Κρέζιμιρ Τσόσιτς | ||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
1970 | ||||||||||||||||||||||||||
Προσωπικά στοιχεία | ||||||||||||||||||||||||||
Πλ. Όνομα | Κρέζιμιρ Τσόσιτς / Krešimir Ćosić | |||||||||||||||||||||||||
Εθνικότητα | Κροατική | |||||||||||||||||||||||||
Γέννηση | 26 Νοεμβρίου 1948 Ζάγκρεμπ, Σ.Δ. Κροατίας, Γιουγκοσλαβία | |||||||||||||||||||||||||
Θάνατος | 25 Μαΐου 1995 (46 ετών) Βαλτιμόρη, Μέριλαντ, ΗΠΑ | |||||||||||||||||||||||||
Ύψος | 2,09 μ. | |||||||||||||||||||||||||
Στοιχεία καριέρας | ||||||||||||||||||||||||||
Ντραφτ | 1972 - 144ος (Μπλέιζερς) 1973 - 84ος (Λέικερς) | |||||||||||||||||||||||||
Θέση | Πίβοτ | |||||||||||||||||||||||||
Καριέρα σε συλλόγους | ||||||||||||||||||||||||||
Ως παίκτης: | ||||||||||||||||||||||||||
1964 - 1969 | ΚΚ Ζάνταρ | |||||||||||||||||||||||||
1970 - 1973 | Μπρίγχαμ Γιανγκ Κούγκαρς | |||||||||||||||||||||||||
1973 - 1976 | ΚΚ Ζάνταρ | |||||||||||||||||||||||||
1976 - 1978 | Ολίμπια Λιουμπλιάνας | |||||||||||||||||||||||||
1978 - 1980 | Βίρτους Μπολόνια | |||||||||||||||||||||||||
1980 - 1983 | Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ | |||||||||||||||||||||||||
Ως προπονητής: | ||||||||||||||||||||||||||
1983 - 1984 | Γιουγκοπλάστικα | |||||||||||||||||||||||||
1985 - 1988 | Γιουγκοσλαβία | |||||||||||||||||||||||||
1987 - 1988 | Ντιέτορ Μπολόνια | |||||||||||||||||||||||||
1988 - 1989 | ΑΕΚ | |||||||||||||||||||||||||
1990 - 1992 | ΑΕΚ | |||||||||||||||||||||||||
Εθνικές ομάδες | ||||||||||||||||||||||||||
Ως παίκτης: | ||||||||||||||||||||||||||
1967 - 1983 | Εθνική Γιουγκοσλαβίας | |||||||||||||||||||||||||
Τίτλοι
|
Ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς (σερβικά κυριλλικά: Крешимир Ћосић, Ζάγκρεμπ 1948 – Βαλτιμόρη 1995) ήταν Γιουγκοσλάβος (από την Κροατία) καλαθοσφαιριστής και προπονητής, από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του γιουγκοσλαβικού αθλητισμού. Το 1991 ψηφίστηκε τέταρτος καλύτερος παίκτης όλων των εποχών της FIBA (πλην NBA).[1]
Υπήρξε ένας από τους πρώτους καλαθοσφαιριστές παγκόσμιου βεληνεκούς της Ευρώπης. Χρυσός ολυμπιονίκης, δύο φορές παγκόσμιος πρωταθλητής και τρεις πρωταθλητής Ευρώπης, ανέβηκε συνολικά στο βάθρο 14 μεγάλων διοργανώσεων εθνικών ομάδων ως παίκτης και ακόμα τριών ως προπονητής. Το 1996, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, έγινε ο μόλις δεύτερος Ευρωπαίος που εισήχθη στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame, μολονότι δεν είχε αγωνιστεί ποτέ στο NBA.[2] Όταν η FIBA ξεκίνησε το δικό της Hall of Fame το 2007, ήταν ανάμεσα στα πρώτα έξι μέλη του, ενώ ήταν στα πρώτα μέλη του Τάγματος Αξίας της FIBA. Το όνομά του έχει δοθεί στο γήπεδο της ΚΚ Ζάνταρ, σε πλατεία του Ζάγκρεμπ, καθώς και στο ιστορικό Κάστρο Καλίφι της Δαλματίας.
Ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς γεννήθηκε στο Ζάγκρεμπ, έδρα της τότε Κροατικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, αλλά ξεκίνησε το μπάσκετ στην ΚΚ του Ζαντάρ, όπου ζούσε από παιδί με την οικογένειά του. Οι άνθρωποι στο Ζαντάρ έχουν ένα ρητό: «Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο και το Ζαντάρ δημιούργησε το μπάσκετ». Πρωτοέπαιξε σε επίσημο αγώνα της ανδρικής ομάδας δύο ημέρες μετά τα 16α γενέθλιά του και έως τα 21 του είχε ήδη κατακτήσει τρία Πρωταθλήματα Γιουγκοσλαβίας, έφτασε δε μία φορά έως τα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.[3][4] Σε αντίθεση με τα στερεότυπα της εποχής που ήθελαν τους πίβοτ (σέντερ στη σημερινή ορολογία) να μοιάζουν με ογκόλιθο, αυτός ήταν ελαφρύς, αδύνατος, ευκίνητος και διέθετε ασυνήθιστα καλό - για το ύψος του - σουτ από μέση απόσταση. Χρησιμοποίησε την ευφυΐα του απέναντι σε πιο ογκώδεις αντιπάλους με ιδιαίτερη επιτυχία. Ήταν όμως παρορμητικός, μερικές φορές υπερβολικά, και τα νεύρα του μπορούσαν να τον προδώσουν κατά καιρούς. Εκρήγνυτο στο γήπεδο θυμωμένος με τον εαυτό του, τους συμπαίκτες του ή - πιο συχνά - τους διαιτητές, αλλά ήταν ήρεμος ξανά σε λίγο χρόνο.[5]
Το 1970 έλαβε υποτροφία από το αμερικανικό πανεπιστήμιο Μπρίγχαμ Γιανγκ (BYU), γνωστό επίσης ως «πανεπιστήμιο των Μορμόνων».[4] Αγωνίστηκε στο Κολεγιακό Πρωτάθλημα με τους Κούγκαρς, την ομάδα του BYU, έως το 1973. Ήδη την πρώτη χρονιά με 22,3 πόντους μέσο όρο και 12,8 ριμπάουντ, επιλέχθηκε ως All American, ο πρώτος μη Αμερικανός που κατάφερε κάτι τέτοιο.[4][6] Σε τρία χρόνια, πάντα με τη φανέλα του νούμερο 11, σημείωσε κατά μέσο όρο 19,1 πόντους και 11,6 ριμπάουντ. Εντυπωσίασε τους Αμερικανούς με τον τρόπο παιχνιδιού του, μερικές φορές ανορθόδοξο για ένα παίκτη του ύψους του.[7] Ήταν ένα ίνδαλμα για τους οπαδούς, τον άνθρωπο που επέτρεψε τη δημιουργία ενός νέου γηπέδου με χωρητικότητα για περισσότερους από 20.000 θεατές.[5] Το 1972 και το 1973 μπήκε επίσης στη διαδικασία επιλογής του (NBA Ντραφτ), επιλεγόμενος στις θέσεις 144 (Μπλέιζερς) και 84 (Λέικερς) αντίστοιχα - οι θέσεις σήμερα φαίνονται χαμηλές, όμως τότε ήταν σχεδόν αδύνατον για Ευρωπαίο να επιλεγεί στο ντραφτ. Ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που κατάφερε κάτι τέτοιο, αλλά τελικά αποφάσισε να μην υπογράψει στο ΝΒΑ, αφού με τους τότε κανονισμούς θα έχανε το δικαίωμα συμμετοχής στην εθνική ομάδα.[8][9]
