Εύα Κλάιν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Klein Éva (Ουγγρικά) |
Γέννηση | 22 Ιανουαρίου 1925 Βουδαπέστη |
Κατοικία | Στοκχόλμη |
Χώρα πολιτογράφησης | Ουγγαρία[1] Σουηδία[1] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | ουγγρικά[2] Σουηδικά[2] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο Έτβες Λόραντ (έως 1948) Ινστιτούτο Καρολίνσκα (έως 1953) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιατρός βιολόγος[3] |
Εργοδότης | Ινστιτούτο Καρολίνσκα |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | George Klein |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | βραβείο Γουίλιαμ Μπ. Κόλευ (1975)[4] Björkén Prize (1978) Eric K. Fernströms Nordiska Pris (1983)[5] |
Η Εύα Κλάιν (γεννηθείσα ως Εύα Φίσερ στις 22 Ιανουαρίου 1925) είναι Ουγγρο-Σουηδή επιστήμονας, γνωστότερη για την ανακάλυψη των κυττάρων «φονιάδων» ΝΚ (natural killer)[6][7] και τις έρευνες για το λέμφωμα του Μπέρκιττ[8][9] στη δεκαετία του 1960. Γεννήθηκε στην Ουγγαρία το 1925, εγκατέλειψε τη χώρα, φεύγοντας στη Σουηδία το 1947[7][10] και έκτοτε εργάστηκε στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα. Η ζωή της και οι επαγγελματικές επιλογές της ως νεαρής Εβραίας, περιορίζονταν λόγω φυλετικών διακρίσεων, καθώς κρυβόταν για να επιζήσει κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής[7]. Όντας ιατρός με διδακτορικό στη βιολογία, εργάστηκε στην ιολογία και την ανοσολογία του καρκίνου. Συνεργάστηκε στενά με το σύζυγό της, Τζορτζ Κλάιν[11]. Το ζεύγος θεωρείται ότι έθεσε τα θεμέλια της ανοσολογίας του καρκίνου.
Η Εύα Φίσερ γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου του 1925 στη Βουδαπέστη, στην Ουγγαρία[12], γόνος ευυπόληπτης Εβραϊκής οικογένειας[7]. Μαθήτευσε σε ιδιωτικό σχολείο, δείχνοντας ενδιαφέρον στον αθλητισμό, το θέατρο και την επιστήμη (εμπνεόμενη από τη ζωή και το έργο της Μαρίας Κιουρί)[11]. Μετά την ολοκλήρωση της μαθητικής της ζωής, ο αντισημιτισμός και οι διώξεις των Εβραίων κατά τη Γερμανική κατοχή περιόρισαν τις επαγγελματικές τις επιλογές[7][11].
Η Φίσερ φοιτούσε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης[9] και το διάστημα μεταξύ 1944 – 1945 κρυβόταν μαζί με αρκετά μέλη της οικογένειάς της στο Ιστολογικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης[7]. Ο Γιάνος Σίρμαϊ τους βοήθησε, προμηθεύοντάς τους και με πλαστά έγγραφα[7]. Το όνομα του Σίρμαϊ συμπεριλαμβάνεται στους τιμώμενους Δίκαιους των Εθνών του Ιδρύματος Γιαν Βασσέμ. Η Φίσερ διέκοψε τις σπουδές της στην Ιατρική για την υποκριτική και το θέατρο, αλλά τελικά επέστρεψε στην Ιατρική[11][13].
Η Εύα παντρεύτηκε έναν συμφοιτητή της, τον Τζορτζ Κλάιν, εγκαταλείποντας την Ουγγαρία για να ζήσει στη Σουηδία το 1947. Έλαβε το πτυχίο της Ιατρικής από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα στη Στοκχόλμη, στη Σουηδία το 1955.
Επιπλέον, το Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα (το 1993) και της Πολιτείας του Οχάιο (το 2003) της έχουν απονείμει τιμητικά τίτλους σπουδών.
Η Κλάιν έγινε βοηθός καθηγητή στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα το 1948 και έλαβε έδρα το 1979. Καθιέρωσε δικούς της ερευνητικούς τομείς από το 1948, με τον Τόρμπγιορν Κάσπερσσον του Τμήματος Κυτταρικής Έρευνας και Γενετικής του Ινστιτούτου Καρολίνσκα να την ενθαρρύνει. Η συνεργασία με το σύζυγό της ήταν στενή καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας της.
Η Εύα Κλάιν δημοσίευσε περισσότερες από 500 ερευνητικές εργασίες και θήτευσε ως εκδότης του επιστημονικού περιοδικού, «Σεμινάρια στη Βιολογία του Καρκίνου»[9].
