Η κατάκτηση της Δύσης (πρωτότυπος τίτλος: How the West Was Won) είναι αμερικανική έγχρωμη επική ταινία γουέστερν του 1962 σε σκηνοθεσία Χένρι Χάθαγουεϊ (ο οποίος σκηνοθετεί τρία από τα πέντε κεφάλαια που αφορούν την ίδια οικογένεια), Τζον Φορντ και Τζορτζ Μάρσαλ, παραγωγής Μπέρναρντ Σμιθ, σε σενάριο Τζέιμς Ρ. Γουέμπ και αφήγηση από τον Σπένσερ Τρέισι. Η ταινία περιλαμβάνει ένα καστ πολλών κινηματογραφικών αστέρων αλλά και πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών, όπως Χένρι Φόντα, Καρλ Μάλντεν, Γκρέγκορι Πεκ, Ρόμπερτ Πρέστον, Ντέμπι Ρέινολντς, Τζέιμς Στιούαρτ, Ίλαϊ Γουάλακ, Τζον Γουέιν, Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ, Γουόλτερ Μπρέναν, Ρέιμοντ Μάσεϊ ως Αβραάμ Λίνκολν, Χάρι Ντιν Στάντον και Λι Βαν Κλιφ.
Η κατάκτηση της Δύσης θεωρείται ευρέως ένα από τα μεγαλύτερα έπη του Χόλυγουντ[4] και σηματοδοτεί τη χρυσή εποχή του γουέστερν.[5] Έτυχε ευρείας αναγνώρισης από τους κριτικούς και γνώρισε εισπρακτική επιτυχία, με εισπράξεις 50 εκατομμυρίων δολαρίων και προϋπολογισμό 15 εκατομμυρίων δολαρίων.[6] Στα 36α Όσκαρ κέρδισε οκτώ υποψηφιότητες (μεταξύ των οποίων και Καλύτερης Ταινίας) και κέρδισε τρία Όσκαρ: Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου, Καλύτερου Ήχου και Καλύτερου Μοντάζ. Το 1997, η ταινία επιλέχθηκε για διατήρηση στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντική».[7]
Ο Ζέμπιουλον Πρέσκοτ και η οικογένειά κατευθύνονται προς τα δυτικά στο κανάλι Έρι. Αρχικά, τους μεταφέρουν με μια μαούνα και στη συνέχεια φτιάχνουν οι ίδιοι σχεδίες για να συνεχίσουν το ταξίδι τους στον ποταμό Οχάιο. Στο ταξίδι τους, συναντούν τον ορεσείβιο Λάινους Ρόλινγκς, ο οποίος κατευθύνεται προς την ανατολική, στο Πίτσμπουργκ, για να πουλήσει γούνες. Ο Ρόουλινγκς και η κόρη του Ζέμπιουλον, Ιβ, νιώθουν έλξη ο ένας για τον άλλον, αλλά αυτός δεν είναι έτοιμος να κάνει οικογένεια.
Ο Ρόουλινγκς σταματά σε ένα απομονωμένο κατάστημα (που υποτίθεται ότι είναι ποτοπολείο) κοντά στο ποτάμι. Στην πραγματικότητα είναι το αρχηγείο μια συμμορίας ποτάμιων πειρατών, με επικεφαλής τον Τζεμπ Χόκινς. Θέλοντας να αποπλανήσει τον Λάινους Ρόουλινγκς, η κόρη του Τζεμπ, Ντόρα Χόκινς, τον οδηγεί σε μια σπηλιά, τον μαχαιρώνει στην πλάτη και τον πετάει σε έναν λάκκο. Στη συνέχεια, οι πειρατές κλέβουν τις γούνες του και βυθίζουν το κανό του. Τραυματισμένος, ο Ρόουλινγκς τους ακολουθεί. Όταν επιχειρούν να ληστέψουν την οικογένεια Πρέσκοτ, ο Ρόουλινγκς παρεμβαίνει. Με τη βοήθεια των Πρέσκοτ, σκοτώνει όλους τους πειρατές.
