Λουί Σεμπαστιάν Μερσιέ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Louis-Sébastien Mercier (Γαλλικά) |
Γέννηση | 6 Ιουνίου 1740 Παρίσι |
Θάνατος | 25 Απριλίου 1814 Παρίσι[1] |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο του Περ-Λασαίζ και Grave of Mercier |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία[2] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Γαλλικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[3][4] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συγγραφέας, δημοσιογράφος |
Εργοδότης | Journal des Dames |
Αξιοσημείωτο έργο | Το έτος 2440 Ο πίνακας του Παρισιού |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | μέλος του Συμβουλίου των Πεντακοσίων Αντιπρόεδρος της Εθνικής Συνέλευσης |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λουί Σεμπαστιάν Μερσιέ (Louis-Sébastien Mercier, 1740-1814) ήταν Γάλλος συγγραφέας του διαφωτιστικού κινήματος, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, λογοτεχνικός κριτικός και δημοσιογράφος.
Ένας παραγωγικότατος συγγραφέας, ένας από τους ανθρώπους των οποίων η λογοτεχνική ζωή ήταν από τις πιο δραστήριες του 18ου αιώνα, παραμένει ουσιαστικά γνωστός σήμερα για το μυθιστόρημα προφητικής φαντασίας Το έτος 2440 (1771) και το έργο του Πίνακας του Παρισιού (Tableau de Paris, 1781) που δημοσιεύθηκε πριν από την επανάσταση. Έγραψε εξήντα θεατρικά έργα, δεκάδες ποιητικές συλλογές και πολυάριθμα κριτικά δοκίμια και ήταν ιδρυτής της εφημερίδας Πατριωτικά και λογοτεχνικά χρονικά (1789 -1796).
Γεννήθηκε στο Παρίσι σε μια ταπεινή οικογένεια: ο πατέρας του ήταν ειδικευμένος τεχνίτης που γυάλιζε σπαθιά και μεταλλικά όπλα. Ωστόσο, ο Μερσιέ έλαβε μια αξιοπρεπή εκπαίδευση.
Έχοντας ανακαλύψει το 1757 την κομεντί Φρανσαίζ [5], η κλίση του για το θέατρο και τα μυθιστορήματα, καθώς και η φιλία του με συγγραφείς, τον έκαναν να αποφασίσει γύρω στο 1765 να ζήσει από την πένα του. Δημοσίευσε για πρώτη φορά ηρωίδες που είχαν μια διακριτική επιτυχία, γεγονός που πιθανώς τον οδήγησε να προτιμήσει την πεζογραφία από το στίχο. Έγραψε μερικά κριτικά δοκίμια για τους λογοτεχνικούς κύκλους και διηγήματα.
Ο Μερσιέ άρχισε την καριέρα του γράφοντας ηρωίδες[6]. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Μπουαλώ και ο Ρασίν είχαν καταστρέψει τη γαλλική γλώσσα και ότι ο αληθινός ποιητής έπρεπε να γράφει σε πρόζα.
Έγραψε θεατρικά έργα, ήταν ένας από τους πρώτους που ασχολήθηκε με το αστικό δράμα, φυλλάδια και διηγήματα και δημοσίευε συνεχώς. Ο Μερσιέ συχνά ανακύκλωνε τα θέματά του από μία εργασία του σε άλλη και ξαναέγραφε δοκίμια που είχε ήδη γράψει. Η οξεία παρατηρητικότητά του για την κοινωνία και το περιβάλλον και η δημοσιογραφική αίσθηση της γραφής του είναι χαρακτηριστικά στο έργο του. «Δεν υπάρχει καλύτερος συγγραφέας να συμβουλευτεί κανείς,» γράφει ο Robert Darnton [7], «αν θέλει να πάρει μια ιδέα για το πώς έμοιαζε, ακούγονταν, αισθανόταν το Παρίσι την παραμονή της Επανάστασης.» [8]
Τα πιο σημαντικά από τα διάφορα έργα του είναι Το έτος 2440 (1771), Νεολογισμοί ή Λεξιλόγιο (1801), ο πίνακας του Παρισιού (1781- 1788), το νέο Παρίσι (1799), η ιστορία της Γαλλίας (1802) και η σάτιρα εναντίον του Ρασίν και του Μπουαλώ (1808). Επίσης, το δοκίμιο Περί θεάτρου (1773), όπου τόνιζε τη διδακτική αποστολή του θεάτρου.
Κατηγορούσε τη γαλλική τραγωδία ως κακή απομίμηση αρχαίων και ξένων εθίμων σε πομπώδεις στίχους και υποστήριζε το δράμα όπως το αντιλαμβάνονταν ο Ντιντερό. Απέναντι στους φιλοσόφους ήταν εντελώς εχθρικός. Δεν δεχόταν ότι η σύγχρονη επιστήμη είχε κάνει πραγματική πρόοδο, ήταν δε τόσο συντηρητικός μέχρι του σημείου να υποστηρίζει ότι η γη ήταν μια κυκλική επίπεδη επιφάνεια που περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.
