Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Ο όρος σωματειακό κράτος, ή συντεχνιασμός κατά μετάφραση του διεθνή όρου κορπορατισμός, ή κορπορατιβισμός είναι ονομασία οικονομικής θεωρίας με προεκτάσεις πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης - συστήματος ενός κράτους. Ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική corpus (= σώμα) και εξ αυτής οι όροι corporatism, corporativism.
Η αντίληψη αυτή έχει ιστορικά την προέλευσή της στην αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στον Πλάτωνα [εκκρεμεί παραπομπή] και βέβαια σε νεότερους χρόνους από άλλους στοχαστές όπως ο Μπούρκε και ο Γερμανός φιλόσοφος Γκ. Φρ. Χέγκελ. Το 1881, ο Πάπας Λέων ΙΓ΄ ανέθεσε σε θεολόγους και κοινωνικούς στοχαστές να μελετήσουν την θεωρία αυτή και να την οροθετήσουν για σύγχρονη εφαρμογή. Το 1884 στο Φράιμπουργκ , η ορισθείσα επιτροπή δήλωσε ότι «ο κορπορατισμός αποτελεί σύστημα κοινωνικής οργάνωσης που έχει ως βάση του τους εργαζόμενους, σύμφωνα με την κοινότητα των φυσικών τους συμφερόντων και των κοινωνικών λειτουργιών, ενώ τα όργανα του κράτους συντονίζουν την εργασία και το κεφάλαιο σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος.».
Τελικά αυτό το οικονομικο-κοινωνικό σύστημα υιοθέτησε και εφάρμοσε ο φασισμός και στη συνέχεια χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Θεωρητικός του κορπορατισμού θεωρείται ο Ιταλός Τζουζέπε Μποτάι.
Η θεωρία του σωματειακού κράτους βασίζεται στην οργάνωση οικονομικού συστήματος όπου τα μέλη μιας κοινωνίας - πολίτες συμμετέχουν σε αυτό "υποχρεωτικά" μέσα από σωματειακές ενώσεις, π.χ. γεωργικές, βιομηχανικές, στρατιωτικές, θρησκευτικές κ.λπ., οργανωμένες όμως από το κράτος και συνεπώς υποτελείς σε αυτό. Έτσι, υπό το οικονομικό αυτό σύστημα, καθίσταται περιττός κάθε άλλος θεσμός πολιτικής αντιπροσώπευσης των εργαζομένων. Σύμφωνα με τον θεωρητικό του συντεχνιακού κράτους Τζουζέπε Μποτάι οι συνεταιρισμοί των εργοδοτών και των εργατών δύναται να συνενωθούν δια κεντρικών οργάνων συνδέσεως, με μια ανωτέρα κοινήν ιεραρχίαν εξακολουθούσης υφισταμένης της κεχωρισμένης αντιπροσωπεύσεως των εργοδοτών και των εργατών [1]
Ο Φασισμός επιδιώκοντας την αναδιάρθρωση της ιταλικής οικονομικής ζωής, εξαπολύοντας παράλληλα πολεμική κατά του σοσιαλισμού του καπιταλισμού αλλά και κατά της ταξικής πάλης, επεχείρησε μέσω αυτής της θεωρίας την δημιουργία ενός μηχανισμού ελέγχου της οικονομίας δια του ίδιου του κομματικού μηχανισμού και ως επί τω πλείστω του Κράτους, προσπαθώντας να θέσει σε συνεργασία τον εργοδότη και εργαζόμενο κάτω από την κρατική εξουσία. Έτσι διαίρεσε τον οικονομικό εργατικό χώρο σε τρεις βασικές ενώσεις: των εργαζομένων (υπαλλήλων, εργατών), των εργοδοτών και των ελευθερίων επαγγελματιών, τις οποίες και ονόμασε συνδικάτα. Κάθε επαγγελματικός κλάδος λειτουργούσε σε ένα μόνο συνδικάτο. Παρότι νομικά δεν ήταν υποχρεωτική η συμμετοχή των εργαζομένων σ΄ αυτά ήταν όμως υποχρεωτική η καταβολή εισφοράς των μελών τους.
[2]
Οι δε αξιωματούχοι των καθορισμένων "συνδικάτων" ήταν, είτε φασίστες πολιτευτές, είτε πρόσωπα αποδεδειγμένης νομιμοφροσύνης προς το καθεστώς.
Στην ουσία οι ενώσεις αυτές, των εργαζομένων και εργοδοτών, αποτελούσαν, με τον τρόπο αυτό, όργανα της κρατικής πολιτικής με σαφή στέρηση προσωπικής επιλογής και θέλησης.
Ο Χάρτης της Εργασίας (Carta del Lavoro) ανοίγει τον δρόμο νομικώς στις συντεχνίες, η εργασία θεωρείται κοινωνικό καθήκον, ενώ εκεί αναφέρεται η συνδικαλιστική και οικονομική λειτουργία των συντεχνιών.[3]
Το 1934 το φασιστικό καθεστώς, θέλοντας να καταστήσει τα συνδικάτα αυτά περισσότερο υποχείρια του και με έκδηλη την εξάρτησή τους, δημιούργησε τις λεγόμενες "σωματιακές ενώσεις" ή "ομοσπονδίες" αποβλέποντας την ενοποίηση όλων των μέχρι τότε υφισταμένων εργατικών ενώσεων προκειμένου να αποτελέσουν ιδιαίτερο κλάδο - κυβερνητικό όργανο. Έτσι ενώ τα συνδικάτα φέρονταν ως αυτόνομα, στην ουσία, η σωματειακή τους ένωση τα καθιστούσε αυτόματα,-de jure -, κρατικά. Συνέπεια αυτού ήταν η σωματειακή ένωση να καταστεί το ύπατο όργανο της φασιστικής οικονομικής οργάνωσης και ελέγχου, φθάνοντας στο σημείο να μη διαφέρει διοικητικά από την αστυνομία, το δικαστικό σώμα και άλλα μεθοδευμένα όργανα του καθεστώτος. Στις 14 Νοεμβρίου του 1933 ο Μουσολίνι απεφάνθη ότι "τα θεμέλια του σωματειακού κράτους ήταν: ένα μοναδικό κόμμα, μία κυβέρνηση (ολοκληρωτική) και μία ατμόσφαιρα ισχυρής ιδεολογικής έντασης". Τα δύο πρώτα στοιχεία επιβλήθηκαν με το καθεστώς, το τρίτο το δημιούργησε η ακατάπαυστη φασιστική προπαγάνδα.