Λαβρ Κορνίλοβ | |
---|---|
Ο Στρατηγός Κορνίλοβ το 1916 | |
Γέννηση | 18 Αυγούστου 1870 Ουστ-Καμενογκόρσκ (Ρωσική Αυτοκρατορία |
Θάνατος | 13 Απριλίου 1918 (47 ετών) Γιεκατερινοντάρ (ΡΣΟΣΔ) |
Χώρα | Ρωσική Αυτοκρατορία |
Εν ενεργεία | 1892-1918 |
Βαθμός | Στρατηγός |
Διοικήσεις | Ρωσικός Αυτοκρατορικός Στρατός, Λευκός Στρατός |
Μάχες/πόλεμοι | Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος Α' Παγκόσμιος Πόλεμος Ρωσικός Εμφύλιος Πόλεμος |
Τιμές | Τάγμα του Αγίου Στανισλάβου Τάγμα του Αγίου Γεωργίου (δύο φορές) Τάγμα της Αγίας Άννας |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Λαβρ Γκεόργκιεβιτς Κορνίλοβ (ρωσική γλώσσα Лавр Гео́ргиевич Корни́лов, [ˈlavr kɐrˈnʲiləf], 18 Αυγούστου 1870-13 Απριλίου 1918) ήταν Ρώσος Στρατηγός κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου. Γνωστός για το αποτυχημένο πραξικόπημα του Αυγούστου/Σεπτεμβρίου 1917 που είχε σκοπό να ενισχύσει την Προσωρινή Κυβέρνηση, αλλά που έληξε με τη σύλληψη του Κορνίλοβ από τον Κέρενσκυ και την ανατροπή του τελευταίου από τους Μπολσεβίκους.[1]
Μια εκδοχή αναφέρει πως ο Κορνίλοβ ήταν γιος μιας γυναίκας από τη φυλή Καλμίκ των Κοζάκων του Ντον με όνομα Λόριγια Ντιλντίνοβ και υιοθετήθηκε στο Ουστ-Καμενογκόρσκ του Ρωσικού Τουρκεστάν (Καζακστάν) από την οικογένεια του αδερφού της μητέρας του, Γκεόργκι Κορνίλοβ (από τη φυλή Χοράζι των Ρώσων Κοζάκων), η γυναίκα του οποίου είχε ρίζες από τους Καζάχους.[2][3] Αλλά η αδερφή του έγραψε πως δεν είχε υιοθετηθεί, δεν ήταν Κοζάκος του Ντον και πως η μητέρα τους είχε ρίζες από την Πολωνία και το Αλτάι. Ωστόσο, ο Μπορίς Σάποσνικοβ, ο οποίος υπηρέτησε με τον Πιότρ Κορνίλοβ, αδερφό του Λαβρ, το 1903, αναφέρει τις κιργίζικες ρίζες της μητέρας του - οι Καζάχοι συχνά αναφέρονταν ως Κιργίζοι το 1903.[4] Ο πατέρας του Κορνίλοβ ήταν Κοζάκος της Σιβηρίας και έγινε φίλος με τον Γκριγκόρι Ποτάνιν (1835-1920), μια σημαντική προσωπικότητα στο κίνημα αυτονομίας της Σιβηρίας.[5]
Ο Κορνίλοβ εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή του Ομσκ το 1885 και πήγε για σπουδές στη Σχολή Πυροβολικού «Μιχαήλοβσκαγια» στην Αγία Πετρούπολη το 1889. Τον Αύγουστο του 1892 μετατέθηκε ως Υπολοχαγός στη Στρατιωτική Περιοχή του Τουρκεστάν, όπου καθοδήγησε αρκετές αποστολές στο Ανατολικό Τουρκεστάν, στο Αφγανιστάν και στην Περσία, έμαθε αρκετές γλώσσες της Κεντρικής Ασίας και σύνταξε αναφορές για τις παρατηρήσεις του.
Ο Κορνίλοβ επέστρεψε στην Πετρούπολη για σπουδές στην Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου της Ρωσίας και αποφοίτησε ως Λοχαγός το 1897. Αφού αρνήθηκε εκ νέου μια θέση στην Πετρούπολη, επέστρεψε στη Στρατιωτική Περιοχή του Τουρκεστάν, όπου υπηρέτησε ως αξιωματικός μυστικών υπηρεσιών.