Ο Μερσιέ έγραψε περίπου εξήντα δράματα. Μεταξύ αυτών και δύο ιστορικά δράματα με θέμα τους θρησκευτικούς πολέμους, το Ζαν Ενυγιέ, επίσκοπος της Λιζιέ (1772) και Η εξόντωση της Λίγκας (1782), που ήταν τόσο αντιμοναρχικά και αντικληρικά που ανέβηκαν στη σκηνή μόνο μετά τη Γαλλική επανάσταση.
Άλλα θεατρικά έργα του: ο Λιποτάκτης (1770), ο Δικαστής (1774), Nαταλί (1775), ο Άπιστος φίλος (1772) και η Χειράμαξα του ξιδοπώλη (1775).
Το έτος 2440 είναι ένα ουτοπικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται το έτος 2440. Ένα εξαιρετικά δημοφιλές έργο (έκανε είκοσι πέντε εκδόσεις μετά την πρώτη του εμφάνιση το 1770) περιγράφει τις περιπέτειες κάποιου, ο οποίος, μετά τη συμμετοχή σε μια έντονη συζήτηση με έναν φιλόσοφο φίλο του σχετικά με τις αδικίες του Παρισιού, έπεσε για ύπνο και ξύπνησε στο Παρίσι του μέλλοντος. Ο Ντάρτον[7] γράφει ότι "παρά τον προφανή χαρακτήρα φαντασίας ... Το έτος 2440 επεδίωκε να διαβαστεί σαν ένας σοβαρός οδηγός για το μέλλον. Πρόσφερε μια εκπληκτική νέα προοπτική: το μέλλον σαν γεγονός συντελεσμένο και το παρόν σαν παρελθόν. Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο πείραμα σκέψης; Και από τη στιγμή που ασχολούνταν με αυτό, ποιος δεν θα έβλεπε ότι εξέθετε τη σαπίλα της κοινωνίας, το Παρίσι του 18ου αιώνα;"[8]
Ο ήρωας του Μερσιέ σημειώνει όλα όσα του έκαναν εντύπωση σ' αυτό το φουτουριστικό Παρίσι. Ο δημόσιος χώρος και το δικαστικό σύστημα έχουν αναδιοργανωθεί. Οι πολίτες της είναι άνετοι και πρακτικοί. Τα νοσοκομεία είναι αποτελεσματικά και βασίζονται στην επιστήμη. Δεν υπάρχουν μοναχοί, ιερείς, πόρνες, ζητιάνοι, χοροδιδάσκαλοι, σεφ ζαχαροπλαστικής, μόνιμος στρατός, δουλεία, αυθαίρετες συλλήψεις, φόροι, συντεχνίες, εξωτερικό εμπόριο, καφές, τσάι ή καπνός και όλη η άχρηστη και ανήθικη παλιότερη γραπτή λογοτεχνία έχει καταστραφεί.
Το μέλλον που περιγράφει ο Μερσιέ δεν είναι εξ ολοκλήρου ουτοπικό. Οι ακρότητες του πλούτου και της φτώχειας έχουν καταργηθεί. Παρ' όλα αυτά, οι φτωχοί εξακολουθούν να υπάρχουν. Υπάρχει μικρή οικονομική ανάπτυξη και ο πληθυσμός της Γαλλίας αυξήθηκε κατά 50%.
Κατέληγε ότι μια επανάσταση ήταν αναγκαία για τη Γαλλία και πρακτικά αναπόφευκτη. Το έργο απαγορεύθηκε από τις Αρχές.[9]
Είναι ένα έργο δώδεκα τόμων (1782-1788), όπου ο Μερσιέ περιέγραψε την παρισινή ζωή των προεπαναστατικών χρόνων.
Συνδυάζοντας αντικειμενικές περιγραφές και σκληρή κριτική για τα ήθη, αυτό το τεράστιο έργο, περιγράφει την εικόνα μιας κοινωνίας που εξαφανίζονταν από την επαναστατική αναταραχή και τη εκβιομηχάνιση. Με ακριβείς πληροφορίες και τη δύναμη του καυστικού του πνεύματος, ο Μερσιέ έκανε τον Πίνακα του Παρισιού να είναι ταυτόχρονα μαρτυρία λογοτέχνη και έργο ιστορικού και κοινωνιολόγου. Με ύφος γλαφυρό, το κείμενο προσφέρει ένα συναρπαστικό πορτρέτο της καθημερινής ζωής της εποχής πριν τη Γαλλική Επανάσταση, περιγράφοντας τις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων, των εμπόρων του δρόμου, των πορνών, των αστυνομικών κατασκόπων, των ηθοποιών, των ευγενών, των ιερέων, των υπηρετών και των εγκληματιών και είναι σημαντική συμβολή στη γαλλική λογοτεχνία του 18ου αιώνα.
Το 1799 εξέδωσε το Νέο Παρίσι, όπου περιγράφει τα γεγονότα της εποχής της επανάστασης.
Ο Μερσιέ ήταν πολύ επηρεασμένος από τις ιδέες του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ. Στην πολιτική ήταν μετριοπαθής και ως μέλος της Συμβατικής ψήφισε κατά της θανατικής ποινής του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄. Κατά τη διάρκεια της Τρομοκρατίας, φυλακίστηκε, αλλά απελευθερώθηκε μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου, τον οποίο ονόμασε "Sanguinocrat" (κατά προσέγγιση, αιματοκράτορα).