Ζοσκέν ντε Πρε | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Josquin des Prés (Γαλλικά) |
Γέννηση | 1455 Μπορεβουάρ Vermandois[1] |
Θάνατος | 27 Αυγούστου 1521[2] Κοντέ-συρ-λ'Εσκώ[1] |
Χώρα πολιτογράφησης | Κάτω Χώρες των Αψβούργων Γαλλία |
Ιδιότητα | συνθέτης |
Είδος τέχνης | Λειτουργία, Μοτέτο και chanson |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ζοσκέν ντε Πρε (γαλλ. Josquin des Prez, ή Josquin Desprez· λατ. Josquinus Pratensis ή Jodocus Pratensis, περ. 1450 – 27 Αυγούστου 1521), κοινά αναφερόμενος ως "Ζοσκέν", ήταν Γαλλο-Φλαμανδός συνθέτης της Αναγέννησης. Υπήρξε ο διασημότερος Ευρωπαίος συνθέτης θρησκευτικής μουσικής της εποχής του, η σπουδαιότητα του οποίου συγκρίνεται μ' αυτή του Γκιγιώμ Ντυφαί και του Τζιοβάννι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα, ενώ θεωρείται κύριος εκπρόσωπος της Γαλλο-Φλαμανδικής Σχολής. Κατά γενική ομολογία, τα έργα του απηχούν τα πρώτα αριστοτεχνικά δείγματα αναγεννησιακής πολυφωνίας, που περιλαμβάνουν μοτέτα, λειτουργίες, κανόνες κλπ., όσο και κομμάτια κοσμικής μουσικής, όπως σανσόν και φρόττολες.
Κατά τον 16ο αιώνα ο Ζοσκέν ανελίχθηκε στον σπουδαιότερο συνθέτη των ημερών του, ενώ επηρέασε πλήθος μουσικών, που μιμήθηκαν εν πολλοίς την τεχνική του και τα εκφραστικά του μέσα. Η φήμη του μνημονεύεται σε γραπτά του Μπαλντασσάρε Καστιλιόνε και του Μαρτίνου Λούθηρου, ενώ κατά τους θεωρητικούς Τζοζέφο Τσαρλίνο και Χάινριχ Γκλαρεάν το μουσικό του ύφος ήταν η προσωποποίηση της τελειότητας.[3] Μάλιστα, πολλοί αντιγραφείς της εποχής, εκμεταλευόμενοι το ηχηρό του όνομα, τον συνέδεσαν με πλείστα ανώνυμα έργα.[4] Τουλάχιστον 374 έργα τού αποδόθηκαν λανθασμένα, κάτι που καταδείχθηκε σχετικά πρόσφατα, χάρη στη σύγχρονη συγκριτική μουσικολογία και τις τεχνικές της.[5] Παρά το ανάστημα της μουσικής του, που κράτησε μέχρι τις αρχές της εποχής του Μπαρόκ και αναβίωσε στις αρχές του 20ού αιώνα, τα βιογραφικά του στοιχεία παραμένουν σκιώδη έως ανύπαρκτα.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του Ζοσκέν παραμένει άγνωστο. Τα στοιχεία που παρατίθενται βασίζονται σε ίχνη που άφησε ο ίδιος σε έργα του, αλλά και σε γραπτά διαφόρων ειδών, τόσο της εποχής του όσο και μεταγενέστερα. Πιθανολογείται ότι γεννήθηκε στο Δουκάτο του Αινώ (σημερινό Βέλγιο), περιοχή υπό την εποπτεία του Δούκα της Βουργουνδίας· εντούτοις είχε γαλλική υπηκοότητα, όπως αποδεικνύεται και από τη διαθήκη του.