Οι άποικοι συνεχίζουν να κατεβαίνουν τον ποταμό. Όταν η σχεδία τους παγιδεύεται στα ορμητικά νερά, ο Ζέμπιουλον και η σύζυγός του Ρεβέκκα πνίγονται. Ο Λάινους συναντά τους επιζώντες. Αποφασίζοντας ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την Ιβ, τη ζητά σε γάμο με σκοπό να την πάρει μαζί του στο Πίτσμπουργκ. Ωστόσο, εκείνη επιμένει να μείνουν στο σημείο όπου πέθαναν οι γονείς της.
Η αδερφή της Ιβ, Λίλιθ, επιλέγει να επιστρέψει στα ανατολικά και χρόνια αργότερα κάνει περιοδεία στο Σεντ Λούις. Στη διάρκεια της παράστασης μιούζικ χολ, τραβά την προσοχή του επαγγελματία χαροπαίκτη Κλιβ βαν Βάλεν. Αργότερα κληρονομεί ένα χρυσωρυχείο στην Καλιφόρνια. Ο Κλιβ ακολουθεί το καραβάνι κάρων με το οποίο η Λίλιθ πηγαίνει εκεί, αποφεύγοντας να πληρώσει τα χρέη του. Ο αρχηγός του καραβανιού, Ρότζερ Μόργκαν, και ο Κλιβ φλερτάρουν τη Λίλιθ, αλλά εκείνη τους απορρίπτει και τους δύο.
Έχοντας επιζήσει μετά από μια επίθεση των Τσεγιέν, η Λίλιθ και ο Κλιβ φτάνουν στο ορυχείο και διαπιστώνουν ότι είναι άδειο και άχρηστο. Ο Κλιβ φεύγει. Η Λίλιθ πιάνει δουλειά σε μια αίθουσα χορού μιας κατασκήνωσης. Ο Μόργκαν τη βρίσκει και της ξανακάνει πρόταση γάμου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Αργότερα, η Λίλιθ τραγουδά σε ένα ποταμόπλοιο. Κατά τύχη, ο Κλιβ είναι ένας από τους επιβάτες. Ακούγοντας τη φωνή της Λίλιθ, σηκώνεται από το τραπέζι του πόκερ (ενώ κερδίζει), της λέει ότι δεν τον νοιάζει που είναι φτωχή και της κάνει πρόταση γάμου, αναφέροντας τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που περιμένουν στο Σαν Φρανσίσκο. Εκείνη αποδέχεται την πρότασή του.
Ο Λάινους Ρόλινγκς έχει ενταχθεί στον στρατό της Ένωσης ως λοχαγός στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Παρά τις επιθυμίες της Ιβ, ο γιος τους Ζεμπ κατατάσσεται κι αυτός στον στρατό, αναζητώντας τη δόξα και μια απόδραση από την αγροτική ζωή. Η αιματηρή μάχη του Σίλοχ μαθαίνει στον Ζεμπ ότι ο πόλεμος δεν είναι καθόλου όπως τον φανταζόταν και ο πατέρας του πεθαίνει εκεί. Ο Ζεμπ γνωρίζει έναν απογοητευμένο Νότιο που του προτείνει την τη λιποταξία.
Κατά τύχη, πέφτουν πάνω στους στρατηγούς Οδυσσέα Γκραντ και Ουίλιαμ Σέρμαν. Ο Νότιος συνειδητοποιεί ότι έχει την ευκαιρία να απαλλάξει τον Νότο από δύο μεγάλους εχθρούς του και προσπαθεί να τους πυροβολήσει, μην αφήνοντας στον Ζεμπ άλλη επιλογή από το να τον σκοτώσει. Στη συνέχεια, ο Ζεμπ επανέρχεται στο στρατό. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, κερδίζει παράσημο.