Κατά τον πόλεμο με την Ιαπωνία (1904-1905), ο Κορνίλοβ έγινε Επιτελάρχης της 1ης Ταξιαρχίας Πεζικού και συμμετείχε στις μάχες του Σαντέπου (Ιανουάριος 1905) και Μουκντέν (Φεβρουάριος/Μάρτιος 1905). Έλαβε το παράσημο του Τάγματος Αγίου Γεωργίου Δ' Τάξεως για ανδρεία και προήχθη σε Ταξίαρχο.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Κορνίλοβ υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην Κίνα από το 1907 μέχρι το 1911. Μελέτησε την κινέζικη γλώσσα, ταξίδεψε αρκετά και έστελνε συνεχώς αναφορές στο Γενικό Επιτελείο και στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο Κορνίλοβ έδωσε σημασία στους τομείς συνεργασίας μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας στην Άπω Ανατολή και γνώρισε τον μελλοντικό Πρόεδρο της Κίνας, Τσιανγκ Κάι Σεκ. Το 1910, ο Κορνίλοβ ανακλήθηκε από το Πεκίνο αλλά παρέμεινε στην Πετρούπολη μόνο για 5 μήνες πριν σταλεί στη Μογγολία και στο Κασγκάρ για να εξετάσει τη στρατιωτική κατάσταση στα σύνορα Ρωσίας και Κίνας. Στις 2 Φεβρουαρίου 1911 ορίστηκε Διοικητής του 8ου Συντάγματος Πεζικού της Εσθονίας και αργότερα Διοικητής της 9ης Μεραρχίας Τυφεκιοφόρων Σιβηρίας, η οποία έδρευε στο Βλαδιβοστόκ.
Το 1914, στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κορνίλοβ ήταν Διοικητής της 48ης Μεραρχίας Πεζικού, η οποία έδρασε στην Γαλικία και στα Καρπάθια Όρη. Το 1915, προήχθη σε Υποστράτηγο. Μετά από σκληρές μάχες, αιχμαλωτίστηκε από τους Αυστριακούς τον Απρίλιο του 1915, όταν η μεραρχία του απομονώθηκε από τις υπόλοιπες ρωσικές δυνάμεις. Μετά την αιχμαλωσία του, ο Στρατάρχης Κόνραντ, Διοικητής του Αυστρο-Ουγγρικού Στρατού, κατάφερε να συναντηθεί κατ' ιδίαν με τον Κορνίλοβ. Ως Υποστράτηγος ήταν σημαντικός αιχμάλωτος πολέμου, ωστόσο, τον Ιούλιο του 1916, ο Κορνίλοβ κατάφερε να ξεφύγει και να επιστρέψει στη Ρωσία, όπου ανέλαβε ξανά δράση.
Ο Κορνίλοβ τάχθηκε κατά της ρωσικής μοναρχίας και μετά την ανατροπή του Τσάρου Νικόλαου Β' έλαβε τη διοίκηση της Στρατιωτικής Περιοχής της Πετρούπολης τον Μάρτιο του 1917. Τον Ιούλιο, αφού είχε αναλάβει τη διοίκηση του μοναδικού επιτυχούς μετώπου στην λήξουσα με καταστροφή για τη Ρωσία επίθεση του Ιουνίου, έγινε Ανώτατος Διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων της Προσωρινής Κυβέρνησης.