Περί το 1466, έτος που πιθανόν να πέθανε ο πατέρας του, ο Ζοσκέν κληρονομεί τον θείο του και τη σύζυγό του, Gilles Lebloitte dit Desprez και Jacque Banestonne. Στη διαθήκη τους ο Ζοσκέν λαμβάνει το επίσημο επώνυμο Lebloitte και - σύμφωνα με τους Matthews και Merkley - το όνομα "des Prez" δεν ήταν παρά προσωνύμιο.[6]
Σύμφωνα με ένα κατάστιχο του Κλωντ Εμερέ (Claude Hémeré), φίλου και βιβλιοθηκάριου του Καρδιναλίου Ρισελιέ[7], περί το 1460 ο Ζοσκέν έγινε χορωδός στον Ιερό Ναό του Saint-Quentin της Αιν (Aisne), αναλαμβάνοντας παράλληλα και τη μουσική διεύθυνση. Πιθανώς να είχε μελετήσει αντίστιξη με τον Γιοχάνες Όκεγχεμ, τον οποίο και θαύμαζε σε όλη του τη ζωή: τούτο μαρτυρείται τόσο από τους Τζοζέφο Τσαρλίνο και Λοντοβίκο Τσακκόνι, όσο και από τον θρήνο "Nymphes des bois" που συνέθεσε το 1497, επί του θανάτου του Όκεγχεμ.[8] Τα αρχεία του Saint-Quentin καταστράφηκαν το 1669, ωστόσο ο καθεδρικός ναός υπήρξε μουσικός πόλος έλξης για την ευρύτερη περιοχή και επιπλέον διατηρούσε σχέσεις με το στέμμα. Απ' αυτό συμπεραίνεται ότι εκεί ο Ζοσκέν έκανε τις πρώτες του επαφές με το Βασιλικό Παρεκκλήσι της Γαλλίας.
Η πρώτη επίσημη εργασιακή του θέση καταγράφεται στις 19 Απριλίου 1477, ως τραγουδιστής στο παρεκκλήσι του Δούκα Ρενέ του Ανζού, στο Αιξ-αν-Προβάνς, όπου και διαμένει για έναν τουλάχιστον χρόνο. Δεν υπάρχουν στοιχεία της κίνησής του μέχρι το 1483, ωστόσο δεν πρέπει να παρέμεινε στην υπηρεσία του Δούκα του Ανζού, καθώς θα είχε μεταφερθεί στο Παρίσι το 1481, μαζί με όλο το προσωπικό. Ένα από τα πρώιμα μοτέτα του Ζοσκέν με τίτλο Misericordias Domini in aeternum cantabo, υποδεικνύει μια άμεση σχέση με τον Λουδοβίκο ΙΑ΄, ο οποίος βασίλευε εκείνη την εποχή. Το 1483 πάντως, ο Ζοσκέν επιστρέφει στο Κοντέ διεκδικώντας την κληρονομιά του από τον θείο του, ο οποίος πιθανότατα σκοτώθηκε από τον στρατό του Λουδοβίκου, ο οποίος εισέβαλε στην πόλη, έκλεισε όλους τους κατοίκους στην εκκλησία και τους έκαψε ζωντανούς.[8]
Η περίοδος 1480-1482 αποτέλεσε αίνιγμα για τους βιογράφους του Ζοσκέν: κάποια στοιχεία τον τοποθετούν στη Γαλλία, ενώ από άλλα τεκμαίρεται πως είναι στην υπηρεσία του Οίκου των Σφόρτσα, ειδικότερα δε του Ασκάνιο Σφόρτσα, ο οποίος είχε εκδιωχθεί από το Μιλάνο και διέμενε προσωρινά στη Φερράρα ή τη Νάπολη. Το έργο Missa Hercules dux Ferrariae δίνει κάποια βάση για τη διαμονή στη Φερράρα, αφιερωμένο στον Δούκα Έρκολε ντ' Έστε, ωστόσο δεν ταιριάζει στυλιστικά με την περίοδο που επιβεβαιωμένα έζησε εκεί (1503-4). Μια εναλλακτική εξήγηση θέλει τον Ζοσκέν να ζει για ένα διάστημα στην Ουγγαρία, καθώς σε ένα έγγραφο του 16ου αιώνα περί της Ουγγρικής αυλής, αναφέρεται κάποιος Ζοσκέν, ως μέλος της μουσικής της υπηρεσίας.[8]
Το 1483 ή 1484 ο Ζοσκέν επιβεβαιωμένα υπηρετεί ως μουσικός της Οικογένειας Σφόρτσα στο Μιλάνο. Στη διάρκεια της υπηρεσίας του επισκέφθηκε πολλάκις τη Ρώμη και ενδεχομένως το Παρίσι. Κατά τη διαμονή του στο Μιλάνο γνώρισε τον Franchinus Gaffurius, ο οποίος ήταν μουσικός διευθυντής του εκεί καθεδρικού ναού. Στο Μιλάνο επανεμφανίζεται περί το 1489, αλλά φεύγει τον ίδιο χρόνο.
