Λούντβιχ Αντσενγκρούμπερ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ludwig Anzengruber (Γερμανικά) |
Γέννηση | 29 Νοεμβρίου 1839[1][2][3] Βιέννη[4][5][6] |
Θάνατος | 10 Δεκεμβρίου 1889[1][2][3] Βιέννη[7][5] |
Αιτία θανάτου | σήψη |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Κεντρικό Νεκροταφείο της Βιέννης |
Ψευδώνυμο | L. Gruber[8] |
Χώρα πολιτογράφησης | Αυστρία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[9] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής μυθιστοριογράφος θεατρικός συγγραφέας συγγραφέας[10] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | βραβείο Σίλερ (1878) βραβείο Φραντς Γκρίλπαρτσερ (1887) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λούντβιχ Αντσενγκρούμπερ (γερμ. Ludwig Anzengruber, 29 Νοεμβρίου 1839 – 10 Δεκεμβρίου 1889) ήταν Αυστριακός θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και ποιητής, που γεννήθηκε και πέθανε στη Βιέννη.
Η οικογένεια Αντσενγκρούμπερ καταγόταν από το Ρηντ ιμ Ίνκραϊς της Άνω Αυστρία. Ο παππούς του Λούντβιχ, ο Γιάκομπ Αντσενγκρούμπερ, ήταν αγρότης, ενώ ο πατέρας του συγγραφέως, ο Γιόχαν, άφησε το σπίτι των γονέων του σε νεαρή ηλικία και εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, βρίσκοντας εργασία ως λογιστής στην οικονομική υπηρεσία των βασιλικών γαιών της Αυστρίας. Το 1838 νυμφεύθηκε τη Μαρία Χέρμπιχ, κόρη φαρμακοποιού. Το κοινωνικό υπόβαθρο των γονέων του Λούντβιχ έπαιξε ρόλο σε πολλά από τα έργα του. Η μεγαλύτερη επιρροή στο να γίνει θεατρικός συγγραφέας ήταν ο πατέρας του, που ήταν ερασιτέχνης ποιητής και δραματουργός ο ίδιος, χωρίς να δημοσιεύει τα ποιήματά του.
Σε ηλικία μόλις 5 ετών ο Λούντβιχ έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του προσπάθησε να ζήσει την οικογένεια με την πενιχρή σύνταξη χηρείας της. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν πέθανε και η γιαγιά του Λούντβιχ, που τους βοηθούσε οικονομικά, τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, αλλά η μητέρα άρχισε να εργάζεται ως μοδίστρα, ώστε να στείλει τον γιο της στο γυμνάσιο των Πιαριστών. Ωστόσο μετά δύο χρόνια εκεί, το 1855, ο Λούντβιχ εγκατέλειψε εξαιτίας κακής βαθμολογίας και από το 1856 μέχρι το 1858 ήταν μαθητευόμενος υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο. Τότε είχε τη δυνατότητα να διαβάσει πολλά βιβλία, έστω και αν μετά από διαφωνίες με το αφεντικό σταμάτησε τη μαθητεία του.
Σε ηλικία 19 ετών, μετά από μια σοβαρή προσβολή από τυφοειδή πυρετό, ο Λούντβιχ απεφάσισε να γίνει ηθοποιός. Την επόμενη δεκαετία δοκίμασε την τύχη του σε αυτόν τον τομέα, ταξιδεύοντας με διάφορους περιοδεύοντες θιάσους στις επαρχίες της Αυστρίας. Αν και δεν επέδειξε κάποιο ερμηνευτικό ταλέντο, η εμπειρία του αυτή ήταν χρήσιμη μετέπειτα. Μια δυσκολία του σχετικώς με την ηθοποιία ήταν η διάλεκτος και η προφορά του, από την οποία δεν κατόρθωσε να απαλλαγεί ποτέ εντελώς. Από το 1866 ζούσε πλέον μονίμως στη Βιέννη.
Το 1869 ο Αντσενγκρούμπερ προσλήφθηκε σε μια θέση υπαλλήλου στο αρχηγείο της αστυνομίας και το 1870, υπό το ψευδώνυμο L. Gruber, συνέγραψε το έργο που τού άνοιξε τον δρόμο για τη σταδιοδρομία του ως συγγραφέα: το δράμα Der Pfarrer von Kirchfeld (= «ο εφημέριος του Κίρχφελντ»). Αυτό «ανέβηκε» για πρώτη φορά το ίδιο έτος στη σκηνή στο «Θέατρο στη Βιέννη» (Theater an der Wien) και από την πρεμιέρα του στις 5 Νοεμβρίου σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Ο Χάινριχ Λάουμπε, επικεφαλής του Μπούργκτεατερ και θεατρικός συγγραφέας ο ίδιος, έγραψε μια ενθουσιώδη κριτική. Από τότε εξάλλου ο Αντσενγκρούμπερ γνώρισε και έγινε φίλος με τον Πέτερ Ρόζεγκερ. Η άμεση επιτυχία του έργου επέφερε την παραίτηση του συγγραφέα από τη θέση του στην αστυνομία και την αποκλειστική αφιέρωσή του στη συγγραφή.
Το 1873, παρά τις προειδοποιήσεις της μητέρας του, ο Αντσενγκρούμπερ πήρε ως σύζυγό του τη 16χρονη τότε Αντελίντε Λίπκα (Adelinde Lipka, 1857-1914), που ήταν αδελφή του παιδικού του φίλου Φραντς. Παρά το γεγονός ότι απέκτησαν τρία τέκνα, ο γάμος αντιμετώπισε κρίση και το 1889 κατέληξε σε διαζύγιο.
Από την άλλη, η φήμη του Αντσενγκρούμπερ εδραιώθηκε και διαδόθηκε, με έργα του να παίζονται σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Από τον Απρίλιο του 1882 έως τον Μάιο του 1885 ήταν συντάκτης της βιεννέζικης εφημερίδας Die Heimat (= «η πατρίδα»), ενώ από τον Μάιο του 1884 συνεισέφερε κείμενα στο βιεννέζικο εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό Figaro και τον Αύγουστο του 1888 έγινε συντάκτης του Wiener Bote (= «αγγελιοφόρος της Βιέννης»).
Τον Σεπτέμβριο του 1888 πήρε στη θέση του «δραματουργού» στο υπό ίδρυση νέο Λαϊκό Θέατρο της Βιέννης, που δημιουργήθηκε μετά από προσπάθειες του ίδιου και άλλων κατοίκων της πόλεως και εγκαινιάσθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1889 με το έργο του Αντσενγκρούμπερ Der Fleck auf der Ehr (= «Η κηλίδα της τιμής»).
Στα τέλη Νοεμβρίου ο Λούντβιχ Αντσενγκρούμπερ μολύνθηκε από το μικρόβιο του άνθρακα, και λιγότερο από δύο εβδομάδες αργότερα πέθανε από σηψαιμία σε ηλικία 50 ετών.
Τα περισσότερα από τα έργα του Αντσενγκρούμπερ ασχολούνται με τη ζωή των Αυστριακών χωρικών. Ο τόνος τους είναι κάπως μελαγχολικός, αλλά υπάρχουν διάσπαρτες ευχάριστες και έξυπνες σκηνές.
Τα άπαντα του Αντσενγκρούμπερ με βιογραφία του εκδόθηκαν σε 10 τόμους το 1890 (3η έκδ. 1897), ενώ η αλληλογραφία του με επιμέλεια του A. Bettelheim το 1902).