Το καλοκαίρι του 1973 επέστρεψε στη Ζάνταρ, στην οποία έμεινε τρία χρόνια και πανηγύρισε δύο ακόμα πρωταθλήματα. Ακολούθησε η Ολίμπια Λιουμπλιάνας (τότε «Μπρεστ» από το όνομα του χορηγού) μεταξύ 1976–78. Το 1978 μεταγράφηκε στην ιταλική Βίρτους Μπολόνια (τότε «Σινουντίν»). Αγωνίστηκε δύο σεζόν, κατακτώντας και τις δύο το Πρωτάθλημα Ιταλίας, όπου είχε κατά μέσο όρο, 16,9 πόντους και 9,9 ριμπάουντ.[3]
Το 1980 υπέγραψε στην Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ, όπου έμεινε μέχρι να αποχωρήσει από την ενεργό δράση το 1983. Ήταν ο ηγέτης της ομάδας το 1982, όταν στέφθηκε (για πρώτη φορά στην ιστορία της) Πρωταθλήτρια Γιουγκοσλαβίας και Κυπελλούχος Ευρώπης. Στις 16 Μαρτίου 1982, η Τσιμπόνα κέρδισε στις Βρυξέλλες το Κύπελλο Κυπελλούχων με αντίπαλο τη Ρεάλ Μαδρίτης μετά από παράταση 96–95 με 22 πόντους από τον Τσόσιτς. Κατέκτησε επίσης και τις τρεις χρονιές το Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας.[5]
Διεθνή μετάλλια | |
---|---|
Αγωνιζόταν με τη Γιουγκοσλαβία | |
Ολυμπιακοί Αγώνες | |
χρυσό | Μόσχα 1980 |
αργυρό | Πόλη του Μεξικού 1968 Μόντρεαλ 1976 |
Παγκόσμιο Πρωτάθλημα | |
χρυσό | Γιουγκοσλαβία 1970 Φιλιππίνες 1978 |
αργυρό | Ουρουγουάη 1967 Πουέρτο Ρίκο 1974 |
Ευρωμπάσκετ | |
χρυσό | Ισπανία 1973 Γιουγκοσλαβία 1975 Βέλγιο 1977 |
αργυρό | Ιταλία 1969 Δυτική Γερμανία 1971 Τσεχοσλοβακία 1981 |
χάλκινο | Ιταλία 1979 |
Ξεκίνησε την διεθνή του σταδιοδρομία από την ομάδα νέων το 1966 κατακτώντας το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.[10][11] Ο Τσόσιτς πρωτοεμφανίστηκε με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας σε μεγάλη διοργάνωση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Φινλανδίας, όπου μέσο όρο 12,4 πόντους ήταν δεύτερος σκόρερ της εθνικής.[12] Το 1970 στέφθηκε για πρώτη φορά πρωταθλητής κόσμου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Λιουμπλιάνας, όπου ήταν πρώτος σκόρερ της ομάδας με 17,3 πόντους.[13]
Ήταν ο «παλιός» της θρυλικής τετράδας που κατέστησε τη Γιουγκοσλαβία παγκόσμια υπερδύναμη κατά τη δεκαετία του 1970 (μαζί με τους Ντράζεν Νταλιπάγκιτς, Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς και Μίρζα Ντελίμπασιτς) - ή όπως λεγόταν τότε, το μπάσκετ επινοήθηκε από Αμερικανούς και τελειοποιήθηκε από Γιουγκοσλάβους.[14] Η ομάδα των πλάβι βασίζονταν περισσότερο στο ατομικό ταλέντο των σημαντικότερων παικτών παρά σε συγκεκριμένα συστήματα στο παιχνίδι τους και ήταν πραγματικός φόβος για τους αντιπάλους της.[15]
