Ιωάννης Φαρμάκης | |
---|---|
Πορτραίτο του Ιωάννη Φαρμάκη | |
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1772 Βλάστη Κοζάνης |
Θάνατος | 1821 Κωνσταντινούπολη |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Οπλαρχηγός και Φιλικός |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | στρατηγός |
Πόλεμοι/μάχες | Ελληνική Επανάσταση του 1821 |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Φιλικός |
Ο Ιωάννης Στεργίου[1] Φαρμάκης (Βλάστη Κοζάνης, 1772 - Κωνσταντινούπολη, 1821) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Γεννήθηκε στο Μπλάτσι (σήμερα Βλάστη) της ιστορικής επαρχίας της Εορδαίας της Δυτικής Μακεδονίας το 1772.[2][3] Ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος Φαρμάκης, ήταν γόνος εύπορης οικογένειας δημογερόντων και τσελιγκάδων, γνωστοί ως Χατζηφαρμάκηδες[4]. Από μικρή κιόλας ηλικία ήταν υπεύθυνος για αρματολίκι στην περιοχή της Βλάστης και συμμετείχε ενεργά σε διάφορες εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων. Το 1795,κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, συνεργάστηκε με τον Θεσσαλό αρματολό και επαναστάτη Ευθύμιο Βλαχάβα. Το 1799, βρίσκεται στα Επτάνησα και συνεργάζεται με τον Καποδίστρια και τους Ρώσους για την εκδίωξη των Γάλλων. Το 1804 όταν ξέσπασε η επανάσταση των Σέρβων ο Φαρμάκης βρίσκεται δίπλα στον Σέρβο αρματολό Βέλικο Πέτροβιτς. Μαζί του ήταν ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο Νικοτσαράς, ο Καρατάσος και ο Γεώργιος Ζάγλης. Στις 7 Ιουλίου του 1807, συμμετείχε στη σύσκεψη των οπλαρχηγών της Ρούμελης στη Λευκάδα, που διοργάνωσε ο Καποδίστριας. Το 1808 επέστρεψε πάλι στη Βλάστη και έπειτα στον Όλυμπο για να λάβει μέρος στην επανάσταση που γινόταν εκεί. Τελικά, κατέληξε στη Μακεδονία, όπου ανέλαβε τα αρματολίκια της Χαλκιδικής[5].
Το 1817 μυήθηκε στην Οδησσό από τον Εμμανουήλ Ξάνθο στη Φιλική Εταιρεία και προήχθη στο αξίωμα του «Αρχηγού των Αφιερωμένων».[6]Το 1818 ορίστηκε ως ένας από τους «Αποστόλους» της Φιλικής Εταιρείας με αποστολή στην περιοχή της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Θράκης και με τη δράση του αναδείχτηκε από τους μεγαλύτερους Αποστόλους της.[6][7][8] Ήταν ένας από τους τέσσερις πρώτους Αποστόλους της Φιλικής Εταιρείας. Στα μέσα του 1818 μετέβη στο Άγιο Όρος, όπου μύησε τον επίσκοπο Ανδρομερίου Ιγνάτιο, πιθανότατα τον Νικηφόρο Ιβηρίτη (χαρτοφύλακα), κάποιους μοναχούς και γνωστοποίησε στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας, τον οποίο όμως δεν κατάφερε να μυήσει. Το ίδιο έτος εργάστηκε στις Σέρρες για τη διάδοση της Εταιρείας και στις 15 Αυγούστου 1818 μύησε τον Αρχιεπίσκοπο Σερρών και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Χρύσανθο.[9] Στη Χαλκιδική, στο Βέρμιο και στον Όλυμπο ίδρυσε κέντρα της Φιλικής Εταιρείας.[3] Το 1819 εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι, όπου ανέλαβε υψηλή δημόσια θέση στην Αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας, Αλεξάνδρου Σούτσου, με τον φίλο και συνεργάτη του Γεωργάκη Ολύμπιο.[4] Εκεί συνέχισε τον αγώνα υπέρ της πατρίδος και συνεργάστηκε με τους κορυφαίους Φιλικούς Γρηγόριο Δικαίο (Παπαφλέσσα), Χριστόφορο Περραιβό, Γεωργάκη Ολύμπιο και Γεώργιο Λεβέντη. Παράλληλα συνέλαβε με τον ηγέτη των Σέρβων, Μίλο Οβρένοβιτς, την ιδέα της ταυτόχρονης κήρυξης επανάστασης εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την κήρυξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, ηγήθηκε και συνεργάστηκε σε επιχειρήσεις με τον Γεωργάκη Ολύμπιο.[9]