Όταν τελειώνει ο πόλεμος, επιστρέφει στο σπίτι του ως υπολοχαγός και μαθαίνει ότι η μητέρα του πέθανε, έχοντας χάσει τη θέληση για ζωή αφού έχασε τον Λάινους. Ο Ζεμπ αποποιείται το μερίδιό του από το οικογενειακό αγρόκτημα και φεύγει, επιθυμώντας μια διαφορετική ζωή.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1860, δύο ανταγωνιστικές σιδηροδρομικές γραμμές, η Central Pacific Railroad και η Union Pacific Railroad, δίνουν πρόσβαση σε νέες περιοχές.
Ο Ζεμπ γίνεται υπολοχαγός στο ιππικό των ΗΠΑ, προσπαθώντας να διατηρήσει την ειρήνη με τους ιθαγενείς Αμερικανούς με τη βοήθεια του κυνηγού βουβαλιών Τζέθρο Στιούαρτ, παλιού φίλου του Λάινους. Όταν ο σιδηροδρομικός Μάικ Κινγκ παραβιάζει μια συνθήκη χτίζοντας σε έδαφος ιθαγενών, οι Αραπάχο αντιδρούν ποδοπατώντας με τα άλογά τους τα βουβάλια του, σκοτώνοντας πολλά. Αηδιασμένος, ο Ζεμπ παραιτείται από τον στρατό και φεύγει από την πόλη.[8][9]
Στο Σαν Φρανσίσκο, η χήρα Λίλιθ βγάζει σε πλειστηριασμό τα υπάρχοντά της για να πληρώσει τα χρέη του Κλιβ. Πηγαίνει στην Αριζόνα, προσκαλώντας τον Ζεμπ και την οικογένειά του για να επιβλέπουν το μόνο της περιουσιακό στοιχείο, ένα ράντσο.
Ο Ζεμπ (αστυνόμος πλέον), η σύζυγός του Τζούλι και τα παιδιά τους συναντούν τη Λίλιθ στον σιδηροδρομικό σταθμό της Γκολντ Σίτι. Εκεί, ο Ζεμπ βρίσκει τον παράνομο Τσάρλι Γκαντ. Ο Ζεμπ είχε σκοτώσει προηγουμένως τον αδερφό του Γκαντ σε μια συμπλοκή. Όταν ο Γκαντ απειλεί τον Ζεμπ και την οικογένειά του, ο Ζεμπ στρέφεται στον φίλο του, τοπικό αστυνόμο Λου Ράμσεϊ. Ωστόσο, ο Γκαντ δεν είναι καταζητούμενος σε εκείνη την περιοχή, οπότε ο Ράμσεϊ δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Παρ' όλα αυτά, ο Ζεμπ αποφασίζει ότι πρέπει να δράσει. Υποψιαζόμενος ότι ο Γκαντ σχεδιάζει να ληστέψει το φορτίο χρυσού ενός τρένου, στήνει ενέδρα με τη βοήθεια του απρόθυμου Ράμσεϊ. Ο Γκαντ και η συμμορία του σκοτώνονται σε ανταλλαγή πυρών και στο σιδηροδρομικό ατύχημα που ακολοθεί. Η Λίλιθ και η οικογένεια Ρόουλινγκ ταξιδεύουν με κάρο στο νέο τους σπίτι.
Στην ταινία έκανε την τελευταία του εμφάνιση ο 66χρονος τότε Ρέιμοντ Μάσεϊ ως Αβραάμ Λίνκολν, σε έναν ρόλο που είχε παίξει και στη σκηνή.