Από το 1489 έως το 1495 ο Ζοσκέν υπηρετεί στην παπική χορωδία, πρώτα υπό τον Πάπα Ιννοκέντιο τον Η΄ και έπειτα υπό τον Βοργία Πάπα Αλέξανδρο τον ΣΤ΄· είναι πιθανό να ανέλαβε υπηρεσία ανταλλάσσοντας θέση με τον Gaspar van Weerbeke, ο οποίος την ίδιο περίοδο πήγε στο Μιλάνο. Η αναγραφή "JOSQUINJ" που ανακαλύφθηκε σε τοίχο της Καπέλα Σιξτίνα είναι πιθανό να ανήκει στον ίδιο, καθώς υπήρξε έθιμο για τους χορωδούς να χαράσσουν το όνομά τους στους τοίχους· εκατοντάδες ονόματα ανακαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια, με το ως άνω να αποτελεί ενδεχομένως τη μοναδική σωζόμενη υπογραφή του.[9][10]
Το μουσικό του ύφος φαίνεται να ωριμάζει αυτή την περίοδο: ενσωματώνει την ελαφρότητα της κοσμικής ιταλικής μουσικής, στην οποία εκτέθηκε όσο παρέμεινε στο Μιλάνο, και τελειοποιεί την τεχνική του, όπως φαίνεται πλέον στα θρησκευτικά του έργα. Πολλά από τα μοτέτα του χρονολογούνται απ' αυτήν ακριβώς την περίοδο.
Περί το 1498 ο Ζοσκέν επανεντάσσεται στο μουσικό προσωπικό των Σφόρτσα, όπως αποδεικνύεται από την αλληλογραφία μεταξύ των οικογενειών Οίκος των Γκονζάγκα και Σφόρτσα.[8] Επιστρέφει στο Μιλάνο, όμως δεν παραμένει για μεγάλο διάστημα, καθώς το 1499 η πόλη καταλαμβάνεται από τον στρατό του Λουδοβίκου ΙΒ΄. Οι Σφόρτσα φυλακίζονται και ο Ζοσκέν καταφεύγει στη Γαλλία. Έργα της περιόδου αποτελούν η φρόττολα El grillo («ο γρύλος») καθώς και το μοτέτο In te Domine speravi («ελπίζω σε σένα, Κύριε»). Το τελευταίο δεν αποκλείεται να είχε κάποια αναφορά στον θρησκευτικό μεταρρυθμιστή Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα, ο οποίος εκτελέστηκε στην πυρά (Φλωρεντία, 1498) και τον οποίο ο Ζοσκέν είχε σε μεγάλη εκτίμηση. Ο Ψαλμός 30 ήταν ο αγαπημένος του Σαβοναρόλα, πάνω στον οποίο έγραψε και το κείμενο του μοτέτου, όσο περίμενε φυλακισμένος την εκτέλεσή του.[11]
Κάποια άλλα έργα, όπως το οργανικό Vive le roy («ζήτω ο βασιλιάς»), τοποθετούνται περί το 1500, όταν ο Ζοσκέν ήταν πλέον στη Γαλλία. Το μοτέτο Memor esto verbi tui servo tuo («θυμήσου την υπόσχεση στον δούλο σου»), σύμφωνα με τον Γκλαρεάν (Dodecachordon, 1547) αποτέλεσε μια διακριτική υπενθύμιση στον βασιλιά να κρατήσει την υπόσχεσή του για μια οφειλόμενη ανταμοιβή. Σύμφωνα πάλι με τον Γκλαρεάν, ο βασιλιάς ανταποκρίθηκε δίνοντας στον Ζοσκέν την ανταμοιβή του, ο οποίος ανταπέδωσε τη χειρονομία γράφοντας το μοτέτο Benefecisti servo tuo, Domine («ο δούλος σου σε ευγνωμονεί, Κύριε»).[12]
Ο Ζοσκέν παρέμεινε στην υπηρεσία του Λουδοβίκου μέχρι το 1503, οπότε και ο Δούκας της Φερράρα, Έρκολε ντ' Έστε Α΄, τον προσέλαβε ως μουσικό του παρεκκλησίου της πόλης. Από την περίοδο αυτή σώζονται ορισμένα στοιχεία που αφορούν στην προσωπικότητα του Ζοσκέν· ενδεικτικά, κάποιος αυλικός προέτρεπε τον δούκα να προσλάβει τον Χάινριχ Ίζαακ, καθώς ήταν περισσότερο προσηνής και φιλικός, δεν δυσανασχετούσε για να γράψει μουσική κατά παραγγελία, ενώ θα του κόστιζε σημαντικά λιγότερο (120 δουκάτα αντί 200). Η επιλογή του δούκα ωστόσο παρέμεινε ο Ζοσκέν.[8]
Κατά τη διαμονή του στη Φερράρα, ο Ζοσκέν έγραψε μερικά από τα πιο γνωστά του αριστουργήματα, συμπεριλαμβανομένου του Miserere[13], ένα μοτέτο που διαδόθηκε ευρέως κατά τον 16ο αιώνα. Ακόμη, το δεξιοτεχνικό μοτέτο Virgo salutiferi;[14] καθώς και τη Λειτουργία προς τιμή του Ηρακλέους, Δούκα της Φερράρα (Missa Hercules Dux Ferrariae), της οποίας το βασικό θέμα ή cantus firmus ανάγεται στο όνομα του δούκα, ωσάν αυτό να διαβαζόταν με μουσικές νότες -μια τεχνική γνωστή και ως soggetto cavato.