Τόσο η Εύα όσο και ο σύζυγός της Τζορτζ Κλάιν, εργάζονταν παράλληλα με τις σπουδές τους στην Ιατρική στη Στοκχόλμη[7]. Απέκτησαν τρία τέκνα: Ο μεγαλύτερος έγινε μαθηματικός, ενώ οι δύο νεότερες κόρες, έγιναν αντίστοιχα ιατρός και θεατρικός συγγραφέας[7][9][11]. Η Εύα Κλάιν υπερασπίστηκε τη διδακτορική της διατριβή όντας οκτώ μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί της. Ακόμη και με τη βοήθεια τρίτων, η διαχείριση της επιστημονικής της καριέρας, παράλληλα με της οικογένειάς της ήταν ένας αγώνας[7]. Η ίδια δήλωσε ότι ο σύζυγός της δεν τη βοηθούσε ούτε στις δουλειές του νοικοκυριού ούτε στην ανάπτυξη των παιδιών τους[7].
Μετά τη σύνταξή της η Εύα Κλάιν συνέχισε να υποστηρίζει φοιτητές ιδιαίτερα για την επιλογή των ερευνητικών τους ενδιαφερόντων, διατηρώντας τιμητικά τον τίτλο και την εποπτεία της ερευνητικής της ομάδας[11]. Ένα ακόμη από τα πολλά ενδιαφέροντά της είναι η μετάφραση Ουγγρικής ποίησης στα Σουηδικά[11][14]. Σε συνέντευξη που παραχώρησε για ραδιοφωνικό σταθμό της Σουηδίας τον Νοέμβριο του 2015, είπε ότι η συνεχής εργασία της τη διατηρεί νέα ακόμη και στην ηλικία των 90 ετών[15].
Το ζεύγος των Κλάιν ανέλαβε από κοινού και κατά μόνας, πρωτοπόρα ερευνητική δουλειά σε ένα ευρύ πεδίο αναφορικά με την ανοσολογία του καρκίνου και τον τρόπο που η κακοήθης λειτουργία των καρκινικών κυττάρων μπορεί να υπονομευτεί από τα γονίδια των φυσιολογικών κυττάρων[13][16].
Τη δεκαετία του 1960, η Εύα Κλάιν ανέπτυξε κυτταρικές καλλιέργειες για το λέμφωμα του Μπέρκιττ,που χρησιμοποιούνται και σήμερα[8][9].
Τη δεκαετία του 1970, η Εύα Κλάιν και οι ερευνητικές της ομάδες διερευνούσαν αν υπήρχε συσχετισμός μεταξύ των λεμφοκυττάρων και της καταστολής των καρκινικών όγκων[7]. Η Εύα συνέχισε την έρευνά της σε ένα πεδίο που θεωρούσε κρίσιμο σε αντίθεση με άλλα μέλη της επιστημονικής κοινότητας[7]. Μαζί με τον καθηγητή Χανς Βίγκτσελλ, συνεπέβλεπε τους φοιτητές Ρολφ Κίσλιγκ, Χιου Προς και Μίκαελ Γιόνταλ. Αυτή η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε ένα μοναδικό τύπο λεμφοκυττάρων που ήταν υπεύθυνος για άμεση κυτοτοξικότητα. Τα εν λόγω λευκοκύτταρα είχαν δηλαδή την ιδιότητα να «σκοτώνουν» τα κύτταρα των καρκινικών όγκων ή τα κύτταρα που είχαν μολυνθεί από ιούς[6]. Η Κλάιν τα ονόμασε «κύτταρα φυσικούς φονιάδες» (Natural Killer cells)[7].
H Κλάιν ενδιαφερόταν από καιρό για την ιολογία και την ανοσολογία, μελετώντας το ρόλο του ιού Έπστιν-Μπαρ στο Λέμφωμα Μπέρκιττ.
Η Κλάιν έγινε μέλος της Σουηδικής Βασιλικής Ακαδημίας των Επιστημών το 1987 και της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών το 1993[12]. Το 2013 την ενέταξε στους κόλπους της και ο Αμερικανικός Οργανισμός της Ακαδημίας Ερευνών του Καρκίνου[16][17].
Το 1975, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Ερευνών του Καρκίνου καθιέρωσε το βραβείο Ουίλλιαμ Μπ. Κόουλεϋ για Διακεκριμένη προσφορά στην Έρευνα στην Ανοσολογία Καρκινικών Όγκων. Το αρχικό βραβείο που εγκαινίασε το θεσμό, μοιράστηκε σε 16 επιστήμονες που θεωρούνται οι θεμελιωτές της ανοσολογίας του καρκίνου. Σε αυτή τη διακεκριμένη ομάδα επιστημόνων συμπεριλαμβάνεται η Εύα και ο Τζορτζ Κλάιν. Το βραβείο τους είχε την επισήμανση «για την ανακάλυψη εξειδικευμένων αντιγόνων καρκινικών όγκων σε ποντίκια και για την πιο ενδελεχή ανοσολογική ανάλυση ανθρώπινου καρκίνου, του Λεμφώματος Μπέρκιττ»[18].
Το 2005, οπότε και το ζεύγος Κλάιν έκλεισε τα 80 έτη, οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Καρολίνσκα, καθιέρωσαν το Ίδρυμα Τζορτζ και Εύας Κλάιν, συμπεριλαμβανομένης και μιας γενναίας δωρεάς από το Ινστιτούτο Ερευνών του Καρκίνου.
Το 2010 απονεμήθηκε στην Κλάιν, το Ασημένιο Μετάλλιο Ιατρικής Έρευνας για το 2010[19].