Η MGM είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία με το κινηματογραφικό ριμέικ του Μπεν Χουρ (1959) και ξεκίνησε μια σειρά από παρόμοια εγχειρήματα, όπως τα ριμέικ Εξόρμησις γιγάντων, Οι 4 ιππότες της Αποκαλύψεως και Η Ανταρσία του Μπάουντι.[10]
Το 1960, η MGM έκλεισε συμφωνία για την παραγωγή τεσσάρων ταινιών σε Cinerama και ο Μπινγκ Κρόσμπι πλησίασε το στούντιο με μια πρόταση. Ανέπτυσσε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα με το όνομα How the West Was Won βασισμένο σε φωτογραφίες της Άγριας Δύσης στο περιοδικό Life, με κέρδη που προορίζονταν για το νοσοκομείο Σεντ Τζονς, μαζί με ένα άλμπουμ εμπνευσμένο από το ίδιο άρθρο που ηχογραφήθηκε από τη Ρόζμπαρι Κλούνεϊ. Η MGM αγόρασε τα δικαιώματα της ταινίας από τον Κρόσμπι.[11]
Η εταιρεία ανακοίνωσε την ταινία τον Ιούνιο του 1960, με τον αρχικό τίτλο The Great Western Story. Επρόκειτο να κινηματογραφηθεί μια ιστορία έξι τμημάτων με 12 πρωταγωνιστές, μέσα σε μια ευρύτερη συνεκτική πλοκή. Μεταξύ των ιστορικών προσώπων που θα παρουσιάζονταν ήταν ο Μπούφαλο Μπιλ, οι αδελφοί Τζέιμς και ο Μπίλι δε Κιντ.[12][13] Η πρόεδρος του νοσοκομείου Σεντ Τζονς Αϊρίν Νταν και άλλοι έπεισαν τους πρωταγωνιστές της ταινίας να δεχτούν λιγότερες από τις συνηθισμένες αμοιβές τους. Ωστόσο, αργότερα το νοσοκομείο άσκησε αγωγή για να πάρει μερίδιο από τα κέρδη της ταινίας.[14]
Η παραγωγή ανατέθηκε στον Μπέρναρντ Σμιθ ο οποίος προσέλαβε τον Τζέιμς Γουέμπ για να γράψει το σενάριο.[11] Τον Οκτώβριο του 1960, ανακοινώθηκε ότι μεταξύ των πρωταγωνιστών θα ήταν ο Τζορτζ Πέπαρντ, η Αϊρίν Νταν και ο Μπινγκ Κρόσμπι.[15]
Τελικά, η ταινία περιείχε πέντε ενότητες: τη μετανάστευση προς τα δυτικά τη δεκαετία του 1830, τη χρυσοθηρία στην Καλιφόρνια του 1849, τον Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος, την κατασκευή του διηπειρωτικού σιδηροδρόμου και την «εξημέρωση» της Άγριας Δύσης, με την ιστορία μιας οικογένειας να γεφυρώνει τις χρονικές περιόδους. Ο προϋπολογισμός ορίστηκε σε τουλάχιστον 8 εκατομμύρια δολάρια. Ο Τζον Φορντ σκηνοθέτησε το τμήμα του Εμφυλίου Πολέμου, ο Τζορτζ Μάρσαλ το τμήμα των σιδηροδρόμων και ο Χένρι Χάθαγουεϊ τα υπόλοιπα.[11] «Θέλαμε τρεις παλιούς επαγγελματίες, όχι νέες ιδιοφυΐες», είπε ο Σμιθ.[16]
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Μάιο του 1961 από τον Τζον Φορντ στο Κεντάκι. Ο παραγωγός Μπέρναρντ Σμιθ είπε: «Είναι σημαντικό για τους σκοπούς μας να γυριστεί σχεδόν ολόκληρη η ταινία σε εξωτερικούς χώρους. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ένα από τα βασικά θέματα είναι να δείξουμε μικρούς ανθρώπους απέναντι σε μια τεράστια χώρα – τεράστιες ερήμους, ατελείωτες πεδιάδες, πανύψηλα βουνά, πλατιά ποτάμια. Θέλουμε να πιάσουμε το πνεύμα της περιπέτειας, το ανήσυχο πνεύμα που οδήγησε αυτούς τους άνδρες και γυναίκες σε όλη τη χώρα σε πολλές δυσκολίες και κινδύνους».[17]
Αφού ο Φορντ ολοκλήρωσε το δικό του τμήμα, ανέλαβε ο Χάθαγουεϊ,[17] ο οποίος αποκάλεσε το τμήμα του Φορντ «κάπως θεατρικό».[18]
Μέρη της ταινίας γυρίστηκαν στο Μόνιουμεντ Βάλεϊ της Γιούτα[19] και στο Θάουζαντ Όακς της Καλιφόρνιας.[20][21]
Η ταινία αργότερα ενέπνευσε μια τηλεοπτική σειρά με το ίδιο όνομα.