Η διαμονή του στη Φερράρα δεν ήταν μακρά: το καλοκαίρι του 1503 η επιδημία της πανώλης ανάγκασε την εκκένωση της πόλης από τα 2/3 του πληθυσμού καθώς και της δουκικής οικογενείας. Ο Ζοσκέν αποχώρησε τον Απρίλη του επόμενου έτους και ο αντικαταστάτης του, Γιάκομπ Όμπρεχτ πέθανε εξαιτίας της πανώλης το 1505.[8] Με τη σειρά του αντικαταστάθηκε από τον Αντουάν Μπρυμέλ, ο οποίος και διηύθυνε το παρεκκλήσι μέχρι τον τερματισμό της λειτουργίας του το 1510.
Μετά την αποχώρησή του από τη Φερράρα, ο Ζοσκέν επέστρεψε στα πατρικά του εδάφη και εγκαταστάθηκε στο Κοντέ συρ λ' Εσκώ, νοτιοανατολικά της Λιλ, στα σημερινά σύνορα μεταξύ Γαλλίας και Βελγίου. Εκεί, ανέλαβε κοσμήτορας της κολεγιακής εκκλησίας της Νοτρ Νταμ (3 Μαΐου 1504), ενός σημαντικού μουσικού ιδρύματος που διηύθυνε για το υπόλοιπο της ζωής του.[15] Το 1508 ο εφημέριος του καθεδρικού ναού της Μπουρζ του ζήτησε να αναλάβει την εκεί χορωδία, χωρίς ωστόσο να προκύπτουν αποδείξεις ότι όντως δέχτηκε τη θέση. Κατά τους περισσότερους μελετητές το πιο πιθανό είναι να παρέμεινε στο Κοντέ.[16]
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, ο Ζοσκέν γνωρίζει μεγάλη άνοδο: η νεοσύστατη τεχνολογία της τυπογραφίας επέτρεψε τη διάδοση της μουσικής του ανά την Ευρώπη· τα έργα του υπήρξαν από τα πρώτα που βρήκαν το δρόμο του τυπογραφείου, μέσω του εκδότη Οτταβιάνο Πετρούτσι, με κυριότερο απ' αυτά έναν τόμο με λειτουργίες του, που εκδόθηκε στη Βενετία το 1502. Η εν λόγω έκδοση έγινε τόσο δημοφιλής, που ο Πετρούτσι προχώρησε στην έκδοση άλλων δύο τόμων με λειτουργίες, το 1504 και 1514, επανεκδίδοντάς τες αρκετές φορές έκτοτε.[17]
Λίγο πριν πεθάνει, ο Ζοσκέν ζήτησε να πολιτογραφηθεί ως αλλοδαπός, ώστε τα περιουσιακά του στοιχεία να μην περιέλθουν στην κυριότητα των Λόρδων του Κοντέ,[15] ενώ το εν λόγω περιστατικό έχει χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη της γαλλικής του εθνικότητας. Τέλος, άφησε σε παρακαταθήκη τα έξοδα για την εκτέλεση του μοτέτου του Pater noster/Ave Maria («Πάτερ ημών/Χαίρε Μαρία»), το οποίο ζήτησε να τραγουδηθεί σε κάθε επίσημη λιτανεία της πόλης, όποτε περνούσαν έξω από το σπίτι του, καθώς και την τοποθέτηση μιας όστιας στο ιερό της Παρθένου Μαρίας της κεντρικής πλατείας. Το εν λόγω μοτέτο εικάζεται πως αποτελεί και το τελευταίο του έργο.[18]