Έδρασε ως οπλαρχηγός στη συνέχεια στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Μετά την ήττα των επαναστατών στη μάχη του Δραγατσανίου και στη μάχη του Σκουλενίου, ο Γ. Ολύμπιος και ο Ι. Φαρμάκης ενώθηκαν με 800 περίπου επίλεκτους ιππείς στην περιοχή Κουρτέα ντε Άρτζες στη Βλαχία.[4] Διασχίζοντας τα βουνά της Βραντσέας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος αρρώστησε και εξ αιτίας της ασθένειάς του το τάγμα εγκαταστάθηκε στη Δόρνα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Με την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στα εδάφη της Μολδοβλαχίας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Ιωάννης Φαρμάκης έσπευσαν να υπερασπιστούν τη μονή Σέκκου. Αιτία υπήρξε η πρόταση του Γερασίμου, επισκόπου του Ρόμαν, και του Βενεδίκτου, ηγουμένου της μονής, οι οποίοι τους προσέφεραν 15.000 πιάστρα, με την προϋπόθεση να υπερασπιστούν το μοναστήρι.[10] Κατά τον Τρικούπη, τους ζήτησαν μάλιστα να μην αφήσουν να λεηλατηθούν τα πολλά κειμήλια -κοσμικά και ιερά- και τα άγια λείψανα του μοναστηριού.[11]
Μετά το ολοκαύτωμα του Γεωργάκη Ολύμπιου, αρχηγός της άμυνας στη μονή έγινε ο Φαρμάκης. Παρά τις καταστροφές που προκάλεσαν με τα πυροβόλα τους οι Τούρκοι στη Μονή Σέκκου, και παρά το ότι αντέταξαν 7.000 Τούρκους απέναντι σε μόλις 235 έγκλειστους στη μονή, δεν κατάφεραν να την κυριεύσουν.[12] Τότε οι Τούρκοι πρότειναν στον Φαρμάκη να υποταχθεί προσφέροντάς του προσωπική ασφάλεια. Ο Ιωάννης Φαρμάκης βλέποντας τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν οι έγκλειστοι και είτε επειδή δείλιασε είτε επειδή εξαπατήθηκε από τις ψευδείς υποσχέσεις δέχτηκε να παραδοθεί. Με την άρνηση όμως του Γεωργάκη Ολύμπιου η παράδοση ματαιώθηκε.
Η αξιοσημείωτη άμυνα της μονής Σέκκου, μετά από τον θάνατο του οπλαρχηγού Γεωργάκη, οφείλεται στον Ιωάννη Φαρμάκη. Η οδυνηρή, όμως, κατάσταση των αντρών του σε συνδυασμό με την έλλειψη φυσιγγιών οδήγησαν τον Φαρμάκη στο να αποδεχτεί την προσφορά του επικεφαλής των Οθωμανών Σελίχ Πασά και του αυστριακού πρόξενου Ουντρίσκι (Wolf).[13] Υποσχέθηκε ότι θα παραδιδόταν την επόμενη μέρα υπό συγκεκριμένους όρους. Οι όροι αυτοί δεν τηρήθηκαν ύστερα από προδοσία των Οθωμανών. Έτσι, την 11η μέρας της πολιορκίας, ο Φαρμάκης μαζί με άλλους 15 άντρες πήγαν στο στρατόπεδο του πασά. Ο πασάς τότε, διέταξε να αλυσοδέσουν τον Φαρμάκη και έναν άλλον οπλαρχηγό, που ήταν βοηθός του, μεταξύ τους. Ύστερα, οι Τούρκοι αφόπλισαν τους υπόλοιπους Έλληνες που βρίσκονταν στην πόρτα του μοναστηριού και αφού τους ακρωτηρίασαν όλους, τους έσφαξαν.[13] Τους οπλαρχηγούς τους έστειλαν να θανατωθούν στη Σιλιστρία και μετέφεραν τον Φαρμάκη στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον βασάνισαν σκληρά και τελικά τον αποκεφάλισαν. Η ημέρα του θανάτου ήταν στις 28 Οκτωβρίου του 1821.[4]