Τη μουσική της ταινίας συνέθεσε και διηύθυνε ο Άλφρεντ Νιούμαν. Το σάουντρακ κυκλοφόρησε αρχικά από την MGM Records.
Η βαθμολογία ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής, χάνοντας σπό τον Τομ Τζόουνς.
Η Ντέμπι Ρέινολντς τραγουδά τρία τραγούδια στην ταινία: τα "Raise a Ruckus Tonight", "What Was Your Name in the States" και "A Home in the Meadow" στον ρυθμό του "Greensleeves", σε στίχους Σάμι Καν.[22] Η ερμηνεία της ακούγεται από τον Κλιβ (Γκρέγκορι Πεκ), ο οποίος συγκινείται τόσο που της προτείνει γάμο.
Παραδόξως για τόσο αμερικανική ταινία, Η κατάκτηση της Δύσης έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Ηνωμένο Βασίλειο στο Casino Cinerama Theatre του Λονδίνου την 1η Νοεμβρίου 1962.[23] Ενδεικτικό της τεράστιας επιτυχίας της, ήταν ότι συνέχισε να προβάλλεται εκεί επί 123 εβδομάδες, μέχρι τον Απρίλιο του 1965.
Ο Χάρολντ Μάγερς του Variety τη χαρακτήρισε «υπέροχο και συναρπαστικό θέαμα».[24] Οι κριτικές στο Λονδίνο ήταν ευνοϊκές αλλά με επιφυλάξεις για την πλοκή. Η εφημερίδα Evening Standard την αποκάλεσε "σούπερ έπος".[25]
Η κατάκτηση της Δύσης ήταν είχε τεράστια εμπορική επιτυχία. Αν και είχε μεγάλο προϋπολογισμό 15 εκατομμυρίων δολαρίων, απέσπασε 46.500.000 δολάρια στα εισιτήρια της Βόρειας Αμερικής,[26] γεγονός που την έκανε τη δεύτερη ταινία με τις περισσότερες εισπράξεις το 1963. Η ταινία έχει συγκεντρώσει πάνω από 50 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως.[6]
Τα ακόλουθα άτομα κέρδισαν Όσκαρ για τη δουλειά τους:[27][28]
Οι παρακάτω ήταν υποψήφιοι για πέντε ακόμη Βραβεία Όσκαρ:
Το 2000, η Warner Bros. ανέθεσε στην Crest Digital το έργο της αποκατάστασης του αρχικού Cinerama φιλμ της ταινίας Η κατάκτηση της Δύσης.[29]
Η αποκατάσταση έχει διορθώσει και ορισμένες από τις γεωμετρικές παραμορφώσεις που είναι εγγενείς στη διαδικασία Cinerama.
Το 2006, η Warner Bros. Motion Picture Imaging πραγματοποίησε ψηφιακή αποκατάσταση της ταινίας, που έγινε καρέ καρέ στην Prasad Corporation για να αφαιρεθούν βρομιές, σκισίματα, γρατσουνιές και άλλες ζημιές, αποκαθιστώντας την αρχική εμφάνιση της ταινίας.[30]