της Πέπως, του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα, παρουσιάζει ενδιαφέρον εξαιτίας του τζακιού με τη διπλή καπνοδόχο.[10]
Σημαντικός είναι ο Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου στο κέντρο του χωριού, κτισμένος το 1844, που διαθέτει το μοναδικό ξυλόγλυπτο τέμπλο στο ιερό του και πολύ ωραίες παλιές αγιογραφίες. Γύρω από την Εράτυρα υπάρχουν διάσπαρτα ίχνη από αρχαίους τειχισμένους οικισμούς και πλήθος άλλων αρχαιολογικών χώρων που μαρτυρούν την ύπαρξη οργανωμένων οικισμών με ανεπτυγμένη οικιστική οργάνωση και εύρωστη οικονομία. Υπάρχουν αρκετά μονοπάτια που οδηγούν στο όρος Άσκιο, με ιδιαίτερης σημασίας αυτό που οδηγεί προς το εξωκλήσι του Αγίου Μάρκου.
Λίγο έξω από την Εράτυρα, ανεβαίνοντας προς το Άσκιο, στην παλαιά Μονή του Αγίου Αθανασίου λειτουργεί δημοτικός ξενώνας, ενώ η εκκλησία της μονής, η οποία διαθέτει ξυλόγλυπτο τέμπλο, βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της αναπαλαίωσης. Στον ξενώνα αυτό φιλοξενούνται συχνά ομάδες ποδοσφαίρου για την προετοιμασία τους λόγω του πολύ καλού κλίματος της περιοχής. Κάτω από τη μονή έχει δημιουργηθεί πάρκο μεγάλης έκτασης με παιδικές χαρές, γήπεδα μπάσκετ και ποδοσφαίρου, όλα αυτά ανάμεσα στο πολύ ωραίο φυσικό περιβάλλον.
Ένα πατροπαράδοτο έθιμο της Εράτυρας είναι τα Μπουμπουσιάρια. Το έθιμο έχει τις ρίζες του στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Το έθιμο λαμβάνει χώρα την εποχή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Το βράδυ της 30ης του Δεκέμβρη ξεκινάνε τα "Σούρβα". Οι κάτοικοι του χωριού, κυρίως τα παιδιά και οι νέοι, μεταμφιέζονται, ντύνονται δηλαδή "Μπουμπουσιάρια". Τριγυρνούν στους δρόμους του χωριού, επισκέπτονται τα σπίτια των κατοίκων και τρατάρονται. Με αυτό το έθιμο, τα παλιά τα χρόνια, ήθελαν οι κάτοικοι να εξευμενίσουν τα πνεύματα και τα ξωτικά.
Στις 2 Ιανουαρίου κορυφώνονται οι εκδηλώσεις με τη συνοδεία μουσικής, με την παρέλαση των αρμάτων και των καρναβαλιών στην άνω πλατεία του χωριού, γνωστή και ως παζάρι.
Το βράδυ της Κυριακής της Μεγάλης Αποκριάς (της Τυρινής) σε κάθε γειτονιά μαζεύονται οι γείτονες και ανάβουν μεγάλες φωτιές (Κλαδαρές). Ο κάθε ένας φέρνει διάφορα τρόφιμα (κρεατικά, πίτες, γλυκά, κρασί, τσίπουρο κλπ.) και συνεισφέρει με αυτά στη γιορτή. Γύρω από τη μεγάλη αυτή φωτιά τραγουδιούνται πιπεράτα αποκράτικα (αποκριάτικα) τραγούδια. Πολλά από τα τραγούδια αυτά είναι παραδοσιακά και τραγουδιούνται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, άλλα αφορούν τον χώρο της Εράτυρας και άλλα συνθέτονται, ανάλογα με τις ανάγκες για σατιρισμό της επικαιρότητας, επί τόπου. Οι «Κλαδαρές» είναι έθιμο που συναντιέται και σε άλλες περιοχές με άλλα ονόματα (π.χ. «Φανοί» στην Κοζάνη).