Μετά τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις Ημέρες του Ιούλη, ο ρωσικός πληθυσμός έδειξε δυσπιστία ως προς τις ικανότητες της Προσωρινής Κυβέρνησης να χειριστεί την οικονομική κρίση και την κοινωνική δυσαρέσκεια των χαμηλότερων τάξεων. Ο Πάβελ Μίλγιοκοβ, ηγέτης των Δόκιμων (Καντιέτ), περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε στη Ρωσία στα τέλη Ιουλίου: «Χάος στον στρατό, χάος στην εξωτερική πολιτική, χάος στη βιομηχανία και χάος στα εθνικά θέματα».[1] Ο Κορνίλοβ, ο οποίος ορίστηκε ως Αρχιστράτηγος του Ρωσικού Στρατού τον Ιούλιο του 1917, θεώρησε ένοχο το Σοβιέτ της Πετρούπολης για την διάλυση του στρατού και θεωρούσε πως η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν είχε τη δύναμη και την τόλμη να διαλύσει το Σοβιέτ της Πετρούπολης. Μετά από μια διφορούμενη αλληλογραφία μεταξύ του Κορνίλοβ και του Κέρενσκι, ο Κορνίλοβ προέβη σε επίθεση κατά του Σοβιέτ της Πετρούπολης.[1]
Καθώς το Σοβιέτ της Πετρούπολης ήταν ικανό να συγκεντρώσει ένα ισχυρό στρατό από εργάτες και στρατιώτες για να υπερασπιστεί την Επανάσταση, το πραξικόπημα του Κορνίλοβ έληξε με αποτυχία και ο ίδιος φυλακίστηκε. Το πραξικόπημα του Κορνίλοβ είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της δυσπιστίας των Ρώσων προς την Προσωρινή Κυβέρνησηt.[6]
Αφού το υποτιθέμενο πραξικόπημα απέτυχε καθώς οι δυνάμεις του είχαν αποσυντεθεί, ο Κορνίλοβ και οι στενοί συνεργάτες του φυλακίστηκαν στο Μπύχοβ. Στις 19 Νοεμβρίου, λίγες εβδομάδες μετά την ανακήρυξη της σοβιετικής δύναμης στην Πετρούπολη, απέδρασαν (χάρη στη βοήθεια των φρουρών που υποστήριζαν τον Κορνίλοβ) και έφτασαν στον ποταμό Ντον, ο οποίος βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Κοζάκων. Εκεί ενώθηκαν με τον Στρατηγό Μιχαήλ Αλεξέγιεβ. Ο Κορνίλοβ έγινε στρατιωτικός ηγέτης του Εθελοντικού Στρατού, ενώ ο Αλεξέγιεβ έγινε ο πολιτικός ηγέτης.[7]
Πριν ακόμα σχηματιστεί ο Κόκκινος Στρατός, ο Λαβρ Κορνίλοβ υποσχέθηκε πως «όσο μεγαλύτερη είναι η τρομοκρατία, τόσο μεγαλύτερη θα είναι οι νίκες μας [των Λευκών]». Δήλωσε πως ο στόχος που έθεσαν τα στρατεύματα του πρέπει να πραγματοποιηθεί ακόμα και αν «χρειαστεί να κάψουμε τη μισή χώρα και να σκοτώσουμε τα 3/4 όλων των Ρώσων».[8] Μονάχα στο χωριό Λεζάνκα του Ντον, οι αξιωματικοί του Κορνίλοβ εκτέλεσαν περισσότερους από 500 ανθρώπους.[9]
Στις 24 Φεβρουαρίου 1918, καθώς η πρωτεύουσα του Ροστόβ και των Κοζάκων του Ντον, Νοβοτσερκάσσκ, έπεσε στα χέρια των Μπολσεβίκων, ο Κορνίλοβ οδήγησε τον Εθελοντικό Στρατό στην επική Πορεία στους Παγετούς στην άδεια στέπα προς την Κουμπάν. Αν και είχε σοβαρό αριθμητικό μειονέκτημα, κατάφερε να αποφύγει την καταστροφή από τις δυνάμεις καταδίωξης και προχώρησε σε πολιορκία του Γικατερινοντάρ, πρωτεύουσας της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Κουμπάν, στις 10 Απριλίου. Ωστόσο, το πρωϊ της 13ης Απριλίου, μια βόμβα των Σοβιετικών έπεσε στο κτίριο όπου στεγάζοταν το επιτελείο και σκότωσε τον Κορνίλοβ, τον οποίο έθαψαν σε ένα κοντινό χωριό.
Λίγες μέρες αργότερα, όταν οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν το χωριό, ξέθαψαν τον Κορνίλοβ, μετέφεραν τα λείψανα του στην κεντρική πλατεία και έκαψαν τα απομεινάρια του σε τοπική χωματερή.[10]
Η Μεραρχία του Κορνίλοβ, μεγάλη δύναμη του Λευκού Στρατού, πήρε το όνομα του στρατηγού, όπως και άλλοι σχηματισμοί του Λευκού Στρατού, όπως το Σύνταγμα Κοζάκων Ιππέων «Κορνίλοβ» της Κουμπάν. Η Μεραρχία του Κορνίλοβ ήταν γνωστή για τη νεκροκεφαλή που έφερε στο λάβαρο της.