Έως την αποχώρησή του το 1983, αγωνίστηκε σε 9 Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα (επίδοση που είναι ακατάρριπτο ρεκόρ[16]), 4 Παγκόσμια Πρωταθλήματα και 4 Ολυμπιακούς Αγώνες, σχεδόν σε όλα ως βασικός, και κατέκτησε 14 μετάλλια. Από αυτά, τα έξι ήταν χρυσά - τρία σε Ευρωμπάσκετ, δύο σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα και ένα σε Ολυμπιακούς.[17][18] Είναι πρώτος σε συμμετοχές με 303 στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας, ο τρίτος σκόρερ της μετά τους Νταλιπάγκιτς, Κιτσάνοβιτς. Είναι επίσης πρώτος ριμπάουντερ αριθμητικά και κορυφαίος σε μέσο όρο μαζί με τον Ραντιβόι Κόρατς.[19] Σε αριθμό μεταλλίων είναι δεύτερος μετά τα 15 του Σοβιετικού Σεργκέι Μπέλοφ, υπερτερεί όμως σε συμμετοχές σε τελικούς (13 έναντι 10).[4][5] Ήταν ο πρώτος (από τους μόνο δύο) που ήταν πολυτιμότερος παίκτης σε δύο Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, το 1971 έχοντας μέσο όρο 15,1 πόντους (πρώτος σκόρερ της ομάδας)[20] και το 1975 έχοντας μέσο όρο 20,0 πόντους (και πάλι πρώτος σκόρερ της ομάδας,[21][22] ενώ πέντε φορές ήταν στην καλύτερη ομάδα του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος (1969–77).[23] Κλήθηκε σε 6 επιλογές της Μικτής Ευρώπης της FIBA (1968, 1970, 1971, 1972, 1973, 1974).[24]
Το 1984 ξεκίνησε δεύτερη καριέρα ως προπονητής. Εργάστηκε στις Γιουγκοπλάστικα (1984–85), Βίρτους Μπολόνια (1987–88) και ΑΕΚ (τη σεζόν 1988–89 και ξανά τη διετία 1990–92). Στην ελληνική ομάδα δεν γνώρισε κάποια επιτυχία.[25][26]
Παράλληλα, οδήγησε την Εθνική Γιουγκοσλαβίας σε τέσσερα τουρνουά μεταξύ 1985 και 1988: Ευρωμπάσκετ 1985 (7η), Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 1986 (3η), Ευρωμπάσκετ 1987 (3η) και Ολυμπιακοί 1988 (2η). Επί των ημερών του, προωθήθηκε στην ανδρική ομάδα η τελευταία μεγάλη γενιά του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ (Ντίβατς, Κούκοτς, Ράτζα, Τζόρτζεβιτς κ.ά.) που θα μεγαλουργούσε τα επόμενα χρόνια με προπονητή τον Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Μετά την ανεξαρτητοποίηση της Κροατίας, ο Τσόσιτς εγκατέλειψε τον αθλητισμό και εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα. Υπηρέτησε στην πρεσβεία της χώρας στην Ουάσινγκτον. Ήταν επίσης δραστήριο μέλος της Εκκλησίας των Αγίων των Τελευταίων Ημερών (η επίσημη ονομασία των Μορμόνων), της οποίας είχε γίνει μέλος από την εποχή που σπούδαζε στην Αμερική. Μετέφρασε στη σερβοκροατική γλώσσα ιερά κείμενα της εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και το θεμελιακό Βιβλίο του Μόρμον.[6]
Πέθανε στη Βαλτιμόρη (ΗΠΑ) το 1995 από ένα είδος καρκίνου του αίματος (Non-Hodgkin lymphoma), σε ηλικία 46 ετών. Στο Ζάνταρ τοποθετήθηκε ένα άγαλμά του και λίγο μετά το νέο κλειστό γυμναστήριο πήρε το όνομα του. Το Κύπελλο Κροατίας επίσης πλέον λέγεται Kresimir Cosic Cup.[27]